Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ξεφυλλίζω ηλεκτρονικά το τελευταίο φωτογραφικό άλμπουμ του Horst Friedrichs, ενός Γερμανού καλλιτέχνη, που έχει φωτογραφήσει, μεταξύ άλλων, τη σκηνή των Μοds και των Rockers – αυτή τη φορά, το βιβλίο (που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες στην Ευρώπη) έχει τίτλο "Drive Style". Σκηνές στο τιμόνι. Σκηνές στο καπό. Σκηνές στα γκαράζ και στα πιτς. Οι άνθρωποι-μοντέλα μοιάζουν με τα αυτοκίνητα-μοντέλα: Welcome to the machine.
Αν και η τηλεοπτική απεικόνιση των αγώνων αυτοκινήτων είναι συνήθως βαρετή, η Φόρμουλα Ένα παραμένει φωτογενές θέαμα: μια ταινία δράσης με ισχυρισμό coolness. Έχω έναν παγκόσμιο χάρτη και πάνω του σημειώνω με χρωματιστές πινέζες τα γκραν πρι: να μην ξεχάσω να δω τις καλύτερες φάσεις σε streaming ή, λίγο αργότερα, σε βίντεο, όταν όλα θα έχουν τελειώσει. Όσο μεγαλώνω, ο χρόνος λιγοστεύει – χάνω πολλούς αγώνες κι αργώ να αναγνωρίσω τους καινούργιους πρωταθλητές. Συχνά κάνω λόγο για νεκρούς πιλότους, για ξεχασμένα ινδάλματα του μηχανοκίνητου αθλητισμού: για τον Στέρλινγκ Μος, στον Τζάκι Στούαρτ, τον Φιτιπάλντι. Εξάλλου, έχουν περάσει κιόλας εννιά χρόνια από τότε που πήγα για τελευταία φορά στην Ιντιανάπολη, δεκαπέντε από τότε που ήμουν στο Μόντε Κάρλο – ο Μίκα Χάκινεν σημείωνε τότε την τέταρτη νίκη της σεζόν. Ήμουν εκνευρισμένη εκείνη τη μέρα: δεν έβρισκα να παρκάρω, το πυκνοκατοικημένο πριγκιπάτο ασφυκτιούσε· νοσταλγούσα τους αμερικανικούς δρόμους και τα αμερικανικά πάρκινγκ.
Φέτος, είδα, με συγκίνηση, τον Κίμι Ράικονεν να τερματίζει πρώτος στο γκραν πρι της Αυστραλίας οδηγώντας Lotus: μ' αρέσει το φιλανδικό στιλ οδήγησης αν και, καθώς περνάει ο καιρός, οι Φιλανδοί αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με τους επιθετικούς Γερμανούς. Η οδήγηση, ιδιαίτερα εκείνη της Φόρμουλα Ένα, είναι μια μεταφορά· μαρτυρεί μια φιλοσοφία του ζην, μια φιλοσοφία του driving. Drive (ως ρήμα) σημαίνει οδηγώ αλλά, ως ουσιαστικό σημαίνει ορμή, κίνητρο, επιθυμία.
Ακόμα και οι πίστες διαφέρουν μεταξύ τους: λόγου χάρη, οι σουηδικές και οι φιλανδικές είναι πιο γρήγορες από άλλες, πιο ολισθηρές, πιο απαλές. Υπάρχει μακρά παράδοση "φιλανδικού στιλ" τόσο στη Φόρμουλα, όσο και στα ράλλυ: ψυχραιμία μαζί μ' ένα είδος μαξιμαλισμού – ή όλα ή τίποτα. Smoothness.
Η Φόρμουλα Ένα συμπυκνώνει τις ιδέες της γέννησης, της διαδρομής, του θανάτου και του απείρου.
Πάντα θαύμαζα τη Ferrari: η Ferrari δεν απογοητεύει ποτέ. Φέτος ο Φερνάντο Αλόνσο οδήγησε Ferrari για τέταρτη χρονιά –μετά από πολύ καιρό με τη Renault– και ήρθε πρώτος τόσο στο γκραν πρι της Κίνας όσο και σ' εκείνο της Ισπανίας. Όμως, δεν είμαι θαυμάστρια του Αλόνσο: πιστεύω ότι αλλάζει μάρκα υπερβολικά συχνά κι ότι είναι αδίστακτος όπως ήταν ο Σουμάχερ. Αντιθέτως, ο Νίκο Ρόσμπεργκ, νικητής του φετινού γκραν πρι του Μονακό –με Mercedes– μου φαίνεται εξαιρετικά ανθεκτικός, με γερά νεύρα: η κούρσα ήταν επεισοδιακή και, στον τριακοστό γύρο, ο Φελίπε Μάσα τράκαρε στο ίδιο σημείο όπου είχε χάσει τον έλεγχο στις δοκιμές. Το μονοθέσιο καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από το safety car που έμεινε στον αγώνα για έξι γύρους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαξ Τσίλτον έπεσε πάνω στον Παστόρ Μαλδονάδο, ο οποίος, με τη σειρά του, στούκαρε στις μπαριέρες. Όταν δεν υπάρχουν θύματα, εμείς το φιλοθεάμον κοινό απολαμβάνουμε τα επεισόδια – έτσι κι αλλιώς, ακολουθούμε μια ταχύτητα που δεν είναι δική μας. Όπως στις φωτογραφίες του Horst Friedrichs, ακολουθούμε θρυλικά μοντέλα της βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως το E-type της Jaguar, που δεν θα οδηγήσουμε ποτέ.
Στο γκραν πρι του Καναδά πρώτος τερμάτισε ο Σεμπάστιαν Φέτελ και στις 25 Αυγούστου θριάμβευσε στην πίστα του Σπα στο Βέλγιο. Νομίζω πάντως ότι ο Μαρκ Γουέμπερ, παρά τις πρόσφατες αποτυχίες του, είναι πιο σώφρων οδηγός – πιο σώφρων από τον Φέτελ κι από τους τρελούς «φονιάδες» σαν τον Λιούις Χάμιλτον, μολονότι ο Χάμιλτον θεωρείται, από πολλούς, καθαρολόγος, οπαδός της φιλοσοφίας του Άυρτον Σέννα.
Παρακολουθώντας τους αγώνες της Φόρμουλα Ένα, διακρίνω τρόπους για να ορμάει κανείς στη ζωή, να προχωρεί ολοταχώς προς το σημείο φυγής, να υπερβαίνει τα εμπόδια, να επιζεί, να βγαίνει νικητής: μερικοί πιλότοι βασίζονται στην τύχη, άλλοι είναι control freaks· όλοι επιδιώκουν να καλύψουν το κενό – η τέχνη της Φόρμουλα Ένα συνοψίζεται στην κάλυψη του κενού που αφήνουν οι άλλοι στο οδόστρωμα. Μερικοί πιλότοι είναι άφοβοι, ασυμβίβαστοι· άλλοι φαίνονται πειθήνια όργανα των βιομηχανιών. Τα πιτς είναι μια μικρογραφία της ύπαρξης όπου όλα έχουν επιταχυνθεί κι όπου η παραμικρή λεπτομέρεια αποβαίνει αποφασιστική, ακόμα και μοιραία. To 1994, στην Ίμολα, στο 7ο lap, σκοτώθηκε ο Σέννα*: έφταιξαν τα χαλάσματα ενός ατυχήματος στην αρχή της κούρσας, κυρίως όμως έφταιξε το ότι ο Σέννα δεν πρόλαβε να επιβραδύνει περισσότερο – η Williams που οδηγούσε ξέφυγε στη στροφή και προσέκρουσε στον τοίχο με 218 χιλιόμετρα την ώρα. Η κολόνα του τιμονιού χτύπησε τον Βραζιλιάνο πιλότο στο κεφάλι, αλλά κανείς δεν ξέρει αν έσπασε πριν ή μετά τη σύγκρουση στον τοίχο. Το πιθανότερο: το πίσω λάστιχο κλάταρε λόγω των θραυσμάτων που βρίσκονταν στην πίστα. Πρωτομαγιά 1994: η μέρα που πέθανε ο Σέννα.
Ταχύτητα: η επιθυμία (drive) να πετάξει κανείς παραμένοντας πάνω στη γη. Καθώς κυλάει ο χρόνος, πέφτω, πέφτω, στο βάθος του σύμπαντος: η επιτάχυνση της βαρύτητας – με κάνει γρήγορη παρότι υπολείπομαι σε βάρος, σε μάζα. Η Φόρμουλα Ένα συμπυκνώνει τις ιδέες της γέννησης, της διαδρομής, του θανάτου και του απείρου – το γεγονός ότι τα ελαττώματά μας είναι προέκταση των προτερημάτων μας. Κυρίως, εκφράζει το άσκοπο, το παράλογο της ύπαρξης και το ένστικτο της επιβίωσης: οδηγώ άρα υπάρχω.
* Για περισσότερα και πιο αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο του Σέννα, βλ. Βασίλης Τσακίρογλου, Ayrton Senna: Adeus. Το φαινόμενο πίσω από τον μύθο.