Για τον τόμο «Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα (2001-2022) – Πρακτικά Συνεδρίου (Αθήνα, 11 Μαρτίου 2023) του περιοδικού Αναγνώστης» (εκδ. Ιωλκός).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Τα χρόνια του 21ου αιώνα, που διανύουμε, θεωρούνται πολύ δημιουργικά στον τομέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όχι μόνο στα έργα της ποίησης και της πεζογραφίας αλλά και στους επάλληλους κύκλους που τις πλαισιώνουν. Μιλώντας στην ουσία όχι μόνο για 24 χρόνια, αλλά για μια 35ετία, από το κομβικό 1989 έως σήμερα, μπορούμε να δούμε τη στάθμη της βιβλιοπαραγωγής αλλά και τους τρόπους με τους οποίους πολυπρισματικές προσεγγίσεις την αναλύουν και την «απαθανατίζουν».
Θυμάμαι συλλογικές προσπάθειες που έχουν χαρτογραφήσει αυτήν την περίοδο από ποικίλες πλευρές:
- «Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις» σε επιμέλεια Α. Σπυροπούλου και Θ. Τσιμπούκη (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2002),
- «Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα: Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου: Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011», σε επιμέλεια Αγγ. Καστρινάκη, Αλ. Πολίτη και Δ. Τζιόβα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012).
- «Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα. 2001-2022. Πρακτικά Συνεδρίου [Αθήνα, 11 Μαρτίου 2023]» (Ιωλκός, 2024).
Βάζω σ’ αυτή τη σειρά το Συνέδριο που διοργάνωσε πρόσφατα (12 και 13 Απριλίου 2024) η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας με θέμα «Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη: Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα».
Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι συλλογικές προσπάθειες και πώς από κοινού, μαζί με πολλές άλλες, συμβάλλουν στην αποτίμηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας;
Από τη μία, πρόκειται για πολυπρόσωπες και πολυεστιακές πραγματεύσεις των ποικίλων εκδοχών της ποιητικής, πεζογραφικής και κριτικής παραγωγής μας. Ένα ή λίγα πρόσωπα δεν είναι εύκολο να καλύψουν όλο το εύρος της κι, επομένως, περισσότερα άτομα, που έχουν καλή γνώση των ειδικότερων αντικειμένων τους, είναι σίγουρο ότι βοηθούν σε πληρέστερο βαθμό.
Σταδιακά, παρατηρείται η τάση να μην μιλάνε μόνο ειδικοί με βάση τις πανεπιστημιακές ή κριτικές τους περγαμηνές (ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί, κριτικοί, μελετητές κ.λπ.), αλλά να παίρνουν τον λόγο και άλλοι, όπως οι ίδιοι οι πεζογράφοι και ποιητές, δημοσιογράφοι που καλύπτουν το ρεπορτάζ του βιβλίου, θεσμικοί φορείς, μεταφραστές, κομίστες, υπεύθυνοι αναγνωστικών λεσχών κ.λπ.
Τέλος, ο κύκλος ανοίγει και, πάντα με επίκεντρο τα ποιητικά βιβλία και τα πεζογραφικά έργα, τίθενται στο τραπέζι οι τάσεις που η λογοτεχνία μας προωθεί αλλά και ζητήματα πέριξ αυτής, όπως ο ρόλος της κριτικής, τα graphic novels, τα ακουστικά βιβλία, η φιλαναγνωσία κι η κρατική πολιτική, οι μεταφράσεις κι η προώθηση της λογοτεχνίας μας στο εξωτερικό, η λειτουργία των λεσχών ανάγνωσης στην πρόσληψή της, το διαδίκτυο ως πεδίο παραγωγής και κατανάλωσης λογοτεχνίας, οι Εκθέσεις βιβλίου, όπως η Φρανκφούρτη το 2004 και οι ΔΕΘ, τα εκδοτικά δεδομένα σε επίπεδο επιχειρηματικότητας, τα λογοτεχνικά περιοδικά και ειδικά στην ψηφιακή τους μορφή, η τεχνητή νοημοσύνη και οι αλλαγές που φέρνει κ.ά.
Αφήνω τη γενική εικόνα και εστιάζω στον τόμο του Συνεδρίου του «Αναγνώστη», το οποίο διοργανώθηκε πέρυσι και τα Πρακτικά του εκδόθηκαν φέτος από τις εκδόσεις Ιωλκός. Ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη, πεζογραφία, ποίηση και κριτική, όπου δεκάλεπτες εισηγήσεις πραγματεύονταν ένα ζέον θέμα της σύγχρονης παραγωγής, πλαισιωμένες με πεντάλεπτες παρεμβάσεις. Επομένως, 14 ανακοινώσεις και 5 παρεμβάσεις έγειραν ζητήματα, προκάλεσαν συζητήσεις, άφησαν το στίγμα τους, χαρτογραφώντας και αξιολογώντας τις τάσεις και τις προοπτικές μιας λογοτεχνίας σε αέναες ζυμώσεις και συνεχείς αναζητήσεις. Τι μάθαμε τελικά από όλα αυτά;
Η νέα συνθήκη της πεζογραφίας
Στον χώρο της πεζογραφίας (όπου φυσικά δεν καταγράφω καθόλου τη δική μου συμμετοχή), μια τάση που κάνει όλο και περισσότερο αισθητή την εμφάνισή της είναι τα μυθιστορήματα–«αληθινές ιστορίες», μια τάση που θίγει ο Αλέξης Ζήρας. Η λογοτεχνία προσπαθεί να φανεί λιγότερο πεποιημένη και μυθοπλαστική και να αναδείξει την εξωλογοτεχνική αλήθεια ως δικό της συστατικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το μυθιστόρημα Είμαι όσα έχω ξεχάσει (2019) του Ηλία Μαγκλίνη, το οποίο γράφεται με όρους αυτοβιογραφίας, οικογενειακής ιστορίας, λογοτεχνίας τεκμηρίων, ιστορικού χρονικού, για να πείσει ότι η εκδοχή του αφηγητή είναι αληθινή. Μορφή «αλήθειας» είναι η αυτομυθοπλασία (autofiction), την οποία μελετά στην εισήγησή του ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, που πιστεύει ότι κάθε άλλο πάρα πέθανε ο συγγραφέας, κατά τη γνωστή φράση του Roland Barthes, αφού σήμερα εντός και εκτός λογοτεχνίας αυτός εμφανίζεται με το όνομά του, τη ζωή του, την εξωστρεφή παρουσία του…
Μορφή «αλήθειας» είναι η αυτομυθοπλασία (autofiction), την οποία μελετά στην εισήγησή του ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, που πιστεύει ότι κάθε άλλο πάρα πέθανε ο συγγραφέας, κατά τη γνωστή φράση του Roland Barthes, αφού σήμερα εντός και εκτός λογοτεχνίας αυτός εμφανίζεται με το όνομά του, τη ζωή του, την εξωστρεφή παρουσία του…
Ο Δημήτρης Τζιόβας πραγματεύεται τη σχέση παρόντος και παρελθόντος, όχι μόνο στα στενά όρια του ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά ευρύτερα στις παρελθοντοκεντρικές προσεγγίσεις της (ιστοριογραφικής) μεταμυθοπλασίας, της λογοτεχνίας τεκμηρίων, του αρχείο ως τρόπου λογοτεχνικής διερεύνησης της ιστορίας, της ψηλάψησης της ιστορικής κουλτούρας άλλων λαών μέσα στο παγκοσμιοποιημένο γίγνεσθαι, των γραφιστικών μυθιστορημάτων που χρησιμοποιούν το παρελθόν ως πρώτη καύσιμη ύλη. Σε όλα αυτά, η ιστορία συναντά την πολιτική, την ιδεολογία και την αναζήτηση της ταυτότητας. Ντόρο προκάλεσαν οι απόψεις της Λίνας Πανταλέων, που ισχυρίζεται ότι η χρήση των διαλέκτων στην πεζογραφία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Γκιακ (2014) του Δημοσθένη Παπαμάρκου, φορτώνει το κείμενο και το καθιστά δυσανάγνωστο. Γενικότερα, η ανακοίνωσή της επιχειρεί να διερευνήσει τις ποικίλες μορφές της γλώσσας, που χρησιμοποιούν οι νέοι συγγραφείς.
Η πολύπτυχη συνθήκη της ποίησης
Στην ποίηση τα πράγματα φαίνονται πιο δυναμικά και «εκρηκτικά». Από τους ομιλητές, η Κατερίνα Ηλιοπούλου κάνει την πιο πανοραμική κατόπτευσή της, όπως αυτή εκδηλώνεται σε καιρούς μαζικής κουλτούρας: απουσιάζουν τα συγκροτημένα αισθητικά κινήματα, οι ποιητές/-τριες δεν δεσμεύονται στενά από τους προγόνους τους, παίζουν έντεχνα με τη διακειμενικότητα, μετέρχονται της αφηγηματικότητας, προσφεύγουν στο συλλογικό και τις ιδεολογίες της εποχής, με πιο αξιοσημείωτες τάσεις την πολιτική, την προσωπική, τη γλωσσική και την ιστορικοφιλοσοφική, αλλά και την κατάθεση μεγάλων ποιητικών συνθέσεων. Όσον αφορά το γιατί η ποίηση δεν προσελκύει το μεγάλο κοινό, η Κ. Ηλιοπούλου δεν κατηγορεί την ίδια την ποίηση, αλλά την υπερπληθώρα της παραγωγής, την απουσία κραταιής κριτικής και την παθητικότητα των θεσμών. Αντίστοιχα, ο Γιάννης Δούκας βρίσκει ενδιαφέροντες τους πολλούς μετεωρισμούς της σύγχρονης ποίησης ανάμεσα στο ελληνικό και το διεθνές, τη συνέχεια και τη ρήξη, τη συλλογή επιμέρους ποιημάτων και την ποιητική σύνθεση κ.λπ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Βαρβάρα Ρούσσου μελετά την έμφυλη ποίηση ως αντίδραση στην ομογενοποιημένη έκφραση των φύλων, ως εξεγερτική, ως πολιτική, ως διεκδικητική αλλά και υποβλητική, ως σωματική αλλά και ψυχολογική. Ο Χάρης Οταμπάσης μιλά για την queer ποίηση, που κάνει ορατά τα ήδη από παλιότερα διατυπωμένα αιτήματα, και η Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου αναφέρεται σύντομα στην εξομολογητική ποίηση των νέων ποιητών/-τριών, που εκθέτουν το τραύμα και την ευάλωτη φύση του ανθρώπου. Ο Ευριπίδης Γαραντούδης αμφισβητεί τις ταμπέλες που συνοδεύουν τους ποιητές, με πρώτη την έννοια της γενιάς, ενώ ο Δημοσθένης Αγραφιώτης αναλύει την επιτελεστική ποίηση ως ομνύουσα στην προφορικότητα, τη σωματικότητα, τη συμμετοχικότητα, τη διακαλλιτεχνικότητα και την αξιοποίηση της τεχνολογίας.
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης αμφισβητεί τις ταμπέλες που συνοδεύουν τους ποιητές, με πρώτη την έννοια της γενιάς...
Άφησα τελευταίο τον Δημήτρη Αγγελή, ο οποίος τοποθετείται πιο κριτικά απέναντι σε πολλές από τις παραπάνω αλλαγές και νέες καταστάσεις. Στην ποιητική έκρηξη της δεκαετίας του 2000, ο ομιλητής βλέπει την επιτελεστική ποίηση να μετακινεί το βάρος στο θέατρο κι όχι στον λόγο, τα θεωρητικά (πολιτισμικά και ιδεολογικά) εργαλεία να προτάσσονται της ποιητικής γραφής, την ιδεολογικοποίηση της ποίησης να δεσπόζει, τις ομαδοποιήσεις των ποιητών να γίνονται κάτω από ευκαιριακές και προκατασκευασμένες ομπρέλες, τα θέματα να ακολουθούν σαν πιστός σκύλος την επικαιρότητα, τα κοινωνικά δίκτυα να έχουν τον πρώτο λόγο στην κατασκευή του ποιητικού εαυτού και τέλος τη στράτευση να είναι πλους μέσα στη μόδα κι όχι εσωτερική ανάγκη.
Η μιντιακή συνθήκη της κριτικής
Η νεοελληνική κριτική στοιχίζεται με τη στάθμη και τους προβληματισμούς της λογοτεχνίας, όπως και της τρέχουσας ιδεολογίας ή πολιτικής. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη Βενετία Αποστολίδου, είναι πάντα ιστορικοποιημένη, εξαρτάται όχι μόνο από τον βιβλιοκριτικό και το αισθητικό ή πολιτικό του βάθος, αλλά και από τα μέσα στα οποία δημοσιεύεται και το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγει τον διάλογό της. Επομένως, η εισήγηση της Τιτίκας Δημητρούλια είναι πολύ σημαντική, καθώς εξετάζει την κριτική μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο, κατά Bourdieu.cΗ κριτική βρίσκεται πάνω σε ποικίλες συντεταγμένες, από το σύστημα της εξουσίας έως το πλέγμα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και την παράλληλη πορεία των ιστολόγων, από τη λογοτεχνική παραγωγή μέχρι τα ευπώλητα. Η ομιλήτρια θέτει την κριτική τόσο στην ιστορική της διάσταση, ειδικά μετά τη Μεταπολίτευση, αλλά και στη συγχρονική της πορεία.
Η κριτική βρίσκεται πάνω σε ποικίλες συντεταγμένες, από το σύστημα της εξουσίας έως το πλέγμα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και την παράλληλη πορεία των ιστολόγων, από τη λογοτεχνική παραγωγή μέχρι τα ευπώλητα.
Συμπληρωματικές εκτιμήσεις καταθέτουν ο Άρης Μαραγκόπουλος, που εκθέτει την ανάγκη μιας «ιδιοτελούς» κριτικής εκ μέρους του ίδιου του συγγραφέα, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, που εστιάζει ανάμεσα σε άλλα στη σύζευξη κριτικής και θεωρίας της λογοτεχνίας, ενώ η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη αναφέρεται στην πολιτικά αποθαρρυμένη γενιά ποιητών/-τριών που ακολουθούν το «μούδιασμα» της εποχής, με την επακόλουθη κριτική να μην τολμά.
Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε τέτοιες ματιές πάνω στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, η οποία δείχνει να κινείται και να ανακινείται, να ελίσσεται μέσα στις νέες συνθήκες του 21ου αιώνα και να ψάχνει το στίγμα της, που είναι –απ’ ό,τι φαίνεται– πολυεστιακό. Οι κριτικές έχουν μια περιπτωσιολογκή διάσταση, ενώ οι φιλολογικές μελέτες αναλώνονται σε μια μουσειακή προσέγγιση «κλασικών» ονομάτων. Γι’ αυτό, συνέδρια σαν αυτό, με «ομιλούσες» ομιλίες, ζωντανές συζητήσεις, ερεθίσματα για σκέψη, χαρτογραφήσεις και πανοραμικές κατοπτεύσεις, αυτονόητες αλήθειες ή αιρετικές σκέψεις κ.λπ. χρειάζονται για την πολιτισμική μας αυτογνωσία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).