
Για το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Κορνιζωμένοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
Ο René Girard στο βιβλίο του Η βία και το ιερό αναφέρει πως ενώ συχνά η βία αποκαλείται «άλογη», εντούτοις, δεν στερείται λόγων, ξέρει μάλιστα να βρίσκει πολύ απλές λογικές αιτίες όταν λαχταρά να παροξυνθεί κι η αλήθεια είναι πως ο Στέλιος Σπούγιας, ιδιοκτήτης του κορνιζάδικου «Το Τέλειον» και ήρωας του τελευταίου βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάνη έχει πολλούς λόγους να διακατέχεται από μια εσωτερικευμένη βία κάτω από την τέλεια εικόνα του. Κι ενώ μια βία προερχόμενη από τον γιο προς τον πατέρα θα ήταν ως ένα βαθμό κατανοητή έως και αναμενόμενη, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς για τους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν έναν πατέρα να προβεί στην παιδοκτονία, το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων.
Αν ανατρέξει κανείς στην αρχαία τραγωδία και τη μυθολογία, θα συναντήσει αρκετές περιπτώσεις παιδοκτονίας προερχόμενες από τον πατέρα οι οποίες συνδέονται με μαντείες, θεϊκές επιταγές, την ανθρώπινη ύβρη ή τη μανία, με το διακύβευμα να είναι κυρίως η διατήρηση της εξουσίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ο πατέρας ούτε κινδυνεύει από τον γιο, ούτε θα κερδίσει κάτι από τη θυσία του. Η βία του προέρχεται από μια οργή που σιγοβράζει μέσα του και του ζητά να εκδικηθεί την πρώην σύζυγό του. Ανατρέχοντας πάλι στον Girard, θα λέγαμε ότι η ακόρεστη βία αναζητά, και στο τέλος βρίσκει, πάντα ένα υποκατάστατο θύμα: στη θέση του πλάσματος που τη γέννησε, βάζει ξαφνικά ένα άλλο, ευάλωτο και προσιτό, φέρνοντάς μας στο μυαλό τη Μήδεια, που σκοτώνει τα παιδιά της εν είδει εκδίκησης για την προδοσία του Ιάσονα.
Ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι μόνο η βία μεταξύ συγγενών είναι κατάλληλη για την τραγική πράξη κι η Καρυστιάνη το επιβεβαιώνει στήνοντας μια σύγχρονη τραγωδία, που λαμβάνει χώρα σε ένα επινοημένο ελληνικό χωριό, την Κρανιά, ένα χωριό που μέχρι χτες δεν είχε απασχολήσει για τίποτα, όπως κι ο ίδιος ο Στέλιος άλλωστε, καλώντας μας να σκεφτούμε τα λεπτά όρια που χωρίζουν την απελπισία από την τρέλα και το πόσο εύκολα μπορούν να ξεπεραστούν. Μας παίρνει μαζί της σε ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα του ήρωα και ανατέμνοντας προσεκτικά την παιδική του ηλικία, εξετάζει τα καθοριστικά τραύματα του παρελθόντος, οδηγώντας μας στον πυρήνα της ύπαρξής του, στην πηγή της βίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον όσα εκτυλίσσονται μέχρι την κορύφωση του δράματος και την τελική κάθαρση, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη. Άλλωστε, ο Στέλιος δεν είναι ένας κακός άνθρωπος, διαθέτει ευαισθησίες και μια τεράστια αγάπη για τον γιο του. Η Καρυστιάνη στέκεται με συμπόνια δίπλα του, δείχνει έλεος, δεν παρουσιάζει ένα τέρας, του δίνει πολύ χώρο στην ιστορία της, ακόμα και μετά το έγκλημα. Τον ψυχογραφεί άρτια και χωρίς να καταφεύγει σε ευκολίες, ερευνά σφαιρικά τα κίνητρα που τον οδήγησαν να ενεργήσει με το συγκεκριμένο τρόπο, εξετάζει το ευρύτερο πλαίσιο που τον διαμορφώνει, παρακολουθεί στενά την αργή μεταστροφή του μέχρι τη δραματική λύση.
Ο πρωταγωνιστής, ένας αντιήρωας
Ο Στέλιος Σπούγιας είναι ένας αντιήρωας − άλλωστε, σύμφωνα με τον Girard, όπως συμβαίνει σε κάθε σύμπαν που ολισθαίνει προς την τραγωδία, υπάρχουν μόνο αντιήρωες. Λόγω επαγγέλματος, είναι εκπαιδευμένος να παρατηρεί και να διαβάζει τα βλέμματα. Μετά την εγκατάλειψή του από τη σύζυγό του, το βλέμμα των άλλων καθρεφτίζει συχνά το σύνδρομο κατωτερότητας που τον διακατέχει, την αποδοκιμασία, τη λύπηση. Ο ίδιος νιώθει τιποτένιος, μηδαμινός, αισθάνεται πως δεν διαθέτει τίποτα που να τον καθιστά ξεχωριστό, πως δεν προκαλεί τον θαυμασμό των γύρω του. Αναζητά να εντοπίσει σε όσα του συμβαίνουν όχι το καλό μα ό,τι θα επιβεβαιώσει το αίσθημα κατωτερότητάς που τον κατατρύχει, ενώ συχνά πιάνει τον εαυτό του να νιώθει ψήγματα ζήλιας απέναντι στον αψεγάδιαστο σαν καθαρό ουρανό γιο του, σημάδια τόσο μικρά μα υπαρκτά και ικανά να προκαλέσουν το κακό.
Ο γιος του συγκεντρώνει όσα λείπουν από τον ίδιο, όσα του υπενθυμίζουν την αποτυχία του
Ο γιος του συγκεντρώνει όσα λείπουν από τον ίδιο, όσα του υπενθυμίζουν την αποτυχία του: μόρφωση, αποδοχή, φίλους που τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν, αλλά κυρίως έχει την Κλέα, μια αιθέρια σύντροφο που τον λατρεύει και την οποία ο Στέλιος, με την πράξη του, θα καταδικάσει για πάντα σε μια ανυπόφορη ζωή. Η Κλέα είναι μια παράπλευρη απώλεια που δεν είχε υπολογίσει, μια τραγική φιγούρα που προκαλεί σπαραγμό μέχρι το τέλος.
Μπροστά στο γιο του, ο Στέλιος, άνθρωπος με λιγοστή αυτοεκτίμηση και ως εκ τούτου χαμηλή αυτοπεποίθηση, αποτραβηγμένος από τα πράγματα, δείχνει δευτεροκλασάτος, λίγος, μικρός. Τα συναισθήματα που βιώνει είναι ανθρώπινα κι οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν ότι τα δεινά τους προκαλούνται από έναν υπεύθυνο, από τον οποίο είναι εύκολο να απαλλαγούν. Κι ενώ αυτό που στην πραγματικότητα φαντασιώνεται είναι η τιμωρία της τέως συζύγου, εκείνη δείχνει ευτυχισμένη με τον καινούριο σύντροφό της, περιστοιχισμένη από αγάπη κι αποδοχή. Στα σαράντα έξι της βρίσκεται στην ακμή της, δείχνει άτρωτη, ετοιμάζεται μάλιστα να γίνει για δεύτερη φορά μητέρα, την ώρα που η δική του ζωή, στα πενήντα τρία, δείχνει να παίρνει την κάτω βόλτα.
Ο Στέλιος φαίνεται ένας καλοσυνάτος άνθρωπος, ανίκανος για βίαια ξεσπάσματα, όμως η βία που δεν ικανοποιείται εξακολουθεί να συσσωρεύεται, μέχρι τη στιγμή που ξεχειλίζει και ξεχύνεται με ολέθριες συνέπειες.
Ο Στέλιος φαίνεται ένας καλοσυνάτος άνθρωπος, ανίκανος για βίαια ξεσπάσματα, όμως η βία που δεν ικανοποιείται εξακολουθεί να συσσωρεύεται, μέχρι τη στιγμή που ξεχειλίζει και ξεχύνεται με ολέθριες συνέπειες. Σε αντιστοιχία με τη Μήδεια, που στη θέση του αληθινού μισητού αντικειμένου, που μένει απρόσβλητο, βάζει τα παιδιά της, ο Στέλιος τοποθετεί τον γιο του σ' αυτή τη θέση, ενώ στην πραγματικότητα, αυτό που τον καταδιώκει δεν είναι η γυναίκα του, αλλά η ίδια του η ύπαρξη. Μην μπορώντας να ξεφύγει από τη ζωή του, θα «κορνιζώσει» τον εαυτό του κι όσους αγαπά, θα τους καταδικάσει στην ακινησία, θα τιμωρήσει μέσω του εγκλήματός του τη γυναίκα του, θα καταφέρει να σβήσει το ποθητό πράσινο χρώμα από τα μάτια της, υπενθυμίζοντάς μας πως μόνο ένας γονιός μπορεί να διαπράξει το τέλειο έγκλημα προς τα παιδιά του, αυτό που δύσκολα μπορεί να εξιχνιαστεί, γιατί τα παιδιά του θα τον προστατεύσουν όπως προστάτευσε ο νεκρός Χρόνης τον πατέρα του.
Η Καρυστιάνη με τους Κορνιζωμένους, ένα από τα πιο δυνατά της μυθιστορήματα, προσεγγίζει με θάρρος και τόλμη ένα δύσκολο θέμα, αυτό της παιδοκτονίας, και χωρίς να δίνει άφεση αμαρτιών, διερευνά τη δυνατότητα να ξεφύγει κανείς από μια μοίρα προδιαγεγραμμένη από τη γέννησή του.
*Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όλοι οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους, οι πολλοί όχι συστηματικά ίσως, ένα τη φορά για το άλφα ή το βήτα ζήτημα, άντε και για το γάμα και για κανά δυο ακόμη παρακάτω, δεν παίρνουν σβάρνα όλα τα γράμματα του αλφάβητου ως το ωμέγα, όλα τα θέματα του βίου. Λίγοι όσοι δουλεύουν τον εαυτό τους εφ’ όλης της ύλης και ελάχιστοι όσοι το παραδέχονται συνειδητά, επειδή δεν έχουν το ταλέντο να κλείνουν ανοιχτές υποθέσεις ή δεν αντέχουν την αποτυχία τους στα ερωτικά, στις σχέσεις με γονείς, με τέκνα με αδέρφια, ούτε το θέατρο να το παίζουν πολιτισμένοι με τον επόμενο σύζυγο της πρώην τους, ούτε το ξεφτιλίκι να υπομένουν εργοδότες – απατεώνες ή να ψηφίζουν ότι δεν τους ενθουσιάζει πια. Εγώ; αναρωτήθηκε ο Στέλιος Σπούγιας, εγώ στον εαυτό μου τι λέω; Είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ πια από το αρχικό σημείο όπου ξεκινάει το μακρύ ταξίδι στο ψέμα και στον αγύριστο. Αυτά σκεφτόταν το επόμενο πρωί καθ’ οδόν προς το μαγαζί».
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1952 από Μικρασιάτες γονείς.
Σπούδασε νομικά. Δούλεψε ως σκιτσογράφος. Στις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν εννέα μυθιστορήματα και δύο συλλογές με διηγήματά της. Έχει συνεργαστεί στο σενάριο της ταινίας «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009) και έχει γράψει τα σενάρια των ταινιών «Nύφες» (Εκδόσεις Kαστανιώτη, 2004), «Μικρά Αγγλία» και «Το τελευταίο σημείωμα» του ίδιου σκηνοθέτη.