
Για το μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστρινάκη «Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας» (εκδ. Κίχλη). Κεντρική εικόνα: πίνακας του Rene Magritte.
Γράφει ο Μάκης Καραγιάννης
Τα θέματα της λογοτεχνίας, όπως λέγεται πολλές φορές, αφορούν κυρίως τον έρωτα και τον θάνατο. Οι ερωτικές ιστορίες έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί και άρα γιατί και «πώς να γράψει κανείς μια ερωτική ιστορία, μια ιστορία «μοιχείας», όταν έχει προηγηθεί η Άννα Καρένινα ή ο Βέρθερος», αναρωτιέται η αφηγήτρια στην αρχή του μυθιστορήματος Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας της Αγγέλας Καστρινάκη. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2008 και επανεκδόθηκε πρόσφατα αναθεωρημένο από τις εκδόσεις Κίχλη.
Ωστόσο, οι ποικίλες μορφές που παίρνει το ερωτικό πάθος, αυτός ο ανατροπέας που εισβάλει στις ήσυχες ζωές μας ως ταύρος σε υαλοπωλείο, προσδιορίζονται κοινωνικά σε κάθε εποχή. Ο Ντενί ντε Ρουζμόν, στη μνημειώδη του μελέτη Ο Έρως και η Δύση, αναλύει το πάθος του έρωτα ως ιστορικό φαινόμενο που έχει μεσαιωνική καταγωγή.
Η ρομαντική ιδεόπλαστη μορφή του έρωτα, είναι μια επινόηση που ανάγεται στη θρησκευτική ατμόσφαιρα της αίρεσης των Καθαρών του 12ου αιώνα και των τροβαδούρων που λάτρεψαν μυστικά τη Γυναίκα, τη Μητέρα, την Παρθένα, με ένα ορισμένο τυπικό, με όρκους υπακοής και αιώνιας πίστης. Δεν είναι τυχαίο που η ευρωπαϊκή παράδοση έχει αναδείξει σε επίπεδο μύθων μια σειρά από μεγάλους έρωτες, όπως είναι ο Τριστάνος και Ιζόλδη ή ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, που διατρέχουν το πάθος έως το έσχατο όριο του. Οι απόηχοι αυτής της ρομαντικής παράδοσης επιβιώνουν και κυριαρχούν μέχρι τον 20ο αιώνα, ώσπου −για να χρησιμοποιήσω μια ωραία φράση του Ντίνου Χριστιανόπουλου− «ο ιδεαλισμός κατακερματίζεται από τις βάναυσες απαιτήσεις του κορμιού» και εισάγεται η ρητορική της σεξουαλικής επιθυμίας απέναντι στον εξιδανικευμένο έρωτα της Δύσης.
Έρευνα με πάθος
Και κάθε εποχή απαιτεί τον μυθιστοριογράφο της. Αυτό κάνει και η Καστρινάκη. Ερευνά το ερωτικό πάθος, στον καιρό της ειρωνείας, όπως εύστοχα τον ονομάζει, στις αρχές του 21ου αιώνα. Στον Τολστόι η Άννα Καρένινα βιώνει την εξοντωτική αντίφαση ανάμεσα στον έρωτα της με τον Βρόνσκι και την άκαμπτη ηθική της οικογένειας που επιβάλει η κοινωνία. Στον Φλωμπέρ η φιλόδοξη Έμμα Μποβαρύ που φαντασιώνεται μεγάλους έρωτες, λυγίζει κάτω από τα χρέη, αλλά και τον πουριτανισμό γαλλικής επαρχίας.
Η Μέλπω, η πρωταγωνίστρια της Καστρινάκη στον καιρό της ειρωνείας και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, δεν έχει εξωτερικούς φραγμούς να υπερπηδήσει.
Αντίθετα, η Μέλπω, η πρωταγωνίστρια της Καστρινάκη στον καιρό της ειρωνείας και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, δεν έχει εξωτερικούς φραγμούς να υπερπηδήσει. Την κοινωνική ηθική, την Αγία Οικογένεια, την ακριβή προίκα. Το πρόβλημα είναι πια εσωτερικό. Η Μέλπω, που κάνει το βήμα για τον παράνομο έρωτα, λέει στον Μάριο πως η οικογενειακή της ζωή είναι τέλεια, επιχειρεί, όμως, το «σφάλμα [όσων] να δοκιμάζουν τις φαντασίες τους στον τραχύ στίβο της πραγματικότητας». Κάνει το μεγάλο άλμα με τον Μάριο, και, προς μεγάλη της έκπληξη, αντιμετωπίζεται από τον Στέφανο, τον σύζυγο, με εκείνο το «το ουρανοκατέβατο “πόσο σε καταλαβαίνω”».
![]() |
Η Αγγέλα Καστρινάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Είναι καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εκτός από το μυθιστόρημα Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας, έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων, δύο αυτοβιογραφικά αφηγήματα για τη Μεταπολίτευση και ένα θεατρικό έργο. Έχει εκδώσει επίσης επτά φιλολογικά βιβλία. Έχει τιμηθεί με το «Βραβείο ειρήνης και φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί» για εργασίες σχετικές με την εικόνα του Τούρκου σε ελληνικά μυθιστορήματα, καθώς και με το «Κρατικό βραβείο δοκιμίου» για τη μονογραφία Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950.Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. |
Η καμπύλη του πυρετού των παράνομων εραστών ανεβαίνει, το πάθος μαζί με τις αυταπάτες κορυφώνεται για να πέσει σταδιακά η θερμοκρασία, η χημεία του έρωτα να γίνει αλχημεία και να προσγειωθεί στη λογική και τις δυσκολίες της πραγματικότητας. Έντονη διακειμενικότητα και παραλληλισμοί με διάσημα τρίγωνα, τις Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε, την Απιστία του Μπέργκμαν, τη σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Ίωνα Δραγούμη. Πάθος, αλλά και χιούμορ με ειρωνεία και στοχασμό.
Όλα συνθέτουν ένα ευχάριστο μυθιστόρημα για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις τού σήμερα, κυρίως, όμως, για τα ανομολόγητα συναισθήματα και τις σκέψεις που απευθύνουμε μόνον εις εαυτόν και αυτό το κάνει αληθινό.
Επίκληση του αναγνώστη που θυμίζει Ροΐδη, Παπαδιαμάντη και γενικώς το πρώτο ημίχρονο του μυθιστορήματος, όπως το ονομάζει ο Κούντερα. Η λύση του δράματος είναι ανοιχτή με διάφορες εκδοχές. Ιστορικός συμβιβασμός και ανανέωση του γάμου, υπεράσπιση του πάθους από το Μάριο, καινούριες πορείες ζωής, ίσως, για τη Στέλλα. Όλα συνθέτουν ένα ευχάριστο μυθιστόρημα για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις τού σήμερα, κυρίως, όμως, για τα ανομολόγητα συναισθήματα και τις σκέψεις που απευθύνουμε μόνον εις εαυτόν και αυτό το κάνει αληθινό.
Εκείνο, ωστόσο, που κάνει σημαντικό το μυθιστόρημα δεν είναι το καυτό θέμα του, αλλά η μορφή του που ξεφεύγει από την πεπατημένη με τα μεταμοντέρνα στοιχεία. Ο έρωτας είναι μεν ένα ελκυστικό θέμα, αλλά τόσο φορτισμένο από την παράδοση και την κοινοτοπία των ερώτων, ώστε να είναι ένα ναρκοπέδιο για τον συγγραφέα. Ακριβώς, ο σχολιασμός και η ειρωνεία είναι τα αντίβαρα για την ισορροπία που υπονομεύουν τον λυρισμό των στιγμών και τα φθαρμένα σχήματα. Δεν είναι, μάλιστα, κάποια περιθωριακά σχόλια, αλλά, ένα προγραμματικά μεταμοντέρνο μυθιστόρημα με την επίκληση του αναγνώστη, την αυτοαναφορικότητα ή τη διακειμενικότητα. Κυρίως, όμως, γιατί παρακολουθούμε μια δεύτερη ιστορία, την κατασκευή του μυθιστορήματος, τις απορίες, τις ωδίνες και τον αναστοχασμό της γραφής.
Θεωρώ πως δεν είναι οι αισθητικές ετικέτες που επικυρώνουν την αξία ενός έργου, αλλά τα μυστικά και η τέχνη του δημιουργού. Και το βιβλίο κατορθώνει να συνδυάζει επιτυχημένα μια ιστορία με τον δοκιμιακό στοχασμό σε μια ωραία αφήγηση.
Ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα, γιατί στην Ελλάδα υπάρχει μια προκατάληψη για τον δοκιμιακό στοχασμό μέσα στο μυθιστόρημα. Θεωρώ πως δεν είναι οι αισθητικές ετικέτες που επικυρώνουν την αξία ενός έργου, αλλά τα μυστικά και η τέχνη του δημιουργού. Και το βιβλίο κατορθώνει να συνδυάζει επιτυχημένα μια ιστορία με τον δοκιμιακό στοχασμό σε μια ωραία αφήγηση. Ο μεταμοντερνισμός, επίσης, δεν σκοτώνει εντελώς το συναίσθημα, το αφήνει να φωτίζει, να φέγγει αχνά κάτω από την ελλειπτικότητα της αφήγησης, χωρίς να το εκβιάζει, όπως φαίνεται στην πολύ ωραία χριστουγεννιάτικη ιστορία, όπου παιδί που προσπαθεί να φτιάξει το παζλ. «Πού ήταν, παιδί μου, οι δικοί σου;», «Αχ, ναι, αγκάλιασέ με σφιχτά! Κι άλλο!» (σ. 131). Εξαιρετική σκηνή για όσα αφήνει εκτός πεδίου!
Προσεκτική αφήγηση
Στη μυθοπλασία οι ιδέες δεν είναι αφηρημένες, αλλά προκύπτουν με τέχνη από μια προσεκτική αφήγηση που επιμένει στη λεπτομέρεια, που αποτυπώνει και αναδεικνύει όχι ρητά, αλλά έμμεσα με απτές και συγκεκριμένες εικόνες την εσωτερικότητα και τον ψυχισμό των ηρώων σαν ψιλοβελονιά. Στην αμήχανη πρώτη συνάντηση π.χ. παρατηρούν και οι δυο τα παπούτσια του άλλου: «Τα δικά του ήταν καφετιά, κάπως φθαρμένα, με μια όχι δυσάρεστη δοσολογία φθοράς και ευπρέπειας, λίγο στραβοπατημένα», ενώ τα λιωμένα σεντόνια, οι πετσέτες που είχαν χάσει το χνούδι και το τελευταίο ποτηράκι από ένα ολόκληρο σετ δείχνουν τη φθορά δέκα χρόνων γάμου. Και είναι το βλέμμα της μυθιστοριογράφου που διακρίνει τη δυναμική από την ασήμαντη λεπτομέρεια, θα εμποτίσει με νόημα τα ταπεινά πράγματα και θα τα εντάξει στην ερμηνεία του χαρακτήρα και του έργου.
Στην αρχή της ιστορίας η Μέλπω παρατηρεί ότι ο Μάριος, ο μακρινός φίλος, «διέθετε και ειρωνεία και είχε επιπλέον την άνεση να την κοροϊδεύει ελαφρά. Διέθετε μπρίο, δεν ήταν κανένα σκυλάκι έτοιμο να δαγκώσει το κόκαλο. Ή τουλάχιστον ήξερε να δαγκώνει και λίγο κρέας μαζί». Όμως, τα σκυλάκια και τα κόκκαλα είναι πάντα επικίνδυνα στις ερωτικές ιστορίες. Η Κυρία με το σκυλάκι του Τσέχωφ ξεκίνησε, επίσης, πετώντας ένα κόκκαλο. Ο καρδιοκατακτητής Ντμίτρι Γκούρωφ με τις πολλές απιστίες και την υποτιμητική στάση του απέναντι στις γυναίκες –«κατώτερη ράτσα»– αντιμετωπίζει τη γλυκιά Άννα με τον μπερέ στο κεφάλι ως μια ακόμη διασκεδαστική περιπέτεια. Ωστόσο, οι άνθρωποι, ανεπιγνώστως, επιλέγουν τις πράξεις τους σύμφωνα με τις άμεσες επιθυμίες τους, αλλά οι καταλήξεις τους είναι αναπάντεχες και ο Γκούρωφ θα οδηγηθεί σε μια ιστορία που τον ξεπερνά και θα ανατρέψει ολοκληρωτικά τη ζωή του. Βλέπουμε και στα δυο έργα τον έρωτα που μεταμορφώνει τους ανθρώπους και τους φορτώνει αυταπάτες.
Ο κόσμος της αμφισημίας
Το μυθιστόρημα είναι εξ ορισμού ειρωνική τέχνη και ο κόσμος της αμφισημίας. Στο βιβλίο της Καστρινάκη ο Στέφανος ονομάζει την ικανότητά τους να παίρνουν κάποια απόσταση από τη θέση στην οποία βρίσκονται και να στοχάζονται πάνω σε αυτή ως ειρωνεία. Όμως, νομίζω πως υπάρχει μια ακόμη βαθύτερη, φιλοσοφική θα έλεγα ειρωνεία. Είναι το βλέμμα της μυθιστοριογράφου που παρατηρεί το παράδοξο του έρωτα και την άγνοια που κυριαρχεί στη ζωή των ηρώων, αλλά και των ανθρώπων της εποχής μας, γιατί η λύση δεν θα βρεθεί ποτέ.
Πρόκειται για ένα μυθιστορηματικό και φιλοσοφικό γέλιο μπροστά στο αδιέξοδο των ηρώων, καθώς τους βλέπει εγκλωβισμένους να παλινδρομούν ανάμεσα στην περιπέτεια και το πάθος του έρωτα από τη μια, και την ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής από την άλλη, να μετεωρίζονται αλλά να μη βρίσκουν ησυχία. Ήδη, η Μέλπω στο τέλος δεν παραπονιέται για τη σχέση του Στέφανου και δεν ζητά πλήρη αποκλειστικότητα, γιατί προσπαθεί να εγγράψει δικαιώματα για το επόμενο παραστράτημα. Υπάρχει, δηλαδή, μια διπλή κίνηση στην εκτύλιξη της αφήγησης. Η μια υπονομεύει, η άλλη χτίζει συμπαθητικά και είναι αυτή η ισορροπία κάνει το μυθιστόρημα απολαυστικό.
* Ο ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ είναι πεζογράφος και κριτικός. Τελευταίο του βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» (εκδ. Μεταίχμιο).