Για το συλλογικό βιβλίο «Η Αριστερά και ο Ίψεν» (μτφρ. Οδυσσέας Διαμαντής, εκδ. Τόπος). Μια περιδιάβαση στην κοινωνική κριτική του Xένρικ Ίψεν [Henrik Ibsen] και την πρόσληψή της από τους μαρξιστές στοχαστές.
Γράφει ο Χρήστος Κεφαλής
Η κριτική των αστικών συμβάσεων συνιστά κομβική διάσταση στο έργο του Ίψεν. Ο Ίψεν διαπλάστηκε μέσα στα επαρχιώτικα, μουντά περιβάλλοντα της νορβηγικής κοινωνίας, στην οποία η καθυστερημένη ανάπτυξη του καπιταλισμού προκαλούσε διαρκείς ρωγμές και αναταράξεις, αλλάζοντας δραματικά τη ζωή των μικροαστών που αποτελούσαν την πλειοψηφία της. Στις συνθήκες αυτές, οι παραδοσιακές αξίες της αστικής ευπρέπειας (ατομική ανεξαρτησία, οικογένεια, κοκ), καθώς και τα νέα αστικά εγωιστικά ήθη, αποκτούσαν το χαρακτήρα συμβάσεων, που συγκάλυπταν ή εξωράιζαν τις πραγματικές τάσεις της κοινωνικής ζωής.
Στο επίπεδο της ατομικότητας, οι ίδιες τάσεις δεν έμειναν φυσικά χωρίς αντίκτυπο. Κυρίως έθεταν εμπόδια στις βλέψεις των πιο προωθημένων, ριζοσπαστικών στοιχείων, ειδικά της προοδευτικής διανόησης, για ανθρώπινη επίτευξη, φέρνοντάς τα συχνά σε αδιέξοδο και πυροδοτώντας μια επαναστατική, ανατρεπτική στάση.
Αλλά ο πρώιμος χαρακτήρας των νορβηγικών συνθηκών είχε ως συνέπεια οι αναζητήσεις τους να μένουν μετέωρες και ασαφείς. Αδυνατούσαν να υψωθούν σε μια επίγνωση των κύριων συγκρούσεων της εποχής, ανάμεσα στο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών κέντρων και τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό των κυρίαρχων τάξεών τους, κορυφωμένο στον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-18.
Διαπεραστική αντίφαση
Αυτή η αντίφαση, διαπεραστική στο έργο του Ίψεν, τράβηξε την προσοχή των περισσότερων μαρξιστών της περιόδου. Ο μαρξισμός είχε τότε μια πλειάδα επιφανών εκπροσώπων, καθώς η δημιουργικότητα του Ίψεν συνέπεσε με την περίοδο άνθισης της Δεύτερης, Σοσιαλιστικής Διεθνούς, η οποία εδραζόταν στις παραδόσεις των Μαρξ και Ένγκελς.
Ως αποτέλεσμα, οι πιο επιφανείς θεωρητικοί της, Ένγκελς, Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, Μέρινγκ, Τσέτκιν, Τρότσκι, Λουνατσάρσκι, ασχολήθηκαν με τον Ίψεν σε εκτενή ή μικρότερα δοκίμιά τους. Η ενασχόληση αυτή περιέλαβε επίσης μαρξιστές που ήρθαν στο προσκήνιο στο επόμενο στάδιο, όταν μετά τη διάσπαση του εργατικού κινήματος, δημιουργήθηκε η Τρίτη, Κομμουνιστική Διεθνής, ιδίως τον Γκράμσι και τον Λούκατς.
Δεδομένου ότι, όπως αποδείχτηκε στη μεγάλη ιστορική δοκιμασία του πολέμου, οι θεωρήσεις των μαρξιστών δεν ήταν διόλου ενιαίες, ο τρόπος που προσέγγισαν το ιψενικό έργο αντανακλά τις αποχρώσεις και τις αντινομίες του μαρξιστικού πάνθεου της εποχής. Η συλλογή των κειμένων τους, στην πρόσφατη έκδοση του Τόπου Η Αριστερά και ο Ίψεν, βοηθά να ρίξουμε μια ματιά, μέσα από τις αντιθετικές προσλήψεις τους, στην κοινωνική κριτική του μεγάλου Νορβηγού δραματουργού.
Η ιψενική δραματουργία δεν παύει να χαρακτηρίζεται από μια υποκείμενη ενότητα. Ο Ίψεν συντάχτηκε αρχικά με τις βλέψεις για τη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής Νορβηγίας, στηριγμένης στις ρωμαλέες αγροτικές-πολεμικές παραδόσεις των Βίκινγκς.
Παρά την ποικιλία και τις μεταλλαγές της σε διάφορα στάδια, η ιψενική δραματουργία δεν παύει να χαρακτηρίζεται από μια υποκείμενη ενότητα. Ο Ίψεν συντάχτηκε αρχικά με τις βλέψεις για τη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής Νορβηγίας, στηριγμένης στις ρωμαλέες αγροτικές-πολεμικές παραδόσεις των Βίκινγκς.
Στη συνέχεια, ωστόσο, παρακινημένος και από τις εμπειρίες της επανάστασης του 1848, όταν η Δανία αφέθηκε στο έλεος των Γερμανών αντιδραστικών από τους υποτιθέμενους Σκανδιναβούς συμμάχους της, αναγνώρισε ότι ο ανερχόμενος καπιταλισμός αδυνατούσε να δημιουργήσει κάτι στέρεο και ότι οι παλιές αξίες επίσης δεν μπορούσε να προσφέρουν ένα ανθεκτικό ανάχωμα στην καταστροφική του επίδραση. Έργα όπως Οι Πυλώνες της Κοινωνίας και το Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος συμπυκνώνουν αυτή την αναγνώριση, με το δεύτερο ιδιαίτερα να πηγαίνει πιο βαθιά, αναγνωρίζοντας ότι ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός, παρά τη θεμελιώδη συμβολή τους στο παρελθόν, δεν μπορεί να συντεθούν σε μια νέα βάση, επαρκή για την εποχή μας.
Συνακόλουθα, σε αυτό το νέο, ρεαλιστικό στάδιο, ο Ίψεν αποποιείται τις αναφορές στο παρελθόν ή σε οποιεσδήποτε υποτιθέμενα αιώνιες αξίες και παρουσιάζει τις αντιφάσεις και τα εμπόδια με τα οποία θέτει αντιμέτωπους ο ανερχόμενος καπιταλισμός τους πιο ειλικρινείς, θαρραλέους μικροαστούς, σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους. Χαρακτήρες του όπως ο Μπραντ, ο Πέερ Γκιντ, η Νόρα, ο Ρόσμερ και ο Δρ Στόκμαν βιώνουν έντονα αυτά τα αδιέξοδα.
Ισχυροί αστοί
Στην καταληκτική, συμβολική φάση του, τέλος, ο Ίψεν μάς παρουσιάζει ισχυρούς αστούς που εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους προσφέρει ο εδραιωμένος πλέον καπιταλισμός, αλλά τελικά καταστρέφονται, αφού οι εγωιστικές βλέψεις τους αποδεικνύονται ασύμβατες με τις ηθικές αναστολές τους. Τυπικοί εκπρόσωποι της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Σόλνες, η Έντα Γκάμπλερ, ο Μπόρκμαν, ο Ρούμπεκ.
Αυτονόητα σε όλα τα έργα του Ίψεν συνυπάρχουν οι κομφορμιστικοί και οι αντικομφορμιστικοί τύποι – πραγματικά, αυτό που παρουσιάζεται είναι η διαμάχη τους, σε μια ποικιλία από περιστάσεις και αποκρυσταλλώσεις. Αν ο Δρ Τόμας Στόκμαν είναι ο ατρόμητος, ιδεαλιστής πολέμιος του ψεύδους και της αδικίας, βρίσκει τον αντίποδά του στον πραγματιστή αδελφό του, τον Πέτερ Στόκμαν, ο οποίος προσπαθεί να διατηρήσει τη βολική αλλά μακροχρόνια επιβλαβή μολυσματική κατάσταση στα λουτρά της πόλης.
Και στα περισσότερα ιψενικά δράματα συναντάμε τέτοια δίπολα –ο Φαλκ και ο Γκούλσταντ στην Κωμωδία της Αγάπης, ο Ρόσμερ και ο Κρολ στους Ρόσμερσχολμ, ο Βάνγκελ και ο ξένος στην Κυρά της Θάλασσας– αλλά και κάποιους ανάμεικτους τύπους. Εκείνο που διαφέρει στις δυο ύστερες φάσεις, τη «ρεαλιστική» και τη «συμβολική», είναι η εστίαση της προσοχής και της έμφασης, που μετατοπίζεται από τους πρώτους στους δεύτερους.
Οι μαρξιστές έδωσαν ενδιαφέρουσες αποτιμήσεις τόσο της γενικής ταξικής θέσης των ιψενικών ηρώων, όσο και του ιδιαίτερου στίγματος των πιο περίοπτων και αντιπροσωπευτικών από αυτούς.
Οι μαρξιστές έδωσαν ενδιαφέρουσες αποτιμήσεις τόσο της γενικής ταξικής θέσης των ιψενικών ηρώων, όσο και του ιδιαίτερου στίγματος των πιο περίοπτων και αντιπροσωπευτικών από αυτούς. Ξεκινώντας από τον Ένγκελς, αναγνώρισαν το μικροαστικό-επαναστατικό χαρακτήρα των ιδανικών του Ίψεν, δεν ήταν όμως πάντα ακριβείς στις συγκεκριμένες αποφάνσεις τους.
Ο Κάουτσκι και εν μέρει ο Πλεχάνοφ σύγκριναν άστοχα τον Δρα Στόκμαν με τους νιτσεϊκούς υπερανθρώπους, οι οποίοι έχουν ένα πολύ διαφορετικό κοινωνικό και ιδεολογικό περιεχόμενο, όντας εξιδανικεύσεις του παρακμιακού αστού. Ειρωνικά και οι δύο αυτοί επιφανείς μαρξιστές, ενώ συνέδεσαν τον αφηρημένο χαρακτήρα των προοπτικών του Ίψεν με την αδυναμία του να υψωθεί σε μια συνειδητή αναγνώριση του σοσιαλιστικού αγώνα των μαζών, αντιτάχτηκαν το 1917 στη σοσιαλιστική επανάσταση, επαναλαμβάνοντας επαυξημένα το βαρύ σφάλμα που καταλόγιζαν στον Ίψεν.
Ο Πλεχάνοφ, του οποίου η εκτενής πραγματεία για τον Ίψεν εξακολουθεί να παραμένει κλασική, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τους ανατρεπτικούς ιψενικούς ήρωες. Αναφερόμενος στον Μπραντ, και επίσης στον Φαλκ και τη Σβάνχιλντ, επισημαίνει την απουσία θετικού περιεχομένου στην ανταρσία τους, η οποία τους καταδικάζει εξαρχής στην ήττα.
Άρνηση κάθε συμβιβασμού
Η άρνηση κάθε συμβιβασμού από τον Μπραντ αντιπροσωπεύει αναμφισβήτητα μια επαναστατική αρχή, που όμως σε αυτόν έχει καθαρά αρνητικό χαρακτήρα. «Στη διαλεκτική του Μπραντ δεν υπάρχει άρνηση της άρνησης: εξ ου και η απόλυτη ματαιότητά της». Γι’ αυτό ακριβώς η αρχή του Μπραντ «όλα ή τίποτα», η συμπύκνωση της αντισυμβατικής στάσης του, τον οδηγεί σε ένα αδιέξοδο και ακόμη στην απανθρωπιά, όταν απαιτεί από τη γυναίκα του να αποχωριστεί το σκούφο του νεκρού παιδιού τους, που είχε κρατήσει για ενθύμιο, για χάρη της φιλανθρωπίας. «Ένας πραγματικός επαναστάτης δεν απαιτεί περιττές θυσίες, γιατί έχει ένα κριτήριο με το οποίο μπορεί να διακρίνει μεταξύ απαραίτητων και περιττών θυσιών. Ωστόσο, ο Μπραντ δεν έχει τέτοιο κριτήριο. Ο τύπος “Όλα ή τίποτα” δεν μπορεί να του προσφέρει ένα, είναι ανεπαρκής»(1).
Ο Πλεχάνοφ διακρίνει εύστοχα την ίδια αντινομία στην ηθική του Φαλκ και της Σβάνχιλντ, που απαρνούνται την αγάπη τους από φόβο μήπως δεν αντέξει στις δοκιμασίες της ζωής. Αστοχεί, ωστόσο, όταν δεν διακρίνει ή υποτιμά πολύ το θετικό περιεχόμενο στον ανθρώπινο τύπο του Δρος Στόκμαν.
Ο Πλεχάνοφ επικαλείται εδώ τα καθυστερημένα στοιχεία της ιδεολογίας του, όπως η υποτιμητική άποψή του για τη μάζα και η σύγχυσή του των επιστημονικών με τα κοινωνικά ζητήματα, η οποία τον ωθεί να επεκτείνει την ακαταλληλότητα της άποψης της μάζας για την επίλυση των πρώτων στην επικράτεια των τελευταίων (2).
O Λέων Τρόσκι. |
Παραβλέπει όμως δυο σημαντικές αντιρρήσεις, ότι παρά τις λαθεμένες απόψεις του ο Στόκμαν αναλαμβάνει έναν πραγματικά αγώνα προς όφελος των συμπολιτών του και ότι η παρουσίαση των αδυναμιών του από τον Ίψεν δεν σημαίνει αναγκαστικά και δικαίωσή τους· πραγματικά, ο ρεαλισμός του Ίψεν έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι πλάθει τους ήρωές του σύμφωνα με τις συνθήκες του καιρού τους και δεν τους κάνει φορείς ιδεών που δεν μπορούσε ακόμη να προκύψουν στα συγκεκριμένα περιβάλλοντα.
Αυτές οι μονομέρειες βρίσκονται πίσω και από την άρνηση του Πλεχάνοφ να παραδεχτεί ότι υπάρχει μια γέφυρα που οδηγεί από την άποψη του Ίψεν στο σοσιαλισμό και ότι ο ίδιος ο Ίψεν διέσχισε ένα μέρος της. Αναφερόμενος στη διάσημη ομιλία του στα 1885 στο Τροντχάιμ, όπου έκφρασε μια φλογερή συμπάθεια για το εργατικό κίνημα, τη θεωρεί σαν κάτι συμπτωματικό και άσχετο προς τις θεμελιώδεις απόψεις του.
Ο Ίψεν δεν ήταν συνειδητός σοσιαλιστής
Αν και έχει δίκιο ότι ο Ίψεν δεν ήταν ένας συνειδητός σοσιαλιστής, παραβλέπει ότι οι πιο προωθημένοι ήρωές του φτάνουν σε ένα σημείο, όπου αναπόφευκτα η εξέγερσή τους τους ωθεί προς μια σοσιαλιστική θεώρηση όταν αρχίζει να αποκτά πραγματικό περιεχόμενο.
Ο Λουνατσάρσκι, θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος και λαϊκός επίτροπος εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ μετά την οκτωβριανή επανάσταση, δίνει έμφαση στο ριζοσπαστισμό της αντικαπιταλιστικής κριτικής του Ίψεν.
Οι μαρξιστές που υποστήριξαν τον Οκτώβρη, ο Μέρινγκ, ο Λουνατσάρσκι και ο Τρότσκι, όπως και οι Γκράμσι και Λούκατς μεταγενέστερα, προβαίνουν σε πιο διαλεκτικές, εποικοδομητικές κρίσεις. Ο Λουνατσάρσκι, θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος και λαϊκός επίτροπος εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ μετά την οκτωβριανή επανάσταση, δίνει έμφαση στο ριζοσπαστισμό της αντικαπιταλιστικής κριτικής του Ίψεν. Αναφερόμενος στους κυνικούς αστούς ήρωες των τελευταίων έργων του, όπως ο Μπόρκμαν, συνοψίζει ως εξής τα αίτια της καταστροφής τους:
Ιδού ένας φανταστικός διάλογος:
Ίψεν: Ένα άτομο πρέπει να έχει έναν μεγάλο σκοπό και να θυσιάζει τα πάντα σε αυτόν.
Καπιταλισμός: Ο μεγάλος μου στόχος είναι το κέρδος, θα θυσιάσω τα πάντα σε αυτό.
Ίψεν: Ο στόχος σας είναι πολύ απάνθρωπος, και επομένως εσείς οι ίδιοι είστε καταδικασμένοι να γίνετε θύμα αυτού του απάνθρωπου πάθους.
Ο Ίψεν δεν μπόρεσε να πει ποιος πρέπει να είναι ο στόχος του ανθρώπου. Ωστόσο, ενώ απαιτούσε ηρωισμό, καταγγέλλει τον καπιταλισμό και τον πλούτο, την ποταπή και κυνική μορφή που πήρε ο ηρωισμός εκείνη την εποχή» (3).
Παρόμοιες κρίσεις συναντάμε επίσης στον Μέρινγκ, ο οποίος ωστόσο παρανοεί τη μορφή του Στόκμαν, όπως και στον Τρότσκι.
Και οι δυο στέκονται ιδιαίτερα στους κομφορμιστικούς τύπους του Ίψεν, στους οποίους αναγνωρίζουν τυπικές ενσαρκώσεις της αστικής-φιλισταϊκής μετριοπάθειας και ευπρέπειας. Σύμφωνα με τον Τρότσκι, «το κοινωνικό υπόβαθρο στο οποίο λαμβάνουν συνήθως χώρα τα προσωπικά δράματα των ηρώων του Ίψεν… είναι ο ειρηνικός, εσωστρεφής, συνεχώς επαναλαμβανόμενος τρόπος ζωής των μικρών νορβηγικών επαρχιακών κωμοπόλεων, κατοικημένων από μεσοαστούς, οι οποίοι είναι τόσο ηθικοί και ευγενείς, τόσο σεβαστοί και θρησκευόμενοι…»
Ο Μπέρνικ και ο Ρέρλουντ (Οι Πυλώνες της Κοινωνίας), ο Πέτερ Στόκμαν και ο τυπογράφος Άσλαξεν (Ο Εχθρός του Λαού) εκφράζουν αυτό το πνεύμα σε διάφορες παραλλαγές. Ο Τρότσκι παραθέτει εις επίρρωση, πλάι σε κάμποσα άλλα, το μότο του Μπέρνικ: «Η οικογένεια είναι το θεμέλιο της κοινωνίας. Ένα άνετο σπίτι, σεβαστοί και πιστοί φίλοι, ένας μικρός κλειστός κύκλος, όπου κανένα ύπουλο στοιχείο δεν μπορεί να εισέλθει» (4).
Ο Λούκατς, από τη μεριά του, συζητά μια πιο σύνθετη εκδοχή αυτού του τύπου, τον Ρέλινγκ (Η Αγριόπαπια), ο οποίος δίνει μια πιο λεπτεπίλεπτη αιτιολόγηση του κομφορμισμού, παρουσιάζοντάς τον σαν μια ανάγκη της ζωής. Απέναντι στον Ρέλινγκ, ο Γκρέγκερς Βέρλε, ο δονκιχωτικός ήρωας της Αγριόπαπιας, που επιζητεί να εφαρμόσει τα παλιά αστικά ιδανικά σε μια εποχή που η ζωτικότητά τους έχει χαθεί και δεν μπορούν πλέον να επιβεβαιωθούν στις συγκεκριμένες καταστάσεις της ζωής, βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία. Σύμφωνα με τον Λούκατς, το κενό του συμβολισμού του Ίψεν στο επόμενο στάδιο έγκειται στο γεγονός ότι επιχείρησε να δημιουργήσει τύπους που υπερβαίνουν την κριτική του Ρέλινγκ, οι οποίοι όμως στο πλαίσιο ενός μικροαστικού ορίζοντα δεν είναι δυνατοί.
Ανώτερος άνθρωπος από το μέσο όρο
Ο Ίψεν, γράφει ο Λούκατς, «Επιδίωξε να δημιουργήσει έναν άνθρωπο που θα ήταν ανώτερος από το μέσο όρο, έναν άνθρωπο που υπερέβαινε τις παλιές αντιφάσεις, αλλά –σε στενή σχέση με την αδυναμία του να επικρίνει το περιεχόμενο και την πραγματική ιστορική κατάσταση των ιδανικών του Γκρέγκερς Βέρλε– αναγκάστηκε να απεικονίσει αυτόν τον νέο άνθρωπο με όρους του παλιού υλικού, απλά με τεχνητή ανύψωση και εντατικοποίηση… Η έκδηλη στην Αγριόπαπια διαίρεση στα ανθρώπινα πρότυπα εντείνεται έτσι συνεχώς. Αυτοί οι χαρακτήρες είναι ακόμη πιο έντονα τόσο υποτιμημένοι όσο και υπερτιμημένοι από τον συγγραφέα τους» (5).
Η κριτική των μαρξιστών, τόσο αναφορικά με τους συμβατικούς τύπους όσο και ευρύτερα με την επίλυση των ιψενικών δραμάτων στέκει γενικά, ακριβώς λόγω της θεμελίωσής της στην κατανόηση των κοινωνικών συνθηκών, σε ένα υψηλότερο επίπεδο από εκείνη προοδευτικών στοχαστών της ίδιας περιόδου.
Η Έμα Γκόλντμαν, για να αρκεστούμε σε ένα παράδειγμα, διακεκριμένη εκπρόσωπος του αναρχισμού, προβαίνει σε μια μάλλον άκριτη ανάγνωση των Πυλώνων της Κοινωνίας. Αναφερόμενη στο έργο, στην ενδιαφέρουσα μελέτη της για το σύγχρονο δράμα, αποτυχαίνει να θέσει το ερώτημα για την ειλικρίνεια της μεταμέλειας του Μπέρνικ. Τα καταληκτικά λόγια της συζύγου του Λόνα, «Το πνεύμα της Αλήθειας και της Ελευθερίας – αυτοί είναι οι Πυλώνες της Κοινωνίας», προβάλλουν έτσι ως ένα μάθημα για όλους, ακόμη και τους πιο κυνικούς συμφεροντολόγους όπως ο Μπέρνικ. «Ακόμη και αυτοί [οι Μπέρνικ] πρέπει να μάθουν ότι η κοινωνία είναι διεφθαρμένη ως το μεδούλι» (6).
O Aντόνιο Γκράμσι. |
Οι μαρξιστές κριτικοί, αντίθετα, ιδιαίτερα ο Πλεχάνοφ και ο Λουνατσάρσκι, εγείρουν αντιρρήσεις για τον τεχνητό, αφύσικο χαρακτήρα αυτού του ηθικοπλαστικού φινάλε, θεωρώντας το ως την αδυναμία του έργου. Είναι αλήθεια ότι και με τη Νόρα βλέπουμε μια θεαματική μεταστροφή από το ρόλο της κούκλας σε μια αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη, στην περίπτωσή της όμως αυτή δικαιολογείται από την πλοκή – η πρωτοβουλία της στο παρελθόν να συνάψει ένα δάνειο για το καλό του συζύγου της εν αγνοία του δείχνει ένα άτομο με ηθική αξία και πρωτοβουλία, έστω και αν έχουν ναρκωθεί από τις περιστάσεις. Με τον Μπέρνικ, αντίθετα, η μεταστροφή είναι εντελώς μη τυπική όχι μόνο για το κοινωνικό στάτους του αλλά και για το είδος του χαρακτήρα που του αποδίδεται.
«Αν μόνο όλοι», συνοψίζει την κριτική του ο Πλεχάνοφ, «θυμόντουσαν πάντα να τηρούν αυτά τα ευγενή ηθικά πρότυπα, τι καλό θα ήταν για την κοινωνία! Πολύς θόρυβος για το τίποτα! Σε αυτό το εξαιρετικό δράμα το πνεύμα “ξεσηκώνεται” μόνο για να βρει τη γαλήνη, αρθρώνοντας τις πιο βαρετές και τετριμμένες κοινοτοπίες» (7).
Η αστική περίοδος
Ο Λούκατς ασχολήθηκε έντονα με τον Ίψεν στην αστική περίοδό του. Η ηθική διαμαρτυρία του Ίψεν ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης υπήρξε αναμφίβολα μια από τις ωθήσεις της ριζοσπαστικοποίησής του, η οποία αργότερα, κάτω από τις εμπειρίες του παγκοσμίου πολέμου, τον έκανε μαρξιστή.
«Μετά το Ρόσμερσχολμ (1886)», εκτιμά ο Λούκατς, «η ετυμηγορία δεν είναι πλέον τόσο ρητή στον Ίψεν. Στα προηγούμενα έργα του, ο Ίψεν είχε παρουσιάσει δύο τύπους χαρακτήρων (για παράδειγμα, τους δύο αδελφούς Στόκμαν [Ο Εχθρός του Λαού]), οι οποίοι διεξήγαγαν απεγνωσμένους αγώνες μεταξύ τους. Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, αυτή η εχθρότητα δημιουργεί ένα δεσμό μεταξύ τους. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον στο έργο του Ίψεν, Ρόσμερσχολμ. Οι δύο τύποι χαρακτήρων διάγουν χωριστές ζωές και δύσκολα κατανοούν ο ένας τον άλλον (…). Η δραματική διάθεση αλλάζει τώρα. Νωρίτερα, ο Ίψεν απέδιδε την τραγωδία στις δυνάμεις που συγκρατούσαν το άτομο και τις δυνατότητές του. Τώρα η τραγωδία προέρχεται από άτομα που ενεργούν και βιώνουν τις ευκαιρίες που διαθέτουν (…). Ταυτόχρονα, υπάρχουν δυνάμεις που υπερισχύουν των χαρακτήρων και τους ωθούν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και στο τέλος του δρόμου τούς περιμένει η καταστροφή (…). Η ίδια μοίρα κρατά δέσμιους τον Μπόρκμαν και τον Ρούμπεκ. Οι Μπόρκμαν και οι Ρούμπεκ είναι ασκητές και τύραννοι. Ό,τι στέκει εμπόδιο στο δρόμο τους, το αφαιρούν, συμπεριλαμβανομένων των αγαπημένων τους. Ο Ίψεν είναι ο πρώτος δραματουργός που δίνει φωνή στα θύματα ασκητικών τυράννων» (8).
Ο Γκράμσι αντιπαραθέτει τη γενναία απόφαση της Νόρα στις αντιδράσεις του αστικού κοινού στην παράσταση, που δυσανασχέτησε και πάγωσε με την τελική πράξη του έργου.
Κάτι ανάλογο συναντάμε και στον Γκράμσι, ο οποίος στο άρθρο του «Τα ήθη και τα έθιμα» καταγράφει τις εμπειρίες του από την παρακολούθηση μιας παράστασης του Κουκλόσπιτου στα 1917, την περίοδο που γινόταν μαρξιστής. Ο Γκράμσι αντιπαραθέτει τη γενναία απόφαση της Νόρα στις αντιδράσεις του αστικού κοινού στην παράσταση, που δυσανασχέτησε και πάγωσε με την τελική πράξη του έργου. Σύμφωνα με τον Γκράμσι, η απόφαση της Νόρα είναι «ουσιαστικά ηθική, γιατί είναι η βλέψη ευγενών ψυχών προς μια ανώτερη ανθρωπινότητα, της οποίας το έθιμο είναι η πληρότητα της εσωτερικής ζωής, η βαθιά ανασκαφή της προσωπικότητας του ατόμου και όχι η δειλή υποκρισία» (9).
Ο Τρότσκι επίσης προς το τέλος της ζωής του, το 1935, θα επανέλθει στον Νορβηγό δραματουργό, τονίζοντας την ανθρώπινη γνησιότητα των θετικών ηρώων του Ίψεν: «Πριν από τριάντα πέντε χρόνια ο Ίψεν ήταν η λογοτεχνική μου αγάπη. Ένα από τα πρώτα μου άρθρα ήταν αφιερωμένο σε αυτόν. Σε μια δημοκρατική φυλακή, στη γενέτειρα του ποιητή, ξαναδιάβασα τα δράματά του (…) στο σύνολό του ο Ίψεν μου φάνηκε φρέσκος και, στη βόρεια φρεσκάδα του, ελκυστικός. Ξαναδιάβασα το Ο Εχθρός του Λαού με ιδιαίτερη ικανοποίηση».
Κατά τη σταλινική ηγεσία
Έχοντας χαρακτηριστεί και ο ίδιος «εχθρός του λαού» εκείνη την περίοδο από την αυταρχική σταλινική ηγεσία (οι Δίκες της Μόσχας απείχαν μόλις λίγους μήνες), ο Τρότσκι είχε κάθε λόγο να αναφερθεί στο συγκεκριμένο δράμα του Ίψεν. Ο ίδιος παραθέτει τις προειδοποιήσεις του στον Νορβηγό υπουργό δικαιοσύνης Τρίγκβε Λι για το ότι η συμβιβαστική στάση της τότε εργατικής κυβέρνησης στη Νορβηγία απέναντι στους φασίστες θα τους έκανε πρόσφυγες σε μερικά χρόνια, η οποία βρήκε μια τραγική επιβεβαίωση με την κατάληψη της χώρας από τους ναζί (10).
Μια από τις πιο σφαιρικές εκτιμήσεις του ιψενικού έργου δόθηκε από την Κλάρα Τσέτκιν. Εκεί που οι άλλοι μαρξιστές διέκριναν μόνο μια αδυναμία στις ασαφείς προοπτικές του Ίψεν, η Τσέτκιν διέκρινε μερικά θεμελιώδη προτερήματα, έστω και ανεπαρκώς ανεπτυγμένα, όπως η διαρκής αναζήτηση και η αποφυγή της αποστέωσης. Μπόρεσε έτσι να δει σε αυτά τη βάση για τις εκφρασμένες συμπάθειες του Ίψεν στο σοσιαλισμό, αποκρούοντας τη θέση του Πλεχάνοφ ότι επρόκειτο για κάτι συμπτωματικό:
«Η λαχτάρα που ωθεί τον αγώνα, και όχι οι χειροπιαστοί καρποί του αγώνα, ήταν για τον Ίψεν η υπόσχεση που εξασφάλιζε το ανοδικό ταξίδι της ανθρωπότητας. Σε αυτή την εκτίμηση, συναντά τον Λέσινγκ, ο οποίος έθετε την αναζήτηση της αλήθειας πάνω από την κατοχή της αλήθειας, σε αντίθεση με τους κορεσμένους, αργούς και αυτοδικαιωμένους κατόχους των κληρονομημένων “αιώνιων αληθειών” (…). Σε αυτό το πλαίσιο, το 1885 μπορούσε να πει στην Εργατική Ένωση του Τροντχάιμ (…) ότι περίμενε ότι η πραγματική ελευθερία θα προερχόταν από μια ευγένεια χαρακτήρα, διάθεσης και θέλησης. Αυτό το νέο θα προερχόταν από τους εργάτες και τις γυναίκες (…). Ο επαναστάτης Ίψεν θα ζει όσο υπάρχει αστική κοινωνία. Ο Ίψεν, ο καλλιτέχνης και παιδαγωγός, θα ζει για πάντα» (11).
Ο Πέερ Γκιντ, μια εικόνα του μέσου άνθρωπου της εποχής μας –με πολλά στοιχεία, όπως και ο Μπραντ, από τον ίδιο τον Ίψεν– περιπλανάται άσκοπα σε όλο τον κόσμο. Γίνεται «αυτοκράτορας» σε ένα τρελοκομείο στην Αίγυπτο, όπου «ο καθένας είναι ο δικός του “αληθινός εαυτός”».
Ο Λούκατς επίσης επανήλθε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο έργο του Ίψεν Πέερ Γκιντ, το οποίο είχε αναλύσει και σε ένα από τα νεανικά άρθρα του. Στη συνέντευξή του αυτή στον Μπέλα Χέγκυι επικαλέστηκε, για να ορίσει το δικό του ανθρώπινο πιστεύω, τη ρήση του βασιλιά των Τρολ που συνοψίζει τη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα τρολ: «“Άνθρωπε, γίνε ο εαυτός σου!” Αλλά μεταξύ μας [μεταξύ των τρολ] αυτό λέγεται διαφορετικά: “Ελφ, να είσαι πάντα αυτάρκες στον εαυτό σου!”»(12).
Ο Πέερ Γκιντ, μια εικόνα του μέσου άνθρωπου της εποχής μας –με πολλά στοιχεία, όπως και ο Μπραντ, από τον ίδιο τον Ίψεν– περιπλανάται άσκοπα σε όλο τον κόσμο. Γίνεται «αυτοκράτορας» σε ένα τρελοκομείο στην Αίγυπτο, όπου «ο καθένας είναι ο δικός του “αληθινός εαυτός”» (με την αυτάρκη έννοια).
Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι
Γέρος πια πίσω στη χώρα του, ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι για να ανακαλύψει ότι και η δική του ύπαρξη ήταν μια σειρά από επάλληλες στρώσεις χωρίς πυρήνα. Και συναντά τον Κουμποχύτη που του λέει ότι είναι σαν ένα στραβό κουμπί και πρέπει να ξαναχυθεί για να ταιριάζει στο ρούχο. «Ο Πέερ», συμπεραίνει ο Λούκατς στο νεανικό του κείμενο, «προορίζεται για το καζάνι γιατί, όντας ούτε καλός ούτε κακός, δεν ήταν ποτέ “ο εαυτός του” (…) παρά μόνο “αυτάρκης στον εαυτό του”» (13).
Η καταπολέμηση της εφησυχασμένης αυτάρκειας μέσα από τη διαρκή αλλαγή ήταν αναμφίβολα το πιο πολύτιμο παιδαγωγικό στοιχείο του Ίψεν, το οποίο εκτίμησαν περισσότερο οι μαρξιστές. Είναι ένα αίτημα που η γενική αποδοχή του δεν αρκεί, αφού, όπως εύστοχα παρατηρεί και ο Στέφανος Ληναίος,
«Η αστική, υποκριτική ηθική είναι αιώνια», ώστε ακόμη και οι πιο οξείες κριτικές της «γίνονται, πολλές φορές, άλλοθι του καλού κόσμου που παρακολουθεί και χειροκροτεί αυτά τα έργα, σαν να αφορούν σε άλλες χώρες και σε άλλες κοινωνίες»(14). Σε εποχές κρίσης και σύγχυσης όπως η τωρινή μετουσιώνεται σε πράξη μόνο όταν παρακινεί την επίγνωση ότι όχι η προσπάθεια να περισώσουμε το ξεπερασμένο παλιό, αλλά η δέσμευση στο νέο ανοίγει δρόμους για την ανθρωπότητα.
1. Γκ. Πλεχάνοφ, «Ίψεν, ο μικροαστός επαναστάτης», στη συλλογή Η Αριστερά και ο Ίψεν, σελ. 197, 196.
2. Βλέπε στο ίδιο, σελ. 172 κ.ε.
3. Α. Λουνατσάρσκι, «Ερρίκος Ίψεν», στο ίδιο, σελ. 148-149.
4. Λ. Τρότσκι, «Ίψεν», στο ίδιο, σελ. 156-158.
5. Γκ. Λούκατς, «Ίψεν και Στρίντμπεργκ, στο ίδιο, σελ. 246.
6. Ε. Γκόλντμαν, The Social Significance of the Modern Drama.
7. Γκ. Πλεχάνοφ, στο ίδιο, σελ. 172.
8. Γκ. Λούκατς, «Σκέψεις για τον Ερρίκο Ίψεν», στο ίδιο, σελ. 230.
9. Α. Γκράμσι, «Τα ήθη και τα έθιμα», στο ίδιο, σελ. 253.
10. «Leon Trotsky in Norway»..
11. Κλάρα Τσέτκιν, «Ερρίκος Ίψεν», στο ίδιο, σελ. 218, 221, 222.
12. Βλέπε Γκ. Λούκατς, «Διάλογος στη στροφή της εποχής. Συνέντευξη στον Μπέλα Χέγκυϊ (1970)», στη Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 33, σελ. 48.
13. Γκ. Λούκατς, «Πέερ Γκιντ. Το δραματικό ποίημα του Ίψεν», στη συλλογή Η Αριστερά και ο Ίψεν, σελ. 240-241.
14. Συνέντευξη του Στέφανου Ληναίου, στο ίδιο, σελ. 111.
* Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας.