
Για την παράσταση «Relic» του Ευριπίδη Λασκαρίδη, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μια «over the top πολιτική persona», μια σειρά από «συνεχείς μεταμορφώσεις ενός αλλόκοτου πλάσματος που το υποδύεται ο ίδιος ο καλλιτέχνης ως περφόρμερ».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης παρουσιάζει μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του «Relic», μετά από δεκαετή περιοδεία της εταιρείας Osmosis ανά τον κόσμο. To «Relic», το πρώτο περιοδεύον σκηνικό έργο της εταιρείας (που φτιάχτηκε το 2012 εν μέσω οικονομικής κρίσης, με πολύ στενό κύκλο συνεργατών και μηδενικό budget) είχε επιλεγεί για το Aerowaves 2015. Είχε κάνει πρεμιέρα στη Βαρκελώνη την ίδια χρονιά και στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε 38 διεθνή φεστιβάλ και χώρους ανά τον κόσμο, περιλαμβανομένων της Biennale de la Danse της Λυών, του παριζιάνικου Palais de Tokyo (μέσω του Théâtre de la Ville), των λονδρέζικων Barbican Pit και International Mime Festival, του φεστιβάλ της Ιερουσαλήμ, του Zürcher Theater Spektakel της Ζυρίχης και του Public Theatre της Νέας Υόρκης. Το 20171 τιμήθηκε από τα Theatre & Technology Awards του Ηνωμένου Βασιλείου, κερδίζοντας το βραβείο Creative Innovation in Lighting για τα φώτα, ενώ ήταν φιναλίστ για τον ήχο στην κατηγορία Creative Innovation in Sound. Ακολούθησαν οι «Τιτάνες» το 20171, το «Thirío» το 2018, το «Elenit» το 2019 (οπότε και εγκαινιάστηκε η συνεργασία του Λασκαρίδη με τη Στέγη), δύο video art δημιουργίες με τίτλους, αντίστοιχα, «Artist Portrait» και «Relic Vitrine» το 2021, το «Τουρνέ» στη Μικρή Επίδαυρο, το 20222, οι «Kámares» στην Ελευσίνα, το 2023 και το «Lapis Lazuli», το 2024.
Τις περισσότερες φορές μη αναγνωρίσιμος, χωρίς σταθερή ταυτότητα φύλου (gender fluid), ο Ευριπίδης είναι επί σκηνής ένα φλεγόμενο από επιθυμίες, ιδιαίτερα κινητικό ον που βάζει και βγάζει μέλη του σώματος, αυτιά, καπέλα, περούκες, δόντια, μουστάκια, φορέματα, μπότες, τακούνια και ένα σωρό άλλα εξαρτήματα «προσωρινής ύπαρξης».
Oι παραστάσεις του Ευριπίδη Λασκαρίδη είναι works in progress, που εξελίσσονται όσο περνάει ο καιρός: συνίστανται σε συνεχείς μεταμορφώσεις ενός αλλόκοτου πλάσματος που το υποδύεται ο ίδιος ως περφόρμερ. Τις περισσότερες φορές μη αναγνωρίσιμος, χωρίς σταθερή ταυτότητα φύλου (gender fluid), ο Ευριπίδης είναι επί σκηνής ένα φλεγόμενο από επιθυμίες, ιδιαίτερα κινητικό ον που βάζει και βγάζει μέλη του σώματος, αυτιά, καπέλα, περούκες, δόντια, μουστάκια, φορέματα, μπότες, τακούνια και ένα σωρό άλλα εξαρτήματα «προσωρινής ύπαρξης». Είναι ένα σκανδαλιάρικο (και σκανδαλώδες) πλάσμα-πειραχτήρι και η περφόρμανς του υπηρετεί ένα «αναρχικό σωματικό θέατρο, που θα επιβιώσει στη μνήμη», όπως έγραψε χαρακτηριστικά για τη δουλειά του Λασκαρίδη ο κριτικός Graham Watts (“Dance Tabs”). Με χιούμορ σκόπιμα πικρό, χοντροκομμένο ("slapstick") και, πάνω απ’όλα, αυτοσαρκαστικό, ο αλλόκοτος, μελαγχολικός, άφυλος κλόουν του συμπεριφέρεται πότε ως ανθρωπόμορφο τέρας και πότε ως μαριονέττα/νευρόσπαστο: η κίνησή του παρίσταται πότε ως αυτόνομη και πότε ως ετεροκαθοριζόμενη, με όλες τις συνδηλώσεις και τις διαφορετικές προσλήψεις που μπορεί να έχει αυτό το σύστημα εξεικονίσεων- ένα σύστημα που», όπως δηλώνει ο ίδιος, «δεν είναι ούτε χορός, ούτε θέατρο, ούτε περφόρμανς, ούτε τσίρκο, δανείζεται όμως απ’ όλες τις παραστατικές τέχνες, ακόμα και από τον κινηματογράφο ή το μπουρλέσκ».
Relic: ό, τι απέμεινε, «ό, τι αφήσαμε πίσω μας»
Κάποτε είχα γράψει για το «Elenit» πως «εισάγει την υπερβολή, την καρικατούρα, τη μπουφόνικη, σκανδαλιάρικη χοντροκοπιά με τους ήχους του σκουντουφλήματος και της γκάφας μπουρλέσκ ή ντραγκ.»3. Νομίζω πως το ίδιο ισχύει και για το απόκοσμο μικροσύμπαν του «Relic», ιδιαίτερα όπως το είδα σήμερα στη Μικρή Σκηνή της Στέγης: ο Λασκαρίδης θεωρεί ότι η μεταμόρφωση είναι σύμφυτη με το DNA, οπότε οι δημιουργίες του βασίζονται στη διακωμώδηση των μεταμορφώσεων του ανθρώπινου όντος. Μια κατά βάσιν γυναικεία μορφή που παραπέμπει σε ηλικιωμένη παχειά γυναίκα λειτουργεί ως compère ή ως παρουσιάστρια λογοτεχνικής εσπερίδας, αφομοιώνοντας υπολείμματα ή ξεχασμένα κομμάτια της ύπαρξής της (reliquias), θραύσματα μιας «πρώτης ύλης» που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν τυχαία και ασήμαντα: και, εφόσον τα λόγια είναι φτωχός διαμεσολαβητής, το ιδιόλεκτό της είναι ένα παραλήρημα ακατανόητων ήχων που, κατά σημεία, βγάζουν νόημα λόγω της χιουμοριστικής προσέγγισης του καλλιτέχνη. Παίζοντας με τον χρόνο, με μια μπάλα του γιόγκα και με διαφορετικές ατμόσφαιρες και φωτισμούς, επιχειρεί μιαν «οσμωτική» προσέγγιση αυτού του μπουφόνικου χαρακτήρα: ο περφόρμερ καλύπτει ξανά και ξανά με ημιδιαπερατή μεμβράνη το πρόσωπό του, επιτρέποντας στη βασική φιγούρα της παχύσαρκης γυναίκας να εξελιχθεί αίφνης σε κάτι διαφορετικό, (που προσωπικά με παραπέμπει στους πίνακες του Lucian Freud). Αυτό το επιτυγχάνει αφενός δουλεύοντας «από έξω προς τα μέσα» μέσω κοστουμιών, μακιγιάζ και προσθετικών, κι αφετέρου επιστρατεύοντας μια πολύχρωμη γκάμα επεξεργασμένων κραυγών και ήχων. Το διάτρητο (σχεδόν κουρελιασμένο) λευκό φόρεμα πάνω από τις μάζες σάρκας αφήνει υπόνοιες κάποιου αισθησιακού, παρηκμασμένου γυναικείου γυμνού, ενώ σαφείς είναι οι αναφορές σε κάποιο ξεπεσμένο cabaret (ή, για την ακρίβεια, «σε ό,τι έχει απομείνει από ένα cabaret).
Παρά τις στερεότυπες εξεικονίσεις φθαρμένης «θηλυκότητας» αυτού του πλάσματος που σκουντουφλά πάνω στα ψηλοτάκουνα, ο δημιουργός αποπειράται μια κατάδυση σε ανεξερεύνητες περιοχές της ύπαρξης, παράγοντας αντισυμβατικές, προκλητικές εικόνες και θραυσματικές εκδοχές του, αναδημιουργώντας τη φόρμα και επιστρατεύοντας κάθε υλικό που θα μπορούσε να εκπλήξει: κύρια επιδίωξή του είναι το απροσδόκητο.
«Η μεταμορφωσιγένειά του», είχα γράψει ο ίδιος παλαιότερα, «υπογραμμίζεται από την αφθονία των υλικών μετασχηματισμών που επιφέρει σε μια σωρεία υλικών που εξαρχής έχουν εναποτεθεί στη σκηνή» και αποβλέπει στη συνεχή αναδιαμόρφωση αυτής της αναγνωρίσιμης (αλλά, παρ’όλα αυτά, ρευστής και πρωτεϊκής) ταυτότητας με την οποία συστήνεται προς το κοινό. Παρά τις στερεότυπες εξεικονίσεις φθαρμένης «θηλυκότητας» αυτού του πλάσματος που σκουντουφλά πάνω στα ψηλοτάκουνα, ο δημιουργός αποπειράται μια κατάδυση σε ανεξερεύνητες περιοχές της ύπαρξης, παράγοντας αντισυμβατικές, προκλητικές εικόνες και θραυσματικές εκδοχές του, αναδημιουργώντας τη φόρμα και επιστρατεύοντας κάθε υλικό που θα μπορούσε να εκπλήξει: κύρια επιδίωξή του είναι το απροσδόκητο. Επίσης, μια αναδιπλούμενη στον εαυτό εκδοχή της ίδιας ταυτότητας και μια φανταστική υπονόμευσή της που είναι αναπόφευκτα γκροτέσκα. Το ξεκαρδιστικό περιεχόμενο προκύπτει μέσω της παραδοξότητας αυτού του «τρισδιάστατου εργόχειρου» που φιλοτεχνεί. Νομίζω, δε ότι ο ίδιος, μεγαλώνοντας, περιλαμβάνει στην κινησιολογία και στη θεατρική μορφοποίηση του «πλάσματός» του όλους τους περιορισμούς που η ηλικία επιφέρει στο ίδιο του το σώμα: αυτοσυστήνεται, δηλαδή, ως κάτι «άλλο» από αυτό που αρχικά δημιούργησε.
Μια over the top πολιτική persona
Σκοτάδια, μοναξιά και υπαρξιακός φόβος, αυτά είναι τα κύρια γνωρίσματα της γυναικείας φιγούρας που δημιουργεί επί σκηνής ο Ευριπίδης Λασκαρίδης. Πάνω σ’αυτήν τη διάσταση του «Relic», πολύ διαφωτιστική είναι η site specific performance “Venus in the Window- Relic installation” του 20144, όπου η φιγούρα παίρνει (με τη δραματουργική συμβολή του Αλέξανδρου Μιστριώτη) τη θέση μιας versatile κούκλας βιτρίνας, του στοιχείου «εξ-αντικειμένισης» (reification) του σώματος, της πώλησης του ανθρώπινου σώματος ως σεξουαλικού αντικειμένου ή ως απλού θεάματος, της γκαλερί, της πλατφόρμας πώλησης, της εισβολής του δημόσιου showbiz στον ιδιωτικό χώρο. Εξίσου διαφωτιστική είναι η συνομιλία του «Relic» με τα ηδονικά γυναικεία γυμνά του κορυφαίου εκπροσώπου του τσέχικου ρομαντισμού, Josef Mánes5, στο 12ο Quadrennial of Performance Design and Space της Πράγας, το 2015. Τέλος, σε μιαν αμιγώς πολιτική διάσταση, και προσεγγιζόμενο ως ενιαίο έργο (opus), το δημιούργημα του Λασκαρίδη μπορεί να δυναμιτίσει εθνικές βεβαιότητες και να τινάξει στον αέρα την αυταρέσκεια ειθισμένων εικαστικών αναπαραστάσεων της ελληνικότητας, προβάλλοντας αντ’ αυτών την αταξία, την ανοργανωσιά και το χάος της ελληνικής πραγματικότητας, όπως έκανε το 2013 στο Ζάππειο και στο Καλλιμάρμαρο την ίδια χρονιά, με την performance «The walk»6. Η ανισόρροπη, μοναχική, σκοπίμως γελοία αυτή μορφή εμφανίζεται ως extravagant γιατί αυτός είναι ο προορισμός της: να προκαλεί, να εξερεθίζει, να προβληματίζει πηγαίνοντας στα άκρα.
O Λασκαρίδης συνθέτει μιαν εξωφρενική εκδοχή ανθρώπινης φιγούρας και προτείνει μιαν «ακρωτηριασμένη οντογένεση» ως εναλλακτική της ταυτότητας φύλου και συμπεριφοράς που όλοι αντιλαμβανόμαστε ως στατική.
Ενσωματώνοντας την bouffonerie των Μαρσέλ Μαρσό, Τσάρλι Τσάπλιν, Λόρελ και Χάρντυ, Μπάστερ Κήτον, Τζορτζ Φόρμπι, Τζον Γουότερς, Mόντυ Πάιθονς, Νινέτο Ντάβολι και Ντάν Λένο και αναμειγνύοντας την Leigh Bowery, την Marge από τους Simpsons, την Dame Edna Everage του Barry Humphrie, την Priscilla του «Queen of the Desert» και μιαν οποιανδήποτε πενηνταπεντάρα κουλτουριάρα «κυρία» της διπλανής πόρτας, o Λασκαρίδης συνθέτει μιαν εξωφρενική εκδοχή ανθρώπινης φιγούρας και προτείνει μιαν «ακρωτηριασμένη οντογένεση» ως εναλλακτική της ταυτότητας φύλου και συμπεριφοράς που όλοι αντιλαμβανόμαστε ως στατική. Αυτό οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αφοπλιστική υπερβολή, σε ένα off limit εξωγήινο τερατούργημα (το αποκαλώ έτσι χάριν ευφημισμού) που εδώ επιλέγεται ως αυτόνομο αισθητικό κατηγόρημα. Το υπέροχο κοστούμι του Άγγελου Μέντη, με τις οιδηματικές προεξοχές, τους σπογγώδεις μηρούς, τους υπερτονισμένους γλουτούς και την πρησμένη κοιλιά, αρχικά παράγει παρωδία θηλυκότητας, όμως σταδιακά, με αποκάλυψη βυσσινί εσώρουχων sex shop, μεταστοιχειώνεται σε κάτι ακόμη πιο εκτεθειμένο, θλιβερό, αμαυρωμένο και, κυρίως, σε κάτι επιρρεπές στο ατύχημα. Αυτή η άχαρη ατζαμοσύνη, αν συνδυαστεί με τη σκόπιμη χρονοτριβή, μια επίμονη καθυστέρηση της δράσης, προσδίδει στο θραυσματικό process της μεταμόρφωσης αυτής της trans μορφής καθαρά φιλοσοφικές διαστάσεις. Ο χρόνος στο κύλισμά του επιτρέπει την ενατένιση και, στην τελική, τον τρυφερό αυτοσαρκασμό- πρόκειται για διακωμώδηση των θνησιγενών στοιχείων της ύπαρξής μας, εφόσον ό,τι απομένει από το παρελθόν μας είναι προοιωνισμός της απόκοσμης μοναξιάς και του παραλογισμού που τελικά θα αφήσουμε εμείς οι ίδιοι ως παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενεές.
1. https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/7715-festival-athinon-epidavrou-titanes-laskaridis-2017
2. https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/16035-protagonistria-i-epidavros-tesseris-parastaseis-pou-eidame-ton-ioylio
3. https://euripides.info/elenit, αντλημένο από το https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/10961-stegi-elenit-evripidis-laskaridis
4. https://euripides.info/relic-installation
5. https://euripides.info/relic-josef-manes
6. https://euripides.info/the-walk-video: στο βίντεο εμφανίζονται η Παναγιώτα Αλεξίου, η Παυλίνα Ανδριοπούλου, η Στέλλα Χριστοδουλοπούλου, ο Νίκος Δραγώνας, ο Αλέξης Φουσέκης, η Κριστέλα Γκιζελή, η Μαριάνθη Γραμματικού, ο Γιώργος Καφετζόπουλος, η Αμαλία Κοσμά, η Όλια Λαζαρίδου, ο Γιάννης Νικολαϊδης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, η Μαίρη Ράντου, ο Δρόσος Σκότης και ο ίδιος ο Ευριπίδης Λασκαρίδης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία, Χορογραφία, Σκηνογραφία και Ερμηνεία: Ευριπίδης Λασκαρίδης
Κοστούμι: Άγγελος Μέντης
Σύμβουλος Σκηνοθέτη: Τατιάνα Μπρε
Σύμβουλος Δραματουργίας: Αλέξανδρος Μιστριώτης
Σχεδιασμός Ήχου: Κώστας Μιχόπουλος
Σύμβουλος Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Μουσικός Συνεργάτης: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτιστική Εγκατάσταση: Μίλτος Αθανασίου
Τεχνικός Διευθυντής: Κωνσταντίνος Μαργκάς
Τεχνικοί Φωτισμών: Κωνσταντίνος Μαργκάς, Γιώργος Ιεραπετρίτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Πλέσσα
Ηχητική Εγκατάσταση & Χειρισμός Ήχου: Κώστας Μιχόπουλος, Γιώργος Χανός
Ειδικές Κατασκευές: Μάριος Σέργιος Ηλιάκης, Ιωάννα Πλέσσα & Μελίνα Τερζάκη
Props & Costume Managers: Κωνσταντίνος Χαλδαίος, Τίμοθι Λασκαράτος