Για το μυθιστόρημα του Ανδρέα Νικολακόπουλου «Φλόρενς Μπλαντ» (εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα: Ο πίνακας του Jean Siméon Chardin, «The Kitchen Maid» (1738), λάδι σε καμβά.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Έπειτα από δύο παρόμοιας λογικής συλλογές διηγημάτων (η Αποδοχή κληρονομιάς το 2020 και ο Σάλτος το 2022, που ακολούθησε σαν σε μανιέρα το ίδιο μονοπάτι), συλλογές οι οποίες έφεραν στην επιφάνεια την ελληνική επαρχία με την πάλη ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, τον εαυτό και το Κακό, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος στο τέταρτο έργο του κάνει το άλμα προς το μυθιστόρημα και την Ευρώπη.
Η εκδίκηση του Δούναβη
Το Κακό ξεκινά, όταν οι κάτοικοι στις πηγές του Δούναβη αποφασίζουν να τον στεγνώσουν, αλλά αυτός ξεχειλίζει και κατακλύζει διά των απανταχού αδερφών ποταμών του σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο τις χώρες της Ευρώπης. Έτσι, αρχίζει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που απλώνεται σε τέσσερα μέρη, τα οποία δεν προβάλλουν οφθαλμοφανώς τη μεταξύ τους σχέση. Είναι ο 19ος αιώνας που, μέσα στον πολιτισμό που ευαγγελίζεται, έχει να επιδείξει και άθλιες συμπεριφορές, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο Τιμπό Γκωντέν αναδεικνύεται στον πλέον διάσημο δήμιο της Γαλλίας, που στα τέλη του αιώνα είχε εδραιώσει τη φήμη του ως άψογος επαγγελματίας και μεθοδικός αποκεφαλιστής μέσω της λαιμητόμου του, ώσπου η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, το σκυλί του πεθαίνει βάναυσα και ο ίδιος αυτοκτονεί. Η Ίνγκερν Μπάρτον γεννιέται το 1838 στη Νορβηγία, μένει ορφανή και αντικείμενο εκμετάλλευσης από έναν προαγωγό μικρών παιδιών, μέχρις ότου κατακρεουργείται άγρια, καταφέρνει ωστόσο να επιζήσει και να δραπετεύσει στο Λονδίνο, όπου εξελίσσεται στην πλέον δυναμική και καλή διευθύντρια ενός ορφανοτροφείου. Η συλλογή με σεξουαλικά είδη που βρίσκεται μετά τον θάνατό της το 1940 στην κατοχή της τη συνδέει με το πορνικό παρελθόν που βαθιά μέσα της διατηρούσε. Ο Μπραντ Φάουλερ ξεκινά από οικογένεια ανθρακωρύχων, συγκρούεται με την αστυνομία και τα επιχειρηματικά συμφέροντα της εργοδοσίας και των κτηματομεσιτών και σε μια τρομοκρατική του προσπάθεια σκοτώνει δύο αστυνομικούς. Σταδιακά κάνει στροφή 180° μοιρών, εντάσσεται στο σώμα της αστυνομίας και αναρριχάται σε διευθυντή και μάλιστα πολύ πετυχημένο.
Είναι η εκδίκηση ένα κλειδί που οφθαλμοφανώς προβάλλεται καθώς η Φλόρενς είναι η ενσάρκωση της εκδικητικής μανίας όχι μόνο της δικής της αλλά και όλης της κοινωνίας, που τιμωρεί επιφανείς και αφανείς;
Τα τρία αυτά νήματα του σπονδυλωτού αυτού μυθιστορήματος συγκλίνουν στην τελευταία αφήγηση, που αφορά τη δηλητηριάστρια Φλόρενς Μπλαντ, που μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο της Ίνγκερν Μπάρτον, ξεκινά να κερδίζει κολοσσιαία ποσά, εξοντώνοντας κατά παραγγελία ανθρώπους, συνδέεται συναισθηματικά με έναν παντρεμένο, αλλά αυτός την προδίδει, και τελικά συλλαμβάνεται από τον Μπραντ Φάουλερ και μεταφέρεται στη Γαλλία, για να λαιμητομηθεί από τον περιβόητο Τιμπό Γκωντέν.
Ο Νικολακόπουλος ζωγραφίζει, με πολλές περιγραφές, πλούσια χρώματα, σαγηνευτικά αφηγηματικά μονοπάτια, τις τέσσερις αφηγήσεις του. Η προσωπογραφία κάθε χαρακτήρα παρουσιάζεται μπροστά μας ολοζώντανη, ενώ το συνολικό περιβάλλον σ’ αυτήν την πορεία ανά την Ευρώπη, από τη Νορβηγία ως την Αγγλία και από την Ουαλία έως τη Γαλλία, ξεδιπλώνεται γλαφυρά και παραστατικά. Η ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα ορθώνεται ρεαλιστική όσο και παραμυθική, ικανή να προσελκύσει μέσα της τον αναγνώστη, ο οποίος βουτά στην εποχή για να αναζητήσει το δικό του στίγμα.
Επομένως, σ’ αυτήν την πολύχρωμη θάλασσα οι αναγνώστες προβληματίζονται ως ενεργοί μέτοχοι στην παραγωγή νοήματος. Πώς συνδέονται τα τέσσερα πρόσωπα; Πώς οι διασταυρούμενες πορείες τους συναντώνται όχι μόνο στην πρωταγωνίστρια που δίνει το όνομά της στο έργο, αλλά και σε έναν άξονα που θα συρράπτει τα ετερόκλιτα μέρη σε έναν βασικό άξονα; Είναι η εκδίκηση ένα κλειδί που οφθαλμοφανώς προβάλλεται καθώς η Φλόρενς είναι η ενσάρκωση της εκδικητικής μανίας όχι μόνο της δικής της αλλά και όλης της κοινωνίας, που τιμωρεί επιφανείς και αφανείς; Ή, παράπλευρα, είναι προδιαγεγραμμένο ότι η ζωή του ανθρώπου, που κινείται αριβιστικά, ξεκινά από χαμηλά και ανεβαίνει κοινωνικά, όχι πάντα με θεμιτούς τρόπους, θα καταβαραθρωθεί, όταν μία νομοτελειακή δύναμη τον χτυπήσει; Ομνύει έτσι το μυθιστόρημα στη μοίρα ή σε απηνείς δυνάμεις που δεν αφήνουν την επιτυχία να ριζώσει, αλλά την κατακρημνίζουν χωρίς το άτομο να μπορεί να αποδράσει; Η μεταφυσική αρχή υποδεικνύει ότι όλο αυτό το ρεαλιστικό χαλί αργοσαλεύει πάνω σε ένα παραφυσικό δάπεδο, μια εξωανθρώπινη ορμή που δεν αφήνει την ανοδική πορεία πολλών να συνεχίσει ες αεί. Γιατί όμως;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στα τέλη του 19ου αιώνα το Παρίσι ήταν σημείο αναφοράς στους κύκλους της διανόησης και πνευματικό κέντρο του Δυτικού κόσμου. Πέρα από τις κατακτήσεις της βιομηχανίας και των γραμμάτων, η γαλλική πρωτεύουσα παρουσιάζε στην υπόλοιπη Ευρώπη την Αρτ Νουβό και τις διακοσμητικές υπερβολές της, το αδίκως χτισμένο Πτι Παλαί, τις πύλες του παριζιάνικου μετρό με τα υπέροχα κιγκλιδώματα και τα φανάρια του Εκτός Γκιμάρ, τη Σοσιετέ ντεζ αρτίστ Φρανσέζ, το μεγαλειώδες μουσείο Καρναβαλέ, τη γέφυρα Αλμά, την αναζωογονητική λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, την Πλας ντε λα Κονκόρντ…»