Για το βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου «Το γκρίζο κύμα. Η νέα ακροδεξιά και οι συνεργοί της» (εκδ. Τόπος). Στην κεντρική εικόνα, διαδήλωση ακροδεξιών στην Αυστρία.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Τελικά, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, ο Ντόναλντ Τραμπ θα πραγματοποιήσει το δεύτερο ρεσάλτο του στον Λευκό Οίκο. Η μεγάλη νίκη του επιχειρηματία-πολιτικού είναι ότι μετά τα σοβαρά επεισόδια στο Καπιτώλιο, τα οποία κάποιον άλλον πολιτικό θα τον είχαν στείλει στα τάρταρα, όχι μόνο δεν καταβαραθρώθηκε, αλλά επέστρεψε πιο δυνατός από ποτέ.
Μήπως, όμως, αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της σύγχρονης ακροδεξιάς; Η κοντή μνήμη της κοινής γνώμης, σε συνδυασμό με τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει καθημερινά, απότοκα επαναλαμβανόμενων κρίσεων. Όλα αυτά έχουν ανοίξει την πόρτα σε πολιτικούς και κόμματα που έρχονται από τα άκρα της δεξιάς να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις την εξουσία. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, να την κατακτήσουν.
Το βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου αναφέρεται σε ένα γκρίζο κύμα που ετοιμάζεται να σκάσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επιλογή του χρώματος δεν είναι τυχαία. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για «μαύρη» φουρτούνα, ωστόσο τούτη τη στιγμή ο κίνδυνος δεν είναι όμοιος με εκείνον του Μεσοπολέμου. Δεν υπάρχει στον ορίζοντα ο φόβος να επανέλθουν τα φαιά τάγματα του Χίτλερ και να κατακλύσουν τους δρόμους. Πλέον, η νέα ακροδεξιά έχει να επιδείξει τρομερή ευελιξία ως προς τις θέσεις, τις πρακτικές και τις επιδιώξεις της.
Το φαινόμενο σε 32 χώρες
Μελετώντας το φαινόμενο σε 32 χώρες ανά τον κόσμο, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πέτρος Παπακωνσταντίνου, υπογραμμίζει με έντονο τρόπο την ικανότητα των ακροδεξιών της εποχής μας να αλλάζουν δέρμα κατά το δοκούν. Επιπλέον, να μασκαρεύουν τις θέσεις τους προσδίδοντάς τους δημοκρατική επίφαση, να κλέβουν προγραμματικές θέσεις ακόμη κι από αριστερά κόμματα και να μην έχουν κανένα συνειδησιακό ή πολιτικό πρόβλημα να αναδιατυπώνουν τις θέσεις του ανάλογα με τη συγκυρία.
Τρανό παράδειγμα είναι η Μαρίν Λε Πεν, η οποία στο δρόμο για τα Ηλύσια Πεδία (το μεγάλο δέλεαρ), έχει πετάξει από πάνω της την ακραία ρητορική, δίχως, στην ουσία, να έχει μεταλλαχθεί σε πολιτικό του δημοκρατικού τόξου.
Κάνοντας μια εκτενή αναφορά στις απαρχές των φασιστικών ορδών στην Ευρώπη πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιλαμβανόμαστε πως η Γηραιά Ήπειρος διατηρούσε πάντα στο μαλακό υπογάστριό της τέτοιου είδους μαύρα στίγματα.
Η κριτική που κάνει το βιβλίο για το φαινόμενο της νέας ακροδεξιάς και των αιτίων που την διατηρούν στην επικαιρότητα είναι ευθεία και αποκαλυπτική. Κάνοντας μια εκτενή αναφορά στις απαρχές των φασιστικών ορδών στην Ευρώπη πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιλαμβανόμαστε πως η Γηραιά Ήπειρος διατηρούσε πάντα στο μαλακό υπογάστριό της τέτοιου είδους μαύρα στίγματα. Κατά καιρούς, δε, πλήρωσε πολύ ακριβά τις αβελτηρίες των δημοκρατικών κομμάτων που έδωσαν το δικαίωμα στους κατά καιρούς φασίστες να επιβάλλουν την ατζέντα τους, με τραγικές συνέπειες για όλη την ήπειρο.
Μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας τους διάφορους Μουσολίνι, Φράνκο και Χίτλερ (πραγματικοί ολετήρες, φυσικά), εντούτοις στις μέρες μας τα ακραία κινήματα επιδιώκουν να εμφανίσουν ένα νόμιμο προσωπείο, θέλοντας έτσι να καλύψουν το κενό που αφήνουν τα αριστερά κόμματα.
Η εξαίρεση της Χρυσής Αυγής
Με εξαίρεση τη δολοφονική δράση της Χρυσής Αυγής, τα λοιπά κόμματα της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική (πλέον, υπάρχει κι εκεί ο «ιός»), επιζητούν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει νέο ριζοσπαστικό λόγο που να συνεγείρει τους πολίτες και με την επίρρωση του ακραίου κέντρου, να συνυπάρξουν είτε αυτόνομα είτε με συνεργασίες σε κυβερνητικά κλιμάκια.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι φανερό πως το βαθύ κράτος διατηρούσε και διατηρεί σχέσεις με τα ακροδεξιά κόμματα, ενώ το ίδιο το σύστημα τα χρησιμοποιεί ως χρυσές εφεδρείες όταν εμφανίζονται κρίσεις που δεν γίνεται να διευθετηθούν με άλλα μέσα. Από την Μελόνι στην Ιταλία, τον Ορμπάν στην Ουγγαρία, το AfD στη Γερμανία, τον Μιλέι στην Αργεντινή και μέχρι πρόσφατα τον Μπολσονάρο στη Βραζιλία, γίνεται φανερό πως οι οβιδιακές αλλαγές της άκρας δεξιάς αποκτούν έρεισμα στα λαϊκά στρώματα.
Αυτού του είδους οι τεκτονικές κινήσεις εντός των σύγχρονων κοινωνιών, δημιουργούν πεδίο δόξης λαμπρό στους ακραίους του πολιτικού φάσματος.
Από την πτώση του πρώην ανατολικού μπλοκ και τη μονοκρατορία του ύστερου καπιταλισμού (άρα των αγορών), έχουν επισυμβεί σημαντικές κρίσεις που έχουν πλήξει καίρια τα μεσαία και κατώτερα λαϊκά στρώματα. Αυτού του είδους οι τεκτονικές κινήσεις εντός των σύγχρονων κοινωνιών, δημιουργούν πεδίο δόξης λαμπρό στους ακραίους του πολιτικού φάσματος.
Όπως σημειώνει και ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, οι λάθος χειρισμοί της Ε.Ε. στην κρίση χρέους, το μεταναστευτικό και στη συνέχεια την πανδημία (τρεις σοβαρές κρίσεις που άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα), αποτέλεσαν το απαραίτητο καύσιμο ώστε να αναδειχθούν ακραία κόμματα στο κέντρο των εξελίξεων. Κάτι που συνέβη και στη χώρα μας με τη ξαφνική άνοδο της Χρυσής Αυγής.
Η ισλαμοφοβία
Σε παγκόσμιο επίπεδο, από τη στιγμή που έπαψε να υπάρχει ο φόβος της «καθόδου» των κομμουνιστών, έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος κίνδυνος. Τούτος δόθηκε με την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά, το Ισλάμ είναι ο νέος διακηρυγμένος εχθρός της Δύσης. Αν σε αυτό το πλαίσιο προσθέσουμε και τον καλπάζοντα ρατσισμό λόγω του μεταναστευτικού, έχουμε μια μορφή εξήγησης για την «ανακατάληψη» για την οποία μιλούν οι ακραίοι.
H νέα ακροδεξιά ρίχνει το χαρτί της άμεσης έως και βίαιης ανακατάληψης των χώρων που ανήκουν στους «ανώτερους» λευκούς κατοίκους της ηπείρου.
Φοβούμενοι πως η Ευρώπη θα γίνει ο προνομιακός χώρος των μεταναστών που ολοένα πληθαίνουν, η νέα ακροδεξιά ρίχνει το χαρτί της άμεσης έως και βίαιης ανακατάληψης των χώρων που ανήκουν στους «ανώτερους» λευκούς κατοίκους της ηπείρου. Και όχι μόνον αυτοί: Μήπως και ο Τραμπ δεν κάνει λόγο για τα τείχη που πρέπει να περιβάλλουν τις ΗΠΑ ώστε να αναχαιτιστούν οι μετανάστες από το Μεξικό κι άλλες όμορες χώρες; Αν εξετάσει κανείς τον προγραμματικό του λόγο θα συμπεράνει πως μπορεί να μην είναι ακροδεξιός, αλλά δελεάζει όλους τους ακροδεξιούς. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι τυχαίο.
Σύμφωνα με την κριτική του Παπακωνσταντίνου, υπάρχει μια λανθασμένη άποψη για τη σχέση που έχει η Δημοκρατία με τις αγορές, με αποτέλεσμα αυτές να την ακυρώνουν εν τοις πράγμασι.
Δημοκρατία και αγορά
Σε έναν κόσμο που συνταράσσεται αυτή τη στιγμή από δύο πολέμους (Ουκρανία και Γάζα), άρα είναι σαν να περπατάει σε κινούμενη άμμο, οι ιεραρχήσεις των κοινωνιών δεν μπορεί να είναι το χρηματιστήριο και οι δημοσιονομικοί δείκτες.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει όσο δεν υπάρχει σοβαρό αντίπαλον δέος να αντιμετωπίσει την επελαύνουσα ακροδεξιά. Η Αριστερά, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, δείχνει –τουλάχιστον- αμήχανη, ενώ τα κοινωνικά κινήματα συχνά εμφανίζονται σαν διάττοντες αστέρες (βλ. Κίτρινα Γιλέκα ή Αγανακτισμένοι) και στη συνέχεια εκφυλίζονται. Ο μεταφασισμός, ήτοι η γκρίζα εκδοχή του φασισμού, θα αναχαιτιστεί, όπως σημειώνει και το βιβλίο, μόνο εάν ο κόσμος της εργασίας και του μόχθου κατανοήσει πως δεν έχει κοινά συμφέροντα με τους ολιγάρχες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους.
Ως εκ τούτου, δεν έχει λογική να στηρίζει εκλογικά τους δήθεν αντισυστημικούς πολιτικούς οργανισμούς (χαρακτήρα που θεωρούν ότι έχουν τα ακροδεξιά κόμματα), τη στιγμή που είναι πασίδηλο ότι αποτελούν τις βασικές ατμομηχανές του συστήματος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.