Σκέψεις με αφορμή τον συλλογικό τόμο «Κριτική δημόσια ανθρωπολογία και σπουδές φύλου» (επιστημονική επιμέλεια: Ειρήνη Αβραμοπούλου, Ελένη Παπαγαρουφάλη, εκδ. Τόπος)
Γράφει η Αλίκη Θεοδοσίου
Ο συλλογικός τόμος Κριτική Δημόσια Ανθρωπολογία και Σπουδές Φύλου, σε επιστημονική επιμέλεια Ειρήνης Αβραμοπούλου και Ελένης Παπαγαρουφάλη, με έβαλε στη διαδικασία να σκεφτώ για ζητήματα σύνθετα και δύσκολα, και μου φάνηκε πολύ χρήσιμο που δεν μου έδωσε εύκολες απαντήσεις. Ζητήματα όπως η έμφυλη βία, οι πολιτικές της αναπαραγωγής, η υποχρηματοδοτούμενη πρόνοια και η υποχρηματοδοτούμενη έρευνα, οι καταναγκασμοί της φροντίδας, οι α-δυνατότητες της αναπαράστασης και της φαντασίας, αλλά και το ζήτημα του δημοσίου, του δημοσίου που απαιτεί κάτι από εμάς χωρίς την ίδια στιγμή να είναι ακριβώς φιλόξενο ή ασφαλές.
Το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου είναι, τι κάνουν οι κριτικές σπουδές με όλα αυτά και για όλα αυτά, τα οποία μάλιστα τοποθετεί και παρατηρεί εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, αλλά και εν μέσω δημόσιας στοχοποίησης των σπουδών φύλου, εν μέσω αντι-γουοκισμού και πολιτικού αυταρχισμού. «Ποιος φοβάται το φύλο» ρωτάει το Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler) στο τελευταίο του βιβλίο (2024), και σκέφτομαι ότι το κεντρικό ερώτημα του συλλογικού τόμου που συζητάμε σήμερα θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: Τι φοβόμαστε εμείς που ασχολούμαστε με το φύλο και τις κριτικές σπουδές, τι μας απασχολεί, τι μας δυσκολεύει; Γι’ αυτό, προκειμένου να προσεγγίσω το παραπάνω ερώτημα, θέλω πρώτα να μοιραστώ μαζί σας ένα ποίημα που μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας το βιβλίο. Είναι ένα ποίημα της Πρόκνης, το οποίο έχει τίτλο «(κι άλλη) συζήτηση με την Κατερίνα Γώγου» (2023). Θα σας διαβάσω πρώτα τους στίχους της Γώγου με τους οποίους συζητάει το ποίημα της Πρόκνης.
Γράφει η Κατερίνα Γώγου (1978):
«Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει τη φαντασία μου κι όταν ακούω “Κατερίνα” τρομάζω»
Και η Πρόκνη απαντάει:
«κατερίνα,
όταν ακούω φροντίδα τρομάζω»
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
«Όταν ακούω “Κατερίνα” τρομάζω». Γιατί μπορεί να τρομάζεις όταν ακούς αυτό που είναι το όνομά σου, όταν σου απευθύνονται και σε κατονομάζουν; Μπορεί να είναι επειδή νιώθεις ότι σε εγκαλούν ή επειδή δεν σε αναγνωρίζεις σε αυτό το όνομα. Στο κείμενό της στον τόμο, η Ειρήνη Αβραμοπούλου μιλάει μεταξύ άλλων για τις γυναίκες που αποφασίζουν να καταγγείλουν την έμφυλη βία και τους κακοποιητές τους και λέει ότι αυτές οι γυναίκες πρέπει «να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το σοκ του ταυτοτικού τους αυτο- και ετερο- προσδιορισμού ως “θυμάτων”» (σελ. 60). Και διαβάζω: «Η διαδικασία της κατασκευής του “θύματος”, όμως, που εμφανίζεται να είναι απαραίτητη προκειμένου να ενθαρρυνθεί μια γυναίκα, τόσο για να καταγγείλει τον θύτη όσο και για να αντεπεξέλθει στον μετέπειτα δικαστικό αγώνα, δεν συμβαίνει χωρίς απώλειες» (σελ. 60). Εδώ η Αβραμοπούλου αναφέρεται στο οικονομικό αλλά και στο συν-αισθηματικό κόστος της καταγγελίας. Οι γυναίκες-«θύματα» που καταγγέλλουν την έμφυλη βία αναμετριούνται με συναισθήματα ντροπής, ενοχής και φόβου, ενώ την ίδια στιγμή εγκαλούνται για την «προσωπική ευθύνη» τους, για το αν είναι ή δεν είναι «“αρκετά” χειραφετημένες ώστε να μπορέσουν οι ίδιες να δραπετεύσουν από το περιβάλλον της βίας» (σελ. 53, 60).
Από την άλλη, σκέφτομαι έναν ακόμα λόγο που μπορεί να τρομάζεις όταν ακούς το όνομά σου: τρομάζεις όταν σε φωνάζουν, γιατί νιώθεις ότι σε χρειάζονται.
«όταν ακούω φροντίδα τρομάζω»
Εδώ έχω στο μυαλό μου τα κείμενα της Ειρήνης Αβραμοπούλου, του Λυκούργου Παπαμιχαήλ και της Έλιας Χαρίδη. Και σκέφτομαι ότι το να φροντίζεις και το να σε φροντίζουν, αν και είναι αρκετά διαφορετικά πράγματα, ειδικά όταν συμβαίνουν εντός θεσμικών πλαισίων, μπορεί να είναι και τα δύο τρομακτικά.
Η Αβραμοπούλου μιλάει για όσες εργάζονται στο πεδίο της έμφυλης βίας σε άθλιες συνθήκες, «με εξαθλιωτικούς μισθούς», παγιδευμένες και αυτές «στις βάναυσες χρονικότητες της διαχείρισης και αντιμετώπισης της αναμονής, των καθυστερήσεων και ταυτόχρονα των απαιτήσεων του επείγοντος» (σελ. 54). Και, όπως γράφει, «δεν σταματάς να ακούς τις εργαζόμενες να λένε “εύκολα καίγεσαι όταν δουλεύεις στο πεδίο της έμφυλης βίας”» (σελ. 55).
Ο Παπαμιχαήλ γράφει για όταν δούλευε σε προσφυγικά καμπ στον τομέα πρόληψης της έμφυλης βίας και έφευγε κάθε μέρα από τη δουλειά με ένα «βάρος», ένα βάρος που είχε να κάνει με τη «θλίψη του ίδιου του καμπ». Και διαβάζω: «τη θλίψη που το καμπ ως δρων υποκείμενο κατεύθυνε προς εμένα, προς την προνομιακή μου λευκότητα», και ό,τι αυτή συνεπάγεται (σελ. 138).
Η Χαρίδη, πάλι, γράφει για τις διασταυρώσεις έμφυλης βίας, αναπηρίας και φροντίδας. Εδώ είναι τα ανάπηρα άτομα που νιώθουν «ότι αποτελούν “βάρος”» για τους φροντιστές και τις φροντίστριές τους. Και γι’ αυτό δυσκολεύονται «να κατονομάσουν», πόσο μάλλον να καταγγείλουν, τη βία «από τον σύζυγο/σύντροφο/συγγενή που εκτελεί και χρέη καθημερινής φροντίδας». Γιατί, όπως ακούν συχνά να τους λένε, στο κάτω κάτω, «“ποιος άλλος θα σε φροντίσει;” (Thiara et al., 2006)» (σελ. 128).
Είναι όμως και κάτι ακόμα από τους στίχους της Γώγου που θέλω να συζητήσω και ξαναδιαβάζω:
«Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει τη φαντασία μου»
Το να μαγειρεύεις κάθε μέρα, για να τραφείς εσύ ή για να τραφούν άλλοι, το ίδιο φαγητό, γιατί έχεις χάσει τη φαντασία σου, είναι επίσης τρομακτικό. Η απώλεια της φαντασίας είναι τρομακτική. Στο κείμενό της, η Άλκηστη Ευθυμίου στέκεται στη σημασία αλλά και στην α-δυνατότητα της φαντασίας, νοηματοδοτώντας την α-δυνατότητα όχι ως αδυναμία αλλά ως απορία: «τι μπορεί να γίνει δυνατό σε μια ζωή που έχει καταστεί αδύνατη» (σελ. 159). Και διαβάζω: η α-δυνατότητα της φαντασίας είναι «στο επίκεντρο της προσπάθειας συνέχισης της ζωής εν μέσω κοινωνικής επισφάλειας, δυσφορίας και ευαλωτότητας». Η α-δυνατότητα αυτή «δεν μπορεί να δώσει λύσεις στην κρίση, αλλά ανοίγει τον δρόμο στην κριτική» (σελ. 172).
Κλείνοντας, θέλω να μοιραστώ μαζί σας και μια ακόμα σκέψη που έκανα, εμπνεόμενη από τα κείμενα του τόμου. Η κριτική δημόσια ανθρωπολογία και οι σπουδές φύλου ίσως είναι χώροι και λόγοι στους οποίους καταφεύγουμε και σε μια προσπάθεια να ανακτήσουμε την ψυχραιμία μας.
Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι οι κριτικές γραφές και αναγνώσεις του κόσμου είναι πεδία που επιμένουν να φαντάζονται ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, θα μπορούσαν να είναι λιγότερο τρομακτικά, λιγότερο βίαια, περισσότερο φροντιστικά. Κλείνοντας, θέλω να μοιραστώ μαζί σας και μια ακόμα σκέψη που έκανα, εμπνεόμενη από τα κείμενα του τόμου. Η κριτική δημόσια ανθρωπολογία και οι σπουδές φύλου ίσως είναι χώροι και λόγοι στους οποίους καταφεύγουμε και σε μια προσπάθεια να ανακτήσουμε την ψυχραιμία μας. Γιατί μου φαίνεται ότι όλα τα συγγραφά του βιβλίου δεν γράφουν απλώς για τις έρευνές τους, αλλά για πράγματα που τα απασχολούν έτσι κι αλλιώς στις ζωές τους, γράφουν για πράγματα που τα καίνε, και οι κριτικές σπουδές μάς κάνουν διαθέσιμα λεξιλόγια και αφηγήσεις που μας βοηθούν να μην καούμε από αυτά που μας καίνε, να μην πνιγούμε από το δίκιο που μας πνίγει. Σίγουρα δεν μιλάω εδώ για μια ψυχραιμία συμμορφωτική, όπως δηλαδή όταν μας εγκαλούν για το ύφος ή τον τόνο μας. Αν προσπαθούμε να ανακτήσουμε την κριτική ψυχραιμία μας, είναι για να πάρουμε μια βαθιά ανάσα, όταν διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι, παρ’ όλα όσα συμβαίνουν, γύρω μας ή μέσα μας, για άλλη μια φορά δεν καήκαμε, δεν πνιγήκαμε, δεν διαλυθήκαμε εντελώς, κι έτσι να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
Βιβλιογραφία
Butler, J. (2024). Who’s Afraid of Gender? Farrar, Straus and Giroux.
Γώγου, Κ. (1978). Τρία κλικ αριστερά. Εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρόκνη (2023). Επισκευές πλοίων. Μπαταρία.
* Η Αλίκη Θεοδοσίου είναι υποψήφια Διδακτόρισσα Σπουδών Φύλου, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στη βιβλιοπαρουσίαση του τόμου που έγινε στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2024.