
Μια ανασκόπηση της ελληνικής διηγηματογραφίας των τελευταίων πενήντα ετών σε 50 αντιπροσωπευτικά κείμενα. Σε πόσες κατηγορίες μπορούν να ταξινομηθούν τα διηγήματα (της μνήμης, πολιτικά, ερωτικά, αστυνομικά κ.ά.) και ποιοι οι σημαντικοί εκπρόσωποι της κάθε μιας; Στην κεντρική εικόνα, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930-2024).
Του Π. Ένιγουεϊ
Είθισται, όταν οι μελετητές εξετάζουν την πεζογραφία μιας περιόδου, να αναφέρονται κυρίως σε μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων και σπανίως σε μεμονωμένα διηγήματα που τους εντυπωσίασαν ή που ξεχωρίζουν. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, με την παρούσα σύντομη εισαγωγή, να διεισδύσουμε στον κόσμο του ελληνικού διηγήματος της τελευταίας πεντηκονταετίας και να αναδείξουμε τόσο τις κορυφώσεις του όσο και κάποιες ιδιοτυπίες που το χαρακτηρίζουν.
Τα διηγήματα που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1974–2024 μπορούν να ταξινομηθούν σε εννέα επιμέρους κατηγορίες[1]:
Α. Το διήγημα της μνήμης
Β. Το πολιτικό διήγημα
Γ. Άτομο και καθημερινότητα
Δ. Το ερωτικό διήγημα
Ε. Χιούμορ, ειρωνεία και σάτιρα
Ζ. Το φαντασιακό διήγημα
Η. Το αστυνομικό διήγημα
Θ. Μεταμυθοπλασία
Ι. Λοιπές κατηγορίες (παράλογο, παράδοξο, αλληγορία, μοντερνισμός)
Α. Το διήγημα της μνήμης
Αποτελεί κατηγορία με μεγάλη παράδοση και ευρεία αποδοχή ότι εκφράζει την πεμπτουσία του είδους. Το διήγημα της μνήμης εξιστορεί -συχνά με αναδρομικό τρόπο- περιστατικά από τα παιδικά ή νεανικά χρόνια του συγγραφέα, κυρίως από τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60. Ο αφηγητής παρουσιάζει προσωπικά βιώματα με μια αυθεντική, μονοφωνική υποκειμενικότητα, και συνήθως διατηρεί αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στα γεγονότα, τα οποία περιγράφει με οξυμένη παρατηρητικότητα. Η οπτική γωνία του παιδιού αξιοποιείται συχνά από συγγραφείς της κατηγορίας. Εδώ δεν απαντώνται ευρυγώνιες αφηγηματικές συνθέσεις, αλλά προσωπικές μικροαφηγήσεις (Δ. Κούρτοβικ, 2021).
«Αν οι πρώτοι μεταπολεμικοί συγγραφείς βυθίζονται ψυχή τε και σώματι στα πάθη της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, οι επίγονοι πλησιάζουν την ίδια περίοδο μέσα από τις εικόνες και τα ακούσματα της παιδικής ή εφηβικής ηλικίας, φροντίζοντας να προβάλλουν το αναμνηστικό τους υλικό σ’ ένα καυτό παρόν» (Β. Χατζηβασιλείου, 2018).
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν διηγήματα όπως:
• «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» (1974) του Γ. Ιωάννου
• «Ο διεθνής» (1980) του Τ. Καζαντζή
• «Στης Μιμής με πόντους και την ξανθιά του Santé» (1992) της Ν. Κεσμέτη
• «Η αποκριά» (1976) του Χ. Μηλιώνη
• «Ο Αμερικάνος» (1999) του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου
• «Απολυμένη Πέτρα» (2009) του Τ. Χατζητάτση
Ας αναφερθούμε ενδεικτικά σε δύο από αυτά:
«Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» – Γ. Ιωάννου
Τα πρώτα πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου (όρος που χρησιμοποιούσε ο ίδιος) ξεκινούν από μια μικρή λεπτομέρεια και εξελίσσονται συχνά τυχαία -έως και απρόβλεπτα-, με τη σκηνοθετική εστία να μετατοπίζεται συνεχώς. Θεωρώ κορυφαίο του το «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου αφηγείται την ιστορία δύο «μικρών και αθώων κοπελούδων» που ήρθαν από τη Μικρά Ασία μετά την Καταστροφή. Το διήγημα ξεκινά με τον γάμο τους την ίδια μέρα με δύο εργάτες -«ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης»- και με σκηνές γλεντιού που κορυφώνονται σε κωμικοτραγικές καταστάσεις. Η αφήγηση εκτρέπεται σταδιακά στα παιδιά τους, στην εγκατάστασή τους «ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», στον θάνατο της μίας αδελφής, στις εμπειρίες τους κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και εν τέλει στο μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του ’50.
Παρότι το ήρεμο, υπαινικτικό αφηγηματικό ύφος του Γ. Ιωάννου συναντάται και σε νεότερους πεζογράφους (Δ. Πετσετίδης, Γ. Γκόζης, Η. Παπαμόσχος κ.ά.), είναι κρίμα η «οιονεί σιωπή που ακολούθησε γύρω από το έργο και το όνομά του» (Ε. Κοτζιά, 2020)[2].
«Ο Αμερικάνος» – Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Με μινιμαλιστική γραφή, παιγνιώδη τόνο -σε αντίθεση με τη μελαγχολική σοβαρότητα των Γ. Ιωάννου και Τ. Καζαντζή-, έντονη νοσταλγία αλλά και ειρωνικό σκώμμα, ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος χαράσσει τη δική του διακριτή πορεία. Στο διήγημα «Ο Αμερικάνος» (είναι γραμμένο το 1999, αλλά αναφέρεται σε μια βιωματική ιστορία του 1937) περιγράφεται η επιστροφή ενός μετανάστη στο χωριό, με «πανάδες στο πρόσωπο» και χέρια που έτρεμαν, με όψη «θαλασσοκουνημένου». Αντί για δώρα, επιδεικνύει σε ανυπόμονα παιδιά «γκρι χαρτονάκια με αριθμούς και γράμματα» — εισιτήρια του μετρό της Νέας Υόρκης. Καθώς τα παιδιά απογοητεύονται, φέρνει ένα μυστηριώδες ξύλινο κουτί με κουμπιά και «μια χοντρή βελόνα»: «είναι ραδιόφωνο!», το οποίο όμως στην πορεία βραχυκυκλώνει και ανατινάζεται μπρος τα έκπληκτα όλων των παιδιών — σκωπτική και ειρωνική αποδόμηση του «αμερικανικού ονείρου».
Η τελική σκηνή, όπου ο «Αμερικάνος» πεθαίνει κατά την Κατοχή από δηλητηρίαση, αποτυπώνεται ως μία από τις πιο συγκλονιστικές στη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία.
Β. Το πολιτικό διήγημα
Το «πολιτικό διήγημα» γνώρισε ευρεία αποδοχή και υψηλή εκτίμηση καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, με χαρακτηριστικά έργα των Σ. Πλασκοβίτη, Δ. Χατζή[3] και της τότε πρωτοεμφανιζόμενης Μ. Δούκα. Επανήλθε μάλιστα στο προσκήνιο -φτάνοντας να γίνει της μόδας- την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2010–2016), συνοδευόμενο από εκδηλώσεις, αφιερώματα, άρθρα και δημοσίευση συλλογικών τόμων[4]. Τι απέμεινε, όμως, τελικά από όλο αυτό το εκδοτικό χάπενινγκ[5]; Ελάχιστα διηγήματα με ουσιαστική απήχηση, φοβάμαι.
Τι πραγματεύεται, λοιπόν, το «πολιτικό διήγημα»; Αναφέρεται στον δημόσιο βίο και, κυρίως, στις παθογένειες που τον διαπερνούν -είτε πρόσφατες είτε παλαιότερες- πάντα με κάποιον υπόγειο ή φανερό υπαινιγμό προς το παρόν. Σε αυτή την κατηγορία ξεχωρίζω «Το θολάμι» (1987) του Ν. Κάσδαγλη, «Νεράιδα της Αθήνας» (1974) του Δ. Νόλλα, «Νεράιδες στο ορυχείο» (2017) του Χ. Οικονόμου και «Μαύρα μεσάνυχτα» (2004) του Α. Πανσέληνου. Οι συγγραφείς αυτοί «έδωσαν έμφαση στα μελανά σημεία, στις κοινωνικές παθογένειες και στις στρεβλές πτυχές της ελληνικής μεταπολιτευτικής ζωής. Ανέπλασαν την όψη μιας Ελλάδας που, παρά τον εκμοντερνισμό της (στον Νόλλα όχι μόνο παρά, αλλά και εξαιτίας του), παρέμεινε κολλημένη σε βαθύ τέλμα, μιας Ελλάδας κλονισμένων, ηττημένων και ασταθών ανθρώπων» (Ε. Κοτζιά, 2020).
Η «Νεράιδα της Αθήνας» αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του Δ. Νόλλα: μια συνειρμική αλληλουχία εικόνων πολιτικού και κοινωνικού χάους στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, δοσμένη μέσα από το βλέμμα ενός ιδιότυπου, μοναχικού αναρχικού με ευαίσθητες κεραίες και βαθιά εσωτερική αναστάτωση (Δ. Κούρτοβικ, 2021). Ξεχωρίζω αυτό το εκτενές διήγημα των 7.421 λέξεων από τα μεταγενέστερα σύντομα -έως πολύ σύντομα- κείμενά του, κυρίως για τον τρόπο που αξιοποιεί τη γλώσσα του κινηματογράφου. Οι γρήγορες, κοφτές και συχνά ασύμπτωτες εναλλαγές «σκηνών» (κεφαλαίων) αναδεικνύουν όλη την αφηγηματική του ευρηματικότητα.
Στο επίσης εκτενές «Θολάμι» (7.783 λέξων), ξεχωρίζει η ψυχρή αποστασιοποίηση του αφηγητή από τα μυθοπλαστικά γεγονότα — χαρακτηριστικό στοιχείο, άλλωστε, της πεζογραφίας του Ν. Κάσδαγλη. «Ο αφηγηματικός χρόνος ταυτίζεται με την κάλυψη της τελευταίας ημέρας της ζωής ενός τρομοκράτη. Ο συγγραφέας αποφεύγει να εξετάσει το δίκαιο ή όχι των πράξεών του και δεν παίρνει θέση ως προς τις πολιτικές του φορτίσεις και αποβλέψεις» (Β. Χατζηβασιλείου, 2018). «Δεν αποκαλύπτει κανενός είδους συναισθηματική διάθεση απέναντι στον ήρωά του. Δεν ξέρουμε αν τον εγκρίνει ή τον αποδοκιμάζει, αν τον συμπαθεί ή τον αντιπαθεί. Η όποια στάση μας απέναντί του θα διαμορφωθεί χωρίς τη διαμεσολάβηση του αφηγητή» (Σ. Τσακνιάς, 1990).
Γ. Άτομο και καθημερινότητα
Την ίδια περίοδο που ορισμένοι συγγραφείς αναπαριστούσαν τη δημόσια σφαίρα, άλλοι στράφηκαν προς τον ιδιωτικό βίο. Η κατηγορία αυτή, που θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «Άτομο και καθημερινότητα», επικεντρώνεται στον προσωπικό και οικογενειακό χώρο. Διηγήματα όπως «Τα ποδήλατα» (1990) του Τ. Καλούτσα, «Το πιο πικρό ποτήρι» (2002) της Μ. Κέντρου, «“Μόσμπεργκ” των έξι» (1992) του Γ. Σκαμπαρδώνη, «Ο γάμος» (1996) του Β. Τσιαμπούση και «Μετά τις τελευταίες μας λέξεις» (1999) του Μ. Φάις εξελίσσονται κυρίως εντός του στενού πλαισίου της προσωπικής ζωής.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Δ. Κούρτοβικ (2021), «η μετακίνηση προς την υποκειμενικότητα δεν σήμαινε αυτομάτως απολιτική στάση, εσωστρέφεια ή αποκλειστική ενασχόληση με ιδιωτικά ζητήματα. Αντίθετα, πολλές φορές αντανακλούσε την ανάγκη του συγγραφικού υποκειμένου να ανοίξει έναν νέο δίαυλο με την πραγματικότητα και να την προσεγγίσει με πιο προσωπικούς, αλλά όχι λιγότερο ουσιαστικούς, όρους».
Ενδεικτικό είναι το διήγημα του Γ. Σκαμπαρδώνη «“Μόσμπεργκ” των έξι», όπου ένας αφηγητής με ευαισθησία και οικολογική συνείδηση -χωρίς πολιτική ταυτότητα- σκοτώνει έναν κυνηγό που έχει εξοντώσει τα δύο τελευταία ζευγάρια θαλασσοαετών στη λίμνη Βόλβη. Η σκηνή της ερωτικής πτήσης των αετών, με την ακρίβεια και την ομορφιά της περιγραφής, μετατρέπεται σε ποιητική εικόνα με έντονη συμβολική φόρτιση.
Ο ένας αετός, ο αρσενικός, πετάει οριζόντια με μεγάλη ταχύτητα και ο άλλος, ο θηλυκός, παράλληλα από κάτω σε ανάσκελη στάση. Συντονίζονται εντελώς και κάποια στιγμή, πετώντας έτσι σε σταθερή παραλληλία, μπλέκουν τα πόδια τους, τα δάχτυλά τους, σφίγγουν τους ταρσούς, κατόπιν ο από κάτω αετός αποσπάται, αναστρέφεται με μια μόνο κίνηση και πετάει ακριβώς δίπλα στον άλλον.
Η ρεαλιστική γραφή του Σκαμπαρδώνη «παράγει πλήθος ποιητικές εικόνες χωρίς να γλιστράει ποτέ στον ποιητικισμό», ενώ «δεν αποσκοπεί στη σκιαγράφηση αναγνωρίσιμων χαρακτήρων, αλλά στην επινόηση μεταφορικών προσώπων που επιδιώκουν να αποδράσουν από τη μέγγενη της καθημερινής κατάθλιψης» (Β. Χατζηβασιλείου, 2018).
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Μισέλ Φάις. Ενώ ορισμένοι κριτικοί αναγνωρίζουν τη «μεταμοντέρνα» τεχνική του (λιτότητα, συχνή προσφυγή στην αφηγηματική τεχνική των τεκμηρίων, επισταμένη καλλιέργεια της γραφής), άλλοι την απορρίπτουν λόγω της ασυνήθιστης ιδιοσυγκρασίας της. Το διήγημά του «Μετά τις τελευταίες λέξεις» αποτελεί μια πρωτοφανή άσκηση στον διάλογο: ένα συνεχές λεκτικό παιχνίδι μεταξύ δύο προσώπων, ενός ζευγαριού σε κρίσιμη καμπή της σχέσης του. Σε 2.358 λέξεις, ολόκληρο το κείμενο συνίσταται σε διαλογική αντιπαράθεση χωρίς αφηγηματικά σχόλια ή περιγραφές.
Η σύνθεση θυμίζει θεατρικό έργο, αλλά το προτέρημα του διηγήματος δεν έγκειται απλώς στην πρωτοτυπία της μορφής -μοναδική σε έκταση στην ελληνική διηγηματογραφία- όσο στη γνησιότητα και την ένταση των διαλόγων, που αποδίδουν με ακρίβεια την κλιμακούμενη φθορά και πάθος. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
- Και πού θα πας;
- Οπουδήποτε, αρκεί να γλιτώσω απ’ την γκρίνια σου.
- Απ’ την γκρίνια μου;
- Απ’ την γκρίνια σου.
- Δεν έχει όνομα αυτό το μέρος;
- Αρκεί να μη σε βλέπω.
- Υπάρχει μέρος που λέγεται να μη σε βλέπω;
- Υπάρχει.
- Και πού βρίσκεται;
- Οπουδήποτε.
- Οπουδήποτε;
- Μακριά σου.
- Μακριά μου;
- Μακριά σου, μακριά σου. Αρκεί να μη σε βλέπω.
- Ώστε να μη με βλέπεις.
- Να μη σε βλέπω και να μη σ’ ακούω.
- Να μη μ’ ακούς.
- Και να μη σε βλέπω.
- Κι εγώ σου λέω πως θα με βλέπεις και θα μ’ ακούς.
- Γιατί, φάντασμα είσαι;
- Εγώ πάντως μίλησα.
- Και που μίλησες...
- Δεν μπορείς να μη με βλέπεις και να μη μ’ ακούς.
- Γιατί;
- Δεν ξέρω.
- Δεν ξέρω και δεν ξέρω. Τι δεν ξέρεις;
- Αφού το ξέρεις.
- Δεν ξέρω τίποτα.
- Δεν μπορείς.
- Δεν μπορώ τι;
- Δεν μπορείς.
- Τι;
- Εσύ θα μου πεις;
- Θα μου πεις τι δεν μπορώ;
- Δεν ξέρω.
- Θα σε βαρέσω, θα μου πεις;
- Δε θέλεις να φύγεις. Αυτό δεν μπορείς. Κι αυτό το ξέρεις.
- Αυτό το λες εσύ.
- Αυτό το λέει η ζωή μας.
- Άντε πάλι.
- Αυτό το λέει η ζωή μας.
- Η ζωή σου δεν είναι ζωή μας.
- Η ζωή μας είναι η ζωή.
- Η ζωή μου είναι ζωή μου.
- Τότε φύγε. Τι κάθεσαι;
- Θα φύγω.
- Θα –
- Τι είπες;
- Τίποτα. Μη σπρώχνεις.
- Τίποτα;
- Μη σπρώχνεις.
- Έχεις παλαβώσει τελείως;
- Μη σπρώχνεις.
- Σ’ ακούμπησα, δε σ’ έσπρωξα.
- Το ακούμπισμά σου είναι κάτι χειρότερο.
- Κάτι χειρότερο από τι;
- Ό,τι το χειρότερο.
- Είπες κάτι χειρότερο κι όχι το χειρότερο. Έχει διαφορά.
- Μην το ζαλίζουμε. Γίνεται να μη μ’ ακουμπάς;
- Γιατί;
- Έτσι. Χωρίς γιατί.
- Δε θέλεις;
- Όχι, δε θέλω.
- Δε θέλεις;
- Να με χτυπάς μπορείς, να μ’ ακουμπάς δεν μπορείς.
- Ώστε δεν μπορώ.
- Και να με ξαναχτυπάς μπορείς. Και να με πονάς μπορείς. Μόνο να μ’ ακουμπάς δεν μπορείς.
- Μπορώ ή δεν μπορώ;
- Και να μου σπάσεις το χέρι, και να με στείλεις στο νοσοκομείο, δε θα σ’ αφήσω να μ’ ακουμπήσεις. Αυτό πρέπει να το καταλάβεις.
- Είπες και την τελευταία σου λέξη;
- Τις τελευταίες μας λέξεις τις έχουμε ήδη πει. Κι εσύ κι εγώ. Εδώ και πάρα πολύ καιρό.
- Μου βγάζεις ό,τι άσχημο έχω μέσα μου.
- Πώς το είπατε αυτό;
- Δεν άκουσες; Να το επαναλάβω;
- Μη σου χιμήξω τώρα. Σου βγάζω αυτό που έχεις και μου βγάζεις αυτό που έχω. Συνεννοηθήκαμε;
- Συνεννοηθήκαμε, μόνο που εγώ σταματάω.
- Να το βουλώσεις τότε.
- Γιατί συνεχίζεις να ουρλιάζεις;
- Για να το βουλώσεις. Έτσι κι αλλιώς, όλο ψέματα λες. Ακόμα κι όταν λες την αλήθεια, ψέματα λες.
- Μούγγα. Είπαμε, μούγγα.
- Μόνο παγίδες ξέρεις να μου στήνεις με τις λέξεις.
- Μούγγα.
- Με ποιον ζεις, μωρέ;
- Μούγγα.
- Με τις λέξεις ή με μένα;
- Μούγγα.
- Ικανοποιημένος, μούγγα;
- Πάντα αυτό δε γίνεται;
- Δεν κλαίω για σένα, απ’ τα νεύρα μου κλαίω.
- Αυτό είναι το πρόβλημά μας.
- Θα το κλείσεις επιτέλους το βρομόστομά σου;
- Το έκλεισα.
- Τίποτα, κιχ. Όλο με διορθώνεις. Δε μιλάς σωστά, δεν εκφράζεσαι καλά. Εγώ λοιπόν, αν θες να μάθεις, απαντώ σ’ αυτά που αισθάνεσαι κι όχι σ’ αυτά που λες. Το κατάλαβες αυτό το πράγμα;
- Ποιο;
- Το κατάλαβες;
- Ποιο;
- Σ’ αυτό το σημείο μ’ έχεις φτάσει.
- Ποιο;
- Σ’ αυτό το σημείο.
- Ποιο;
- Σ’ αυτό.
- Εγώ;
- Δολοφόνε της ζωής μου.
- Εντάξει.
- Δολοφόνε.
- Εντάξει.
- Δολοφόνε.
- Το κατάλαβα. Σήκω από κάτω.
- Ποιο; Ποιο; Ποιο;
- Το κατάλαβα, σου είπα.
- Ποιο; Πες μου. Αυτή τη στιγμή.
- Το κατάλαβα, κατάλαβέ το.
- Δεν υπάρχει πιο φριχτό πράγμα απ’ το να λες στον άλλο, δεν είμαι μάντης να ξέρω τι γίνεται μέσα σου.
- Το κατάλαβα. Σε παρακαλώ, σήκω.
- Κι αυτά που ξέρεις αλλά δε φτάνουν στα χείλη σου; Αυτά που δε μαθαίνεις ποτέ; Αυτά δεν υπάρχουν;
- Υπάρχουν. Σε παρακαλώ.
- Και να μου επιστρέφεις αυτά που αισθάνθηκες μαζί μου.
- Σε παρακαλώ.
- Όλα. Αυτή τη στιγμή. Όλα.
- Σε παρακαλώ.
- Μη μ’ αγγίζεις. Το κατάλαβες;
- Σήκω μόνο από κάτω.
- Από μακριά. Δεν το κατάλαβες. Μακριά μου.
- Εντάξει, από μακριά. Κατάλαβα, σου λέω.
- Τίποτα. Τίποτα δεν κατάλαβες. Ποτέ σου.
Δ. Το ερωτικό διήγημα
Το ερωτικό διήγημα μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατηγορία της προηγούμενης θεματικής, καθώς επικεντρώνεται σε ιστορίες σχέσεων και επιθυμίας – συχνά όμως όχι και τόσο «καθημερινές». Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται έργα με έντονες ή προκλητικές αφηγήσεις, που επεξεργάζονται ζητήματα έρωτα, σεξουαλικότητας και συναισθηματικής έντασης, όχι σπάνια μέσα από το πρίσμα της ψυχολογικής ρήξης ή της κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το διήγημα του Σ. Δημητρίου «Άντρας από τη Βουλγαρία» (1989), το οποίο σκιαγραφεί ένα ψυχολογικά διαταραγμένο περιθωριακό πρόσωπο, καθηλωμένο σε εμμονές γύρω από τη σεξουαλική του ταυτότητα. Αντίστοιχα, το «Ερωτικό αδιέξοδο» (2016) της Μ. Κουγιουμτζή διαπραγματεύεται με πανσεξουαλική διάθεση το ασαφές και ρευστό της ερωτικής επιθυμίας, ενώ «Η εβραία» (1981) του Μ. Κουμανταρέα φέρει τα γνώριμα στοιχεία του συγγραφέα: μια διήγηση ανάμεσα στην αστική καθημερινότητα και την ερωτική περιπέτεια.
Η «Ανκορσίτα» (1983) της Κ. Μητροπούλου είναι εμποτισμένη με υψηλή ψυχολογική ένταση και ακραία συναισθηματική φόρτιση, σε αντίστιξη με την «Η έκτρωση» (1982) του Π. Σφυρίδη – διήγημα ωμού ρεαλισμού, που ο Π. Μουλλάς χαρακτήρισε «αφόρητο»[6]. Από την άλλη, η Ε. Σωτηροπούλου με «Το μουνί μέσα στη ζέστη» (1997) προκάλεσε σάλο όταν πρωτοκυκλοφόρησε στον συλλογικό τόμο Άσεμνες ιστορίες, καθώς αντιμετωπίστηκε από συντηρητικούς κύκλους ως προκλητικό ή και πορνογραφικό.
Ωστόσο, το διήγημα της Σωτηροπούλου ξεχωρίζει για το νηφάλιο, καθημερινό του ύφος – χαρακτηριστικό της διηγηματογραφίας του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’90. Η αφηγήτρια είναι μια μοναχική κοπέλα, ξεχασμένη στην Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου, που μέσα στον καύσωνα ανακαλύπτει το σώμα της και επανασυνδέεται με αυτό μέσα από ένα ιδιαίτερα ωμό, αλλά και απελευθερωτικό τελετουργικό. Η γραφή είναι λιτή, χωρίς υπαινιγμούς, ενώ οι περιγραφές της προκαλούν, όχι όμως με απώτερο σκοπό να σοκάρουν, αλλά να δηλώσουν μια απενοχοποιημένη σωματικότητα:
«Μαζί με τη ζέστη μού έρχονται περίεργες ιδέες. Σκέφτομαι να πεθάνω, να κόψω τις φλέβες μου και να πιω δυο κουτιά Λεξοτανίλ. Στο τέλος βγαίνω έξω και μου περνάει.
»Όταν έρχεται η ζέστη, θυμάμαι ότι έχω μουνί. Ανοίγω τα πόδια μου, βάζω έναν καθρέφτη μπροστά και το κοιτάζω να σαλιαρίζει ιδρωμένο. Βάζω μέσα το δάχτυλό μου, το στριφογυρίζω καλά και το μυρίζω. Μυρίζει χλωρίνη και στάχτη. Χλωρίνη και αέρα από σταθμό του μετρό. Φέτος το καλοκαίρι το πέρασα μόνη μου κι έβραζα στο ζουμί μου. Οι φίλοι μου όλοι έλειπαν στα νησιά. Το Δεκαπενταύγουστο είχε τρομερό καύσωνα και μου την είχε δώσει. Βγήκα έξω κι αγόρασα ενάμισι κιλό παγωτό κρέμα με κάσιους και σταφίδα. Ύστερα άραξα στον καναπέ βλέποντας τους «Σκληρούς του Μαϊάμι» και μετά τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλυ Χιλς». Στις οχτώ που άρχισαν οι ειδήσεις, είχε μείνει ένα κύπελλο του μισού κιλού και σκέφτηκα να ταΐσω το μουνί μου. Άνοιξα το ψυγείο, στερέωσα τον καθρέφτη στην πόρτα κι έφερα ένα σκαμπό. Κάθισα κι άρχισα να το μπουκώνω με το κουτάλι της σούπας. Το κοίταζα να αλληθωρίζει καθώς το κουτάλι γλιστρούσε μέσα του μέχρι τη λαβή κι ύστερα να καταπίνει παίρνοντας ένα απλανές βλέμμα. Η κρέμα ξεχείλιζε από τα μεγάλα χείλη κι έτρεχε στο πάτωμα. Κόκκινο και λαμπερό μέσα σ’ ένα θολό φωτοστέφανο από λερωμένες το μουνί ανοιγόκλεινε το στόμα του με αχόρταγο πείσμα. Παρά την αφόρητη ζέστη, ένιωσα τη μήτρα μου να κοκαλώνει από το κρύο και σταμάτησα».
Το απόσπασμα αυτό από το διήγημα της Σωτηροπούλου μπορεί μεν να εκληφθεί ως εσκεμμένα προκλητικό, φρονώ όμως ότι τελικά αναδεικνύεται ένας υμνητικός λόγος προς το γυναικείο σώμα και τις λειτουργίες του – μια ελληνική, θηλυκή εκδοχή του Ραμπελαί. Το κείμενο άνοιξε τον δρόμο για πληθώρα αντίστοιχων διηγημάτων, χωρίς ωστόσο τα περισσότερα από αυτά να φτάνουν σε υψηλή καλλιτεχνική αξία ή να αποφεύγουν τον σκόπελο της απλής πρόκλησης [7].
Ε. Χιούμορ, ειρωνεία και σάτιρα
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται διηγήματα με χιούμορ, ειρωνεία ή σάτιρα – έννοιες που κινούνται συχνά στα όρια μεταξύ παιγνιώδους και κριτικού λόγου, με σκοπό είτε την ψυχαγωγία είτε την αμφισβήτηση της κοινωνικής και ηθικής τάξης. Αν και συγγενείς μεταξύ τους, οι έννοιες αυτές διαφέρουν ως προς την πρόθεση, τη λειτουργία και το στόχο τους.
Ο L. Pirandello (2016) επισημαίνει πως η ειρωνεία φέρει δύο όψεις -τη ρητορική και τη φιλοσοφική- και συνδέεται με την υποκρισία, άρα αποτελεί σχήμα περισσότερο διανοητικό παρά συναισθηματικό.
Ο V. Jankélévitch (1997) διαπιστώνει πως ο χιουμορίστας «παίζει» αλλά με μια απόμακρη σοβαρότητα, και πως «η ειρωνεία είναι για το χιούμορ ό,τι η σταθερή θέση σε σχέση με την ασταθή κατάσταση». Ο L. Pirandello (2016) επισημαίνει πως η ειρωνεία φέρει δύο όψεις -τη ρητορική και τη φιλοσοφική- και συνδέεται με την υποκρισία, άρα αποτελεί σχήμα περισσότερο διανοητικό παρά συναισθηματικό. Ο H. Bergson (1998) προτείνει έναν ευφυή διαχωρισμό: «Όταν κανείς διατυπώνει πώς πρέπει να είναι τα πράγματα, προσποιούμενος ότι πιστεύει πως έτσι είναι στην πραγματικότητα, αυτό είναι ειρωνεία. Όταν, αντίθετα, περιγράφει καταλεπτώς το πώς είναι στην πραγματικότητα, προσποιούμενος ότι πιστεύει πως έτσι ακριβώς έπρεπε να είναι, αυτό είναι το χιούμορ».
Η σάτιρα, σύμφωνα με την Κ. Κωστίου (2005), λειτουργεί επιθετικά: απορρίπτει εκείνο που κατακρίνει, σε αντίθεση με το χιούμορ που έχει συμφιλιωτική διάθεση. Ο σατιρικός λόγος στοχεύει στην κάθαρση μέσω του γέλιου, χρησιμοποιώντας το ως όπλο, ενώ το καθαρό κωμικό έχει το γέλιο ως αυτοσκοπό. Η ειρωνεία απαιτεί ερμηνεία· το χιούμορ, σχολιασμό. Η σάτιρα, μιας και είναι σκληρή και εκφράζει αλήθειες που δεν είναι δυνατόν να γίνουν παραδεκτές και με ευχαρίστηση, είναι ακατάλληλη για εκτενείς συνθέσεις, καθώς κουράζει γρήγορα τον αναγνώστη· δεν διαθέτει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια, δεν ενδιαφέρεται για την έκβαση και εν τέλει αφήνει τον αναγνώστη σε μια αμφίθυμη κατάσταση: ευχαριστημένο μεν αλλά παράλληλα ενοχλημένο.
Η ειρωνεία, από την άλλη, περιγράφεται από τον F. Schlegel (2025) ως «σταθερή εναλλαγή κατάφασης και άρνησης», βασισμένη στο παράδοξο. Αντιτίθεται στη συμβατικότητα και στη σοβαρότητα της εξουσίας ή της θρησκευτικής αυθεντίας. Ο S. Kierkegaard, με τη χριστιανική του ηθική, την καταδικάζει ως λόγο δια-βολικό, αντιτιθέμενο στον συμ-βολικό και ομόφωνο χαρακτήρα του θρησκευτικού λόγου. Κατά τον Μ. Kundera, «η θρησκεία και το χιούμορ είναι ασύμβατα» (Κ. Κωστίου, 2005).
Από τα ελληνικά διηγήματα της κατηγορίας επιλέγω τέσσερα: Έτσι από την παρωδία της εκκλησιαστικής εξουσίας στο «Η δεύτερη ζωή του Επισκόπου» (1984) του Π. Τατσόπουλου περνούμε στην καυστική σάτιρα των πολιτικών ταγών στο «Το αλογάκι της γλυκιάς Παναγίτσας - μια ψαλμωδία πολιτικού αίσχους» (2010) του Λ. Βασιλειάδη, και «Θεράπων Υπουργός» (2014) του Γ. Γκόζη, αλλά και στο «Γιάπινγκ» (2003) του Ν. Κουνενή, που εκτιμώ ιδιαίτερα: ένα κείμενο το οποίο σαρκάζει το κυνήγι του καταναλωτικού και επαγγελματικού ιδεώδους (της εποχής των χρηματιστηρίων αλλά όχι μόνο), μέσα από ένα μανιώδες, ρομποτικό πρόγραμμα ζωής.
Αξίζει να παραθέσουμε την πρώτη παράγραφο από το «Γιάπινγκ», ενδεικτικό παράδειγμα του ύφους της γραφής του Κουνενή σε όλο το διήγημα:
6:30΄- 7:29΄ π.μ.
«"Good mooomiiing Νικηφόορεεε!" To φωνητικό Hi-Tech ξυπνητήρι παιανίζει το λεκτικό του εγερτήριο, ο ηλεκτρονικός αφέτης ανεμίζει τη σημαία της εκκίνησης. Άμεση εκτίναξη, κάλυψη συνήθους τροχιάς, άψογη μελισσανίδειος προσγείωση πελμάτων στο περσικό χειροποίητο χαλί – seven thousand dollars, special price for you, sir – διατάσεις μυών, προζέσταμα.
»Μια, δυο, πέντε, δέκα, πενήντα, εκατό, εκατόν τέσσερις έλξεις, new personal record, βιονικέ. Κακάκια, ταυτόχρονη ανάγνωση επενδυτικής σελίδας των Financial Times, φύλλο χθεσινό (5΄30΄΄). Σχολαστική καθαριότητα πρωκτικής οπής, εγκατάσταση στο breakfast table, αυγά, μπέικον, χυμός τροπικών φρούτων, german type ψωμάκια, espresso (20΄15΄΄). Απόσυρση οικιακής βοηθού, ατομική καθαριότητα (10΄10΄΄), τελετουργική ένδυση, χτένισμα, ισομετρικές ασκήσεις ύφους (7΄20΄΄). Τελικός έλεγχος συνολικής εικόνας (5΄12΄΄), επικρουστικά high five δεξιάς παλάμης προς αριστερή και τούμπαλιν (15΄΄), αποχαιρετιστήριο μειδίαμα στον καθρέφτη (6΄΄).
Κάθοδος στο γκαράζ, απασφάλιση εισόδου, εγκατάσταση εντός οχήματος, ενεργοποίηση προσωπικών αντανακλαστικών εκκίνησης, μαρσάρισμα, έξοδος ένα λεπτό προ της εκπνοής του προκαθορισμένου χρονικού πλαισίου, βουρ στο ψητό: ο λαμπερός κόσμος της new liberal jungle υπόσχεται στον συνήθη δικαιούχο ένα ακόμη αξέχαστο χρηματοσυλλεκτικό δωδεκάωρο».
Ζ. Φαντασιακό διήγημα
Στην κατηγορία του «φανταστικού» ή «φαντασιακού» (κατά Δ. Κούρτοβικ) κατατάσσονται διηγήματα που διαδραματίζονται στο απώτερο ή εγγύτερο μέλλον, διατηρώντας ωστόσο έντονες αναφορές στο παρόν, συχνά διαποτισμένες με ανησυχία και προβληματισμό. Όπως σημειώνει η Ε. Κοτζιά (2020), «ορισμένοι πεζογράφοι προσφεύγουν στο φανταστικό με στόχο να δημιουργήσουν το ποιητικό, άλλοι για να καλλιεργήσουν μια πεζογραφία ιδεών, άλλοι για να ασκήσουν κριτική στο προβληματικό πραγματικό, άλλοι για να διερευνήσουν το οικείο μέσω του αλλότριου, κι άλλοι προσπαθώντας να συλλάβουν το ασύλληπτο».
Χαρακτηριστικά δείγματα της κατηγορίας αποτελούν τα διηγήματα: «Ποιος πληρώνει το βαρκάρη;» (1993) του Θ. Βέμπου, «Οι κατακτητές» (2001) του Δ. Καλοκύρη και «Αμφίων» (1995) του Τ. Ρούσσου.
Ο Δ. Καλοκύρης, με τα πολυσχιδή και περίπλοκα λεκτικά του παιχνίδια, δεν ανήκει αυστηρά στην κατηγορία του φαντασιακού – αποτελεί μάλλον μια ιδιοσυγκρασιακή κατηγορία από μόνος του, καθώς θεωρείται από πολλούς, και όχι άδικα, «δαιμόνιος νους».
Ο Τ. Ρούσσος, μεταφραστής όλων των κορυφαίων αρχαίων τραγικών (Ευριπίδη, Αισχύλο, Σοφοκλή, αλλά και του Αριστοφάνη, Σενέκα, Λουκιανού, Πίνδαρου), θεωρείται δικαίως ο «εκπρόσωπος του φαντασιακού στην Ελλάδα» κατά τη δεκαετία του ’90. Το διήγημά του «Αμφίων», το οποίο εντόπισα σε συλλογικό τόμο υπό την επιμέλεια του Μ. Πανώριου, αναφέρεται σε μια αμφίσημης χρησιμότητας κατασκευή-εγκέφαλο (ένα εξελιγμένο στάδιο της ήδη πολυσυζητημένης Τεχνητής Νοημοσύνης) που αυτονομείται και αποσπάται από τον δημιουργό της, με απροσδιόριστες και ενδεχομένως ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα. Πρόκειται για μια σύγχρονη ιστορία/παραβολή, αστυνομικής χροιάς, με ήρωα τον έναν επιστήμονα/Προμηθέα: σύμβολο της ανθρώπινης φιλοδοξίας και της αναζήτησης της γνώσης, αλλά και του κινδύνου των ακούσιων συνεπειών. Ένα προφητικό και, δίχως αμφιβολία, επίκαιρο διήγημα.
Όμως θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα «Ποιος πληρώνει το βαρκάρη;» του Θ. Βέμπου, που αφηγείται μια ερωτική ιστορία σε έναν ζοφερό, τεχνοκρατικό κόσμο του μέλλοντος, μιας και θεωρώ ότι η γραφή του δεν έχει λάβει την προσοχή που της αρμόζει:
«Ζούσα σ’ ένα αραιοκατοικημένο γκέτο με Μαγκρεμπιανούς, Αλβανούς και Σκοπιανούς μετανάστες και Τούρκους πρόσφυγες. Οι Έλληνες ήταν ελάχιστοι. Στην ερειπωμένη πολυκατοικία που ζούσα, ήμουν μόνος μου. Πρόπερσι μόνο είχε εισβάλλει μια ομάδα καταληψίες. Ήταν όλοι τους Βούλγαροι πρόσφυγες από το Κοζλοντούι, άρρωστοι από τη ραδιενέργεια. Τους είχα σκοτώσει όλους. Τώρα οι σκελετοί τους σάπιζαν στο ισόγειο, αποτρέποντας κάθε πιθανή προσπάθεια επίδοξων καταληψιών. Τα βράδια οι σκελετοί φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Η πολυκατοικία ήταν δικιά μου.
»Το κέντρο της Αθήνας έσφυζε ακόμα από ζωή, ιδιαίτερα τις σπάνιες μέρες που έσκαζε μύτη ο άρρωστος ήλιος. Απείχε είκοσι λεπτά με τα πόδια.
»Η μέρα ήταν καλή. Τόσο καλή, που δεν χρειαζόταν μάσκα. Έχωσα το Walther ΡΡΚ στην τσέπη μου. Μου το είχε πουλήσει πριν από χρόνια ένας Σλοβάκος χάκερ για δυο δισκέτες με ιούς.
»Στο δρόμο κυκλοφορούσαν εξαθλιωμένοι Αφρικανοί, Φιλιππινέζοι και Άραβες με βρόμικες κελεμπίες. Είδα μια παρέα Έλληνες. Ξεχώριζαν από τις φουστανέλες τους. Ένα τεχνοφρικιό είχε στήσει τον πάγκο του σε μια γωνιά και πουλούσε βιετναμέζικα μόντεμ για πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο πληροφοριών. Μπαγκατέλες δίχως αμφιβολία. Κάτι νεαροί ψαχούλευαν μέσα σε κάδους με μαλαισιανά μικροτσίπ. Παρακάτω, μια ομάδα πραγματοποιούσε μια τελετουργία για την εαρινή ισημερία και χόρευε απευθύνοντας ευχαριστίες στον Διόνυσο. Θα επακολουθούσε όργιο. Στο μέσον του κύκλου έκαιγαν κομπιούτερ και μόνιτορ που έσκαζαν πετώντας θραύσματα τριγύρω. Πολλοί είχαν τραυματιστεί αλλά δεν φαινόταν να πτοούνται.
»Ένας φίλος μου που είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι τα ελληνομακεδονικά σύνορα πάνω από τη Λάρισα πριν από μερικούς μήνες, μου είχε πει ότι στη μεθόριο υπήρχαν πολλοί πυρήνες πιστών που ζούσαν σε κοινόβια και ασχολούνταν με τελετουργικό κανιβαλισμό και μαγικές επικλήσεις στον Κθούλου».
Το απόσπασμα αποτελεί εξαιρετικό δείγμα δυστοπίας, όπου κυριαρχεί η αποξένωση, η βία και η ηθική κατάρρευση. Ο πρωταγωνιστής επιβιώνει σε έναν ερειπωμένο κόσμο, γεμάτο προσφυγικούς πληθυσμούς, ραδιενεργά πτώματα και τεχνολογικά κατάλοιπα. Η γλώσσα είναι ψυχρή και ωμά ρεαλιστική, με υπαινικτικό χιούμορ, και ειρωνική οπτική.
Η. Αστυνομικό διήγημα
Τα αστυνομικά διηγήματα δεν κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην πεντηκονταετία που εξετάζουμε – καθώς η παρουσία τους στη νεοελληνική λογοτεχνία χρονολογείται ήδη από τη δεκαετία του 1920. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990[8] και ιδίως στα τέλη της δεκαετίας του 2000, πραγματοποιούν μια εκρηκτική επανεμφάνιση, και η ένταξή τους στην παρούσα εισαγωγή είναι αυτονόητη.
Από μια ευρεία γκάμα συλλογικών τόμων του είδους, αλλά και προσωπικών συλλογών διηγημάτων, ξεχωρίζω τα εξής: «Εφιάλτης» (1998) του Α. Αποστολίδη, «Ο λέων της Νεμέας» (2013) της Τ. Δανέλλη, «Ο θάνατος είναι πάντα άδικος» (2008) του Π. Μαρτινίδη, «Hitman» (2005) του Γ. Νίκα και «Έγκλημα στην Ακρόπολη» (2012) του Φ. Φιλίππου.
Εντύπωση προκαλεί ο χρόνος και ο τόπος του διηγήματος του Α. Αποστολίδη, που διαδραματίζεται κατά τις αιματηρές συγκρούσεις των Δεκεμβριανών (1944). Ο αριστερών φρονημάτων ήρωας βρίσκεται τραυματισμένος σε κλινική του κέντρου της Αθήνας, την οποία καταλαμβάνουν μέλη της φιλοβασιλικής και αντικομμουνιστικής οργάνωσης Χ.
Το «Ο θάνατος είναι πάντα άδικος» γράφτηκε την περίοδο που στα μέσα ενημέρωσης κυριαρχούσε η περιβόητη «Υπόθεση Βατοπεδίου» -μια σειρά ύποπτων ανταλλαγών εκτάσεων ανάμεσα στο Δημόσιο και τη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους- με αποτέλεσμα να περιλαμβάνονται σχετικές αναφορές στο κείμενο.
Το «Έγκλημα στην Ακρόπολη» συμπεριλήφθηκε σε συλλογικό τόμο-αφιέρωμα στον «πατριάρχη» του ελληνικού αστυνομικού διηγήματος, Γιάννη Μαρή. Το συγκεκριμένο διήγημα, λόγω των έντονων κειμενικών αναφορών του, κατατάσσεται και στην υποκατηγορία της παιγνιώδους μεταμυθοπλασίας, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.
Στο παρωδιακό «Hitman», ο ήρωας είναι ντετέκτιβ που βρίσκεται παγιδευμένος σε μια κατάσταση που έχει σκηνοθετηθεί εις βάρος του από μια πελάτισσά του, την οποία ερωτεύεται.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι, την εποχή που εξετάζουμε, το αστυνομικό διήγημα (και μυθιστόρημα) επανεμφανίζεται ανανεωμένο και αναβαθμισμένο, εμπλουτισμένο με έντονους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς. Όμως, αυτή η μεταστροφή το στερεί εν μέρει από το ειδοποιό του χαρακτηριστικό: τον καλοστημένο και απρόσμενα επιλυόμενο γρίφο. Έτσι, σταδιακά, η αστυνομική αφήγηση αρχίζει να θεωρείται πλέον μορφή κοινωνικής λογοτεχνίας που καταγγέλλει φαινόμενα όπως η ανισότητα, η διαφθορά, οι πολιτικές ίντριγκες κι ο ρατσισμός. «Έπαψε να προσφέρει την οξυδερκή ψυχαγωγία που παρείχε», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Π. Μαρτινίδης (1994).
Ιδού όμως η πρώτη παράγραφος από το «Ο θάνατος είναι πάντα άδικος» που μαζί με το «Εφιάλτης» κρίνω κορυφαία της κατηγορίας:
«"Κανείς δεν πεθαίνει και χάνεται για πάντα∙ απλά, αλλάζει κάρμα", επέμεινε η ξανθή.
»"Κι εγώ έτσι το νιώθω", συμφώνησε η μελαχρινή, μόλις κατέβασε μια γουλιά από το ποτό της. "Αλλά δεν κάθεται με τη θρησκεία μας, σου λέω. Αν αλλάζουμε κάρμα, άδικα πιστεύουμε, ξέρεις... να, στον Παράδεισο κι όλ’ αυτά;"
»"Βασικά, δεν πιστεύουμε άδικα", αποφάσισε η ξανθή χωρίς να αγγίξει το δικό της ποτό, "αν ο θάνατος έρχεται σε μεγάλη ηλικία... Αν όμως είσαι νέος και δεν έχεις κάνει παιδιά, να τους περάσεις την ενέργειά σου, τότε..."
»Τις άκουγα υποχρεωτικά, από το πλαϊνό τραπέζι, μαζί με τον ήχο της βροχής στις τζαμαρίες του Μακεδονία Πάλας. Ίσως τις επηρέαζε το συνέδριο που διεξαγόταν στη μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου, με θέμα: "Άθως και αθανασία".
»Αφίσες που το διαφήμιζαν, με όψεις ή εσωτερικούς χώρους μοναστηριών, κρέμονταν από την είσοδο μέχρι το μπαρ όπου καθόμουν. Θέλησα να στραφώ, να πάρω μέρος στο ενδιαφέρον συμπίλημα βουδιστικής και χριστιανικής μεταφυσικής. Πριν χρόνια, σε άλλο μπαρ, ακούγοντας πάλι κάτι νεαρές να διερωτώνται αν η ζωή στο σύμπαν εξηγείται και χωρίς την ύπαρξη θεού, είχα παρέμβει να πω ότι το επιχείρημα «αν δεν υπάρχει θεός, ποιος έφτιαξε τον κόσμο;» ισοδυναμεί με το «αν δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ποιος φέρνει δώρα τα Χριστούγεννα;» Ήμουν όμως πιο νέος τότε, έπιανα εύκολα κουβέντες σε μπαράκια. Οι κρόταφοί μου δεν είχαν καμία άσπρη τρίχα, το πρόσωπό μου δεν ήταν γνωστό, από τη φωτογραφία στα άρθρα που γράφω για τον τοπικό τύπο, ούτε με ένοιαζε να δώσω εντύπωση κορτάκια. Τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά και η διάθεσή μου άσχημη».
Θ. Μεταμυθοπλασία
Η επόμενη κατηγορία τιτλοφορείται «μεταμυθοπλασία» – όρος που αποδίδει τον αγγλικό «metafiction», όπως πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1970 από τον Αμερικανό κριτικό και μυθιστοριογράφο Γουίλιαμ Γκας. Πρωτοπόροι της μεταμυθοπλασίας θεωρούνται οι Χ. Λ. Μπόρχες, Β. Ναμπόκοφ, Σ. Μπέκετ, Ου. Έκο, Ι. Καλβίνο και, στην ελληνική γραμματεία, οι Αλ. Σχινάς, Π. Τακόπουλος, Γ. Γιατρομανωλάκης, Θ. Βαλτινός και Γ. Πάνου.
«Το να ορίσει κανείς τον όρο “μεταμυθοπλασία” είναι ένα εγχείρημα επισφαλές», σημειώνει η Κ. Κωστίου (2018), «αφού πρόκειται για έναν “όρο ομπρέλα”, που, εκτός του ότι δηλώνει την αναδίπλωση του λογοτεχνικού εγχειρήματος στον εαυτό του, στεγάζει και ποικίλες συγγραφικές τεχνικές και κειμενικές λειτουργίες». Ο Α. Λιάκος (2018), με τη σειρά του, επισημαίνει πως «αν μας λέει κάτι ο όρος μεταμυθοπλασία, δεν είναι η αναφορά σε κάτι που έπεται της μυθοπλασίας, αλλά η, κατά το δυνατόν, εποπτεία των μυθοπλασιών».
Ο Δ. Κούρτοβικ (2021) συνοψίζει: «Οι ιστορίες μπορεί να είναι αληθοφανείς, όπως στην κλασική λογοτεχνία, αλλά η αληθοφάνειά τους υπονομεύεται ειρωνικά από τον συγγραφέα με υποδείξεις του πλαστού χαρακτήρα τους και με την αναγωγή τους σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα και παραδόσεις. (...)
Τι επιδιώκει όμως το μεταμυθοπλαστικό κείμενο; Σύμφωνα με τη Γ. Λαδογιάννη (2018), η μεταμυθοπλασία «δεν στοχεύει στην ομοιότητα με την εξωτερική πραγματικότητα – υπάρχει τέτοια; – αλλά στην ίδια του την οντολογία ως “σημείου” (κατά τη σημειωτική) της πραγματικότητας». Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε «ναρκισσιστικό», δηλαδή κείμενο που μιμείται τη διαδικασία της ίδιας του της κατασκευής – όχι την ίδια την πραγματικότητα (L. Hutcheon). Ο Δ. Κούρτοβικ (2021) συνοψίζει: «Οι ιστορίες μπορεί να είναι αληθοφανείς, όπως στην κλασική λογοτεχνία, αλλά η αληθοφάνειά τους υπονομεύεται ειρωνικά από τον συγγραφέα με υποδείξεις του πλαστού χαρακτήρα τους και με την αναγωγή τους σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα και παραδόσεις. [...] Ο αναγνώστης μπορεί να παραμείνει σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτό της γοητευτικής και συναρπαστικής ιστορίας. Αν είναι όμως πιο προσεκτικός ή ειδοποιημένος, θα διακρίνει ένα δεύτερο επίπεδο, μ’ εκείνες τις άλλες σημάνσεις της αφήγησης. Αυτός είναι ο “διπλός κώδικας” για τον οποίο μιλούσε ο Ουμπέρτο Έκο».
Υποκατηγορίες μεταμυθοπλασίας στο ελληνικό διήγημα
Στο ελληνικό διήγημα των τελευταίων πενήντα ετών μπορούμε να διακρίνουμε τρεις υποκατηγορίες μεταμυθοπλαστικών έργων:
α) «Μεταμυθοπλασία της πολίχνης»
Σε αυτή την υποκατηγορία οι ιστορίες εκτυλίσσονται σε κάποια επαρχιακή γωνιά, συνήθως στο παρελθόν, και αξιοποιούν άτυπα λογοτεχνικά στοιχεία όπως η τοπική διάλεκτος και ο προφορικός λόγος, τόσο για να ενισχυθεί η αληθοφάνεια όσο και για να αναδειχθεί το δραματικό στοιχείο. Δεν πρόκειται, όπως έχει ειπωθεί εσφαλμένα, για μορφή «νεο-ηθογραφίας»[9], καθώς δεν στοχεύουν στην εξιδανίκευση της αγροτικής ζωής[10].
Αντιπροσωπευτικά έργα:
• «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχή» (1992), Θ. Βαλτινός
• «Η δωρεά» (2018), Δ. Κανελλόπουλος
• «Το μόνο της αμάρτημα» (2001), Α. Μήτσου
• «Η πένσα» (2019), Γ. Παλαβός
β) «Ιστορική μεταμυθοπλασία»
Τα διηγήματα της υποκατηγορίας αυτής χαρακτηρίζονται «από έναν ανατρεπτικό και αναθεωρημένο τρόπο κατανόησης και αναπαράστασης του παρελθόντος και της ιστορικής πραγματικότητας, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τη θετικιστική ιστορική παρουσίαση του ρεαλιστικού ιστορικού μυθιστορήματος, το οποίο προσπαθούσε να αναπαραστήσει ρεαλιστικά και αντικειμενικά μια εξωκειμενική ιστορική πραγματικότητα» (Χατζοπούλου, 2018).
Ενδεικτικά έργα:
• «Λαέρτης, ο πατέρας» (2016), Κ. Ακρίβος
• «Νόκερ» (2014), Δ. Παπαμάρκος
• «Οι 118» (2007), Δ. Πετσετίδης
Το διήγημα «Οι 118», που θεωρώ κορυφαίο της υποκατηγορίας, στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός: την εκτέλεση πολιτών από τους Γερμανούς στο Χάνι Μονοδενδρίου, τον Νοέμβριο του 1943. Ο συγγραφέας, με αναλυτική και σχεδόν ερευνητική διάθεση, διατηρεί αποστάσεις από την επίσημη εκδοχή και παρουσιάζει ποικίλες, αντιφατικές μαρτυρίες κατοίκων, σε μια αφήγηση που υιοθετεί τη μορφή της δημοσιογραφικής έρευνας. Η αφήγηση δεν εστιάζει στο ποιος εκτέλεσε τους πολίτες αλλά στο ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυφωνικό, μεταμυθοπλαστικό κείμενο που λειτουργεί και ως αλληγορία της ιστορικής πορείας της Αριστεράς. Ο Πετσετίδης δεν αποφαίνεται· αντιθέτως, μέσα από τις μαρτυρίες φωτίζει διαφορετικές πτυχές, απόψεων και σκοπιμοτήτων, αποφεύγοντας τον διδακτισμό[11].
γ) «Παιγνιώδης μεταμυθοπλασία»
Πρόκειται για έργα που αναδεικνύουν τους μηχανισμούς της μυθοπλασίας μέσα από την αυτοαναφορικότητα, το λεκτικό παιχνίδι, την διακειμενικότητα και την παρωδία, καταλύοντας τα παραδοσιακά αφηγηματικά πλαίσια.
Ενδεικτικά έργα:
• «Γράμμα στην Αμερική» [1981] (2008), Α. Δεληγιώργη
• «Περί Συστήματος του Παντός» (2007), Μ. Καραγιάννης
• «Μενέλαος Σοϊλεμετζίδης (1894–1965)» (1976), Ν. Βαγενάς
• «Όνειρον Αλ. Παπαδιαμάντη, αμίσθου ιεροψάλτου – ο γέρων της Σκιάθου σχεδιάζει το τελευταίο του διήγημα, λίγο προτού αποδημήσει, ανήμερα των Φώτων» (2023), Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Στο «Γράμμα στην Αμερική» η συγγραφέας ξεκινά με αναφορά στον Χένρυ Μίλλερ και επιχειρεί να γράψει ένα γράμμα στον φίλο της, Γιώργο Χουλιάρα, με αφορμή την ποιητική του συλλογή. Το γράμμα όμως δεν ολοκληρώνεται – ή μήπως ολοκληρώνεται με έναν εναλλακτικό τρόπο; Αντ’ αυτού η συγγραφέας σχεδιάζει ένα άλογο, το οποίο το βλέπουμε να φιγουράρει στις σελίδες του βιβλίου, και τέλος εκφράζει τις σκέψεις της γι’ αυτό το σχέδιο. Το διήγημα «Γράμμα στην Αμερική» περιέχει όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της μεταμυθοπλασίας, και, αν λάβουμε υπόψη το έτος συγγραφής του [1981], συμπεραίνουμε ότι αποτελεί μία από τις πρώτες αξιόλογες προσπάθειες στην κατηγόρια της (παιγνιώδους) μεταμυθοπλασίας στη μετά το 1974 εποχή.
Συμπερασματικά
Η μεταμυθοπλασία αποτελεί μια ετερογενή κατηγορία, με κείμενα διαφορετικής αισθητικής, τεχνικής και προθέσεων. Παρά την ποικιλομορφία της, αξίζει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς εκθέτει τις συμβάσεις της λογοτεχνικής αφήγησης.
Ι. Λοιπές Κατηγορίες
Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται διηγήματα που σχετίζονται με το παράλογο, το παράδοξο και την αλληγορία – κείμενα αινιγματικά, υποβλητικά, ατμοσφαιρικά, θα έλεγα, που αποπνέουν μια αχλή μυστηρίου. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν: «Αγέλη» (2006) του Τ. Αλαβέρα, «Η Γη ιδωμένη απ’ το Φεγγάρι» (1999) του Ε. Αρανίτση, «Tabula rasa» (2005) του Α. Κυριακίδη, «Ο μαγευτικός φακός» (1978) της Μ. Μήτσορα, «Η καρέκλα στο διάδρομο» (2003) του Β. Χατζηγιαννίδη και «Η σφραγίδα» (2015) του Α. Χριστοδούλου.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το διήγημα «Η Γη ιδωμένη απ’ το Φεγγάρι» (1999) του Ε. Αρανίτση – το εντόπισα σε συλλογικό τόμο, όχι σε προσωπική συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, ο οποίος μου παραχώρησε την τελική του μορφή:
«Η στεριά είναι του ανθρώπου∙ η θάλασσα του Θεού. Η λιμνοθάλασσα του Διαβόλου. Σ’ αυτήν υπάρχει ένα σημείο όπου οι κακοί οιωνοί εκδηλώνονται με εκθαμβωτική ενάργεια και μοιάζει σχεδόν αδύνατον να ατενίσεις το τοπίο. Εκατό περίπου αστερισμοί, όσοι φαίνονται το καλοκαίρι στον ουρανό του ημισφαιρίου, ανάμεσά τους ο Κηφέας, η Κασσιόπη, ο Ωρίωνας κι οι δύο Άρκτοι, μάνα και θυγατέρα, είδαν τον Σέργιο τον ερημίτη να γονατίζει, στο τέλος του ταξιδιού του, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, όπου θα παρέμενε ίσαμε, λέει, να βγάλουν οι κερασιές βερύκοκα. Έφτασε εκεί περπατώντας μόνον τη νύχτα, γιατί η μέρα είναι του Κυρίου, και αγγίζοντας όλο το πέλμα στο χορτάρι προκειμένου να μην αδικήσει ούτε τη φτέρνα ούτε τα δάχτυλα. Από την ώρα που γεννήθηκε, είχαν περάσει εβδομήντα χρόνια και μία βδομάδα, όσο χρειάζεται ένας άνθρωπος αριστοκρατικής καταγωγής για ν’ αντιληφθεί ότι το ζήτημα είναι να πάψει να οδηγεί ο δρόμος τα βήματα μήπως και συμβεί το ανάποδο. Ένεκα του βάρους αυτής της γνώσης, τα πόδια του πονούσαν, δεν ανακλαδιζόταν όμως ποτέ και ποτέ δεν καμπούριαζε.
»“Εδώ είναι το πέμπτο σημείο του ορίζοντα”, συμπέρανε ο γέροντας μόλις πάτησε το πόδι του στην καρδιά της ξεραΐλας, όπου είχε αρχίσει να ψυχορραγεί ο μήνας Ιούλιος. Στο πλατύ, αμμώδες έδαφος που απλωνόταν μέχρι τη λιμνοθάλασσα, και σε απόσταση όση καλύπτει ο ήχος μιας σάλπιγγας, δηλαδή αρκετά μακριά απ’ τα περιβόλια, στεκόταν έκτοτε γονατιστός, υπό τύπον αγάλματος, απ’ τη στιγμή που ξυπνούσαν οι καλαμιές ώσπου να πέσει το φεγγάρι στο νερό, αναμένοντας την έλευση της αιωνιότητας κατά το παράδειγμα του προφήτη Ιερεμία. Ήταν τόσο ξερακιανός που πολύ εύκολα θα μετρούσε κανείς επάνω του τα διακόσια έξι χωριστά κόκαλα, γιατί έτρωγε αποκλειστικά το μέλι και τ’ αμπελόφυλλα που του πρόσφεραν οι χωριάτες, ή καμιά πεταλίδα, κι είχε πολύ σκούρο δέρμα, τσαλακωμένο με ρυτίδες τόσο βαθιές ώστε χαμογελούσαν. Οι ρυτίδες του λαιμού, οι θηλυκές, έδιναν την εντύπωση πως μόνον άκουγαν, ενώ εκείνες του μετώπου, οι αρσενικές, έβλεπαν κιόλας».
Σε σχέση με την υποκατηγορία του «μοντερνισμού», ο Β. Χατζηβασιλείου (2002) επισημαίνει χαρακτηριστικά όπως: «διάσπαση της αφηγηματικής ενότητας, εσωτερικός μονόλογος, υποβάθμιση ή απόσβεση της προσωπικότητας του κεντρικού ήρωα, απόκλιση από την κυρίαρχη γλώσσα, πρόσμειξη λογοτεχνικών ειδών, αλλά και υπονόμευση του μύθου ή εκδίωξη της πλοκής».
Τρία εντυπωσιακά, αν μη τι άλλο, παραδείγματα αυτής της γραφής είναι: «Σωρείτες» (1999) της Κ. Μιτσοτάκη, «Το αντάλλαγμα» (2013) του Τ. Γουδέλη και ο «Αινείας» (1984) του Γ. Χειμωνά.
Ακολουθεί απόσπασμα από την αρχή του διηγήματος του Τ. Γουδέλη, όπου ο συγγραφέας εκμυστηρεύεται την πρόθεσή του να γράψει ένα διήγημα με θέμα τον Εμφύλιο της δεκαετίας του ’40:
«Μια ιστορία που δεν γράφεται παρά μόνο αφαιρετικά. Τηλεγραφικά.
»Είμαι σχεδόν βέβαιος.
»Πιθανόν να έβρισκε τις εικόνες της πιο εύκολα στο σινεμά.
»Πώς μπορώ να την αφηγηθώ εδώ σωστά;
»Παρότι κάποιες στιγμές νομίζω ότι είμαι έτοιμος να βάλω οριστικά τη μία λέξη δίπλα στην άλλη.
»Η ιστορία αυτή, όμως, είναι από τη φύση της δύστροπη.
»Πρέπει να βρω, επειγόντως, τα μυστικά της.
»Δεν μου ταιριάζουν όλα τα θέματα. Αυτό να λέγεται. Ας είναι, από μια άποψη, συνταρακτικά (ίσως γι’ αυτό και μόνο).
»Αν και ο ποιητής, κάποτε, προκαλούσε τους φίλους να του δώσουν τυχαίες λέξεις.
»Πολλές φορές προσπαθώ να μην απορρίψω το μότο που βλέπω στην αρχή μιας ταινίας: "Η ιστορία που θα παρακολουθήσετε είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα".
»Ίσως στο βάθος αυτό να σημαίνει κάτι που, ειλικρινά, μου διαφεύγει.
»Δεν μου είναι «απρόσιτη» η ιστορία που θέλω τώρα να γράψω.
»Πιστεύω ότι είναι στα μέτρα μου. Τι σημαίνει αυτό;
»Κάτι αόριστο. Γιατί δεν το καταλαβαίνω κι εγώ απόλυτα. Όμως, το λέω επειδή δεν είμαι σε θέση να ρίξω τα βάρη στην ιστορία ή αντίθετα στον εαυτό μου, μόνο.
»Συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση να βρίσκω στις λεπτομέρειές της μια ατμόσφαιρα που μου ταιριάζει.
»Γι’ αυτό τη σχεδιάζω».
Οι Σωρείτες της Κ. Μιτσοτάκη αποτελούνται από σύντομα κεφάλαια/αφηγήσεις, που φέρουν τίτλους όπως: Το μίσος, Η ηδονή, Η ζήλεια, Η μέθη, Το δέος, Η χαρά, Η θλίψη, Η οργή. Με λόγο δοκιμιακό, η συγγραφέας διατυπώνει σκέψεις πάνω στα συναισθήματα αυτά. Επιλέγω ολόκληρο το απόσπασμα από Το μίσος:
«Το μίσος είναι μια κλειστή στροφή που την παίρνεις χωρίς ορατότητα. Είναι μια ανάγκη να δεις το βουνό από την πίσω πλευρά. Είναι η ψευδαίσθηση ότι, αν δεν το δεις εσύ το βουνό, δεν θα το δει κανένας. Είναι το πείσμα να θυσιάσεις αυτό που είσαι εσύ για να γίνεις αυτό που νομίζεις ότι είναι ο άλλος. Είναι το σύννεφο που σου φράζει το δρόμο και σε κρατάει νουνεχή στο κατώφλι της τρέλας η της παραφροσύνης. Είναι η έσχατη εμπιστοσύνη στην πιο αμφίβολη δικαιοσύνη. Είναι η πιο σίγουρη αναμονή ότι ο καιρός συνεχίζεται.
»Το μίσος είναι μια λίμνη που μαζεύει παράξενα νερά. Μαζεύει πρώτα απ’ όλα τα νερά της αγάπης που έτρεξαν χωρίς να ποτίσουν τίποτα. Μαζεύει έπειτα τα νερά της αγνωμοσύνης που δεν έχουν κοίτη και αναβλύζουν μέσα σε άλλα νερά. και τρίτον, μαζεύει όλων των αισθημάτων τα στάσιμα νερά. Το μίσος είναι το γέλιο που πονά και γελά για να πάψει να πονάει. Το μίσος είναι το κλάμα που γίνεται πίστη. Το μίσος είναι το μάτι που κοιτά μα δεν το κοιτούνε.
»Το μίσος είναι η λαχτάρα που σε κάνει να κλέβεις στο ζύγι. Το μίσος είναι η διάθεση που σε κάνει να φωνάζεις είναι δικό μου». Το μίσος πάντα αντέστρεφε τη ροή των πραγμάτων. Το μίσος πάντα θα τρέφει την ελευθερία της δράσης».
Θα ήθελα να ολοκληρώσω την εισαγωγή με ένα απόσπασμα από τη γραφή του «ορκισμένου του μοντερνισμού» Γ. Χειμωνά. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι οποιαδήποτε αποσπασματική παράθεση θα τον αδικούσε. Πρόκειται για μέγιστο πεζογράφο της περιόδου (ο ίδιος τα κείμενά του τα αποκαλούσε «πεζογραφήματα»), ενώ το «Αινείας», που επιλέγω να αναφέρω, ανήκει στη μοναδική του συλλογή διηγημάτων. Μαζί με τους Ν. Γ. Πεντζίκη και Γ. Σκαρίμπα (ναι, τον Σκαρίμπα), αποτελεί, κατ’ εμέ, έναν από τους τρεις κορυφαίους Έλληνες πεζογράφους του 20ού αιώνα.
Εν κατακλείδι:
Με την παρούσα εισαγωγή αναδύεται η εντυπωσιακή ποικιλία ύφους, θεματολογίας και αφηγηματικής φωνής στο σύγχρονο ελληνικό διήγημα. Δεν πρόκειται για ένα είδος περιορισμένο ή μονοδιάστατο, αλλά για ένα λογοτεχνικό πεδίο ζωντανό, ευέλικτο και απρόβλεπτο, που ενσωματώνει διαφορετικές οπτικές πάνω στον κόσμο. Από το ρεαλιστικό και το κοινωνικό μέχρι το αλληγορικό, το υπαρξιακό ή το μοντερνιστικό, τα διηγήματα που επέλεξα να μιλήσω με βοήθησαν να νιώσω πως κάθε μικρή αφήγηση μπορεί να χωρέσει μέσα της ολόκληρη την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Το διήγημα, τελικά, δεν είναι απλώς μια σύντομη ιστορία: είναι μια πυκνή ματιά στο βάθος των καταστάσεων. Και, όσο το ξαναδιαβάζω, τόσο περισσότερο εκτιμώ.
* Ο Π. ΕΝΙΓΟΥΕΙ είναι συγγραφέας. Το τελευταίο μυθοπλαστικό έργο του «Η ζωή δεν είναι μόνο σεξ, μωρό μου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
** Μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου άρθρου, πιο συνοπτική, δημοσιεύτηκε πριν από λίγο καιρό στο διαδικτυακό περιοδικό Ο Αναγνώστης, εδώ.
ΠΗΓΕΣ / ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
(Παρατίθεται με αλφαβητική σειρά η πρώτη έκδοση της συλλογής)
Ακρίβος Κώστας, «Λαέρτης, ο πατέρας», Τελευταία νέα απ’ την Ιθάκη, Μεταίχμιο, 2016.
Αλαβέρας Τηλέμαχος, «Αγέλη», Ακριβά γούστα η κυρία, Κέδρος, 2006.
Αποστολίδης Ανδρέας, «Εφιάλτης», Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες, Άγρα, 1998.
Αρανίτσης Ευγένιος, «Η Γη ιδωμένη απ’ το Φεγγάρι», πρώτη δημοσίευση στο συλλογικό Ξένος, ο άλλος μου εαυτός, επιμ. Μισέλ Φάις, Πατάκη, 1999.
Βαγενάς Νάσος , «Μενέλαος Σοϊλεμετζίδης (1894-1965)», Συντεχνία, Στιγμή, 1976.
Βαλτινός Θανάσης , «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχή», Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχή, Άγρα, 1992.
Βασιλειάδης Λεωνίδας, Το αλογάκι της γλυκιάς Παναγίτσας - μια ψαλμωδία πολιτικού αίσχους, Φαρφουλάς, 2010.
Βέμπος Θανάσης, «Ποιος πληρώνει το βαρκάρη;», Δυσευτοπίες, Άλλωστε, 2015. Πρώτη δημοσίευση Ιστορίες από το κοντινό μέλλον της σειράς Ανθολογία επιστημονικής φαντασίας, τόμος 29, Ωρόρα, 1993.
Γκόζης Γιώργος, «Θεράπων Υπουργός», Αφήστε με να ολοκληρώσω, Πόλις, 2014.
Γουδέλης Τάσος, «Το αντάλλαγμα», Το ωραίο ατύχημα, Κέδρος, 2013.
Δανέλλη Τιτίνα, «Ο λέων της Νεμέας», στο συλλογικό Κλέφτες και αστυνόμοι, επιμ. Τιτίνα Δανέλλη, Ψυχογιός, 2013.
Δεληγιώργη Αλεξάνδρα, «Γράμμα στην Αμερική» [1981], Μία δική σου ζωή, Μελάνι, 2008.
Δημητρίου Σωτήρης, «Άντρας από τη Βουλγαρία», Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη, Κέδρος, 1989.
Ιωάννου Γιώργος, «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», Η μόνη κληρονομιά, Ερμής, 1974.
Καζαντζής Τόλης, «Ο διεθνής», Ενηλικίωση, Ερμής, 1980.
Καλοκύρης Δημήτρης, «Οι κατακτητές», Το Μουσείο των αριθμών, Άγρα, 2001.
Καλούτσας Τάσος, «Τα ποδήλατα», Το κλαμπ και άλλα διηγήματα, Διαγώνιος, 1990.
Κανελλόπουλος Δημήτρης, «Η δωρεά», Ο θάνατος του αστρίτη, Κίχλη, 2018.
Καραγιάννης Μάκης, «Περί Συστήματος του Παντός», Ο καθρέφτης και το πρίσμα, Νεφέλη, 2007.
Κάσδαγλης Νίκος, «Το θολάμι», Στιγμή, 1987.
Κέντρου-Αγαθοπούλου Μαρία, «Το πιο πικρό ποτήρι», Η παραίτηση, Κέδρος, 2002.
Κεσμέτη Νατάσα, «Στης Μιμής με πόντους και την ξανθιά του Santé», Κήπος περίφρακτος, Πλανόδιον, 1992.
Κουγιουμτζή Μαρία, «Ερωτικό αδιέξοδο», Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα, Καστανιώτης, 2016.
Κουμανταρέας Μένης, «Η εβραία», Σεραφείμ και Χερουβείμ, Κέδρος, 1981.
Κουνενής Νίκος, «Γιάπινγκ», Ζωντανή σύνδεση, Κοχλίας, 2003.
Κυριακίδης Αχιλλέας, «Tabula rasa», Ο καθρέφτης του τυφλού, Πόλις, 2005.
Μαρτινίδης Πέτρος, «Ο θάνατος είναι πάντα άδικος», Από άλλοθι σε άλλοθι, Νεφέλη, 2013. Πρώτη δημοσίευση στο συλλογικό Ελληνικά εγκλήματα 3, επιμ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης, 2008.
Μηλιώνης Χριστόφορος, «Η αποκριά», Ακροκεραύνια, Κέδρος, 1976.
Μητροπούλου Κωστούλα, «Ανκορσίτα», Η μεγέθυνση, Κέδρος, 1983.
Μήτσορα Μαρία, «Ο μαγευτικός φακός», Άννα να ένα άλλο, Άκμων, 1978.
Μήτσου Ανδρέας, «Το μόνο της αμάρτημα», Σφήκες, Καστανιώτης, 2001.
Μιτσοτάκη Κλαίρη, «Σωρείτες», Σωρείτες, Εστία, 2006. Πρώτη δημοσίευση Τα Νέα, 1999.
Νίκας Γ., «Hitman», Ένα εκατομμύριο δολλάρια, Νεφέλη, 2005.
Νόλλας Δημήτρης, «Νεράιδα της Αθήνας», Άμστερνταμ, 1974.
Οικονόμου Χρήστος, «Νεράιδες στο ορυχείο», Οι κόρες του ηφαιστείου, Πόλις, 2017.
Παλαβός Γιάννης, «Η πένσα», Το παιδί, Νεφέλη, 2019.
Πανσέληνος Αλέξης, «Μαύρα μεσάνυχτα», Τέσσερις ελληνικοί φόνοι, Πόλις, 2004.
Παπαδημητρακόπουλος Ηλίας Χ., «Ο Αμερικάνος» [1999], Ο οβολός, Νεφέλη, 2004.
Παπαμάρκος Δημοσθένης, «Νόκερ», Γκιακ, Αντίποδες, 2014.
Πετσετίδης Δημήτρης, «Οι 118», Λυσσασμένες αλεπούδες, Κέδρος, 2007.
Ρούσσος Τάσος, «Αμφίων, στο συλλογικό Ελληνικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, επιμ. Μάκης Πανώριος, Αίολος, 1995.
Σκαμπαρδώνης Γιώργος, «“Μόσμπεργκ” των έξι», Η στενωπός των υφασμάτων, Καστανιώτης, 1992.
Σφυρίδης Περικλής, «Η έκτρωση», Το τίμημα, Διαγώνιος, 1982.
Σωτηροπούλου Έρση, «Το μουνί μέσα στη ζέστη», Ο βασιλιάς του φλίπερ, Καστανιώτης, 1998. Πρώτη δημοσίευση στο συλλογικό Άσεμνες ιστορίες, Πατάκη, 1997
Τατσόπουλος Πέτρος, «Η δεύτερη ζωή του Επισκόπου», Κινούμενα σχέδια, Κέδρος, 1984.
Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ., «Όνειρον Αλ. Παπαδιαμάντη, αμίσθου ιεροψάλτου – ο γέρων της Σκιάθου σχεδιάζει το τελευταίο του διήγημα, λίγο προτού αποδημήσει, ανήμερα των Φώτων», Θάλασσες της Χαλκίδας και της Σκιάθου, ΟΛΝΕ, 2023.
Τσιαμπούσης Βασίλης, «Ο γάμος», Χερουβικά στα κεραμίδια, Κέδρος, 1996.
Φάις Μισέλ, «Μετά τις τελευταίες μας λέξεις», Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, Καστανιώτης, 1999.
Φιλίππου Φίλιππος, «Έγκλημα στην Ακρόπολη». Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα. Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες, επιμ. Α. Κακούρη, Κ. Καλφόπουλος, Καστανιώτης, 2012.
Χατζηγιαννίδης Βαγγέλης, «Η καρέκλα στο διάδρομο», Φυσικές ιστορίες, Το ροδακιό, 2006. Πρώτη δημοσίευση Τα Νέα, 2003.
Χατζητάτσης Τάσος, «Απολυμένη Πέτρα», Ακροτελεύτιοι εσπερινοί, Πόλις, 2009.
Χειμωνάς Γιώργος, «Αινείας», Τα ταξίδια μου, Κέδρος, 1984.
Χριστοδούλου Α. Κ., «Η σφραγίδα», Gutenberg, 2015.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Επιπρόσθετος αλφαβητικός κατάλογος 150 διηγημάτων
Κατά τη γνώμη μου, τα πενήντα αντιπροσωπευτικά διηγήματα της περιόδου 1974–2024, τα οποία παρουσίασα στην προηγούμενη ανασκόπηση, δεν έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της αναγνωστικής απόλαυσης ούτε και το «μονοπώλιο» της πρόκλησης σκέψεων και προβληματισμών. Αντίθετα, και τα υπόλοιπα κείμενα μπορούν να συμβάλουν με τον δικό τους τρόπο στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Συνεπώς, θεωρώ άδικο να απορρίπτονται αβίαστα στον Καιάδα της λογοτεχνικής λήθης.
Για τον λόγο αυτό, παραθέτω -και για κάθε ερευνητή, μελετητή, μελλοντικού ανθολόγου ή λάτρη του ελληνικού διηγήματος- μια αλφαβητική λίστα, η οποία περιλαμβάνει από ένα αντιπροσωπευτικό διήγημα για κάθε συγγραφέα που θεωρώ ότι αξίζει την προσοχή μας. Η λίστα αυτή, παρά την έκτασή της, δεν είναι εξαντλητική· παραμένει επιλεκτική και ενδεικτική.
Θα ήθελα, τέλος, να σημειώσω ότι για την παρούσα έρευνα καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά τριών δημόσιων βιβλιοθηκών: της Βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καλλιθέας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Πολύτιμη υπήρξε επίσης η βοήθεια παλαιοβιβλιοπωλείων, καθώς και της πλατφόρμας metabook.gr, ιδιαίτερα στην ανεύρεση σπάνιων και εξαντλημένων εκδόσεων.
Αγγελή Νάνσυ, «Έχει ωράριο η ευτυχία;», Προσμονή ή τα βουνά, Περικείμενο βιβλία, 2023.
Αγγέλης Δημήτρης – Απατζίδου Ελευθερία, «Το πορσελάνινο καπέλο», Τελετουργίες, Μωβ σκίουρος, 2022.
Αθανασιάδης Κυριάκος, «Τιμωρία», πρώτη δημοσίευση Ελληνικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, επιμ. Πανώριος Μάκης, Αίολος, 1995.
Αλεξανδρόπουλος Μήτσος, «To σύννεφο», Φύλλα Φτερά, Διογένης, 1977.
Αλιμπέρτης Δημήτρης, «10 +1 επαγγέλματα του μέλλοντος», Εκδότης εκπρόθεσμων κηδειόσημων, Οδός Πανός, 2023.
Αμπατζόγλου Πέτρος, «Η λύσσα», Προσωπική αποκάλυψη, Κέδρος 1978.
Ανάν Κωστάκης, «Seek and destroy», Η τελική λήθη (δε φάιναλ θολούθιον), Βαβέλ, 2008.
Αναστασοπούλου Γιούλη, «Κανείς δεν λέει Σ’ αγαπώ», Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα, Θράκα, 2016.
Αριστηνός Γιώργος, «Ένα βαμπίρ», Θανατόφιλα ερωτοπαθή, εκδ. Σμίλη, 1992.
Βακαλόπουλος Χρήστος, «Το νόημα της ζωής», Νέες αθηναϊκές ιστορίες, Εστία, 1988.
Βαλαωρίτης Νάνος, «Η δεσποινίς Ολτράκ ή Πριν χάσουν τα δόντια τους οι τίγρεις των εθνών», Μερικές γυναίκες, Θεμέλιο, 1982.
Βαναργιώτης Αλέξανδρος, «Ιστορίες της πόρτας», Η θεωρία των χαρταετών, Παράξενες μέρες, 2014.
Βασιλάκου Καίτη, «Με την οπτική της Αντέλ», Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες, Ιωλκός, 2008.
Βασιλικός Βασίλης, «Γράμμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», Αναμνήσεις από τον Χείρωνα, Εστία, 1974.
Βραχνός Κώστας, «Τέλος κατάνυξης», Βλαδιβοστόκ, Νεφέλη, 2020.
Βασιλειάδης Νίκος, «Αλέξιος ο Μούρτζουφλος», πρώτη δημοσίευση Ξένος, ο άλλος μου εαυτός, επιμ. Φάις Μισέλ, Πατάκη, 1999.
Βάσσης Κωνσταντίνος, «Ένας πλεονεκτικός πυθμήν», Το αίνιγμα του μεσονυχτίου, Νέα πορεία, 1989.
Γαλανάκη Ρέα, «Η ιστορία της Όλγας», Ομόκεντρα διηγήματα, Άγρα, 1986.
Γαλανόπουλος Νεοκλής, «Κρυπτόλεξο», πρώτη δημοσίευση Ο τόπος πρόδωσε τον ένοχο, συλλογικό, επιμ. Φιλίππου Φίλιππος, Τόπος, 2014.
Γερμανός Φρέντυ, «Ένα μέρος σαν ανοιχτή καρδιά...», Ο εχθρικός πλανήτης, Κάκτος, 1978.
Γκάκας Σέργιος, «Ατζίλ», πρώτη δημοσίευση Είσοδος κινδύνου, επιμ. Γκόλτσος Αντώνης, Μεταίχμιο, 2011.
Γκολομπίας Γιώργος, «Ψάχνοντας το χρυσάφι», πρώτη δημοσίευση περ. Παραμιλητό, τχ. 4, 1989.
Γκουρογιάννης Βασίλης, «Η κατάρα», Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων, Καστανιώτη, 1990.
Γονατάς Χ. Επαμεινώνδας, «Σφαγή», Το βάραθρο, Στιγμή, 1984.
Γούλα Ελένη, «“Γεννηθείς το 1919”», Θειάφι και άλλα δαιμόνια, Ενύπνιο, 2021.
Γρηγοριάδης Θεόδωρος, «Μικρού μήκους», Χάρτες, Πατάκη, 2007.
Δαββέτας Νίκος, «Κυριακή και εξοδούχος», Ιστορίες μιας ανάσας, Κέδρος, 2002.
Δαμιανίδης Αλέκος, «Πίσω απ’ την εκκλησιά», Η καινούρια κλίκα, Τα τραμάκια, 1991. Πρώτη δημοσίευση: περ. Διαγώνιος, τχ. 9, 1981.
Δάρδα – Ιορδανίδου Άννα, «Summertime», Πρώτη δημοσίευση: Φάκελος: 7 γυναίκες,
επιμ. Χασάνδρα Βίκυ, περ. Πολάρ, τχ. 4., 2019.
Δενδρινός Γιώργος, «Συναισθηματική αστάθεια», Πάει η μουστάρδα στην κρεμ μπρουλέ;, Μεταίχμιο, 2015.
Δεσποινιάδης Κώστας, «Το όνειρο», Νύχτες που μύριζαν θάνατο, Πανοπτικόν, 2010.
Δημητρακάκη Άντζελα, «Το άνοιγμα της μύτης», Το άνοιγμα της μύτης, Οξύ, 1999.
Διαβάτη Αρχοντούλα, «Τα γενέθλια της Μαρίας», Σκουλαρίκι στη μύτη, Νησίδες 2015. Πρώτη δημοσίευση Ιστορίες του ονείρου και της φυγής, Παράξενες Μέρες, 2013.
Διβάνη Λένα, «Το σημάδι του θανάτου», Γιατί δε μιλάς για μένα;, εκδ. Καστανιώτη, 1995. Πηγή εδώ 2η , συμπληρωμένη, έκδοση 2004. Πρώτη δημοσίευση περ. Πλανόδιον, τχ. 12, 1990.
Δούμου Στέλλα, «Η φωτογραφία», πρώτη δημοσίευση ιστολόγιο http://staxtes.com, 2016.
Ένιγουεϊ Π. «Εγώ και… ο εαυτός μου», 1.500.000 αντίτυπα. Το βιβλίο που αγάπησε κοινό και κριτική τώρα σε ειδική τιμή, Τυφλόμυγα, 2021.
Έσσλιν Κατερίνα, «Παράλληλη δράση», Γαμ., Απόπειρα, 2012.
Ευσταθιάδης Γιάννης, «[Να πλένεις πάντα τα χέρια σου]», Με γεμάτο στόμα, Ύψιλον/βιβλία, 2002.
Ζατέλη Ζυράννα, «Περσινή αρραβωνιαστικιά», Περσινή αρραβωνιαστικιά, Σιγαρέττα, 1984.
Ζαχαροπούλου Νατάσα, «Το δέντρο», Πετώντας μ’ ένα drone, εκδ. Παρασκήνιο, 2019.
Ζουμπουλάκη Μανίνα, «Μετά το πάρτι», Η μυροβόλος άνοιξις, Ιστός, 1998.
Ηλιοπούλου Βασιλική, «Χώμα», Η καρδιά του λαγού, εκδ. Πόλις, 2005. Πρώτη δημοσίευση περ. Νέα Εστία, 2004.
Θεοδωρίδου Ναταλία, «Αγγελοκέφαλοι χίπστερς», Πρώτη δημοσίευση: "Angelheaded Hipsters," An Unlikely Companion, 2015. Πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά ιστολόγιο Ιστορίες μπονζάι, 2019, Μτφ. Ν. Θεοδωρίδου.
Ιγγλέση Χάρις, «Τα κότσια», Ρένος, Ήρκος & Στάντης Αποστολίδης, Ανθολογία Νεοελληνικής Γραμματείας, Τα Νέα Ελληνικά, τόμος 3ος, 1978. Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Τετράμηνα, τχ,6-7, Άμφισσα, 1975.
Ιντζές Στάθης, «Η μήνα», Η Μήνα και άλλες ιστορίες, Κίχλη, 2019.
Ιωακείμ Βασίλης, «Όνειρο χειμερινής νύχτας», Ποταμούλα, Γνώση, 1989.
Καβανόζης Κώστας, «Οι νικητές», Το χαρτόκουτο, Πατάκη, 2015.
Κακίσης Σωτήρης, «Οι μασέλες», Παραμύθια σαν αστεία άστρα, Ερατώ, 1984.
Κακούρη Αθηνά, «Τα ηχεία του γαμπρού», Οι κήποι του διαβόλου, Εστία, 2001. Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα, 1998.
Καλπαδάκης Μάνος, «Το νέο ρίγος», Δανεικά τοπία, Οδυσσέας, 1988.
Καλιότσος Παντελής, «Η μύγα», Η μύγα, Αθήνα, 1977.
Καλογιάννη Θεοφανώ, «Ο θάνατος του ιππότη Τσελάνο», Εστία, 1988.
Καρακίτσος Δημήτρης, «Μαρσύας γδαρμένος στο παγκάκι της πλατείας», Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολιβιέ, ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου, Ποταμός, 2017.
Καστρινάκη Αγγέλα, «Ο μαθητής», Φιλοξενούμενη, Εστία, 1990. Πρώτη δημοσίευση: περ. Παρατηρητής, 1988.
Κάτος Γιώργος, «Τα καλά παιδιά», Τα καλά παιδιά, Η μικρή Εγνατία, 1980.
Κεχαγιάς Παναγιώτης, «Πώς να επιτύχετε στην άσκηση της ταυρομαντείας», Τελευταία προειδοποίηση, Αντίποδες, 2016.
Κιτσίου Ειρήνη, «Sciurus Vulgaris», Εκπαιδευτής γρύλων, Ζαχαράκης, 2008.
Κιτσοπούλου Λένα, «Ο Μουνής», Μεγάλοι δρόμοι, Μεταίχμιο, 2010.
Κοσματόπουλος Αλέξανδρος, «Διήγηση θαυμάσια γυναικός που δούλευε στην λαχαναγορά», Πρώτη δημοσίευση: περ. Παραφυάδα, τχ. 4, 1988.
Κουντούρη - Μπαρκουρά Ζέτα, «Το στοίχημα», Η πρεμιέρα, Εστία, 1992.
Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Το άλλο μονοπάτι», Λαχανόρυζο του σταυρού, 2012. Πρώτη δημοσίευση Τα προσωπεία του τρόμου, επιμ. Πανώριος Μάκης, Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνη, 1998.
Κουσαθανάς Παναγιώτης, «Το δείπνο», Αξιοσημείωτες συναντήσεις (Μυθ-ιστορίες για σημαδιακά συναπαντήματα), Ίνδικτος 2011.
Κούστας Παναγιώτης, «Βαθιές ανάσες στο Άμστερνταμ», Έξι δισεκατομμύρια τρόποι ζωής, Τρίτων, 2007.
Κουτρουμάνη Νάγια, «Νύχτα ρεβεγιόν», Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο, Ιωλκός, 2021.
Κουτρουμπούσης Πάνος, «Μενιδιάτες του Διαστήματος», Στο θάλαμο του μυθογράφφ, Απόπειρα, 1992.
Κουτσούκος Ηλίας, «Κατάθεση πρίγκιπος Ιωάννη Κατακουζηνού», Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκινοι, Νεφέλη, 1991.
Κουφάκης Νίκος, «Τα άκρα της», Οικογενειακή πορσελάνη, Κέδρος, 2014.
Κοψαχείλης Στάθης, «Φθινόπωρο», Παραμιλητά, Θερμαϊκός, 2011.
Κρύσιλας Αντώνης, «Το στόμα του διαβόλου», Το στόμα του διαβόλου, Πλατύπους, 2009. Πρώτη δημοσίευση στο συλλογικό: Ιστορίες της μυθολογίας Κθούλου 2, Ωρόρα, 1997.
Κυθρεώτης Χρίστος, «Σκόνη από κιμωλία», Μια χαρά, εκδ. Πατάκη, 2014.
Κυριακόπουλος Γιώργος, «Η Μπίστη», Η τρισέγγονη της Αραπίνας και άλλες ιστορίες, Εστία, 2017.
Λάδης Φώντας, «Καταμερισμός εγκλήματος», Άνθρωποι και κούκλες, Εξάντας, 1987.
Πρώτη δημοσίευση περ. Λαβύρινθος, 1982.
Λαδιά Ελένη, «Χάλκινος ύπνος», Χάλκινος ύπνος, Εστία, 1980.
Λαμπέλε Φούλα, «Ίο», Ιο, Νησίδες, 2002.
Λαχάς Κώστας, «Ασκήσεις επί αμμοδόχου», Ασκήσεις επί αμμοδόχου, Εξάντας, 1994. Πρώτη δημοσίευση περ. Παραφυάδα, τχ. 3, 1987.
Μαντά Ειρήνη, «Ο Πέτρος και ο Πάνας», Έξι ιστορίες για μικρούς σάτυρους, Nightread, 2016.
Μανωλιός Μιχάλης, «Αίθρα», …και το τέρας, εκδ. Τρίτων, 2009. Πρώτη δημοσίευση περ. 9, τχ. 61, 2001.
Μάρκαρης Πέτρος, «Φραπέ», Αθήνα, πρωτεύουσα των βαλκανίων, Γαβριηλίδης, 2004. Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα, 2002.
Μάρκογλου Χ. Πρόδρομος, «Ταξίδι στο Νέστο», Διέφυγε το μοιραίον, Νεφέλη, 2003.
Μαρούτσου Έλενα, «Τα πράγματα των άλλων ή Η κούφια σκούφια», Του ύψους ή του βάθους, Αλεξάνδρεια, 1998.
Μαστακούρης Θωμάς, «Δέκα δευτερόλεπτα», Ιστορίες με ταξίδια στο χρόνο, από τη σειρά: Ανθολογία επιστημονικής φαντασίας, τόμος 42, Ωρόρα, 1995.
Μαυρομμάτης Ι. Πάνος, «Αντικαθεστωτικοί πορδιστές», Αναρχικές αναφορές επί ημίκλαστων κολλών, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 2015.
Μαυρουδής Κώστας, «[Στις 5 Οκτωβρίου του 1955]», Η αθανασία των σκύλων, Πόλις, 2013.
Μεντζενιώτης Γ. Διονύσης, «Η δίκη», Επίτομος πολυλογία, Εκάτη, 1997.
Μέσκος Μάρκος, «Οι καφέδες του μπαρμπα-Γιάννη», Μουχαρέμ, Νεφέλη, 1999.
Μητρογιαννόπουλος Νίκος, «Τζαμάρισμα για τα 80’ς», πρώτη δημοσίευση περ. Φαρφουλάς, τχ. 17, 2014.
Μιχαλοπούλου Αμάντα, «Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη», Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη, Καστανιώτης, 1994. Πρώτη δημοσίευση: περ. Ρεύματα, 1993.
Μπακόλας Νίκος, «Αυτό το αίμα είναι...», Το ταξίδι που πληγώνει και άλλα διηγήματα, Κέδρος, 2000. Πρώτη δημοσίευση: περ. Παραφυάδα, τχ. 5. 1989.
Μπαλάνος Γιώργος, «Oι ονειρότοποι της Γης», Οι ονειρότοποι της Γης, Πατσούρη, 1979.
Νάρ Αλμπέρτος, «Σαλονικάϊ, δηλαδή Σαλονικιός», Σαλονικάϊ, δηλαδή Σαλονικιός, Νεφέλη, 1999.
Νικολής Αντώνης, «Γυναίκες στα ράφια του μανάβη», Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, τόμος ΣΤ’, επιμ. Μάκης Πανώριος, Αίολος, 2012. Πρώτη δημοσίευση εφημ. Έθνος, 2008
Νικολαΐδης Αριστοτέλης, «Πυράκανθοι», Ανθρώπων εξ ανθρώπων, Καστανιώτη, 1981.
Νικολαΐδου Σοφία, «Η σημαδεμένη», Ξανθιά πατημένη, Κέδρος, 1997.
Νικοπούλου Ηρώ, «Χριστούγεννα, χιόνι και βροχή», πρώτη δημοσίευση Αυγή, 2018.
Νταλούσης Θοδωρής, «Αστακός», Ο μασκοφόρος, Φαρφουλάς, 2014.
Ντίλιος Σταύρος, «Μάλλον Ουαλοί», στο συλλογικό: Εφαρμοσμένη μυθομηχανική, sff.gr/press, 2014. Πρώτη δημοσίευση στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Καστανιώτη και ιστότοπου Pathfinder, 2004.
Παΐζης Νίκος, «Dirty», Η γενιά της ηπατίτιδας, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1985.
Πάλλα Μαρία, «Δίδυμη διαδρομή», Απώλειες, Νέα Πορεία, 2003.
Παμπούδη Παυλίνα, «Ο κάκτος και ο υδραυλικός», 15 ½ κάπως περίεργα παραμύθια, Κέδρος, 1978.
Παναγιωτόπουλος Νίκος, «Βηματοδότης», Γραφικός χαρακτήρας, Μεταίχμιο, 2016.
Πανούσης Τζίμης, «Φάτε μάτια ψάρια», Μικροαστική καταστροφή, opera, 2005.
Πανώριος Μάκης, «Η καταστροφή», Η καταστροφή, Δωδώνη, 1982.
Παπαβασιλείου Ν. Αντώνης, «Αρκούδα που σφυρίζει», Πρώτη δημοσίευση: εφημ. Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας, 2016.
Παπαγρηγορίου Στέλιος, «Με πονάει το πουλί μου», Γυμνά τρολ, Νεφέλη, 2013.
Παπαδημητρίου Σάκης, «[Η Τράπεζα Τέχνης]», Κωδικοπληκτρονικά, Διαγώνιος, 1978.
Παπαδόπουλος Αλέκος, «Ένα μικρό αντάλλαγμα», Λάθος οδηγίες, Τρίτων, 2008. Πρώτη δημοσίευση περ. 9, τχ. 228, 2004.
Παπαμόσχος Λ. Ηλίας, «Το μέταλλο κελαηδάει», Ο μυς της καρδιάς, Μεταίχμιο, 2011.
Παπαστάθης Λάκης, «Μόνον εσένα έχω στον κόσμο», Η νυχτερίδα πέταξε, Νεφέλη, 2003.
Πατίλης Γιάννης, «Συμβουλές σ’ έναν νέο ποιητή, υποψήφιο εκδότη λογοτεχνικού περιοδικού», Μικρός Τύπος: Το Λογοτεχνικό Περιοδικό. Θεωρία και Ασκήσεις, Κείμενα 1978-2013,Υψιλον/βιβλία, 2013. Πρώτη δημοσίευση περ. Εντευκτήριο, τχ. 78, 2007.
Πατσώνης Γιάννης, «Πέραν», πρώτη δημοσίευση στο ηλ. περ. Χάρτης, τχ. 22, 2020.
Πέγκα Έλενα, «Κεφάλια», Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα, Άγρα, 2011.
Περούλης Κώστας, «Αστικά», Αυτόματα, Αντίποδες, 2015.
Πετάλας Άγης, «Διδακτική επίσκεψη στο σαλόνι μιας κυρίας», Η δύναμη του κυρίου Δ., Αντίποδες, 2015. Πρώτη δημοσίευση: levga.gr, 2011.
Πετρίτση Μαρία, «Γιαπωνέζικο παραμύθι», Αγάπη μου θέλω να γίνω ψάρι, Biblioteque, 2017. Πρώτη δημοσίευση περ. Μανδραγόρας τχ. 51, 2014.
Πέτσα Βασιλική, «Ο κόραξ εξελθών», Μόνο το αρνί, Πόλις, 2015.
Πλασκοβίτης Σπύρος, «Τα χρυσόψαρα», Το συρματόπλεγμα, Πλειάς, 1974.
Πουλής Κωνσταντίνος, «Κάμπινγκ στην πλατεία Συντάγματος», Ο θερμοστάτης, Μελάνι, 2014.
Προβοκάτσης Νάρκισσος & Νουνέκης Περίκαλλος, «Η Άρκτος και ο Αρκτούρος», Κονσέρβες για το μέλλον, Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης, 1984.
Ριζιώτη Γαλάτεια, «Άλλος για μαστίγωμα», Ντραμς, Κέδρος, 2001.
Ριτσώνης Κώστας, «Η ζυγαριά», Τσίλιες, Ποιήματα των φίλων, 2001.
Ρόμβος Τέο, «Μια νύχτα στο άσυλο της Ρεμς», Τρία φεγγάρια στην πλατεία, Ο Σκύλος που κλαίει, 1985.
Ρωμοσιός Κωνσταντίνος, «Ένας πολύ προσωπικός πόλεμος», Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, τόμος Γ’, επιμ. Μάκης Πανώριος, Αίολος, 1994. Πρώτη δημοσίευση Τα Νέα, 1985.
Σαράντη Γαλάτεια, «Τέλος εποχής», Ελένη, Εστία, 1982.
Σαρίκας Ζήσης, «Το κέφι», Ψίχουλα, Νησίδες, 1998.
Σερέφας Σάκης, «Δειλινή μελαγχολία», Οδοντοτεχνίτης νεότατος, Κέδρος, 2001.
Σκαρίμπας Γιάννης, «Η τελευταία των 6 ½ (Τα δρομολόγια θ’ αλλάζαν)», Τρεις άδειες καρέκλες, Κάκτος, 1976.
Σουρούνης Αντώνης, «Μια γιαπωνέζικη πυρκαγιά», Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Ύψιλον/βιβλία, 1982.
Σταμάτης Στέφανος, «Το τραίνο», Χάρτινοι μύθοι, Αιγόκερως, 1993. Πρώτη δημοσίευση: Φανταστικές ιστορίες, ανθολογία, τομ. 7, Αιγόκερως, 1993.
Στριγγάρη Έλενα, «Καλά στοιχεία», δημοσίευση στο περ. Τετράμηνα, τχ. 13, 1977.
Σφακιανάκης Άρης, «Η νόσος των πυραμίδων», Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων, Κέδρος, 1993.
Σωτηριάδου Κλαίτη, «Μια καλή πράξη», Μαθήματα δημιουργικής γραφής, Μελάνι, 2021.
Τσίγκας Νώντας, «Εποχιακός διανομέας», Εποχιακός διανομέας, Πανοπτικόν, 2013.
Τσίρος Πάνος, «Το μάτι της Ελένης», Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, Γαβριηλίδης, 2007.
Φάντη Χρύσα, «Σούρμενα. Παραμονή Χριστουγέννων», δημοσίευση στο περιοδικό (Δε)κατα, τχ. 33, 2013.
Φαρσάρης Γιάννης, «Έφαγα τη μαμά», Φόβος κανένας, Openbook, 2014.
Φλωράκης Διαμαντής, «Η 6η Παραλλαγή», Εισβολή στο αύριο, Χρυσή τομή, 1979.
Φύσσας Δημήτρης, «Λησμονιά», Αυτά και οι μετακομίσεις, εκδ. Εστία, 2019. Πρώτη παρουσίαση στα πλαίσια του 3ο φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας Ερμούπολης, 2007.
Φωσκόλου Ούρσουλα, «Λάντα», Το κήτος: μικρά και μεγάλα πεζά, Κίχλη, 2016.
Χαρπαντίδης Κοσμάς, «Κρυφές αντοχές δεν υπάρχουν», Κρυφές αντοχές δεν υπάρχουν, Μεταίχμιο, 2011.
Χαρτοματσίδης Χρήστος, «Η χοντρή μάγισσα Αλίσια», Φωτο – Veritas, Μεταίχμιο, 2003.
Χατζής Δημήτρης, «Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ», Σπουδές, Κείμενα, 1976.
Χιόνης Αργύρης, «Η ζωοποιός κρεατομηχανή», Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Κίχλη, 2008.
Χουλιαράς Βασίλης, «Ένα έθιμο», Μικρές ιστορίες για πριν τον ύπνο, Γαβριηλίδης, 2012.
Χουλιάρας Γιώργος, «Ξέρω», Λεξικό αναμνήσεων, Μελάνι, 2013.
Χουλιαράς Νίκος, «Αυτό», Το άλλο μισό, Νεφέλη, 1987.
Χριστιανόπουλος Ντίνος, «Η Λαμπρινή του Κοραή», Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Διαγώνιος, 1986.
Χρονοπούλου Ελισάβετ, «Αμαλία», Φοράει κοστούμι, Πόλις, 2013.
Χριστόπουλος Δημήτρης, «Λερωθείτε, κάνει καλό», Σπουδή στο κίτρινο, Το ροδακιό, 2018.
Χριστοφιλάκης Γιώργης, «Η αγελάδα και το φίδι», Πετροπόλεμος, Αστέρι, 1981.
ΙΙΙ Αχιλλέας, «Άλλος…», Παραχαράκτης, Νεφέλη, 2019.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. Ζήρας, «Το ελληνικό διήγημα στην περίοδο 1870–1950. Οι προϋποθέσεις και οι παρανοήσεις του», στο (επιμ.) Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού / Σ. Ντενίση Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες, Gutengerg, 2009.
Δ. Κούρτοβικ, Η ελιά και η φλαμουριά, Πατάκη, 2021.
Ε. Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, Πόλις, 2020.
Κ. Κωστίου, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα, ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ, Νεφέλη, 2005.
Κ. Κωστίου, «Με τον τρόπο της μεταμυθοπλασίας», στο Κ. Βούλγαρης (επιμ.), Η μεταμυθοπλασία ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού, Βιβλιόραμα, 2018.
Γ. Λαδογιάννη, «Η μεταμυθοπλασία ως κριτική ερμηνεία», στο Κ. Βούλγαρης (επιμ.), Η μεταμυθοπλασία ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού, Βιβλιόραμα, 2018.
Α. Λιάκος, «Ιστορία και μυθοπλασία», στο Κ. Βούλγαρης (επιμ.), Η μεταμυθοπλασία ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού, Βιβλιόραμα, 2018.
Π. Μαρτινίδης, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας, Υποδομή, 1994.
Χ. Μηλιώνης, Το διήγημα, Σαββάλας, 2002.
Ε. Μπούρα, Μ. Χαρτουλάρη (επιμ.), Το αποτύπωμα της κρίσης, Μεταίχμιο, 2013
Ν. Πουλάκος, Ι. Κουμασίδης (επιμ.), Crisis : 10+1 διηγήματα για την ελληνική κρίση, Βακχικόν, 2013.
Σ. Τσακνιάς, Επί τα ίχνη, κριτικά κείμενα 1985-1988, Σοκόλη, 1990.
Β. Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Πόλις, 2018.
Β. Χατζηβασιλείου, «Από τον μοντερνισμό προς το μεταμοντέρνο;», στο Α. Σπυροπούλου / Θ. Τσιμπούκη [επιμ.], Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις, Αλεξάνδρεια, 2002.
Ε. Χατζοπούλου, «Μεταμυθοπλασία και μεταϊστορία», στο Κ. Βούλγαρης (επιμ.), Η μεταμυθοπλασία ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού, Βιβλιόραμα, 2018.
περ. Νέα Εστία, τχ, 1752, 2003.
περ. Νέα Εστία, τχ. 1890, 2022.
Ο. Eco, Επιμύθιο στο Όνομα του ρόδου, Γνώση, 1993.
H. Bergson, Το γέλιο, Εξάντας, 1998.
V. Jankélévitch, Η ειρωνεία, Πλέθρον, 1997.
L. Pirandello, Η αισθητική του χιούμορ, Πολύτροπον, 2016.
F. Schlegel, Φιλοσοφικά θραύσματα, ΠΕΚ, 2025.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1Οι τυπολογικές κατηγορίες δεν είναι θέσφατα∙ υπάρχουν άπειρες υβριδικές περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις.
2Εντόπισα τα εξής αφιερώματα στον Γ. Ιωάννου: περ. Διαβάζω, τχ. 452, 2004 και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης, τχ, 41, 2022
3Εντύπωση προκαλεί το διήγημα του Δ. Χατζή «Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ», για το οποίο η Α. Καστρινάκη (περ. Νέα Εστία, τχ, 1752, 2003) γράφει πως πρόκειται για «το πιο παράξενο αφήγημα ποιητικής που γράφτηκε ποτέ στην ελληνική πεζογραφία» μιας και ενώ καταγγέλλει εμμέσως πλην σαφώς το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η κριτική συνήθως αναφέρεται σε αυτό μόνο γενικόλογα, όπως λ.χ. στα Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας των σχολικών βιβλίων της Γ’ Λυκείου, όπου γίνεται μνεία μόνο στη σχέση έργου και καλλιτέχνη: «προσεγγίζει θεωρητικά το πρόβλημα της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και τη ζωή του καλλιτέχνη».
4Ενδεικτικά: Συλλογικοί τόμοι: Ε. Μπούρα, Μ. Χαρτουλάρη (επιμ.), Το αποτύπωμα της κρίσης, Μεταίχμιο, 2013, και Ν. Πουλάκος, Ι. Κουμασίδης (επιμ.), Crisis : 10+1 διηγήματα για την ελληνική κρίση, Βακχικόν, 2013. Αφιέρωμα: περ. Το Δέντρο, «Σελίδες για τη νεοελληνική κρίση», τχ. 201-202, 2014. Διπλωματική εργασία: Α. Γερακίνη, Η πόλη των Αθηνών στη λογοτεχνία της κρίσης, ΑΠΘ, Τμήμα αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας, Σπουδές Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και πολιτισμού, 2017. Άρθρα: Τ. Δημητρούλια, Πεζογραφία και κρίση, εφ. Η Καθημερινή, 13/4/2014, Β. Χατζηβασιλείου, Α. Σαΐνης, Ε. Παπαργυρίου, Πεζογραφία της κρίσης ή κρίσιμη πεζογραφία; (2010-2020), Εφημερίδα των Συντακτών, 9/2/2020.
5Ο Γ. Περαντωνάκης στο άρθρο/ ανασκόπηση της δεκαετίας του ’10 στην θεματική κατηγορία υπό τον τίτλο «Το διήγημα της κρίσης» αναφέρεται μόνο σε δύο συλλογές του Χ. Οικονόμου και σε μία νουβέλα του Γ. Κουτσούκου: Γ. Περαντωνάκης, Η δεκαετία του ’10: αποτιμήσεις και προοπτικές της πεζογραφίας μας, στο bookpress, 30/1/2020.
6Και συγκεκριμένα: «με αφόρητη δυσφορία κατάφερα να ολοκληρώσω την ανάγνωση του διηγήματος». Το παραθέτω από μνήμης, δυστυχώς δε συγκράτησα την πηγή.
7Εξαιρώ «Το άνοιγμα της μύτης» της Α. Δημητρακάκη από τη ομώνυμη συλλογή, Οξύ, 1999, και «Μετά το πάρτι» της Μ. Ζουμπουλάκη, Η μυροβόλος άνοιξις, Ιστός, 1998.
8«Στην διάρκεια της δεκαετίας του ’80 είχαν προηγηθεί αποσπασματικές προπαρασκευαστικές κινήσεις. Το 1980 ο Θωμάς Γκόρπας υπερασπίστηκε το αστυνομικό στο περιοδικό Αντί∙ το 1981 η Τιτίνα Δανέλλη και ο Μάνος Κοντολέων εξέδωσαν το αστυνομικό “Ένα κι ένα κάνουν όσα θες”∙ το 1982 ο Φώντας Λάδης άρχισε να δημοσιεύει αστυνομικά διηγήματα, ενώ την ίδια χρονιά είδε το φως η κρίσιμη ιδεολογική παρέμβασή του στην εφημερίδα Ριζοσπάστης. Το 1982 κυκλοφόρησε το δοκιμιακό “Συνηγορία της παραλογοτεχνίας” του Πέτρου Μαρτινίδη και το αστυνομικής υφής διήγημα του Δημήτρη Νόλλα “Συγγραφικά δικαιώματα”, ενώ το 1984 εγκαινιάστηκε η κλασική αστυνομική σειρά των εκδόσεων Άγρα, υπό την επιμέλεια του Ανδρέα Αποστολίδη. Το 1985 η Τιτίνα Δανέλλη δημοσίευσε αστυνομικές ιστορίες στον Ριζοσπάστη, ενώ το 1987 ο Φίλιππος Φιλίππου κυκλοφόρησε το πρώτο του αστυνομικό “Κύκλος θανάτου”, καθώς και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ “Το φθινόπωρο της Έβα-Ανίτα Μπένγκτσον”» (Ε. Κοτζιά, 2020).
9Ο Α. Ζήρας διαφωνεί ακόμη και με τη χρήση του όρου «ηθογραφία» για τους πεζογράφους της «γενιάς του 1880»: «Η πιο αμετακίνητη ιδέα για την πεζογραφία του διαστήματος 1870–1950 είναι σίγουρα η παγιωμένη αντίληψη ενός μεγάλου κύκλου κριτικών, φιλολόγων, αλλά και λογοτεχνών ότι το ελληνικό διήγημα της γενιάς του 1880 — ή τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο μέρος του — εγκλωβίστηκε μέσα στα ούτως ή άλλως συγκεχυμένα όρια της έννοιας της ηθογραφίας. Αλλά ποτέ δεν ήταν ξεκαθαρισμένο τι εννοεί ο καθένας ορίζοντας μια αφήγηση ως ηθογραφική και ποτέ επίσης δεν υπήρξε μια σύγκλιση των επιμέρους απόψεων που θα μας βοηθούσε να συμφωνήσουμε σε έναν τέτοιο ορισμό» (Α. Ζήρας, «Το ελληνικό διήγημα στην περίοδο 1870–1950. Οι προϋποθέσεις και οι παρανοήσεις του», στο Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού / Σ. Ντενίση [επιμ.], Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες, Gutengerg, 2009). Αλλά και ο Χ. Μηλιώνης σημειώνει: «Ο όρος ηθογραφία, με το να χρησιμοποιηθεί για συγγραφείς με διαφορετικό μέγεθος και διαφορετική κατεύθυνση, πήρε σιγά σιγά αρνητική σημασία, που δεν την είχε αρχικά» (Χ. Μηλιώνης, Το διήγημα, Σαββάλας, 2002).
10«Φτάνει όμως η στιγμή που η αβανγκάρντ (το μοντέρνο) δεν μπορεί πια να προχωρήσει, διότι έχει δημιουργήσει μια μετα-ομιλία που μιλά για τα ακατόρθωτα κείμενα της (την εννοιολογική τέχνη). Η απάντηση του μετα-μοντέρνου στο μοντέρνο συνίσταται στην αναγνώριση ότι, εφόσον το παρελθόν δεν μπορεί να καταστραφεί, μιας και η καταστροφή του οδηγεί στην σιωπή, θα πρέπει να επανεξεταστεί: με ειρωνεία, μ’ έναν μη αθώο τρόπο». (Ο. Eco, Επιμύθιο στο Όνομα του ρόδου, Γνώση, 1993).
11Αναλυτική παρουσίαση για το «Οι 118» όσο και για το έργο του Δ. Πετσετίδη στο αφιέρωμα του περ. Νέα Εστία, τχ. 1890, 2022.