Για το μυθιστόρημα του J.G. Ballard «High-Rise» (μτφρ. Αποστόλης Πρίτσας, εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Η καλή λογοτεχνία δεν μας κάνει τη ζωή εύκολη, ούτε όμως και δύσκολη, αφού την κάνει πιο κατανοητή. Πριν από χρόνια το αγγλικό λεξικό Collins καταχώρησε το νεόπλαστο επίθετο «ballardian» με την εξής σημασία: «αυτό που μοιάζει με, ή υποδηλώνει, τις συνθήκες που περιγράφει ο Τζέιμς Γκρέιαμ Μπάλαρντ στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, ιδίως τη δυστοπική νεωτερικότητα, τα μουντά τεχνητά τοπία και τις ψυχολογικές επιπτώσεις από τις τεχνολογικές, κοινωνικές ή περιβαλλοντικές εξελίξεις». Γνωρίζοντας τη σπουδαιότητα ορισμένων συγγραφέων του 20ού αιώνα των οποίων το επίθετο έγινε επίθετο που παραπέμπει πια σε μια ευρέως αναγνωρισμένη κατάσταση (καφκικός, μπεκετικός, οργουελικός, αλλά και: καβαφική ειρωνεία, ελυτικός παράδεισος, κ.ά.), ας δούμε τι έχει προσφέρει αυτός ο συγγραφέας στην κατανόηση του σύγχρονου βίου.
Το High-Rise του Μπάλαρντ (1930-2009) εκδόθηκε το 1975 και μεταφράστηκε, για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τον Αποστόλη Πρίτσα (Κέδρος, 2017). Η ιστορία τοποθετείται στα τέλη του 20ού αιώνα, έξω από το Λονδίνο, όπου έχει κατασκευαστεί ένα υπερσύγχρονο συγκρότημα πέντε ουρανοξυστών. Στους σαράντα ορόφους ενός από αυτούς ζουν δύο χιλιάδες ευκατάστατοι άνθρωποι, έχοντας διαμορφώσει μια ολόκληρη πολιτεία γεμάτη ανέσεις. Η φαινομενικά ειδυλλιακή κατάσταση, ωστόσο, θα αποδειχτεί ένας λεπτός εξωτερικός φλοιός μιας υπαρξιακής σφαίρας που κρύβει μίση, ανταγωνισμούς και επιθετικότητα. Η χαλιναγώγησή τους μέσα από συμβατικές μεθόδους αποδεικνύεται πρόσκαιρη: οι ένοικοι αυτού του «μετέωρου παλατιού» δεν θα αργήσουν να μετατραπούν σε βανδάλους που θα αλληλοσπαραχτούν σε ένα κλιμακούμενο όργιο βίας, καταστρέφοντας βαθμιαία κάθε υποδομή που στήριζε τον μέχρι πρότινος ήρεμο βίο τους.
Στο High-rise οι άνθρωποι γιορτάζουν την αποχαλίνωσή τους, κάνουν πάρτι προτού (ή για να) ξεκινήσουν τα έκτροπα, ενώ οι εχθροί τους δεν είναι ξεκάθαροι: μπορεί να είναι ένας φιλήσυχος γείτονας, ένας ένοικος άλλου ορόφου, ένα μέλος της οικογένειάς τους, και ασφαλώς ο ίδιος τους ο εαυτός.
Βασικοί θεατές αλλά και συμμέτοχοι σε αυτό τον πόλεμο είναι ο γιατρός Ρόμπερτ Λανγκ (ο Μπάλαρντ έχει βάλει σε αρκετά βιβλία του πρωταγωνιστή έναν γιατρό), η γειτόνισσα και μετέπειτα φίλη του Σάρλοτ Μέλβιλ, η αδερφή του Άλις Φρόμπισερ, ο κατασκευαστής του ουρανοξύστη Άντονι Ρόιαλ και ο τηλεοπτικός παραγωγός Ρίτσαρντ Γουάιλντερ. Ωστόσο η λέξη «πόλεμος» είναι πολύ ορθολογική για τα δεδομένα ενός συγγραφέα όπως ο Μπάλαρντ, καθώς υποδηλώνει ξεκάθαρους εχθρούς με ξεκάθαρους στόχους. Στο High-rise οι άνθρωποι γιορτάζουν την αποχαλίνωσή τους, κάνουν πάρτι προτού (ή για να) ξεκινήσουν τα έκτροπα, ενώ οι εχθροί τους δεν είναι ξεκάθαροι: μπορεί να είναι ένας φιλήσυχος γείτονας, ένας ένοικος άλλου ορόφου, ένα μέλος της οικογένειάς τους, και ασφαλώς ο ίδιος τους ο εαυτός. Νιώθοντας καταπιεσμένοι μες στην κενή νοήματος βολή τους, ικανοποιούν τις βαθύτερες επιθυμίες τους άλλοτε προξενώντας πόνο κι άλλοτε αναμένοντας μαζοχιστικά τον πόνο που θέλουν να προκαλέσουν άλλοι.
Μια πρώτη ανάγνωση του βιβλίου θα μπορούσε να είναι κοινωνιολογική: χωρισμένος σε τρεις τάξεις (εργατική, μεσαία και ανώτερη), ο ουρανοξύστης γίνεται τόπος συγκρούσεων με στόχο το κεφάλαιο κι όσα αυτό προσφέρει: ισχύ, άνεση και ασφάλεια. Όσο ψηλότερα ζει κάποιος, τόσο καλύτερη μοιάζει η διαβίωσή του: όλοι οι «αποκάτω» θέλουν να τον φτάσουν, ενώ κι ο ίδιος πασχίζει να φτάσει τους «αποπάνω». Οι οικονομικά και κοινωνικά κατώτεροι κάνουν πολλά παιδιά, θεωρούνται τεμπέληδες και ενίοτε υφίστανται τις ρατσιστικές προκαταλήψεις των ανώτερων, οι οποίοι προτιμούν να έχουν σκυλιά. Εντέλει η «ιστορική νομοτέλεια» θέλει τη σύγκρουση λόγω ανισότητας να κορυφώνεται σε μια βίαιη ταξική πάλη με επαναστατικά αποτελέσματα, θετικά για τους πολλούς «της γης κολασμένους», αρνητικά για τους λίγους «προνομιούχους».
Ως συνήθως, ο Μαρξ προσφέρει ένα χρήσιμο πρώτο κλειδί, μα χωρίς τον Δαρβίνο και τον Φρόιντ δεν προχωρούμε παραπέρα. Η ταξική ερμηνεία, παρότι εύλογη, αγνοεί το βαθύτερο και πολύ πιο ανησυχαστικό, για προνομιούχους και μη, όραμα του συγγραφέα. Καταρχάς οι εισοδηματικές διαφορές των ενοίκων δεν είναι μεγάλες: στους χαμηλούς ορόφους μένουν π.χ. πιλότοι και τεχνικοί (όχι τυχαία, ο Μπάλαρντ βάζει το «προλεταριάτο» των κάτω ορόφων σε εισαγωγικά, αφού δεν πρόκειται για φτωχούς ή αδύναμους), όντας και ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων τους. Συνάμα, ο κύριος διαχωρισμός στον οποίο επιμένει ο συγγραφέας είναι ανθρωπολογικός: οι ένοικοι σχηματίζουν «άτυπες φυλές» και συνάπτουν «τοπικές συμμαχίες» για να πολεμήσουν.
Αυτός ο ουρανοξύστης είναι προπάντων η τεχνοεπιστήμη. Είναι η δόμηση μιας ζωής ολοένα πιο τεχνητής, η οποία από πολλές απόψεις διασφαλίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, μα από κάποιες άλλες τον εκθέτει σε καινοφανείς κινδύνους.
Μεγαλύτερη έμφαση, πάντως, δίνεται στη λογική που διέπει τις συγκρούσεις. Αυτή η λογική δεν είναι τόσο κοινωνική και οικονομική, όσο ψυχολογική και ανθρωπολογική· δεν είναι ορθολογική (όπως θα ήταν π.χ. ένας κοινωνικός αγώνας για περισσότερα δικαιώματα), αλλά «διεστραμμένη» (λέξη-μοτίβο του συγγραφέα). Αφορά τα ένστικτα των κατοίκων ενός εντελώς τεχνητού περιβάλλοντος τα οποία απωθούνται συστηματικά και, μη βρίσκοντας μια μετρημένη και φυσιολογική διέξοδο, καταφεύγουν σε μια ακραία και διεστραμμένη. «Ίσως η κατάρρευση της ζωής στον ουρανοξύστη κατάφερνε με κάποιον τρόπο να ικανοποιήσει τις ασύνειδες προσδοκίες της περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί και η ίδια» γράφει ο Μπάλαρντ για μια ηρωίδα του. Οι ένοικοι δεν αντιδρούν στη διογκούμενη βαρβαρότητα με αυτοσυγκράτηση, απεναντίας εκτροχιάζονται με κάτι σαν προδιαγεγραμμένο σχέδιο, ζώντας «σε μια κατάσταση συλλογικής ευφορίας». Παραφράζοντας τον Έλιοτ, θα έλεγα πως για τον Μπάλαρντ ο άνθρωπος δεν αντέχει υπερβολικό πολιτισμό.
Αυτός ο ουρανοξύστης είναι προπάντων η τεχνοεπιστήμη. Είναι η δόμηση μιας ζωής ολοένα πιο τεχνητής, η οποία από πολλές απόψεις διασφαλίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, μα από κάποιες άλλες τον εκθέτει σε καινοφανείς κινδύνους. Εξού ο Μπάλαρντ επιμένει πως ο βασικός εχθρός των ενοίκων δεν είναι τόσο άλλοι ένοικοι, όσο το ίδιο το κτίριο: «Η επανάσταση των ενοίκων εναντίον του ουρανοξύστη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη». Αντίπαλος του ανθρώπου έχει γίνει πια ο άλλοτε σύμμαχος στην πορεία του για μια καλύτερη ζωή. Η σχέση «αφέντη και υπηρέτη», όπως γράφει ο Μπάλαρντ αναφερόμενος στον άνθρωπο και την τεχνολογία του αντίστοιχα, έχει γίνει πλέον «πιο πολύπλοκη και αφηρημένη». Έτσι, ανθρωποποιεί τις μηχανές (μιλά για «τα καπρίτσια των δεξαμενών και των ηλεκτρικών αντλιών»), αντιστρέφοντας το οργανικό και το ανόργανο, ενώ και ολόκληρος ο ουρανοξύστης παρουσιάζεται σαν ζωντανό αντικείμενο: «οι θάλαμοι που ανεβοκατέβαιναν μέσα στα φρεάτια των ασανσέρ έμοιαζαν με πιστόνια μέσα σε καρδιακές κοιλότητες, οι ένοικοι που διέσχιζαν τους διαδρόμους ήταν τα κύτταρα ενός δικτύου αρτηριών, και τα φώτα των διαμερισμάτων οι νευρώνες ενός εγκεφάλου».
Το ανάπτυγμα της πρώτης έκδοσης του High-Rise (1975). |
Στο High-Rise η ζωή καταρρέει όταν οι ένοικοι αρχίσουν να διαλύουν τις λειτουργίες του κτιρίου, και ένας σύγχρονος άνθρωπος χωρίς ηλεκτρικό, ασανσέρ, αυτοκίνητο, σούπερ μάρκετ, έτοιμο φαγητό και πόρτα ασφαλείας είναι πιο αδύναμος κι από άνθρωπο των σπηλαίων.
Ο Homo technologicus ζει με ανέσεις αδιανόητες για τους ανθρώπους του παρελθόντος, έχοντας συγχρόνως υπερδιπλασιάσει το μέσο προσδόκιμο ζωής του. Ωστόσο αυτά τα οφέλη (και ο Μπάλαρντ δεν τα υποτιμά) έχουν το τίμημά τους: όχι μόνο η δυνατότητα καταστροφής ολόκληρων κοινωνιών έχει αυξηθεί εξαιτίας των ΟΜΚ, αλλά και η επιδείνωση της καθημερινής ζωής εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ή από πανίσχυρους υπολογιστικούς ιούς που μπορούν να διακόψουν σε ελάχιστο χρόνο τις λειτουργίες νοσοκομείων, τραπεζών, συγκοινωνιών, επικοινωνιών και άλλων υπηρεσιών, είναι ένα όχι και τόσο απίθανο σενάριο. Στο High-Rise η ζωή καταρρέει όταν οι ένοικοι αρχίσουν να διαλύουν τις λειτουργίες του κτιρίου, και ένας σύγχρονος άνθρωπος χωρίς ηλεκτρικό, ασανσέρ, αυτοκίνητο, σούπερ μάρκετ, έτοιμο φαγητό και πόρτα ασφαλείας είναι πιο αδύναμος κι από άνθρωπο των σπηλαίων. Όταν ο Γουάιλντερ («Αγριότερος») εξεγέρθηκε, «πίστευε ότι περισσότερο τον είχε απορρίψει το ίδιο το κτίριο παρά ο Ρόιαλ και οι φίλοι του». Συνεπώς, ο επαναστατημένος «αποκάτω» δεν νιώθει τόσο ότι καταπολεμά τον «αποπάνω», τον αρχιτέκτονα Ρόιαλ («Βασιλικός»), όσο την τεχνολογία που ο ίδιος επέλεξε για τη ζωή του. Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν φανερώσει με πιο εύστοχο τρόπο την αμφιθυμία μας απέναντι στα τεχνοεπιστημονικά επιτεύγματα, καθώς και την ιδέα πως ο χειρότερος εχθρός μπορεί να αποδειχτεί ο προηγμένος εαυτός μας.
«Παρά την επιστροφή τους στον βαρβαρισμό, οι ένοικοι του ουρανοξύστη παρέμεναν πιστοί στις αξίες τους παράγοντας τεράστιες ποσότητες σκουπιδιών» γράφει με ανελέητο σαρκασμό ο Μπάλαρντ. Η γελοιότητα της καταναλωτικής μανίας την οποία καλλιεργούν οι διαφημίσεις (με «νοικοκυρές να καθαρίζουν τις ήδη πεντακάθαρες κουζίνες τους και αποσμητικά να ψεκάζουν διάφορες περιποιημένες μασχάλες») έχει έκτοτε ενταθεί. Παράλληλα, αναφερόμενος σε μια ερευνήτρια που «περνούσε όλο της τον χρόνο βασανίζοντας μικρά θηλαστικά», ο Μπάλαρντ μάς θυμίζει αυτό που όλοι αρνούμαστε να θυμόμαστε: η υγεία, η ομορφιά και η καλοπέρασή μας βασίζονται εν πολλοίς σε βάρβαρα πειράματα που γίνονται εδώ και δεκαετίες σε αμέτρητα ζώα προκειμένου να παρασκευαστούν τα κατάλληλα φάρμακα και καλλυντικά.
Ο Μπάλαρντ υπήρξε η πιο ταλαντούχα φωνή του Νέου Κύματος της βρετανικής ΕΦ τη δεκαετία του 1960, το οποίο πάσχισε να πάρει αποστάσεις από την αμερικανική ΕΦ και την εμμονή στο «outer space», εστιάζοντας περισσότερο στο «inner space» του ανθρώπου, στις ψυχοσωματικές του αντιδράσεις σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η τεχνοεπιστήμη.
Ο Μπάλαρντ υπήρξε η πιο ταλαντούχα φωνή του Νέου Κύματος της βρετανικής ΕΦ τη δεκαετία του 1960, το οποίο πάσχισε να πάρει αποστάσεις από την αμερικανική ΕΦ και την εμμονή στο «outer space», εστιάζοντας περισσότερο στο «inner space» του ανθρώπου, στις ψυχοσωματικές του αντιδράσεις σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η τεχνοεπιστήμη. Η γραφή είναι, και σε αυτό το μυθιστόρημα, κλινική: το κορμί του πολιτισμού μας ανατέμνεται προκειμένου να εντοπιστούν οι παρούσες και δυνητικές του ασθένειες. Ο συγγραφέας πρέπει να γράφει σαν επιστήμονας, ισχυρίζεται ο φλεγματικός Βρετανός στη σύντομη αλλά καίρια συνέντευξη που παρατίθεται ως επίμετρο στο βιβλίο, και ο ίδιος αποδεικνύεται ιδανικός εκφραστής της συγγραφικής προσταγής του, με περιγραφές τρομακτικής ακρίβειας και αναλύσεις καυστικής ειρωνείας (η εναρκτήρια πρόταση είναι μία από τις πιο σοκαριστικές στη σύγχρονη λογοτεχνία). «Κάθε φορά που συναντιόμασταν» έγραψε ο Τζον Γκρέι στο New Statesman μετά τον θάνατο του Μπάλαρντ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, «η άποψη για τον κόσμο γύρω μου γινόταν πιο μπαλαρντική – αυτό δεν οφειλόταν μόνο στη δύναμη της προσωπικότητάς του, αλλά πιο πολύ στην ακρίβεια του οράματός του». Αρκεί να σκεφτούμε ότι στο High-Rise, δεκαετίες πριν από την Google και το Facebook, διαβάζουμε για τους ενοίκους του ουρανοξύστη ότι «δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό σε ό,τι αφορούσε την παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής από κυβερνητικές υπηρεσίες και οργανισμούς συλλογής δεδομένων»…
Τα συστατικά της λέξης high-rise (ουρανοξύστης) δηλώνουν μια άνοδο μέχρι πολύ ψηλά, «μέχρι τον ουρανό», όπως γράφει ο Μπάλαρντ όταν περιγράφει το κτίριο. Όσο πιο ψηλά φτάνει ο άνθρωπος, ωστόσο, τόσο πιο εντυπωσιακή θα είναι η πιθανή πτώση του και τόσο πιο εκκωφαντική η πρόσκρουσή του. Το High-Rise, στο μεταίχμιο ρεαλισμού και ΕΦ, είναι μια εκκεντρική δυστοπία με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο, ένα μυθιστόρημα υποδειγματικό της σκεπτικιστικής κοσμοεικόνας του συγγραφέα, μια προειδοποίηση προς τον Homo technologicus που αξιώνει να βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος να γίνει πιο προσεκτικός και συνετός, λιγότερο υπερφίαλος και άπληστος, και να μην ξεχνά ποτέ ότι Πρόοδος και Αποκάλυψη μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν.
* Στην κεντρική φωτογραφία εικόνα από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου το 2015 σε σκηνοθεσία Ben Wheatley.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο ουρανοξύστης είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα νέο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, έναν καινούργιο ανθρωπότυπο, ψυχρό, αποστασιοποιημένο, και ως εκ τούτου ανθεκτικό απέναντι στις ψυχολογικές πιέσεις της ζωής στο εσωτερικό του, ο οποίος σαν ένα είδος εξελιγμένης μηχανής απέδιδε τα μέγιστα στο απρόσωπο περιβάλλον του κτιρίου. Ήταν το είδος του ενοίκου που δεν είχε πρόβλημα να μην κάνει τίποτε άλλο πέρα από το να κάθεται στο πανάκριβο διαμέρισμά του και να βλέπει τηλεόραση με τον ήχο χαμηλωμένο, περιμένοντας τη στιγμή που οι γείτονές του θα διέπρατταν κάποιο τραγικό λάθος».
High-Rise
J.G. Ballard
Μτφρ. Αποστόλης Πρίτσας
Κέδρος 2017
Σελ. 256, τιμή εκδότη €13,30