Για την εικονογραφημένη παραμυθική ιστορία «Μάντρα, Μάντρα τι μαγειρεύεις», της Γιώτας Κ. Αλεξάνδρου, σε εικονογράφηση Αιμιλίας Κονταίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική.
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Ένα μεγάλο κεφάλαιο στις αφηγήσεις που αναφέρονται σε παραμύθια, θρύλους, λαϊκές παραδόσεις, το καταλαμβάνουν οι μάγισσες. Η ιστορία τους χάνεται βαθιά στους αιώνες κι έχει συνδεθεί με ευφάνταστες όσο και φρικιαστικές ιστορίες προπάντων στον Μεσαίωνα, όταν χιλιάδες είχαν σταλεί στην πυρά ή εκτελούνταν με την κατηγορία ότι επικαλούνταν δαίμονες και άλλα κακοποιά πλάσματα. Είναι γνωστή και η δίκη των μαγισσών του Σάλεμ, ως συνέχεια του «κυνηγιού των μαγισσών» του Μεσαίωνα.
Στα παραδοσιακά παραμύθια, τις περισσότερες φορές, οι μάγισσες είναι φορείς του κακού σε αντίθεση με τα πολλά επώνυμα παραμύθια για παιδιά, τις λεγόμενες παραμυθικές ή παραμυθιακές ιστορίες, όπου, συνήθως εμφανίζονται, όπως στον Μάγο του Οζ, μέσα από το δίπολο φως-σκοτάδι, δηλαδή, της καλής και της κακής μάγισσας. Συνήθως η «καλή» βοηθάει τον ήρωα να ξεπεράσει τα εμπόδια ή τον διευκολύνει σε θέματα που αφορούν, για παράδειγμα, στη διατήρηση του οικολογικού περιβάλλοντος προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, σχεδόν πάντοτε με χιούμορ.
Το μαγικό παραμύθι, σημειώνει ο Μπετελχάιμ, προχωρεί με ό,τι ταιριάζει στο παιδί, με τον τρόπο που ζει και βιώνει την καθημερινότητα και ακριβώς γι΄αυτόν τον λόγο τού είναι μια πειστική πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη του παιδιού για τη μαγεία είναι πρωταρχική για την ψυχοσύνθεσή του. Το μαγικό παραμύθι, σημειώνει ο Μπετελχάιμ, προχωρεί με ό,τι ταιριάζει στο παιδί, με τον τρόπο που ζει και βιώνει την καθημερινότητα και ακριβώς γι΄αυτόν τον λόγο τού είναι μια πειστική πραγματικότητα. Από μια άλλη σκοπιά, το παιδί των μικρών ηλικιών μπορεί να ξεχωρίσει το πραγματικό από το φανταστικό, αλλά εμπιστεύεται το φανταστικό. Από εδώ και η παιδαγωγική και διδακτική του αξία προς την κατεύθυνση της κοινωνικοποίησής του.
Το βιβλίο που παρουσιάζω με τίτλο Μάντρα, Μάντρα, τι μαγειρεύεις; της Γιώτας Κ. Αλεξάνδρου, με τη μάγισσά του, τη Μάντρα, είναι κοντά σε μια τέτοια αναγνωστική πρόσληψη μιας και οι μάγισσες είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα θέματα των παιδιών. Μάντρα, τη βάφτισε η νονά της, αφού παράκουσε το όνομα «Σάντρα» που της είπε στο αυτί η μητέρα της μικρής. Η Μάντρα, από την αρχή κιόλας, ως ενδοδιηγητική αφηγήτρια, δηλώνει πως η Σχολή Αρχιμαγισσών δεν της ταιριάζει. Όλα της τα στοιχεία πίνακες, χρώματα, δασκάλες, μαγικά κόλπα που μαθαίνει εκεί, της είναι απεχθή. Δεν προσέχει στα ξόρκια και κάνει όλο λάθη. Η μάνα της, η μεγαλομάγισσα, όπως τη λέει, πιστή στους αυστηρούς νόμους της μαγείας, την ελέγχει σε κάθε της βήμα. Μια μάγισσα που με το «τρίτο» της μάτι (βλ. στην ερμηνευτικού τύπου εικονιστική αποτύπωσή της) κυριολεκτικά κατασκοπεύει την κόρη της για να την κάνει κατ΄εικόνα και ομοίωσή της. Μάλιστα, δεν χωνεύει τις πεταλούδες και τα πουλιά, ακόμα και μια σαύρα έβαζε να λέει στη μικρή απαίσιες ιστορίες. Φοράει πάντα μαύρα ρούχα προφανώς συμβολίζοντας, τον ένα πόλο, το σκοτάδι. Σχεδόν πάντα απογοητεύεται για τη συμπεριφορά τής μικρής και μάλιστα, για τη μεγάλη της άρνηση προς τη μαγεία και την καθολική απείθειά της, είναι φορές που … λιποθυμάει.
Η Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νηπιαγωγός στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, δράμα και θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ. Εργάστηκε ως ηθοποιός, ως υπεύθυνη θεατρικής αγωγής σε διάφορα σχολεία και ως εμψυχώτρια εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Μερικά βιβλία της: «Όταν παίζαμε για τη νίκη Καραγκιόζη μου» (βραχεία λίστα κρατικών βραβείων (2019), «Μόνο αν θέλω», «Φον ο Φοβερός», «Φένια η αγαπημένη των ήχων» κ.ά. |
Με τούτα και με τ’ άλλα, η μικρή Μάντρα αντιπαθούσε και τις συγγένισσές της που ήταν η μάγισσα που βασάνισε τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ, η μητριά της Χιονάτης και η μάγισσα που ξεγέλασε την Ωραία Κοιμωμένη: Αναφέρει με τόλμη κι ευθυκρισία: «Αξιομίσητες όλες τους. Τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις». Αυτά τα διακειμενικά στοιχεία μαγνητίζουν τους μικρούς αναγνώστες/ακροατές, ώστε να προσεγγίσουν το κείμενο και να εισχωρήσουν βαθύτερα στο νόημά του. Άλλωστε κι όπως σημειώνει ο Ριφατέρ, με το διακείμενο, ως βασικό στοιχείο λογοτεχνικότητας, ο αναγνώστης πέφτει στην παγίδα που του στήνει το κείμενο κι έτσι είναι υποχρεωμένος να λάβει μέρος, ως δημιουργός στη διαδικασία παραγωγής του. Τα μικρά παιδιά γνωρίζουν τις προαναφερόμενες ηρωίδες κι έτσι συμμετέχουν δημιουργικά, αφενός στην ανάγνωση της ιστορίας κι αφετέρου στις δημιουργικές διαδικασίες φιλαναγνωσίας ή και δημιουργικής γραφής που ενδεχομένως θα προκύψουν, για παράδειγμα, σε μια τάξη σχολείου…
Η μικρή Μάντρα είναι ανατροπέας από την κούνια της. Ενσαρκώνει το άλλο σκέλος του δίπολου, το φως. Αλλάζει το σκηνικό που θέλει τις μάγισσες να κάνουν ξόρκια και να ντύνονται με μαύρα ρούχα. Διακωμωδεί τη μαγεία μέσω της μαγικής της σκούπας που την ονόμασε Κούλα, από το …κουκούλα. Επίσης, λατρεύει και το μαγείρεμα, αλλά όχι σούπες με βατράχια, και …παιδιά αλλά το κανονικό όπως οι φακές, η ομελέτα και το…σουφλέ. Ακόμη και τα άγρια παιχνίδια που της έφερναν τα έκρυβε κι έπαιζε μπάσκετ με καλάθια τα …καζάνια. Είναι σφόδρα καλλιτεχνική φύση! Της αρέσει η μουσική κι ο χορός. Μαγεύει με τη φλογέρα της τα ζώα. Με την κακόβουλα στοχευμένη παρέμβαση της μάνας της πήρε το δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό χορού, αν και ήταν η …μόνη υποψήφια…
Η Μάντρα εμμέσως μας δείχνει ότι είναι και οικολόγος, αφού προτιμά για ρούχα χρώματα της φύσης, πράττει δε και διαπολιτισμικά, αφού διαμορφώνει το καπέλο να μοιάζει με Κινέζας κι επιπλέον φοράει κιμονό αλλά και σομπρέρο.
Η έρευνα έχει αποδείξει ότι τα περισσότερα παιδιά προτιμούν το χιούμορ του παράλογου από οποιοδήποτε άλλο είδος.
Αλλά, είναι κατ’ εξοχήν αμφισβητίας της σχολικής πραγματικότητας. Δεν διστάζει να δηλώνει την αντίθεσή της στα μαθήματα, που κάνουν τις δασκάλες να φρίττουν και να ντροπιάζουν τη μάνα της, η οποία ήταν η καλύτερη μαθήτρια στα νιάτα της κι εξαιτίας αυτού δεν διώχνουν τη μικρή. Έκδηλα προσπαθεί να αποβάλλει το μητρικό μορφοείδωλο με τις συγκεκριμένες πράξεις και να αυτονομηθεί, πηγαίνοντας μακριά κι έξω από τις επιθυμίες του. Λέει: «δεν πήρα το ταλέντο και την κακία της». Η μικρή υπονομεύει και τον εαυτό της κυρίως όταν αναγκάζεται να κάνει τη μάγισσα: «Μια φορά αντί να μεταμορφώσω ένα πιρούνι σε φίδι φαρμακερό το έκανα γουρούνι με μπιμπερό». Και δεν τη νοιάζει, όταν της λένε στη Σχολή ότι θα γραφτεί στα χρονικά ως η πλέον αποτυχημένη μάγισσα. Αντίθετα, το αντιμετώπισε με πλήρη αδιαφορία.
Η Μάντρα έχει κυρίως αυτοσυναίσθηση. Με τις γκάφες που παραδέχεται ότι κάνει και της αρέσει, δηλώνει ευθαρσώς πώς θέλει να γίνει μεταξύ άλλων και γελωτοποιός σε ιπτάμενο τσίρκο ή εξερευνήτρια παραμυθιών. Με όσα δημιουργεί, πετυχαίνει όλη η Σχολή να τη χειροκροτεί, προπάντων όταν κάνει το μυστικό της ξόρκι που είναι τα ρούχα της τα οποία γίνονται ουρανός για παραδείσια πουλιά. Κρατά και το καπέλο της ανάποδα για να μπαίνουν μέσα τα πουλιά. Η τελευταία εικόνα είναι σαν να ακυρώνει κυριολεκτικά τη συγκεκριμένη Σχολή, δηλώνοντας έμμεσα ότι η ίδια αναζητά άλλα μαθήματα με περιεχόμενο το χρώμα, την ομορφιά, την ποίηση και τη φαντασία. Αλλά όπως είπε στο ανοιχτό τέλος της ιστορίας: «Έχω πολλά να δοκιμάσω ακόμα».
Ένα λεπτό χιούμορ του παράλογου -αναφέρθηκα σε μερικές ρήσεις της πρωταγωνίστριας- διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου, που ξέρουμε ότι τα παιδιά το αντιλαμβάνονται και συμμετέχουν ενεργά. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι τα περισσότερα παιδιά προτιμούν το χιούμορ του παράλογου από οποιοδήποτε άλλο είδος.
Από αφηγηματικής απόψεως το κείμενο ρέει με ζωντανούς διαλόγους που εντάσσονται στον αφηγηματικό λόγο της ενδοδιηγητικής αφηγήτριας, έχει την περιληπτικότητα και τον λιτό λόγο του παραμυθιού και βέβαια τον αφαιρετικό λόγο και τα στοιχεία της προαναφερόμενης διακειμενικότητας και της ανάληψης των εικόνων της γέννησης της Μάντρας. Κι είναι όλα αυτά στοιχεία που δίνουν τη δυνατότητα στον «Αναγνώστη-Παίκτη» του θεωρητικού της λογοτεχνίας Appleyard, πέρα από το να χαρεί το βιβλίο και τις ζωγραφιές, να προβεί και με τη βοήθεια των ενηλίκων σε ποικίλες παιγνιώδεις δραστηριότητες. Η δε παιδαγωγική του αξία σχετίζεται με τις σχέσεις παιδιών και γονιών, με τα όνειρα των δεύτερων και τον απόλυτο σεβασμό στην επιθυμία του πρώτων.
Η εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου είναι θεατρικά ατμοσφαιρική με εναλλαγές από το μαύρο και το σκουρόχρωμο στο πιο φωτεινό ανάλογα με το σκηνικό της ιστορίας. Το βιβλίο κάνει γνωστό έναν κωδικό που μπορεί το παιδί να απολαύσει το παραμύθι από ηλεκτρονικό υπολογιστή ή από κάποιο κινητό σε αφήγηση της συγγραφέως και σε μουσική επιμέλεια των Δέσποινας Σαλκιτζόγλου και Ειρήνης Μουσάδη.
Καταληκτικά: Στη συγκεκριμένη ιστορία η μητέρα της Μάντρας δεν είναι καμιά τρομακτική μάγισσα, αλλά μια στερεότυπη φιγούρα που επιθυμεί τη διαιώνιση του είδους της και του χαρακτήρα της. Όμως η μικρή, ένας δυναμικός χαρακτήρας, φέρνει τα πάνω κάτω ανατρέποντας το στερεότυπο της μάγισσας, όχι όμως για να αλλάξει, ας πούμε τα πράγματα, αλλά για να προασπίσει την ατομικότητά της και να αλλάξει την εικόνα της στα μάτια των άλλων. Και το καταφέρνει. Που σημαίνει ότι το μεν μαύρο, το σκοτάδι, παραμένει, το δε φωτεινό στοιχείο, που αντιπροσωπεύει η μικρή Μάντρα, δίνει σε εκείνη τη δύναμη να χαράξει μια γραμμή πλεύσης προς την αντίθετη κατεύθυνση η οποία, βέβαια, θα έχει και συνέχεια.
Να μην ξεχάσω και την καλαισθησία του βιβλίου από έναν εκδοτικό οίκο που τα τελευταία χρόνια, με τις εκδόσεις του, έχει ξέχωρη και δυναμική παρουσία στον εκδοτικό χώρο, αλλά και ειδικά στη συγγραφέα η οποία έχει προσφέρει σημαντικά εικονογραφημένα βιβλία, με θέματα όπως η διαφορετικότητα, ο εκφοβισμός, η οικολογία, η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας με ξεχωριστό το πρόσφατο Όταν παίζαμε για τη νίκη, Καραγκιόζη μου, με θέμα τον πόλεμο του ’40 και την κατοχή, στο οποίο ένας πατέρας, καραγκιοζοπαίκτης, μυεί τον γιό του στην τέχνη του Θεάτρου Σκιών κι όταν επιστρατεύεται, αλληλογραφούν και συνεννοούνται λες και παίζουν κάποιο έργο του θεάτρου Σκιών.
* Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι τ. αναπλ. καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου, συγγραφέας, κριτικός βιβλίων για νέους. Τελευταίο του βιβλίο (επιμ.): «Η λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους χωρίς ευτυχισμένο τέλος» (ερμηνευτικές προσεγγίσεις), Αθήνα, Παπαδόπουλος.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μ’ αρέσει πολύ και η μουσική. Έμαθα μόνη μου να παίζω φλογέρα. Μαγεύω με τις μελωδίες μου τα ζώα σαν τον Αυλητή του Χαμελίν. Όταν η μαμά λείπει για τις σκοτεινές υποθέσεις της, ακολουθούν το κάλεσμά μου και μαζεύονται στο ξέφωτο του δάσους. Και τότε αρχίσει το πάρτι. Χορεύουμε ζούμπα ως το βράδυ. Λατρεύω τη ζούμπα. Πήρα μάλιστα μέρος σ’ έναν διαγωνισμό χορού πέρσι και ήρθα δεύτερη. Είναι περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι ήμουν η μόνη υποψήφια. Θα έβαλε πάλι το χεράκι της η μαμά» (σελ. 22).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Appleyard, J.A. (1991). Becoming a Reader. The Experience of Fiction from Childhood to Adulthood. New York: Cambridge University Press.
Κούπερ, Σ. Τζ. (1983). Ο θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών. Μτφρ. Θ. Μαλαμόπουλος. Αθήνα: Θυμάρι.
Luthi,M. (2018). Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση-Αισθητική και ανθρωπολογία. Μτφρ. Εμ. Καστρινάκη. Αθήνα: Πατάκης.
Μπετελχάιμ, Μπρ. (1995). Η γοητεία των παραμυθιών. Αθήνα: Γλάρος.
Riffaterre, M. (1990), «Compulsory reader response: the intertextual drive», στο: Intertextuality. Theories and practices. Worton, M & Still, J. [επιμ.]. Manchester, New York: Manchester University Press.
Σακελλαρίου, Χ. (1995). Το παραμύθι χθες και σήμερα-Η ψυχοπαιδαγωγική και κοινωνική λειτουργία του. Αθήνα: Πατάκης.
Σαμαρά, Ζ. (1987). Προοπτικές του κειμένου. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
Τριβιζάς, Ευ. «Το χιούμορ και το παράλογο στην παιδική λογοτεχνία», Η Λέξη, (118), 1993,σσ. 667-677.