Για τις παραστάσεις «Σιωπή», «Η πτώση του Οίκου των Κοινών» και «Επώδυνα εύκολο» που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από τη χορευτική παράσταση «Επώδυνα εύκολο» (© Κωστής Καλλιβρετάκης).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
1. Σιωπή, των RootlessRoot
Η φετινή παράσταση των RootlessRoot στο Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260, Χώρος Δ) έχει ως θέμα τους τη Σιωπή, όπως αυτή έχει κατακρεουργηθεί στην εποχή της τεχνολογίας και του καταιγισμού πληροφοριών. Η σύλληψη ξεκινά με την εκφώνηση ενός κειμένου αφηγηματικού, όπου ο ομιλών (ιδιαίτερα εκφραστικός ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, επιστρατεύει εδώ τις ερμηνευτικές του δυνατότητες ως ηθοποιός) αναλογίζεται ποιος είναι ο παράγοντας που τον απέκοψε από τον πατέρα του και τον βύθισε στη σιωπή: ο μύθος είναι αυτός της θυσίας του Αβραάμ:
«Ήρθε τότε ο άγγελος
-Πέτα το μαχαίρι!
Άσ΄ τον να ζήσει!
Έτσι είπε...
-Θα πάρουμε το κριάρι
όχι εσένα!
Ο ήρωας έρχεται σε επαφή με τη διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού του, μέσω μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης.
Πρόκειται για ένα πανάρχαιο θυσιαστικό μοτίβο, που το επανευρίσκουμε στη μυθολογία για τη θυσία της Ιφιγένειας: ο Θεός υποκαθιστά το παιδί/σφάγιο με ένα ζώο/ σφάγιο. Ο ήρωας έρχεται σε επαφή με τη διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού του, μέσω μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης:
«Ναι, είναι ο πατέρας μου. Αλλά κάτι έχει αλλάξει».
Το κείμενο προϊδεάζει για το αίσθημα του «ανοίκειου» ως κυρίαρχης συνθήκης αναζήτησης των ριζών της ύπαρξης. Το concept συνεχίζεται με την αποκάλυψη ενός βωμού επί σκηνής: εκεί λαμβάνει χώρα μια θυσία, που διευρύνεται σε όλο το εννοιολογικό πλάτος των θυσιών που μπορεί να φανταστεί κανείς. Στοχασμός και μνήμες συμβάλλουν στη δημιουργία ενός θυσιαστικού «τοτέμ» που, θεολογικά θεωρούμενο, μπορεί να είναι μια μητρική φιγούρα, αλλά δεν αποκλείεται και να είναι άφυλο. Σε κάθε περίπτωση, η Σιωπή είναι η συνθήκη που απαιτείται για να πραγματωθεί η συνάντηση με τις ρίζες της ύπαρξης, και –ως εκ τούτου– με τις απαρχές της κίνησης που αυτοκαθορίζεται, χωρίς απαραίτητα να περιβάλλεται με ιερότητα:
-Α! Αρκετά με τα λόγια του αγγέλου
και με τον πατέρα μου και με τον Θεό!
[...] οι χορογράφοι έχουν επιτρέψει στον κάθε ερμηνευτή ένα σεβαστό ποσοστό εξατομίκευσης.
Πέραν του ότι πράγματι η σύλληψη υλοποιείται επί σκηνής, μπορεί κανείς να παρατηρήσει την άψογη τεχνική και τη σκληρή δουλειά που έχει προηγηθεί της παράστασης. Οι Aλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Γιώργος Δερέσκος, Λίντα Καπετανέα, Αναστάσης Καραχανίδης, Μαρία Μπρέγιαννη και Χρήστος Στρινόπουλος απογειώνουν κυριολεκτικά τη χορογραφία με συγχρονισμό και ομαδικότητα. Ωστόσο, οι χορογράφοι έχουν επιτρέψει στον κάθε ερμηνευτή ένα σεβαστό ποσοστό εξατομίκευσης.
Η Λίντα Καπετανέα και ο Jozef Fruček, ιδρυτές των RootlessRoot, για πρώτη φορά συναντήθηκαν και συνεργάστηκαν στο Βέλγιο συμμετέχοντας από το 2002 στην ομάδα Ultima Vez. Η Λίντα Καπετανέα είναι απόφοιτος της Κ.Σ.Ο.Τ., συνέχισε σπουδές στη Νέα Υόρκη, στο Merce Cunningham Studio, Movement Research and Dance Space. Ο Τζόζεφ διδάσκει στην Κρακοβία στο Ludwik Solski State Drama School. Αφότου συνδέθηκαν ως χορευτικό και κοσμικό ζευγάρι, ίδρυσαν τους RootlessRoot, που έχουν κατά καιρούς συνεργαστεί με τον Άκραμ Καν και τον Τζον Πάρις. Η καινοτομία τους είναι η τεχνική «Fighting Monkey», μια δυναμική προσέγγιση της χορευτικής κίνησης που υπηρετεί μια φιλοσοφία «επιστροφής στην κινητική κανονικότητα». Ως καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, έχει διεθνώς καθιερώσει την υψηλή τεχνική της. Στην περίοδο της καραντίνας του κορωνοϊού είχαμε απολαύσει το κοντσέρτο-περφόρμανς «Stones & Bones» των Rootless Root, σε πρωτότυπη μουσική του Βασίλη Μαντζούκη και με γλυπτά κατασκευασμένα από τους Peter και Thomas Randall-Page (συμμετείχαν οι Γιόζεφ Φρούτσεκ, Μάρθα Φριντζήλα, Πήτερ Ράνταλ, Λίντα Καπετανέα, Βασίλης Μαντζούκης, Έλενα Τοπαλίδου, Τζίνι Λη, και Άννα Καλσίνα Φόρελντ).
INFO
Σύλληψη – Χορογραφία: Λίντα Καπετανέα, Jozef Fruček
Μουσική σύνθεση: Βασίλης Μαντζούκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Σχεδιασμός φωτισμού: Περικλής Μαθιέλλης
Σχεδιασμός ήχου – Ηχοληψία: Χρήστος Παραπαγκίδης
Επιστημονικός συνεργάτης: Κώστας Βραχνός
Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννα Νασιοπούλου
Κατασκευή σκηνικών αντικειμένων: Ηλιάννα Σκουλάκη
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Aλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Γιώργος Δερέσκος, Λίντα Καπετανέα, Αναστάσης Καραχανίδης, Μαρία Μπρέγιαννη, Χρήστος Στρινόπουλος
2. Η πτώση του Οίκου των Κοινών, των Ορέστη Παπαϊωάννου και Αλέκου Λούντζη
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης σκηνοθετεί την όπερα δωματίου «The Fall of the House of Commons», το λιμπρέτο της οποίας έγραψαν ο Αλέκος Λούντζης και ο Ορφέας Απέργης και τη μουσική της οποίας συνέθεσε ο Ορέστης Παπαϊωάννου. Εμπνευσμένοι από το διήγημα του Έντγκαρ Άλλεν Πόου «Η Πτώση του Οίκου των Άσερ» (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Burton’s Gentleman’s Magazine το 1839, προτού συμπεριληφθεί στην κλασική ανθολογία Tales of the Grotesque and Arabesque), οι δύο δημιουργοί τοποθετούν τη δράση σε ένα υπερσύγχρονο διαμέρισμα, στα στενά όρια του οποίου ο ιδιοκτήτης φαίνεται απολύτως αποπροσανατολισμένος. Στην αρχή ο ήρωας εκφαίνεται ως απόλυτα καθορισμένος από τον αυτοματισμό που του παρέχει ένα πλάσμα τεχνητής νοημοσύνης – ένα ρομπότ αντλημένο από τη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ: ακούγοντας τη μηχανική φωνή του ρομπότ, βιώνει άμεσα τη σταδιακή παρακμή και πτώση του κλειστού συστήματος αναφορών της οικίας του. Ο Γιώργος Ιατρού κινείται με μεγάλη άνεση στο μουσικό φάσμα που του θέτει ο συνθέτης, ενώ ερμηνευτικά σημειώνει υψηλά σκορ, κάνοντας «scroll down» σε τζινγκλς διαφημίσεων, ανοιγοκλείνοντας οθόνες και δεχόμενος τον έλεγχο που του ασκεί η τεχνολογία.
Η σύζυγός του –που, ως ασθενής, δεν εμφανίζεται επί σκηνής– επίσης καθορίζεται από τις πρωτοβουλίες αυτού του πλάσματος: το ζευγάρι ισορροπεί στον άξονα μιας φασματικής (spectral) συνύπαρξης, μέτοχος της οποίας γίνεται ο θεατής. Το ρομπότ «Έρικα_7» επικαθορίζει κάθε μεμονωμένη στιγμή και αποθησαυρίζει ως ψηφιακό «άλμπουμ» τις μνήμες του ζευγαριού (των Commons) – επίσης, είναι το τελευταίο μοντέλο σε μια σειρά προκατόχων υπό το όνομα «Έρικα», άρα και το πιο τελειοποιημένο. Παρ’όλα αυτά, το ρομπότ εμφανίζεται τρομακτικό, αλλόκοτο, δυσοίωνο και επισύρει άγχος ευνουχισμού στον ιδιοκτήτη του. Η Χρύσα Μαλιαμάνη στον ρόλο της οικιακής βοηθού τεχνητής νοημοσύνης Έρικα_7 τραγουδά μεταπηδώντας από το ένα μουσικό είδος στο άλλο, σαν σε κλασικό «βωντβίλ», ενώ η επί σκηνής ενορχήστρωση με τους έξι τζαζίστες μουσικούς παραπέμπει στο μπρεχτικό μιούζικαλ. Η κυρία Μαλιαμάνη προσωποποιεί τον δεύτερο ρόλο της, αυτόν του «Οίκου», τα δωμάτια του οποίου ενσωματώνουν τη σταδιακή πνευματική και ηθική αποσάθρωση των ενοίκων του.
Όπερα, σύγχρονα μουσικά θέματα, υβριδικές παρτιτούρες, παιδικά τραγουδάκια, όλα συνδυάζονται σε ένα μεταμοντέρνο παζλ. Οι φωτιστικές συνθήκες του Χρήστου Τζιόγκα, με τις πολλαπλές εστίες αυτοματισμού σε διαφορετικά κουμπιά με διαφορετικούς χρωματισμούς, σε συνδυασμό με τη σκηνική παρουσία της ορχήστρας, δημιουργούν αίσθημα ανοικειότητας (στο κλασικό πρότυπο του Πόου το ίδιο συναίσθημα δημιουργείται από τις κρύπτες, τις μουχλιασμένες ταπετσαρίες, τα μυστηριώδη αγάλματα: το κοινό στοιχείο είναι, βεβαίως, ο «αναδιπλασιασμός» της ανθρώπινης φιγούρας σε μια ρέπλικά της). Και, ενώ το έργο του Πόου αναφέρεται σε μια προγονική κατάρα και σε μια θανατόφιλη εμμονή, εδώ διασώζεται μόνον η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και το gothic στοιχείο: π.χ. υπάρχει ασαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην οπτική παραίσθηση και στην καταγεγραμμένη πληροφορία, ενώ διαρκώς αμφισβητεί κανείς την αξιοπιστία των επισημάνσεων της «Έρρικα_7». Η Μιράντα Μακρυνιώτη υποδύεται την οικογενειακή φίλη (μια μορφή που αντλείται από τη σφαίρα των Randoms): η ασάφεια των πληροφοριών που μεταφέρει το ρομπότ σχετικά με την ασθένεια της οικοδέσποινας, κάποιος ψυχολογικός μηχανισμός «απώθησης» της ασθένειας, καθώς και κάποιοι υπαινιγμοί για ηθικό ευτελισμό του ιδιοκτήτη (η άφιξη της οικογενειακής φίλης, το σεξ σε διάφορα σημεία του σπιτού), όλα εξεικονίζουν την επικράτηση του τεχνητού έναντι του φυσικού ως αίσθημα «ανοίκειου».
Με ιδιαίτερο χιούμορ δίνεται η «παύση λειτουργίας» του ρομπότ και η συνακόλουθη κατάρρευση του Οίκου.
To παρόν και η ιδιωτικότητα παρουσιάζονται ως ιδιαίτερα ρευστές έννοιες στην όπερα αυτή – μια κατεξοχήν όπερα δωματίου. Με ιδιαίτερο χιούμορ δίνεται η «παύση λειτουργίας» του ρομπότ και η συνακόλουθη κατάρρευση του Οίκου – που, λόγω τίτλου και μόνον, παραπέμπει και στο αγγλοσαξονικό κοινοβούλιο: οι δύο δημιουργοί κάνουν σαφή αναφορά στη φρίκη που τους προκαλεί η τρέχουσα πολιτική κατάσταση και στο αίσθημα παρακμής που αναδίδει η τρομακτική υποταγή του σύγχρονου υποκειμένου στο φάσμα πληροφοριών που του παρέχουν οι οικιακές συσκευές, δηλαδή οι οθόνες της τηλεόρασης και το διαδίκτυο. Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή, ευτυχώς όμως η χιουμοριστική επιστράτευση γνωστών μουσικών μοτίβων την απαλύνει κάπως.
INFO
Ερμηνεύουν: Χρύσα Μαλιαμάνη (σοπράνο), Γιώργος Ιατρού (βαρύτονος), Μιράντα Μακρυνιώτη (μέτζο-σοπράνο)
Συμμετέχουν οι μουσικοί: Κώστας Τζέκος (κλαρινέτο, σαξόφωνο), Γιώργος Κρίμπερης (τρομπόνι), Σπύρος Αρκούδης (τρομπέτα), Χρήστος Σακελλαρίδης (πλήκτρα), Χάρης Παζαρούλας (κοντραμπάσο), Καζούγιο Τσουνεχίρο (κρουστά)
3. Επώδυνα εύκολο, της Ανδρονίκης Μαραθάκη και των Cloudsdonthaveshape
Στο εύρος του πειραματισμού όπου κινείται τα τελευταία χρόνια η Ανδρονίκη Μαραθάκη, το μείζον ζήτημα της φετινής παράστασής της («Painfully painless») είναι ο πόνος σε συνάρτηση προς την κίνηση. Οι χορευτές της (Έλτον Πέτρη, Σοφία Πουχτού, Δέσποινα Σανιδά-Κρεζία και Δέσποινα Χατζηπαυλίδου) πρέπει να κινηθούν πάνω σε μιαν ολόφωτη (κατά το μεγαλύτερο μέρος της περφόρμανς) σκηνή στρεφόμενοι γύρω από ένα αυτοσχέδιο τοτέμ. Προφανώς το τοτέμ παραπέμπει σε αρχαϊκότερα μοτίβα, στις καταβολές των πολιτισμών, συνάπτοντας μιαν ανθρωπολογική αναφορά προς το θυσιαστικό μοτίβο και τον πόνο.
[...] οι τέσσερεις χορευτές επιχειρούν να «πονέσουν» ο ένας τον άλλον με διάφορους τρόπους: τα σώματά τους αντιδρούν στον πόνο και η κίνησή τους καθορίζεται κυρίως απ’ αυτόν.
Βεβαίως, το τοτέμ της εν λόγω παράστασης είναι προκατασκευασμένο και φέρει αμιγώς αισθητική βαρύτητα, συνιστά δε τον άξονα γύρω από τον οποίο (και σε αναφορά προς τον οποίον) κινείται η χορογραφία: ουδεμία σχέση με το θυσιαστικό τοτέμ των RootlessRoot, που οικοδομείται σταδιακά από την ίδια τη χορογραφία. Επιπλέον, η μοναδική συνθήκη «παραξενισμού» στην παράσταση της Ανδρονίκης Μαραθάκη είναι το ότι οι τέσσερεις χορευτές επιχειρούν να «πονέσουν» ο ένας τον άλλον με διάφορους τρόπους: τα σώματά τους αντιδρούν στον πόνο και η κίνησή τους καθορίζεται κυρίως απ’ αυτόν. Ο πόνος ως βίωμα; Ο πόνος ως αίσθηση ζωής; Ο πόνος ως η απουσία γαλήνης; Μήπως, εν τέλει, η απουσία εκείνου του μέλους του σώματος που πονά;
Η χρήση του μικροφώνου κατά την εξέλιξη της χορογραφίας διαδραματίζει αμιγώς αισθητικό ρόλο, εφόσον οι λέξεις και τα μάντρας που ακούγονται είναι παντελώς ακατανόητα και ο θεατής αφήνεται στο έλεος της κρυπτικότητας της κυρίας Μαραθάκη. Τα ερωτήματα του θεατή παραμένουν και πάλι αναπάντητα. Η χορογράφος έχει ως κατευθυντήριο άξονα την απαθανάτιση των μαρτυριών πόνου των ερμηνευτών της, που (σε ηχητικό τουλάχιστον επίπεδο) αναδιαμορφώνονται σε δονήσεις, ρυθμούς, παραξενιστικά ηχητικά τοπία και ποικίλα μοτίβα που παραπέμπουν σε αρχέγονες λατρείες. Έτσι, ο ηχητικός άξονας επικρατεί του κινητικού, τη στιγμή που δημιουργούνται κενά κατανόησης του δεύτερου.
Η αναπαραγωγή των κραυγών και των ήχων και η διεύρυνση της σιωπής από τον ηχολήπτη και ηλεκτρονικό συνθέτη Γιάννη Αναστασάκη είναι, πιστεύω, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της συγκεκριμένης παράστασης.
INFO
Χορογραφία & έρευνα: Ανδρονίκη Μαραθάκη • Ερμηνεία & έρευνα: Έλτον Πέτρη, Σοφία Πουχτού, Δέσποινα Σανιδά-Κρεζία, Δέσποινα Χατζηπαυλίδου • Δραματουργική συμβολή: Στεριανή Τσιντζιλώνη • Σχεδιασμός ήχου | ζωντανή επεξεργασία με ηλεκτρονικά μέσα: Γιάννης Αναστασάκης • Εικαστική εγκατάσταση | σχεδιασμός & κατασκευή: Ναταλία Μαντά • Σχεδιασμός φωτισμού: Νύσος Βασιλόπουλος • Ενδυματολογική επιμέλεια: Φραντζέσκα Μπούτση • Συνεργάτες: Σακάλογλου Τζίνι, Ελένη Μυλωνά, Φίλιππος Βασιλείου, John Britton, Λήδα Διωχνού, Μερσιάννα Ελευθεριάδου, Κωστής Καλλιβρετάκης, Γιώργος Σιώρας Δεληγιάννης Λήδα Διώχνου • Σύμβουλος ανάπτυξης: Ραλλού Αβραμίδου • Οργάνωση & εκτέλεση Παραγωγής: Delta Pi • Παραγωγή: Cloudsdonthaveshape
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).