Η Σοφία Εξάρχου, με το Animal, είναι η πρώτη δημιουργός από την Ελλάδα που απέσπασε Χρυσό Αλέξανδρο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Γράφει ο Θόδωρος Σούμας
Είχα ξεχωρίσει τη νέα σκηνοθέτιδα Σοφία Εξάρχου το 2016, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της “Park” για την έντονη και σημαίνουσα, ταυτόχρονα νατουραλιστική και ρεαλιστική απεικόνιση του πάσχοντος και ευχαριστούμενου, ατομικού σώματος, που συν τω χρόνω γίνεται και κοινωνικό, θέλω να πω προσδιορισμένο όχι μόνο λιβιδινικά μα και κοινωνικά. Τα στοιχεία αυτά βρίσκουμε και στην τελευταία ταινία της, “Animal”, του 2023. Το “Park” αποδομούσε το όνειρο των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, δείχνοντας τα φθαρμένα, ερειπωμένα κι εγκαταλειμμένα ολυμπιακά ακίνητα, όπου έπαιζαν βίαια οι μικροί ρωσοπόντιοι και άλλα αγόρια (μαζί με την Βλαγκοπούλου) και τελικά κορυφωνόταν με το φλερτ, τη βιαιότητα και το σεξ του νεαρού ήρωα Δημήτρη με έναν γκέι, ξένο τουρίστα, μάλλον για υλικά οφέλη.
Και οι δύο μέγαλου μήκους ταινίες της Σοφίας Εξάρχου είναι ιδιαίτερα καλές και κρύβουν μέσα τους έντονη δυναμική, παρά τις – ηθελημένες – επαναλήψεις τους. (Η σκηνοθέτις, πέρα από καταρτισμένη, ταλαντούχος, γνώστης της κινηματογραφικής τεχνικής, αισθητικής και σεναριογραφίας, οφείλει να είναι και χαλκέντερη στην Ελλάδα.)
Στο "Animal" η μετεξέλιξη της ιστορίας και το κορύφωμά της είναι συνειδησιακού χαρακτήρα, αναφέρεται στην αυτεπίγνωση, στη συνειδητοποίηση της κεντρικής ηρωίδας Κάλιας, μέσα από τις δοκιμασίες και τα κακοπαθήματα του σώματός της, πως «δεν πάει άλλο», πως έφτασε στα ψυχολογικά, ηθικά και οργανικά όριά της, στο μέχρι εδώ και μη παρέκει…
Η Σοφία Εξάρχου |
Η Κάλια (η εκφραστικότατη, βιωματική, εκστατική κι αυθόρμητη, βραβευμένη στο Λοκάρνο, Δήμητρα Βλαγκοπούλου) είναι η επικεφαλής μιας τρελούτσικης, κιτς ομάδας νέων ανιματέρ, διασκεδαστών σε ένα ξενοδοχείο όπου κάνουν διακοπές, κυρίως, Ρώσοι και βαλκάνιοι τουρίστες, σε κάποιο ελληνικό νησί, λίγο λούμπεν, αμφισεξουαλικών, άταχτων, παθιασμένων κι αυθόρμητων, τρελούτσικων εργαζόμενων νέων, διαφορετικής καταγωγής. Η ψυχαγωγία των εύπορων και μεσηλίκων τουριστών, πελατών του ξενοδοχείου, είναι δύσκολη κι επίπονη, πολύ απαιτητική γιατί χρειάζεται πρόβες, χορό, κωμικότητα, τραγούδι, σεξαπίλ, χούφτωμα, νάιλον κοστούμια, κωλοτούμπες, γκλίτερ, αστεία, περιπτωσιακό σεξ, μπρίο, χάρτινα ντεκόρ, ανέκδοτα, καραόκε, χαμόγελα, πολύ αλκοόλ, ευρηματικότητα, ρουτίνα και αυτοσκηνοθεσία μέσα σε ένα μελαγχολικό περιβάλλον… Τα παιδιά, άλλοι Έλληνες, άλλοι Ρώσοι και άλλη ίσως Πολωνή, τα δίνουν όλα, μα για να βρουν τόση ενέργεια, καλή διάθεση και το κέφι που χρειάζονται, καταναλώνουν μπόλικο αλκοόλ, ντοπάρονται, αλληλοπηδιούνται μερικές φορές, τρέχουν με τα μηχανάκια τους και πάνε νυχτερινές εκδρομές. Πρότυπο, βέβαια, των κοριτσιών είναι η Μαντόνα, κάνουν τα νούμερά τους με mainstream ποπ και κάτι σαν μελωδική, εμπορική σόυλ, συν μπόλικα ρώσικα τραγούδια.
Ανάμεσά τους υπάρχει και το κοριτσάκι του κομπέρ, «υπαρχηγού» της ομάδας, η οποία κάνει τα πρώτα βηματάκια της στον κόσμο του φτηνού μα επίπονου θεάματος. Και ακολουθεί, αβέβαιη, η μάλλον (ψευτο)Πολωνή, Εύα που τραγουδάει με την ηγέτιδα Κάλια, ρώσικα τραγούδια, ακολουθώντας δειλά τα βήματα της αρχηγίνας για να μπορέσει αργότερα –όταν η Κάλια «σπάσει»– να την αντικαταστήσει, χωρίς να καταλάβει το πώς, μα the show must goes οn! Και live your myth in Greece, για τους τουρίστες…
Μπορεί κάποιος καλοπροαίρετος να παρατηρήσει πως οι θλιμμένες μυθοπλασίες της Σ.Εξάρχου αρκούνται στο minimum, είναι δηλαδή μινιμαλιστικές, κάτι που μπορεί να ακουστεί ως μειονέκτημα. Αντικειμενική παρατήρηση, μα δεν λέει όλη την αλήθεια, γιατί η εξέλιξη της υπόθεσης, η ανέλιξη της μυθοπλασίας είναι της τάξης της συνείδησης, ήτοι της βαθμιαίας συνειδητοποίησης. Δηλαδή η ηρωίδα της, σταδιακά αντιλαμβάνεται τον αδιεξοδικό χαρακτήρα και τη μεγάλη, αυτοκαταστροφική φθορά της μουσικοχορευτικής επαγγελματικής διαδρομής της σε αυτό το αστραφτερό, με τα πολλά λαμέ ρούχα, υποβαθμισμένο κοινωνικό πλαίσιο, υπηρεσιών προς άνοστους, χαζοχαρούμενους τουρίστες και απλοϊκούς παρτάκηδες νεαρούς· (προσθέτω, πως η Κάλια το καταλαβαίνει με τρόπο συγκινητικό και απλό, άμεσο και βιωματικό, με επώδυνη αυτογνωσία και δάκρυ στο μάτι).
Η ματιά της σκηνοθέτιδος είναι απομυθοποιητική, τα όνειρα επιτυχίας των απόκληρων των ψυχαγωγικών βιοτεχνιών της χαράς, αν και σκληρά εργαζόμενων, διαψεύδουν για τους μετανάστες και τους φτωχούς το «ελληνικό όνειρο» της ευμάρειας, του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης από την οποία υποτίθεται πως θα επωφεληθούν όλοι.
Η πορεία του καιόμενου, βασανισμένου σώματος και της στριμωγμένης και δοκιμαζόμενης ψυχής της τριανταπεντάρας Κάλιας είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αξιοσημείωτη· την κάνει να κατανοήσει πως οδεύει προς τον χαμό της, την κάνει να μην φροντίζει τις πληγές της, ούτε καν τις σωματικές· οι καταχρήσεις και η ακραία εξάντληση την φέρνουν, πίσω από τα λαμπερά ενδύματα και το παραπλανητικό μακιγιάζ, λίγο πριν τον θάνατο και την αυτοκαταστροφή, την αυτοκτονία που ευτυχώς δεν αποτολμάει.
Άρα, όπως παρατηρούμε το φιλμ έχει μια λιτή, κρυφή, υποδόρια μυθοπλαστική εξέλιξη, που του προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα και περισσότερη αισθητική αξία, πίσω από το φτηνό, λαϊκό και παρακμιακό στυλ του.
Μα τελικά θα αφήσει την θέση της στην προστατευόμενή της, Πολωνή Εύα, ώστε να διαφύγει από τη διολίσθηση προς τη σίγουρη καταστροφή, αφού δώσει μια τελευταία πικρή παράσταη… Ακόμη και το μικρό κοριτσάκι του κονφερανσιέ έχει πια ήδη πλασαριστεί στην εκκίνηση για την «καλλιτεχνική» καριέρα του ανιματέρ των επιπόλαιων, ξένοιαστων και ματσωμένων τουριστών… Άρα, όπως παρατηρούμε το φιλμ έχει μια λιτή, κρυφή, υποδόρια μυθοπλαστική εξέλιξη, που του προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα και περισσότερη αισθητική αξία, πίσω από το φτηνό, λαϊκό και παρακμιακό στυλ του. Το μουντό καλοκαίρι προχωράει, οι φιέστες και οι νύχτες γίνονται πιο τολμηρές και άγριες και η πίεση στους ψυχαγωγούς, που κρύβουν μέσα στην ψυχή τους πόνο κι ελπίδα, εντείνεται μέχρι κάποιος ή κάποιοι να πέσουν νοκάουτ.
Η αισθητική της Εξάρχου είναι ένα μίγμα ρεαλισμού και χυμώδους, αισθησιακού και σωματικού νατουραλισμού. Έχει κάτι κοινό με το ύφος του Μορίς Πιαλά και τις ταινίες του με την Σαντρίν Μπονέρ (η Βλαγκοπούλου αντ’ αυτής). Ακόμη και οι μουντοί φωτισμοί της είναι φυσικοί φωτισμοί, αν και στην αρχή η έλλειψη πρόσθετου έντονου φωτός ή φωτιστικών αντιθέσεων στα εσωτερικά όπου η παρέα των εμψυχωτών σαχλαμαρίζει και διασκεδάζει, δίνει ένα προβληματικό, μουντόκι υποφωτισμένο φωτογραφικό αποτέλεσμα (τα εσωτερικά του κλαμπ και του ξενοδοχείου είναι σωστότερα γιατί η Πολωνή φωτογράφος Moniκa Lenczewska εκμεταλλεύεται τον εντονότερο φωτισμό των χώρων).Η βάση του φιλμ της Εξάρχου (και του πρώτου της φιλμ “Park”) είναι το βίωμα, η λίμπιντο, τα ιδρωμένα, κουρασμένα, νεανικά κορμιά, το φυσικό περιβάλλον (ακρογιαλιές, θάλασσα) και το δομημένο, κοινωνικό περιβάλλον σαν ένα σύμπαν όπου, στο τελευταίο, δρουν, περιφέρονται και «υποκρίνονται» οι νέοι διασκεδαστές, μικροκοινωνία που επηρεάζει και καθορίζει την εργασία και τη δραστηριότητά τους (φτηνό εργατικο-καλλιτεχνικό προσωπικό).
*Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, η αναθεωρημένη έκδοση του «Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες» (εκδ. Αιγόκερως).