
Για το μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ [Vladimir Nabokov] «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Ήταν η ηχώ μιας πιθανής αλήθειας, μια επίκαιρη υπενθύμιση:
μην είσαι σίγουρος ότι μπορείς να μάθεις το παρελθόν από το στόμα του σήμερα».
Στο Μίλησε μνήμη ο Ναμπόκοφ διακηρύσσει ότι «πατρίδα μας είναι το παρελθόν μας». Εφόσον αυτό ισχύει –ταυτόχρονα με το εισαγωγικό απόσπασμα από το βιβλίο, καθώς το ένα δεν αναιρεί το άλλο–, τότε καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: είμαστε όλοι απάτριδες, αφού το παρελθόν μας, η πατρίδα μας, παραμένει πέραν της δυνατότητας γνώσης, πόσο μάλλον κατανόησης. Κινούμενοι μόνιμα σε ένα παρόν που μετατρέπεται την ίδια στιγμή σε παρελθόν, επιχειρούμε μάταια να ανασύρουμε μνήμες, χωρίς να γνωρίζουμε κατά πόσον ανταποκρίνονται στην «αλήθεια». Ακόμα πιο μάταιο εγχείρημα όμως είναι εκείνο όπου το υποκείμενο προσπαθεί να ανασύρει και να ανασυστήσει την ιστορία ενός άλλου ανθρώπου, όπου εμπλέκονται όχι μόνο οι δικές του αναμνήσεις αλλά κι εκείνες τρίτων. Έχουμε φύγει πλέον από την επικράτεια της ζωής και περνάμε στην Ζώνη του Λυκόφωτος, τουτέστιν της τέχνης.
Το βιβλίο λοιπόν αυτό είναι η αποκατάσταση της «αλήθειας» σχετικά με ένα άτομο το οποίο είχε δύο βασικές ιδιότητες: εκείνης του ανθρώπου που σχετίστηκε με άτομα και του δημιουργού.
Ο Ναμπόκοφ ήδη από τον τίτλο βάζει τον αναγνώστη στο παιχνίδι του, εκείνο της αμφισημίας της τέχνης. Ποια είναι η «αληθινή ζωή», εν αντιθέσει με την «ψεύτικη»; Ο αφηγητής αποφασίζει να γράψει τη βιογραφία του αδερφού του ο οποίος είναι συγγραφέας, προκειμένου να αποκαταστήσει τη μνήμη του, την οποία θεωρεί ότι έχει βεβηλώσει η έκδοση σχετικού βιογραφικού βιβλίου ενός υποτιθέμενου φίλου του νεκρού. Το βιβλίο λοιπόν αυτό είναι η αποκατάσταση της «αλήθειας» σχετικά με ένα άτομο το οποίο είχε δύο βασικές ιδιότητες: εκείνης του ανθρώπου που σχετίστηκε με άτομα και του δημιουργού. Για την μεν πρώτη ιδιότητα η «αλήθεια» θα προκύψει από τις αναμνήσεις του αφηγητή, καθώς και από την επαφή του με άτομα τα οποία υπήρξαν σημαντικά στη ζωή του εκλιπόντος, και δυνητικά θα μπορούσαν να φιλοτεχνήσουν το πορτρέτο του ανδρός. Όσον αφορά την ιδιότητά του ως δημιουργού, το συγγραφικό του έργο αποτελεί μια ρεαλιστική και αδιάψευστη μαρτυρία, αφού έχοντας περάσει από το αρχικό επίπεδο των προθέσεων του συγγραφέα, τον συνόδευσαν στη διάρκεια του –σχετικά μικρής διαρκείας– βίου του και τον ξεπέρασαν αφού συνεχίζουν να ζουν πέρα από αυτόν, ως κτήμα πλέον του αναγνώστη (συμπεριλαμβανομένου και του αφηγητή / αδερφού).
Ο άντρας Σεμπάστιαν Νάιτ
Ποια «αλήθεια» είναι πιο… αληθινή; Εκείνη των αναμνήσεων των ανθρώπων όπως καταγράφονται από τον αφηγητή ή εκείνη των βιβλίων του Σεμπάστιαν, στα οποία ο προσεκτικός μελετητής θα ανακαλύψει αυτοβιογραφικά θραύσματα πάντα σε συνδυασμό με το μυθοπλαστικό «ψεύδος»; Ας μην ξεχνάμε ότι τα άτομα τα οποία σχετίστηκαν με τον άντρα δεν είναι πάντα διατεθειμένα να συνεισφέρουν, κι όταν το κάνουν δεν γνωρίζουμε κατά πόσον καταθέτουν την «αλήθεια» ή τη δική τους εκδοχή. Τα κίνητρα και οι προθέσεις των ανθρώπων δεν συμπίπτουν εξ ορισμού με την πρωταρχική επιθυμία του αφηγητή να ανασυστήσει (τουτέστιν να συστήσει εκ νέου στο κοινό) τον νεκρό. Κάθε ζωή είναι ένα μικρό σύστημα, το οποίο έρχεται σε επαφή με άλλα συστήματα, διαπερνώντας τα, επιδρώντας επάνω τους όσο κι εκείνα σ’ αυτόν, σε μια μόνιμη κατάσταση έλξης και απώθησης.
Η «αλήθεια» του καθενός λοιπόν δεν είναι κατ’ ανάγκη από κοινού αποδεκτή, ενώ η απουσία που μεσολαβεί μετά την απομάκρυνση δυσκολεύει εξίσου το εγχείρημα της αποκατάστασης των γεγονότων. Ο αφηγητής θα ανατρέξει σε συγκεκριμένα άτομα, ξεκινώντας από το στενό περιβάλλον, τον ιδιωτικό χώρο (καθότι η πνευματική δημιουργία αποτελεί τον δημόσιο). Σχέσεις οικογενειακές, σχέσεις φιλικές, σχέσεις ερωτικές. Άνθρωποι που σχετίστηκαν, αγάπησαν και αγαπήθηκαν από τον Σεμπάστιαν, καταθέτουν τη μαρτυρία τους.
Ο αφηγητής θα προσεγγίσει μετά από μεγάλη προσπάθεια τη «μυστική ζωή» του Σεμπάστιαν, αλλά όχι απαραίτητα και την «αληθινή». Η ερωτεύσιμη γυναίκα που θα ανακαλύψει, θα συνεπάρει και τον ίδιον, και μόνο μετά από τη χρήση ενός γλωσσικού τεχνάσματος (η κατανόηση της ρωσικής γλώσσας από εκείνη) θα βεβαιωθεί (;) ότι πρόκειται περί της ερωμένης του Σεμπάστιαν.
Ίσως οι πλέον αμφιλεγόμενες μαρτυρίες είναι οι ερωτικές, δεδομένου ότι ο έρωτας λειτουργεί εκ των πραγμάτων μεροληπτικά, ως ο πιο υποκειμενικός από τους παράγοντες που συγκροτούν μια προσωπικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανεύρεση της κρυφής ερωτικής συντρόφου του Σεμπάστιαν θα αποδειχτεί η δυσκολότερη αποστολή του αφηγητή, χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Συν τοις άλλοις, ανασταλτικοί παράγοντες είναι ο ενδεχόμενος δόλος εκείνης που θεωρεί ότι πληγώθηκε ή της άλλης που θεωρεί ότι πρέπει να παραμείνει στο σκοτάδι για προσωπικούς λόγους. Ο αφηγητής θα προσεγγίσει μετά από μεγάλη προσπάθεια τη «μυστική ζωή» του Σεμπάστιαν, αλλά όχι απαραίτητα και την «αληθινή». Η ερωτεύσιμη γυναίκα που θα ανακαλύψει, θα συνεπάρει και τον ίδιον, και μόνο μετά από τη χρήση ενός γλωσσικού τεχνάσματος (η κατανόηση της ρωσικής γλώσσας από εκείνη) θα βεβαιωθεί (;) ότι πρόκειται περί της ερωμένης του Σεμπάστιαν. Και πάλι η αποκάλυψη δεν θα γίνει ποτέ δια ζώσης. Ο αφηγητής θα κρατήσει την «αλήθεια» για το βιβλίο που θα γράψει, αυτό που διαβάζουμε, μέσω του οποίου θα ενημερωθεί κι εκείνη για τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή τόσο του Σεμπάστιαν όσο και του ιδίου. Προφανές κι εδώ το παιχνίδι της διαμεσολάβησης της τέχνης σε σχέση με τη ζωή που την παρακολουθεί και αποκαλύπτεται αποκλειστικά μέσω αυτής. Αλλά για αυτό το θέμα θα μιλήσω στη συνέχεια.
Ο δημιουργός Σεμπάστιαν Νάιτ / Ναμπόκοφ
Η δημόσια ιδιότητα του Σεμπάστιαν ως συγγραφέα αποτελεί τον δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό πυλώνα αποκάλυψης της προσωπικότητάς του. Ταυτόχρονα αποτελεί το ιδανικό μέσο για τον Ναμπόκοφ προκειμένου να καταθέσει τις πάγιες –ιδίως σε εκείνους που γνωρίζουν το έργο του και τις θεωρητικές του καταβολές– περί τέχνης και ζωής εν γένει. Το έργο του Σεμπάστιαν Νάιτ είναι πέντε βιβλία όλα κι όλα, τα οποία όμως ξεκινώντας από το πρωτόλειο ως το επιστέγασμα της δημιουργίας του, διακρίνονται από βάθος και πρωτοτυπία. Ο αφηγητής (Ναμπόκοφ) θα βρει την ευκαιρία να μιλήσει «για το γεφύρωμα της αβύσσου ανάμεσα στην έκφραση και στη σκέψη», για τον χρόνο, για την παρωδία της εμπορικής λογοτεχνίας και του τι συνιστά τέχνη, για την κριτική και τους κριτικούς, αλλά και για τον θάνατο ως κάτι που πάντα θα διαφεύγει της κατανόησης. Ακριβώς όπως στo μυθιστόρημα του Νάιτ, όπου ενώ υποτίθεται είμαστε έτοιμοι για την ύστατη αποκάλυψη που θα κάνει ο ετοιμοθάνατος πρωταγωνιστής, ο συγγραφέας αποτραβιέται προς στιγμή και όταν εσπευσμένα επιστρέφει, ο άντρας έχει ήδη ξεψυχήσει, παίρνοντας το μυστικό του στον τάφο.
Αν στο υπόλοιπο βιβλίο ο Ναμπόκοφ έκρυβε με κάποιον τρόπο την παρουσία του μέσω του αφηγητή, στις σελίδες που αναφέρονται στο συγγραφικό έργο του Νάιτ, ο προσεκτικός αναγνώστης θα απολαύσει την εξοχότητά του τον μυθοπλάστη. Και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθώ στον… ελέφαντα που κυκλοφορεί στο δωμάτιο. Αν ο αδερφός-αφηγητής γράφει ένα βιβλίο για τον νεκρό-αδερφό συγγραφέα, ο Ναμπόκοφ συγγράφει για εκείνους και τον εαυτό του. Εφόσον ο ζων αδερφός επιχειρεί να ανασυστήσει τον βίο του συγγενούς του βάσει των πεπραγμένων και του έργου του, ο Ναμπόκοφ πλάθει τον μύθο του αφηγητή που είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο, αλλά και του Σεμπάστιαν Νάιτ ο οποίος αποτέλεσε την αφορμή και για τους δύο (Ναμπόκοφ και αφηγητή), συγγραφής αυτού του βιβλίου. Η πολυεπίπεδη και πολυπρισματική αυτή κατάσταση υπαγορεύει και απαγορεύει εξαρχής την όποια αναζήτηση «αλήθειας», δυναμιτίζοντας από την πρώτη κιόλας παράγραφο την ελπίδα του αναγνώστη να πληροφορηθεί την «Πραγματική ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ».
Εφόσον ο ζων αδερφός επιχειρεί να ανασυστήσει τον βίο του συγγενούς του βάσει των πεπραγμένων και του έργου του, ο Ναμπόκοφ πλάθει τον μύθο του αφηγητή που είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο, αλλά και του Σεμπάστιαν Νάιτ ο οποίος αποτέλεσε την αφορμή και για τους δύο (Ναμπόκοφ και αφηγητή), συγγραφής αυτού του βιβλίου.
Ο Ναμπόκοφ, με τον παιγνιώδη τρόπο του έχει στήσει την παγίδα, έτσι ώστε ο αναγνώστης να ισορροπεί μόνιμα μεταξύ δύο σχοινιών: αφενός εκείνου που υπαγορεύει τη συνεκτικότητα της αφήγησης, προκειμένου να συμμετάσχει στα δρώμενα ακολουθώντας τον μίτο της αφήγησης με αρχή, μέση και τέλος. Και αφετέρου του δεύτερου που του υπαγορεύει να κοιτάζει συνεχώς πίσω του, να μην εφησυχάζει καμία στιγμή, αφού αναγνωρίζει ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι αποτελούν ψηφίδες ενός ευρύτερου μυθοπλαστικού παζλ που έχει φτιαχτεί με έναν και μόνο στόχο: την απόλαυση της λογοτεχνίας και ουδέποτε την αποκάλυψη κάποιας αλήθειας ή ιδέας. Αυτή είναι η επωδός του Ναμπόκοφ κι εκεί καταλήγουν τα βιβλία του.
Η κατάληξη του βιβλίου θα λύσει κατά κάποιον τρόπο τις απορίες του αναγνώστη που έχει φτάσει υποψιασμένος ως εκεί. Ο αφηγητής τρέχει να προλάβει τις τελευταίες στιγμές του ετοιμοθάνατου αδελφού του, για να μπλεχτεί εκ νέου στην παραδοξότητα των πολλαπλών ταυτοτήτων. Η σύγχυση σχετικά με το όνομα του θεράποντος γιατρού και του επωνύμου του αρρώστου (Knight) έχει ως αποτέλεσμα ο αποχαιρετισμός όχι μόνο να έρθει όταν είναι πλέον αργά, αλλά και να απευθυνθεί σε λάθος άτομο. Αυτή όμως θα είναι η ευκαιρία για τον Ναμπόκοφ να απεκδυθεί τα προσωπεία του μέσω του αφηγητή. Στις τελευταίες παραγράφους του βιβλίου, ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται σε «Έναν, κανέναν και εκατό χιλιάδες» (για να θυμηθούμε και τον Πιραντέλο με σχετική θεματική). Ο Σεμπάστιαν Νάιτ, νεκρός πλέον υποτίθεται, παραμένει ζωντανός μέσω του αδελφού-αφηγητή, του συγγραφέα-αφηγητή, καθώς και μέσω του αναγνώστη, σε μια αλυσίδα που ανανεώνεται εκ νέου με κάθε ανάγνωση, καθιστώντας την αφήγηση αχρονική και σπειροειδή. Εφόσον κανείς δεν είναι «αληθινός» και η «πραγματική ταυτότητα» πάντα θα διαφεύγει από τις χαραμάδες, έχουμε πλέον κατακτήσει την αθανασία και την αιώνια επιστροφή που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει.
|
Ο Ναμπόκοφ και η οικογένειά του μετακόμισαν πρώτα στη Νέα Υόρκη, όπου έκανε και πάλι μαθήματα ρωσικών και δίδαξε, ενώ αναζητούσε μια πιο ικανοποιητική επαγγελματική ευκαιρία – δεν θα γινόταν πολιτογραφημένος πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών μέχρι το 1945. Ο Ναμπόκοφ ξεκίνησε ως λέκτορας ρωσικής λογοτεχνίας στο Wellesley College και το 1941 του δόθηκε η θέση του μόνιμου λέκτορα συγκριτικής λογοτεχνίας. Επίσης, την ίδια χρονιά εκδόθηκε το πρώτο του αγγλικό μυθιστόρημα, Η πραγματική ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ. Το μυθιστόρημα είναι ένα έργο μεταμυθοπλασίας και μια πρώιμη εκδήλωση του μεταμοντερνισμού, στο οποίο ο αφηγητής V. συνειδητοποιεί στο τέλος του μυθιστορήματος ότι ο ίδιος δεν είναι παρά ένας φανταστικός χαρακτήρας. Γραμμένο στο Παρίσι στα τέλη του 1938, είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ που πωλείται με το πραγματικό του όνομα. |
Ύφος και αισθητική (Ναμπόκοφ και Μπόρχες)
Ο πειθαρχημένος και ώριμος αναγνώστης του Ναμπόκοφ (αυτούς επιθυμεί, τους άλλους τους αποδιώχνει εξαρχής), θα βρει στον Σεμπάστιαν Νάιτ όλα τα σταθερά αφηγηματικά μοτίβα του. Η μεταμοντέρνα γραφή του εμπεριέχει και τα τρία βασικά χαρακτηριστικά που ο Έκο αποδίδει στο είδος (μετα-αφηγηματικότητα, double-coding, διακειμενική ειρωνεία). Συγκεκριμένα, το έργο συνομιλεί με τον εαυτό του και τη φύση του, με τη φωνή του συγγραφέα να παρεμβαίνει όπως ήδη έδειξα. Όσον αφορά τη διπλή κωδικοποίηση (συγκερασμός υψηλής και λαϊκής κουλτούρας), είναι το λιγότερο εμφανές χαρακτηριστικό, δεδομένου ότι ο Ναμπόκοφ ακόμα κι όταν ενσωματώνει κάποια στοιχειώδη αστυνομική πλοκή, για παράδειγμα, την περιτυλίγει με ακραίο αισθητισμό καθιστώντας την ουσιαστικά απρόσιτη σε εκείνους που αναζητούν ένα προσβασιμο πρώτο επίπεδο. Τέλος, έντονη είναι η παρουσία της διακειμενικής ειρωνείας – πρόκειται για το λεγόμενο «κλείσιμο του ματιού» στον έμπειρο αναγνώστη που αναγνωρίζει τις ποικίλες αναφορές, το παιχνίδι των πολλαπλών πηγών, των κλειδιών που ο συγγραφέας έχει αφήσει διάσπαρτα στο κείμενο.
Εάν όμως ήμουν υποχρεωμένος να επιχειρήσω μία και μόνη σύγκριση όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, αυτή θα ήταν με τον Μπόρχες και το έργο του, του οποίου εξάλλου ο Ναμπόκοφ υπήρξε θαυμαστής (επίτευγμα, για όποιον γνωρίζει έστω και ελάχιστα τις «δύσκολες» προτιμήσεις του Ρωσοαμερικανού). Καταρχάς, όσον αφορά τη γλώσσα, η οποία και στους δύο συγγραφείς είναι στρωτή και ανεπιτήδευτη, κλασικού ύφους θα έλεγε κάποιος, καθώς δεν επιχειρεί να καινοτομήσει στιλιστικά (όπως στην περίπτωση των Τζόυς και Πίντσον, για παράδειγμα). Και οι δύο συγγραφείς καινοτομούν στο επίπεδο των ιδεών και όχι της φόρμας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι, κυρίως ο Ναμπόκοφ, φορμαλιστές. Ο κατεξοχήν όμως κοινός τόπος είναι η έννοια των πολλαπλών ταυτοτήτων, ιδίως όπως διαφαίνεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου όπου κυριαρχεί το πνεύμα του Μπόρχες.
Εάν όμως ήμουν υποχρεωμένος να επιχειρήσω μία και μόνη σύγκριση όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, αυτή θα ήταν με τον Μπόρχες και το έργο του, του οποίου εξάλλου ο Ναμπόκοφ υπήρξε θαυμαστής (επίτευγμα, για όποιον γνωρίζει έστω και ελάχιστα τις «δύσκολες» προτιμήσεις του Ρωσοαμερικανού).
Αυτό που επιχείρησε ο Μπόρχες, βασισμένος στον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ (Esse est percipi) και του Σοπενχάουερ μεταξύ άλλων, είναι το αντίθετο από εκείνο το οποίο οι περισσότεροι αναγνώστες θεωρούν διαβάζοντάς τον. Σε κάθε του σελίδα ή διήγημα προσπαθεί να αποτινάξει τον ζυγό της μοναδικότητας του δημιουργού, με τον ακόλουθο τρόπο: δημιουργεί ένα παλίμψηστο, όπου το καθετί αναφέρεται σε άλλο, το ένα βιβλίο σε πολλά, η μία ιστορική / λογοτεχνική αναφορά σε άλλη – συνεχείς αλληλοεπικαλύψεις, διακειμενικές αναφορές, παραπομπές σε παραπομπές. Αυτομάτως ο δημιουργός, υποτίθεται, μετατρέπεται από πιονέρο σε συντηρητή, επιμελητή, υπεύθυνο βιβλιογραφίας, με απώτερο τελικά στόχο του να συγκεντρώσει / συμπυκνώσει σε ένα έργο όσο το δυνατόν περισσότερες αναφορές σε έργα και ημέρες τρίτων. Θεωρητικά αυτό τον καθιστά απλώς καταγραφέα / μεταγραφέα ιστοριών. Έναν ακόμα κρίκο σε μια μακριά αλυσίδα προγόνων και επιγόνων.
Αυτή τη λογική ενστερνίζεται ο Ναμπόκοφ σ’ όλη την έκταση του βιβλίου (οι διακειμενικές αναφορές εντοπίζονται στην υποτιθέμενη βιβλιογραφία του Σεμπάστιαν Νάιτ), ενώ ο αδερφός-αφηγητής είναι ταυτόχρονα εκείνος που συντηρεί και αποκαθιστά τη μνήμη του εκλιπόντος, ο μεταγραφέας της προσωπικής ιστορίας του και ταυτόχρονα ο δημιουργός της. Ίσως εδώ εδράζεται η δυσκολία αφομοίωσης του έργου, καθώς ο αναγνώστης θα πρέπει να ανασυντάξει και να αναδημιουργήσει τα επιμέρους. Να διαχωρίσει το «αληθές» από το φανταστικό, κατανοώντας στη διαδρομή ότι κι αυτά αλληλεπικαλύπτονται, καθιστάμενα μεν αμοιβαία ανενεργά από ρεαλιστικής πλευράς, αλλά απολαυστικά από αμιγώς λογοτεχνικής. Ο ενεργητικός αναγνώστης του Ναμπόκοφ (όπως και του Μπόρχες) αναλαμβάνει σταδιακά τον ρόλο του δημιουργού δίχως να το καταλάβει, τοποθετώντας ο ίδιος την αρίθμηση στις σελίδες και στη συνέχεια τους τόμους στα ράφια. Για να έρθει μετά ο επόμενος, να κάνει το ίδιο υπό το άγρυπνο βλέμμα του πονηρού δημιουργού. Ως το τέλος του χρόνου.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μερικές φορές έκανε αυτό που κανείς άλλος συγγραφέας δεν είχε ξανακάνει: αντέγραφε με το ασυνήθιστο στην αγγλική γραφή χέρι του το δακτυλόγραφο για να το ξαναϋπαγορεύσει μετά. Ο αγώνας του με τις λέξεις ήταν ασυνήθιστα σκληρός, κι αυτό για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ὁ συνηθισμένος για συγγραφείς του είδους του: το γεφύρωμα της αβύσσου ανάμεσα στην έκφραση και τη σκέψη, η αίσθηση που σε ξετρελαίνει ότι οι σωστές λέξεις, ο μοναδικές σωστές λέξεις σε περιμένουν στην αντίπερα όχθη πίσω από την ομίχλη, ενώ φρικιούν οι ακόμα γυμνές σκέψεις και τις καλούν ουρλιάζοντας από την εδώ μεριά της όχθης. Οι στερεότυπες εκφράσεις τού ήταν άχρηστες επειδή τα όσα ήθελε να πει είχαν μια ιδιότυπη δομή και ήξερε επιπλέον ότι καμιά αληθινή ιδέα δεν μπορούσε να έρθει στο φως ούτε καν υπήρχε χωρίς τις λέξεις που ακριβολογημένα τη ζωντανεύουν. Έτσι (για να χρησιμοποιήσουμε την πλησιέστερη παρομοίωση) ἡ σκέψη που φαινομενικὰ έμοιαζε γυμνή παρακαλούσε απλώς να γίνουν ορατά τα ρούχα που φορούσε, ενώ οι λέξεις που ενέδρευαν μακριά δεν ήταν άδεια κελύφη όπως κι αυτές φαίνονταν, απλώς περίμεναν τις σκέψεις που εμπεριείχαν να τις διεγείρουν και να τις θέσουν σε κίνηση. Μερικές φορές ένιωθε σαν παιδί που του δίνουν ένα συνονθύλευμα συρμάτων και το διατάζουν να παραγάγει φως».























