Δύο ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα που ξεχωρίζουν: «Το τελευταίο κορίτσι» (εκδ. Τόπος), του Γιάννη Ξανθόπουλου και «Το σπάσιμο» (εκδ. Μεταίχμιο), του Τάσου Παπαναστασίου.
Γράφει η Χίλντα Παπαδημητρίου
«Το τελευταίο κορίτσι» (εκδ. Τόπος), του Γιάννη Ξανθόπουλου
«Φθινόπωρο του 1986. Ο Διονύσης Έξαρχος υπηρετεί στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, έχοντας μόλις προαχθεί σε υπαστυνόμο Α. Βρίσκεται σε δεκαήμερη άδεια και αναχωρεί για τη νότια Πελοπόννησο, σκοπεύοντας να απολαύσει τις παραλίες της με την Enduro μηχανή του. Φτάνοντας στο χωριό Συράγγελο της Μάνης, γνωρίζει τυχαία έναν χωρικό, τον Αργύρη, τη γυναίκα του και τη μοναχοκόρη τους Σοφία.
Το Συράγγελο, μια ανδροκρατούμενη μικρή κοινωνία, βρίσκεται σε πλήρη μαρασμό μετά το νέο κύμα αστυφιλίας. Όταν ανακαλύπτουν το πτώμα του Αργύρη σε έναν ελαιώνα, όλα δείχνουν ότι αυτοκτόνησε. Ο Διονύσης, όμως, υποψιάζεται ότι τον δολοφόνησαν και ζητά από την υπηρεσία του να αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Παράλληλα θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του θύματος, που ζει εσώκλειστη και απομονωμένη.
Σύντομα ακόμα δύο πρόσωπα-κλειδιά θα δολοφονηθούν και το μυστήριο θα εμπλέξει και τη Σοφία, εγκλωβίζοντας αναπόφευκτα τον Διονύση στο ηθικό δίλημμα της κάλυψης ή μη ενός πιθανού ενόχου.
Το τελευταίο κορίτσι είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που εμπνέεται από την προσπάθεια μιας νεαρής κοπέλας να απαγκιστρωθεί από την ασφυκτική κοινότητα όπου ζει. Ταυτόχρονα, ανατέμνει τον κοινωνικό χάρτη της επαρχιακής Ελλάδας στη δεκαετία του '80 και ανασύρει τις βαθύτερες αιτίες που σταδιακά τα επόμενα χρόνια υπέσκαψαν και μόλυναν το υπέδαφος μιας, ηθικά κυρίως, καταχρεωμένης χώρας».
Το τοπίο της Μάνης απαντάται σε πολλά ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα τα τελευταία χρόνια. Θα αποτολμήσω την εικασία ότι εκτός της κλειστοφοβικής και συντηρητικής κοινωνίας, οι συγγραφείς γοητεύονται από τις αναφορές στα κλασικά γουέστερν, τα οποία χαρίζουν απλόχερα τις ευκαιρίες για σκληροτράχηλους ήρωες που τα βάζουν με ολόκληρα χωριά. Το Τελευταίο Κορίτσι αφηγείται μια ιστορία που θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε περίκλειστη και οπισθοδρομική κοινωνία κι αυτό το χαρακτηριστικό το κάνει να ξεφεύγει από την πλειοψηφία των ελληνικών αστυνομικών της πρόσφατης παραγωγής που λοξοκοιτάζουν προς τη Δύση.
Ο υπαστυνόμος Διονύσης Έξαρχος είναι ένας αρκετά πειστικός μπάτσος της νεότερης γενιάς, που προτιμάει τη μοναξιά και τη μηχανή του. Στην περιήγησή του στη Μάνη, θα περάσει από το Συράγγελο, ένα χωριό αποδεκατισμένο από την αστυφιλία και τη μόνιμη αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας για την επαρχία. Κι ενώ σκοπεύει να κάνει μια διανυκτέρευση το πολύ, μέχρι να μπορέσει να αντικαταστήσει το κατεστραμμένο λάστιχο της μηχανής του, μια ύποπτη αυτοκτονία θα κεντρίσει τον επαγγελματισμό του. Πολύ σύντομα μια δεύτερη ύποπτη αυτοκτονία θα επιβεβαιώσει τις υποψίες του ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει σ’ αυτό το χωριουδάκι που μοιάζει καταραμένο. Και πώς να μην είναι καταραμένο αφού μία μόνο νέα κοπέλα έχει απομείνει εκεί;
Καλοδουλεμένη η εξέλιξη της ιστορίας, αληθοφανείς οι ανατροπές, παρότι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι υπερβολικά στερεοτυπικοί. Ο κοινοτάρχης-τοκογλύφος-νονός, ο οξύθυμος αστυνόμος φανερό κατάλοιπο των παλαιότερων χωροφυλάκων, ο παντογνώστης καφετζής. Η μόνη που ξεφεύγει από τα στερεότυπα είναι η Σοφία, το τελευταίο κορίτσι που έχει μείνει στο Συράγγελο. Εδώ είναι η πιο σημαντική ένστασή μου: η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της δεν είναι πειστική. Η ενστικτώδης πονηριά της νεαρής κοπέλας δεν επαρκεί για να στήσει την περίεργη ίντριγκα που θα εξιχνιάσει ο Έξαρχος. Πέρα από τις επιμέρους ενστάσεις, το Τελευταίο Κορίτσι είναι ένα ιδιαίτερα καλοστημένο μυθιστόρημα, χωρίς κενά στην πλοκή, γραμμένο με απλή κι όχι λογοτεχνίζουσα γλώσσα. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας ήξερε τι ήθελε να αφηγηθεί και πώς να το αφηγηθεί. Και δεν δοκίμασε να κολλήσει στο τέλος ένα happy end, που θα ξενέρωνε τον αναγνώστη.
«Το σπάσιμο» (εκδ. Μεταίχμιο), του Τάσου Παπαναστασίου
«Ο Αστυνόμος Απτόσογλου μετρά τις συνέπειες από μια υπόθεση που τον παρέσυρε πολύ πιο μακριά από τα όρια του καθήκοντος. Η υπηρεσιακή συνήθεια που υπόσχεται η επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, μαζί με την ομίχλη στις οικείες διαδρομές της γενέθλιας πόλης, μοιάζουν με τις ιδανικές συνθήκες για να διαχειριστεί τις εσωτερικές αντιφάσεις που τον βασανίζουν. Μια καταγγελία ρουτίνας, όμως, για οικογενειακή βία, θα εξελιχθεί στη νέα δίνη που απειλεί να τον καταπιεί. Στο χείλος της περιστρέφονται βασανισμένα σώματα, αδίστακτα επιφανή και αφανή πρόσωπα που τα πουλάνε, τα αγοράζουν και τα νοικιάζουν, μαριονέτες και πρωταγωνιστές του οργανωμένου εγκλήματος, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, του νόμου. Ο Αστυνόμος Απτόσογλου ξετυλίγει το νήμα που συνδέει τις θανατηφόρες φλόγες του Τσέρνομπιλ με σκοτεινά σπίτια στον λαβύρινθο της Κωνσταντινούπολης και με εγκαταλειμμένα βαγόνια πίσω από τον Σταθμό της Θεσσαλονίκης, δυσκολεύεται να διακρίνει σωστά εχθρούς από συμμάχους και, ραγισμένος ο ίδιος, επιχειρεί να τα βάλει με ένα κύκλωμα που ξέρει καλά να σπάζει τις ανθρώπινες ψυχές για πάντα».
Ο Τάσος Παπαναστασίου έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει μπρος στα δύσκολα θέματα. Στο προηγούμενο βιβλίο του, Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό, ο συγραφέας τόλμησε να θίξει καίρια ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που λέκιασαν την πόλη του, δηλαδή την εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς με τη βοήθεια των Ελλήνων συνεργατών τους. Με το Σπάσιμο περνάει στο σύγχρονο έγκλημα, το τράφικινγκ νεαρών κοριτσιών και αγοριών, μια δουλειά που αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη από το εμπόριο ναρκωτικών. Σε μια Θεσσαλονίκη εφιαλτικά δοσμένη, ο συγγραφέας στήνει την πλοκή του, μιλώντας ανοιχτά για την αγοραπωλησία των κοριτσιών από το πρώην ανατολικό μπλοκ που φτάνουν στη χώρα μας και σε άλλες γειτονικές χώρες, ξεγελασμένα από επιτήδιους συμπατριώτες τους. Το Σπάσιμο του τίτλου σημαίνει το «σπάσιμο» των κοριτσιών, με αλλεπάλληλους ξυλοδαρμούς και βιασμούς.
Ο συγγραφέας θίγει επίσης το τράφικινγκ των μικρών παιδιών, είτε για τη χρησιμοποίηση των οργάνων τους, είτε σαν σεξουαλικών παιχνιδιών σε όσους αντέχουν οικονομικά τη συγκεκριμένη διαστροφή. Η εμπλοκή της αστυνομίας επεξηγείται και αναλύεται διεξοδικά, όπως επίσης η συνεργασία της με τους διακινητές ανθρώπων. Χωρίς να πέσει στην παγίδα ενός πολυσέλιδου και πολυδαίδαλου βιβλίου, ο Παπαναστασίου απλώνει την ιστορία του σε 280 σελίδες με λίγους αλλά καλά σχεδιασμένους ήρωες. Ο αστυνόμος Απτόσογλου βρίσκει την ιδανική συνεργάτιδα στο πρόσωπο της Αντιγόνης Δημητρίου, μιας φιγούρας μελαγχολικής αλλά στιβαρής.
Αντίθετα από την άποψη που επικρατούσε κάποτε ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν μπορεί να είναι καλή λογοτεχνία, ο Παπαναστασίου έγραψε ένα αγωνιώδες αστυνομικό αφήγημα με άρτια λογοτεχνική γραφή. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
«Κάθε σταγόνα κάνει τον ίδιο ήχο. Κάθε ήχος είναι καρφί στο στήθος. Το σπίτι είναι παλιό. Και τρίζει. Βογκούν τα σπίτια. Ειδικά τα παλιά. Κουβαλούν τις αναμνήσεις όσων έζησαν εκεί, τους καημούς, τα βάσανα, τη χαρά, τη νοσταλγία, το τέλος. Βογκούν τα σπίτια σαν αδιάψευστοι μάρτυρες της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και της νοσταλγίας όσων δεν έγιναν. Σέρνουν υπόγεια μια μόνιμη μελαγχολία. Τα παλιά σπίτια, τα ξύλινα, βογκούν».
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο).