
«Ο παππούς Αλέκος είναι πιο πρόσφατος. Μετά από μερικές βδομάδες στην εντατική και αφού έσβησε και ξανάναψε τουλάχιστον δύο φορές ως άλλος Διγενής Ακρίτας, άφησε την τελευταία κοφτή του πνοή. Και κάπως έτσι άφησε και την επί εξήντα ένα συναπτά έτη σύζυγο του μόνη, σε ένα τεράστιο σπίτι με δεκάδες πόρτες και ελάχιστα παράθυρα. Δεν του άρεσε το πολύ φως του μακαρίτη. Του είχε μείνει χούι από την Κατοχή».
Της Ιωάννας Μαραγκουδάκη
«Μερόπη, τις καλές σουπιέρες της μαμάς πού τις έχεις βάλει;»
«Κέρατα να ’χανε μωρέ Ευγενία, το μάτι θα σου βγάζανε. Πάνω από το κεφάλι σου είναι, δίπλα στα σερβίτσια με τη λουλουδάτη μπορντούρα. Αλέκο; Πήγαινε, παιδί μου, να πιάσεις τις σουπιέρες της θείας σου, που δεν φτάνει. Μμμμ… Κοντοπούτανο».
Πιάνω τις σουπιέρες και σκέφτομαι ότι η μάνα μου αποκαλεί κρυφά κοντοπούτανο τη θεία Ευγενία είκοσι τρία χρόνια τώρα. Όσα δηλαδή είμαι κι εγώ. Και την αποκαλεί έτσι, ασχέτως ότι έχουν το ίδιο μπόι. Για τη μάνα μου όμως οι λέξεις αλλάζουν έννοια αναλόγως πού τις απευθύνει, έστω και στα μουλωχτά. Η θεία Ευγενία λοιπόν είναι κοντοπούτανο γιατί, όπως λέει η μάνα μου σε ιδιωτικές συζητήσεις με τον πατέρα μου, μπορεί να μην της φαίνεται αλλά έχει κοντούς λογισμούς, δηλαδή δόλιους, κακιασμένους. Από την άλλη, σύμφωνα πάντα με τη μάνα μου, η ξαδέλφη μου η Λία είναι επίσης κοντοπούτανο, αλλά αυτή τη φορά, με την πατροπαράδοτη έννοια της λέξης. Είκοσι τρία χρόνια τώρα, λοιπόν, λέξεις και έννοιες έρχονται και παρέρχονται μέσα στην οικογένεια μου.
Οι καλές σουπιέρες της γιαγιάς όμως πάντα στην ίδια ακριβώς θέση. Ή σχεδόν πάντα, γιατί είναι λίγο πολύ γνωστό τα τελευταία χρόνια ότι η γιαγιά Κοραλία τα χάνει.
Οι καλές σουπιέρες της γιαγιάς όμως πάντα στην ίδια ακριβώς θέση. Ή σχεδόν πάντα, γιατί είναι λίγο πολύ γνωστό τα τελευταία χρόνια ότι η γιαγιά Κοραλία τα χάνει. Τα γυαλιά της στην αρχή, τα υπογλώσσιά της στη συνέχεια και τελικά, τα μυαλά της. Η Ντέλβυ, ή αλλιώς η Ρωσίδα που προσέχει τη γιαγιά, μου έχει αναφέρει το τελευταίο παράδοξο συνήθειο της Κοραλίας. Δένει τα μαλλιά της κότσο, φοράει πάνω από τη ρόμπα της μια ξεσκισμένη φόδρα από ένα πάλαι ποτέ βραδινό της φουστάνι και παραθέτει δείπνα στη μεγάλη τραπεζαρία του σπιτιού της.
Κάτω από τον πολυέλαιο με τις κρυστάλλινες ρόγες από σταφύλι, ανακατεύει αόρατες σούπες μέσα στις λουλουδερές σουπιέρες, φωνάζει στον άντρα της να μην τρώει τόσο γρήγορα και ρωτάει τον θείο Κρίτωνα αν προτιμά μπούτι ή στήθος από την πουλάδα. Ο θείος Κρίτωνας είναι ο αδελφός της γιαγιάς μου. Ή μάλλον ήταν. Έχει πεθάνει εδώ και τριάντα χρόνια.
Ο παππούς Αλέκος είναι πιο πρόσφατος. Μετά από μερικές βδομάδες στην εντατική και αφού έσβησε και ξανάναψε τουλάχιστον 2 φορές ως άλλος Διγενής Ακρίτας, άφησε την τελευταία κοφτή του πνοή. Και κάπως έτσι άφησε και την επί εξήντα ένα συναπτά έτη σύζυγο του μόνη, σε ένα τεράστιο σπίτι με δεκάδες πόρτες και ελάχιστα παράθυρα. Δεν του άρεσε το πολύ φως του μακαρίτη. Του είχε μείνει χούι από την Κατοχή.
Στην κηδεία του παππού, πριν ακριβώς πέντε χρόνια, έκλαιγαν όλοι. Ή μάλλον, σχεδόν όλοι. Ο θείος μου ο Γεράσιμος, πρωτότοκος γιός, ήταν πολύ διαολισμένος για να κλάψει.
Στην κηδεία του παππού, πριν ακριβώς πέντε χρόνια, έκλαιγαν όλοι. Ή μάλλον, σχεδόν όλοι. Ο θείος μου ο Γεράσιμος, πρωτότοκος γιός, ήταν πολύ διαολισμένος για να κλάψει. Αρκέστηκε στο να ρίχνει χαμηλόφωνα καντήλια στη γυναίκα του, τη θεία μου την Ευγενία (το προαναφερθέν κοντοπούτανο), που δεν του φόρτισε τη μηχανή που κόβει τις τρίχες στη μύτη, που δεν του γυάλισε το σωστό λουστρίνι, που ξέχασε τα λεμόνια για την ψαρόσουπα του συχώριου, που αναπνέει δυνατά γιατί έχει κρεατάκια. Που αναπνέει. Γενικά.
Η γιαγιά Κοραλία, από την άλλη, κοίταζε με στεγνά μάτια το κουφάρι του άντρα της. Είχε να ανοίξει το στόμα της από όταν ξεκίνησε η νεκρώσιμη πομπή. Μπορεί να έφταιγε βέβαια και το ηρεμιστικό που την τάισε ο πατέρας μου λίγα λεπτά πριν μπουν στο αμάξι που ακολουθούσε τη νεκροφόρα. Σε αυτό το χάπι αποδίδει πάντα η μάνα μου την αιτία που οδήγησε στο αμίμητο περιστατικό της κηδείας.
Λίγο πριν το χώμα σκεπάσει τον γέρο-Αλέκο, η γιαγιά ξαφνικά γύρισε έξαλλη προς το μέρος της απαρηγόρητης μητέρας μου και της είπε με απόλυτη σοβαρότητα και μάτια που σπίθιζαν ότι οι κότες γαμιούνται. Ο πάτερ που βρισκόταν ακριβώς δίπλα ξερόβηξε για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά όπως και να έχει, τα περιρρέοντα αναφιλητά, σχεδόν κάλυψαν τα μαγικά αυτά λόγια. Εγώ όμως τα άκουσα ξεκάθαρα. Και ήμουν ο τρίτος, από όλη την οικογένεια που δεν έκλαψα. Δαγκωνόμουν για να μη σκιστώ στα γέλια.
Από εκείνη τη μέρα, η γιαγιά Κοραλία δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Και μπορεί πού και πού ανάμεσα στις διαλείψεις της να πιάνει επαφή με την πραγματικότητα, όμως ακόμα και τότε, για εκείνη, οι κότες στο αυτοσχέδιο κοτέτσι του αποθανόντα δίπλα στον λαχανόκηπο πάντα γαμιούνται. Τις βρίζει με λόγια που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ στην προηγούμενη ζωή της. Έχω καταλήξει, ότι πραγματικά τις μισεί.
«Ας δει κάποιος τα γεμιστά. Θα αρπάξουν τα καπάκια!»
Εδώ λοιπόν. Πέντε χρόνια μετά την κηδεία, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του παππού, πέντε χρόνια μπινελίκι στις κότες.
Εδώ λοιπόν. Πέντε χρόνια μετά την κηδεία, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του παππού, πέντε χρόνια μπινελίκι στις κότες. Στο ίδιο σπίτι, στην ίδια τραπεζαρία και στην κουζίνα, ο ίδιος φούρνος και τα ίδια γεμιστά με τα αρπαγμένα τους καπάκια. Πέντε χρόνια, και κάθε χρόνος ένα τραπέζι, μία οικογενειακή μάζωξη ρουτίνας ως άλλη επιμνημόσυνη δέηση στον γέρο-Αλέκο που ποτέ του δεν γούσταρε τα παπαδαριά, τα νεκροταφεία και τις μυξιασμένες μύτες. Ιερή παραγγελιά στους τρεις γιούς του, λίγο πριν τις τελευταίες του ώρες, να βρίσκονται γι’ αυτό το τραπέζι κάθε 21 του Μάρτη. Αρχή της εαρινής ισημερίας. Πρώτη ημέρα της άνοιξης. Ημέρα των γενεθλίων του. Τι παράξενα πράγματα σκέφτονται οι άνθρωποι λίγο πριν από το ύστατο χαίρε.
Και όλοι εμείς, η οικογένεια του, οι πιο στενοί του άνθρωποι που έμειναν πίσω, να τον μεταλαβαίνουμε σε κάθε μπουκιά φαγητού, σε κάθε γουλιά κρασιού. Σώμα και αίμα Αλέκου. Και εκείνος να κάνει απλωτές με τα παχιά του μουστάκια να πασαλείβονται με τη γέμιση των γεμιστών. Να ανοίγει τρύπες στις πιπεριές και να βγάζει μπουρμπουλήθρες από ρύζι, κιμά και κουκουνάρι. Να τρέχει καβάλα πάνω στο αυγοκομμένο αρνίσιο μπουτάκι, κλοτσώντας τις αγκινάρες για να παίρνει φόρα. Να κάνει κατακόρυφα και να φουσκώνει τη ζύμη από τις γαλατόπιτες. Να διπλώνει τα χέρια σαν τον Τουταγχαμών και να ξαπλώνει νεκρός για δεύτερη φορά στον τάφο από μπεσαμέλ που του φτιάξαμε, χαλώντας την ισιάδα του παστίτσιου. Να γίνεται άτακτη σταγόνα που ξέφυγε από το στόμα μας και λερώνει με μπρούσκο το λευκό τραπεζομάντηλο της γιαγιάς Κοραλίας. «Μη μη! Μα κοίτα γουβρουνιές!» να φωνάζει σε αυτοσχέδια ελληνορώσικα η Ντέλβυ, που τα πονάει τα καλά υφάσματα.
Να τον κοινωνούμε με τις μασέλες και τις γλώσσες μας. Να τον τιμάμε με μουρμουρίσματα και βουλιμικές πιρουνιές.
Να τον κοινωνούμε με τις μασέλες και τις γλώσσες μας. Να τον τιμάμε με μουρμουρίσματα και βουλιμικές πιρουνιές. Και να περνάει από τα φαγιά και τα πιοτά, στην αιωνιότητα των στομαχιών μας. Και από εκεί, ρέψιμο στο ρέψιμο, να αναδύεται από τους λαιμούς μας ξανά προς τους ουρανούς, πάνω στα σύννεφα. «Καλή χώνεψη να μ' έχετε» να λέει ο γέρο-Αλέκος και να γνέφει προτάσσοντας το χέρι με τα μαύρα του νύχια.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και εκφραστική επιμέλεια.