
Οι «Ηρωίδες» του Οβιδίου (μτφρ. Β. Βαϊόπουλος, Α. Ν. Μιχαλόπουλος, Χ. Ν. Μιχαλόπουλος, εκδ. Gutenberg) και οι «Λουσιάδες» του Λουίς ντε Καμόες (μτφρ. Κύρος Κόκκας, εκδ. Ευρασία) είναι δυο σημαντικά ποιητικά έργα που μας αποκαλύπτουν άγνωστες ή παραγνωρισμένες πτυχές παλαιότερων πολιτισμών, συγγενικών με τον δικό μας.
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Δύο σημαντικά, αλλά λιγότερο γνωστά ποιητικά έργα, ένα των Ρωμαϊκών χρόνων και ένα αναγεννησιακό, κυκλοφορούν στη γλώσσα μας σε εκδόσεις με αναλυτικό σχολιασμό και προσεγμένη μετάφραση. Πρόκειται για τις Ηρωίδες του Οβιδίου (μτφρ. Β. Βαϊόπουλος, Α. Ν. Μιχαλόπουλος, Χ. Ν. Μιχαλόπουλος, εκδ. Gutenberg) και τους Λουσιάδες του Λουίς ντε Καμόες (μτφρ. Κύρος Κόκκας, εκδ. Ευρασία), έργα αρκετά διαφορετικά σε μεγάλο βαθμό, που όμως τραβούν το ενδιαφέρον, με τις υψηλές αισθητικές αξιώσεις τους, αλλά και επειδή μας αποκαλύπτουν άγνωστες ή παραγνωρισμένες πτυχές παλαιότερων πολιτισμών, συγγενικών με τον δικό μας.
Οβίδιος (43 π.Χ. – 17 μ.Χ.)
Ένας από τους πολλούς λόγους που το έργο του Οβιδίου μάς αφορά σήμερα φανερώνεται αυτομάτως με την ανάγνωση του τίτλου του: «Ηρωίδες» και όχι «Ήρωες». Πόσο συχνά στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία ο ηρωικός ρόλος προοριζόταν για τα ανδρικά πρόσωπα και όχι τα γυναικεία; Ο Οβίδιος πρωτοπόρησε: συνέθεσε δεκατέσσερις συν μία επιστολές από μυθικές γυναίκες («επιστολικά ποιήματα», χαρακτηρίζονται), ξεκινώντας με την Πηνελόπη και καταλήγοντας στην Υπερμήστρα, που απευθύνονται προς τους απόντες εραστές τους, συνήθως για να τους κάνουν να επιστρέψουν πλάι τους. Συν μία, καθώς η δέκατη πέμπτη επιστολή είναι της Σαπφούς, υπαρκτού ιστορικού προσώπου, η οποία απευθύνεται στον Φάωνα – η πατρότητα της συγκεκριμένης σύνθεσης αμφισβητείται από ορισμένους.
Ο Οβίδιος είναι περισσότερο γνωστός σε εμάς για τις εμβληματικές Μεταμορφώσεις του, που κυκλοφόρησαν ξανά πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg, στη μετάφραση του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή. Είχε επίσης δημιουργήσει μια τραγωδία με ηρωίδα τη Μήδεια, η οποία εμφανίζεται και στο ανά χείρας έργο, γράφοντας ένα φορτισμένο γράμμα στον Ιάσονα, καθώς ετοιμάζεται να τον τιμωρήσει. Γεμάτες οργή, αγανάκτηση, πικρία και έρωτα είναι οι συντάκτριες των επιστολών, που έχουν φτάσει σε αδιέξοδο αλλά επιτέλους παίρνουν τον λόγο, συχνά συμπληρώνοντας τα κενά των παλαιών εκείνων αφηγήσεων που εύκολα τις προσπέρασαν για να δώσουν περισσότερο χώρο στα ανδραγαθήματα των συντρόφων τους.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που η συλλογή ξεκινά με την Πηνελόπη, τη γυναίκα του Οδυσσέα, που τον περίμενε καρτερικά όσο έλειπε στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά και στη συνέχεια, κατά τη δεκαετή επιστροφή του στην Ιθάκη.
Η ματιά, λοιπόν, του Οβιδίου είναι κατά κάποιον τρόπο αναθεωρητική. Η Βρισηίδα του εστιάζει στην αντιμετώπισή της ως αντικειμένου από τον Αχιλλέα. Αναφέρεται στην αμηχανία που αποτυπώθηκε στο πρόσωπο των αγγελιοφόρων, όταν ο Αχιλλέας δέχθηκε να την παραδώσει, στοιχείο που απουσιάζει εντελώς από την Ιλιάδα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που η συλλογή ξεκινά με την Πηνελόπη, τη γυναίκα του Οδυσσέα, που τον περίμενε καρτερικά όσο έλειπε στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά και στη συνέχεια, κατά τη δεκαετή επιστροφή του στην Ιθάκη. Από τους πρώτους κιόλας στίχους, η Πηνελόπη, απευθυνόμενη στον σύζυγό της, του γράφει επιτακτικά να γυρίσει, χωρίς να χει χρόνο να ακούσει τη δική του εκδοχή των πραγμάτων («αλλά εσύ να μη μου γράψεις τίποτα γι’ απάντηση: ο ίδιος να ‘ρθεις πίσω!»).
Μάλιστα, η έκδοση αξιοποιεί και εργαλεία της φεμινιστικής κριτικής, κάνοντας αναφορές στην Ελέν Σιξού και στη θεωρία της περί «γυναικείας γραφής» («Écriture féminine»).
Η πλούσια εισαγωγή που προηγείται του ποιητικού έργου, καθώς και τα ερμηνευτικά σχόλια από την ηρωική μεταφραστική ομάδα -πρόκειται για τον Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας Βάιο Βαϊόπουλο, τον Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας Ανδρέα Μιχαλόπουλο και τον Επίκουρο Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας Χαρίλαο Μιχαλόπουλο- κατατοπίζουν τον αναγνώστη και εξηγούν πειστικά τη σημασία του έργου. Μάλιστα, η έκδοση αξιοποιεί και εργαλεία της φεμινιστικής κριτικής, κάνοντας αναφορές στην Ελέν Σιξού και στη θεωρία της περί «γυναικείας γραφής» («Écriture féminine»). Υποστηρίζεται πως οι αναφορές περί μουτζουρωμένου κειμένου, από αίμα και δάκρυα, που κάνουν οι γυναίκες επιστολογράφοι συνδέονται με το χαρακτηριστικό της σωματικότητας της γραφής, που έθεσε η Σιξού ως σήμα κατατεθέν της γυναικείας γραφής. Αλλά και πέραν αυτού, γίνονται καίριες εξηγήσεις για τις στιχουργικές επιλογές του Οβιδίου, την προέλευση του κάθε μύθου, την κατασκευή του εαυτού, την οποία πραγματοποιεί κάθε επιστολογράφος, περικλείοντας επιλεγμένα στοιχεία του χαρακτήρα και της ιστορίας του στο κείμενό του και αφήνοντας απέξω άλλα, κ.λπ.
Λουίς ντε Καμόες (1524 – 1580)
Όσον αφορά στο έργο του Λουίς ντε Καμόες Οι Λουσιάδες, θα μπορούσε να πει κανείς πως διαφέρει σε πολλά στοιχεία από αυτό του Οβιδίου. Το επικό ποίημα εξιστορεί τις περιπέτειες του Βάσκο ντε Γκάμα, του πρώτου θαλασσοπόρου που πραγματοποίησε τον περίπλου της Αφρικής φτάνοντας ως την Ινδία. Στο ταξίδι τους, αυτός και το πλήρωμά του προστατεύονται από τη θεά Αφροδίτη και τον αληθινό θεό των Χριστιανών -παράδοξη συνύπαρξη, που όμως μπορεί να εξηγηθεί εντέλει- και καταδιώκονται μανιωδώς από τον Βάκχο. Μια από τις μεγαλύτερες διαφορές με την ελεγειακή σύνθεση του Οβιδίου είναι πως στο έργο του Καμόες απουσιάζει η κεντρική γυναικεία φιγούρα – στη θέση της, βρίσκεται η Ινδία, ως ιδανικό και φαντασίωση. Δεν λείπουν όμως εντελώς οι δυναμικές γυναικείες εμφανίσεις: νύμφες και άλλες θεότητες προστατεύουν τους Πορτογάλους, εκεί που οι αρσενικοί θεοί μένουν αμέτοχοι – στα προλεγόμενα, ο Κύρος Κόκκας διευκρινίζει πως η Αφροδίτη έχει υποκαταστήσει στην ουσία την Παναγία.
Πώς αιτιολογούνται, όμως, οι ταυτόχρονες αναφορές στο Δωδεκάθεο και τον Χριστιανισμό; Και μάλιστα, σε μια εποχή που υπήρχε ακόμα η Ιερά Εξέταση, που έπρεπε να δώσει έγκριση για να τυπωθεί το βιβλίο; Και ως προς αυτό, το σημείωμα του Κόκκα στην αρχή της έκδοσης μας διαφωτίζει, με μια αναφορά σε ένα τετράστιχο προς το τέλος του έργου, στο οποίο η θεά Τηθύς ομολογεί την πλαστότητά της:
...εγώ και ο Ιανός, ο Κρόνος, Δίας, η Ήρα
πλάσματα είμαστε, όλοι μας, του μύθου και της πλάνης,
της φαντασίας των θνητών, που μόνο ωφελούμε
να κάνουμε τους στίχους τους πιο ευχάριστους και ωραίους (Χ.82)
Η ύπαρξη, λοιπόν, των θεών του Ολύμπου εξηγείται ως αισθητική επιλογή εντός του ίδιου του έργου, συνδεδεμένη με την πρόθεση του ντε Καμόες να δημιουργήσει ένα μοντέρνο έπος, βασισμένος στα αρχαία πρότυπα. Η δομή του ποιήματός του, χωρισμένου σε δέκα άσματα, παραπέμπει στις ραψωδίες της Οδύσσειας και στα βιβλία της Αινειάδας. Σε αντίθεση, όμως, με τα έργα που τους ενέπνευσαν, οι Λουσιάδες αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα που είχαν εκτυλιχτεί μόλις εβδομήντα πέντε χρόνια πριν από τη συγγραφή. Η πρόθεση του Καμόες, που είχε ζήσει στην Ανατολή για χρόνια, έχοντας κάνει το ταξίδι του ντε Γκάμα, δεν ήταν να δοξάσει έναν ικανό άνδρα, αλλά ένα ολόκληρο έθνος, της Πορτογαλίας, που σύμφωνα με τον μύθο ιδρύθηκε από τον Λούσο, ακόλουθο του Βάκχου – εξ ου και ο τίτλος «Λουσιάδες», δηλαδή «απόγονοι του Λούσου».
Έτσι εξηγούνται οι υμνητικές αναφορές στη βασιλεία και στην αποικιοκρατία και η αντιμετώπιση των λαών της Αφρικής και των Μουσουλμάνων ως επικίνδυνων ή δυνητικά υποδουλόσιμων άλλων. Η εισαγωγική εργασία του Κύρου Κόκκα -θα ήταν άδικο να τη χαρακτηρίσουμε προλογικό σημείωμα, μιας και είναι τόσο εκτενής και εμβριθής- εξηγεί περισσότερα για αυτό το θέμα, με αναφορές στο ιστορικό πλαίσιο.
Ναι μεν μιλά για έναν άλλο λαό, αλλά μαρτυρά πολλά για το κοινό ευρωπαϊκό μας παρελθόν και για αυτό διαβάζεται για την τέρψη, αλλά και κριτικά.
Μπλέκοντας μεταξύ τους αληθινά γεγονότα και μυθικά στοιχεία, φέρνοντας κοντά την αρχαιότητα με τον χριστιανικό κόσμο της τότε εποχής, και θέτοντας ως θέμα όχι την επιστροφή σε μια Ιθάκη, αλλά την κατάκτηση μιας θρυλικής Ινδίας, η σύνθεση του Καμόες εντυπωσιάζει για τη φιλοδοξία της. Ναι μεν μιλά για έναν άλλο λαό, αλλά μαρτυρά πολλά για το κοινό ευρωπαϊκό μας παρελθόν και για αυτό διαβάζεται για την τέρψη, αλλά και κριτικά. Έργο που φτάνει σε εμάς με φροντίδα από τον μεταφραστή του, που είναι διδάκτωρ Ιατρικής και έχει ταξιδέψει, όπως αναφέρεται στο σημείωμα στο αυτί της έκδοσης, σε όλες τις πορτογαλόφωνες χώρες.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.





![«[Αγνώστου], Η βία του βίου» του Τσιμάρα Τζανάτου (κριτική) – Ποιήματα σαν λιλιπούτειοι αστραφτεροί κοφτεροί σουγιάδες](https://bookpress.gr/images/2025/10-OKTOVRIOS/i-via-tou-viou-2.jpg)

















