
Πέντε λεπτά με μια συγγραφέα. Σήμερα, η Χρύσα Μαστοροδήμου, για το μυθιστόρημά της «Ο βιβλιοπώλης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Ο βιβλιοπώλης είναι το δεύτερο μυθιστόρημά σας. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή του; Ποια χρήσιμα μαθήματα σας έμαθε η έκδοση του πρώτου έργου σας;
Το δύσκολο για μένα είναι ότι δεν έχω τον απαραίτητο χρόνο όταν ξεκινάω να γράφω κάτι ώστε να συγκεντρωθώ αποκλειστικά σε αυτό, καθώς εργάζομαι και έχω μια πιεστική καθημερινότητα, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι. Αν βρω τον απαραίτητο χρόνο και την ηρεμία που χρειάζομαι, εφόσον υπάρχει μια καλή ιδέα, τα υπόλοιπα έρχονται. Ο βιβλιοπώλης ήταν ένα βιβλίο που βγήκε αβίαστα, ωστόσο το τέλος του ήταν κάτι που εξέπληξε και εμένα, καθώς δεν ήταν αυτό που αρχικά είχα σχεδιάσει. Ήθελα να είναι τελείως πρωτότυπο και να αιφνιδιάσει τον αναγνώστη/τρια και προβληματίστηκα αρχικά για το ποια θα είναι η κατάληξη, αλλά εντέλει ήρθε και με βρήκε.
Μετά τη μεγάλη απήχηση που είχε το πρώτο μου μυθιστόρημα Τα τεμάχια, το χρήσιμο μάθημα που πήρα είναι ότι οι αναγνώστες/τριες θέλουν να διαβάζουν κάτι αληθινό, μέσα από τη ζωή, όπου πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι και ο περίγυρος τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν λογοτεχνικά πυροτεχνήματα.
Το μυθιστόρημά σας πραγματεύεται τον έρωτα, ένα από τα διαχρονικά θέματα της λογοτεχνίας. Κάποιοι λένε «ένα καλό βιβλίο χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Εσείς τι πιστεύετε;
Στο μυθιστόρημά μου η αφορμή είναι ο έρωτας, αλλά όπως πολύ σύντομα θα ανακαλύψει ο αναγνώστης, υπάρχουν πολλά περισσότερα. Ο έρωτας είναι απλά το όχημα, αφού αναδύονται στην επιφάνεια κατά την εξέλιξη της ιστορίας βαθιά τραύματα, επώδυνα βιώματα, πανάρχαια ερωτήματα του ήρωα, υπαρξιακά και φιλοσοφικά, με τα οποία θα ταυτιστεί σε πολλά σημεία ο καθένας/μια.
Όπως ήδη ανέφερα και έμαθα από το πρώτο μου βιβλίο, δεν νομίζω ότι ένα καλό βιβλίο χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα. Στα Τεμάχια πραγματεύτηκα απλά την πορεία μιας συνηθισμένης γυναίκας της υπαίθρου που βλέπει τον εαυτό της και τα παιδιά της να ακολουθούν το δρόμο της μετανάστευσης - ένα καθημερινό σκηνικό που βιώσαμε ιδιαίτερα στην κρίση. Πολλοί αναγνώστες και αναγνώστριες συγκινήθηκαν, γιατί ακριβώς κάποιος έγραψε για τα δικά τους βιώματα. Πιστεύω λοιπόν στην αλήθεια ενός βιβλίου, στο συναίσθημα και φυσικά στη γλώσσα. Η ωραία γλώσσα είναι για μένα, όπως και για αρκετούς αναγνώστες, ένα κριτήριο για να με γοητεύσει ένα βιβλίο.
Ο κεντρικός ήρωάς σας, ο Άγγελος, εργάζεται σε βιβλιοπωλείο. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο σκηνικό;
Ίσως γιατί αγαπώ τα βιβλιοπωλεία και θα ήταν ένα επάγγελμα που θα μπορούσα να κάνω κι εγώ. Ο ήρωας είναι λάτρης των βιβλίων και της γνώσης και ήθελα να είναι παράλληλα και ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, οπότε θεώρησα ότι με το επάγγελμα του βιβλιοπώλη θα αποκτούσα το καλύτερο σκηνικό για να εξελίξω την ιστορία μου.
Ανάμεσα στα αληθινά γεγονότα και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Σε αντίθεση με το πρώτο μου μυθιστόρημα, που έχει πολλά βιωματικά στοιχεία, Ο βιβλιοπώλης είναι καθαρά ένα βιβλίο μυθιστορηματικής επινόησης. Το τι θα επιλέξει κάθε φορά ο/η συγγραφέας έχει να κάνει με το μήνυμα και τον σκοπό του βιβλίου. Αν θέλεις να αναφερθείς σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και αληθινά γεγονότα. Αν όμως αναφέρεσαι σε κάτι φανταστικό, τότε μεγαλύτερο ρόλο παίζει η επινόηση. Όταν ξεκίνησα να γράφω μυθιστορήματα πίστευα ότι δεν έχω μεγάλη φαντασία, αλλά πλέον, μιας και γράφω το επόμενο βιβλίο μου, που είναι επίσης προϊόν μυθοπλασίας αλλά και επιστημονικής φαντασίας, δεν ξέρω να σας πω. Έχει να κάνει με την έμπνευση της στιγμής.
Κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματός σας ανοίγει με την παράθεση ενός αποσπάσματος από κάποιο άλλο έργο, συχνά ποιητικό. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι ίδιοι οι ήρωές σας αναφέρονται σε στίχους από αγαπητά τραγούδια. Τι προσφέρει αυτή η έντονη διακειμενικότητα;
Καθώς ο ήρωας είναι λάτρης της ανάγνωσης και της μουσικής, η εισαγωγή στο κεφάλαιο με κάτι που θα μπορούσε να ταυτιστεί ο πρωταγωνιστής μού φάνηκε ωραία ιδέα. Συνάμα, κάθε μας σκέψη και ιδέα δεν αποτελεί προϊόν παρθενογένεσης, αλλά υπάρχει μέσα μας από όσα έχουμε δει, διαβάσει και βιώσει. Μου αρέσει οι ήρωές μου να συνομιλούν νοερά ή πραγματικά με άλλα κείμενα, στίχους, τραγούδια, γιατί φανερώνει ότι είναι μέρος αυτού που είμαστε όλοι καθημερινά. Συχνά, μέσα στην πιεστική μας καθημερινότητα, ένας στίχος, ένας ήχος, ένα τραγούδι μπορεί να μας ταξιδέψει για λίγο και να μας δώσει μια μικρή ώθηση. Κατά συνέπεια, η έντονη διακειμενικότητα, όπως είπατε, βοηθάει τόσο στην κατανόηση των σκέψεων και βιωμάτων του ήρωα, αλλά λειτουργεί και σαν εφαλτήριο για τη δική μου σκέψη. Άλλωστε, όπως έχει πει η Julia Kristeva, η οποία χρησιμοποίησε πρώτη τον όρο της διακειμενικότητας “Κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και μεταμορφώνει ένα άλλο”.