Του Χρήστου Τσαμπρούνη*
Ο Μπασάκος είναι γνωστός στοχαστής και δάσκαλος της φιλοσοφίας. Προσωπικά, χωρίς να τον γνωρίζω, παραδέχτηκα τον τρόπο με τον οποίο πρόσφατα πολιτεύθηκε στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκει. Επίσης, διέκρινα το θάρρος με το οποίο υπερασπίστηκε τους «χαμένους» της κατάληψης στη Νομική Αθηνών πριν από δύο περίπου χρόνια.
Με το σύντομο σχόλιό του στο BookPress.gr στις 29.6.2012, υπό τον τίτλο «Η κοινοτοπία του κακού», δοκιμάζει ξανά, όπως θα όφειλε, την αντοχή της κριτικής μας σκέψης. Η θέση του είναι ότι στην πρόσφατη εκλογή για το προεδρείο της Βουλής κακώς το σώμα της Βουλής απέκλεισε τον προτεινόμενο βουλευτή της Χρυσής Αυγής. Την κρίση του τη στηρίζει στην έννοια της «κοινοτοπίας του κακού» (banality of evil) που χρησιμοποίησε η Χάννα Άρεντ, η οποία παρακολουθώντας την απαγωγή, δίκη και καταδίκη του ναζιστή Άιχμαν, σύμφωνα με μια ερμηνεία, αναρωτήθηκε μήπως άραγε ο δαίμονας ζει εντός μας, ανάμεσά μας, στον κόσμο της ζωής, όπου περνά απαρατήρητος μέχρις ότου του προσδώσουν (κάποιοι, κάπως) την εωσφορική του αίγλη.[1] Θεωρεί, επίσης, ότι η δημοκρατία είναι και μαθησιακή διαδικασία (μέθοδος): ας σκεφτούμε λ.χ. τον εκλεγμένο στο προεδρείο βουλευτή του εν λόγω κόμματος να δίνει, βάσει του κανονισμού της βουλής στον οποίο οφείλει να πειθαρχήσει, το λόγο σε συνάδελφό του από το ΚΚΕ. Η θέση είναι πράγματι ισχυρή.
Ωστόσο, ο συλλογισμός του δεν περιορίζεται στην εμπνευσμένη σύλληψη της Άρεντ, εμπλουτίζεται με το πραγματικό περιστατικό της δίκης του νορβηγού Μπρέιβικ – στην οποία οι ένορκοι χαιρετούν διά χειραψίας τον κατηγορούμενο και έτσι κατορθώνουν να αποδώσουν στις σωστές του διαστάσεις το απάνθρωπο αλλά ποινικό έγκλημα και να ξηλώσουν την όποια πολιτική του προοπτική. Τέλος, αφοριστικά απορεί με την τύχη της ελληνικής δημοκρατίας όταν αυτή εκπροσωπείται με τρόπο που είναι «για τα πανηγύρια» από ανθρώπους που δεν κατανοούν ότι η δημοκρατική διαδικασία παράγει το περιεχόμενό της και, αντιστρόφως, συμπληρώνω εγώ, προσδίδουν αίγλη, αναβαθμίζουν κάτι που τουλάχιστον προ μερικών ετών είχε μηδαμινή απήχηση στην ελληνική κοινωνία.
Με ένα μέρος του συλλογισμού του Μπασάκου διαφωνώ. Υποστηρίζω ότι έχουμε διαβεί το κατώφλι της δαιμονοποίησης, της φαντασμαγορίας, της χαρισματικής άλως ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το. Οι άνθρωποι αυτοί έφτασαν στο ανώτερο σκαλοπάτι της πολιτικής, άρα επιζητούν εξουσία στον ανώτατο βαθμό, δηλαδή, μεταξύ άλλων το δικαίωμα στη διαχείριση της έννομης βίας – το ότι ορισμένοι από αυτούς ή συμπαθούντες διώκονται για ποινικά ζητήματα οφείλει να μας απασχολεί. Για το πώς έφτασαν σε αυτό το σκαλοπάτι αναφέρω στην τύχη διάφορους όρους: «τηλεθεαματική ή φαντασμαγορική» δημοκρατία, πλημμελή μόρφωση, πρόσφατα εμπεδωμένη δημοκρατική συμπεριφορά στο επίπεδο της καθημερινότητας, άγνοια, επιπόλαια χρήση της ελευθερίας. Πρόκειται για περίπτωση στην οποία η δημοκρατία ως μέθοδος έχει αποτύχει – εξόφθαλμα, όχι όμως ολοκληρωτικά. Η μορφωτική διάσταση της δημοκρατίας για τους ίδιους είναι κενό γράμμα. Η παραχώρηση συμβολικής εξουσίας αποτελεί ήττα της ελληνικής δημοκρατίας. Αμφισβητώ ότι η σοφία της δημοκρατίας έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση οποιοδήποτε θετικό νόημα – ότι μορφώνει. Μόνον, ισχυρίζομαι, αρνητικά διά του αποκλεισμού της από αυτήν· όπως στη Γερμανία.
Επίσης, η σύγκριση με το παράδειγμα της Νορβηγίας νομίζω ότι θέλει περισσότερη προσοχή. Μιλάμε για όμοια περιστατικά, για κοινά πλαίσια, για κοινές ιστορικές διαδρομές, για ίδια περιεχόμενα, εν πάση περιπτώσει για πράγματα που μοιράζονται τον ίδιο παρονομαστή (πώς;), τη δημοκρατία ως μέθοδο, ως διαδικασία; Ολοκληρώνω τη σκέψη μου υπερασπιζόμενος τον τρόπο των εκλεγμένων εκπροσώπων της ελληνικής βουλής – στα πανηγύρια παίζει και ο καραγκιόζης, που μπορεί να τη βγάζει πέρα αυτοσχεδιάζοντας, αλλά στο τέλος κρίνει με κοινό νου και διορθώνει τα κακώς κείμενα για τα οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος. Σε θεατρικούς όρους θα αντιπαραβάλλω τον πολυμήχανο Καραγκιόζη στον ευπειθή Μπίντερμαν ο οποίος λίγο πριν το τέλος στρέφεται στους εμπρηστές προσφέροντάς τους τα σπίρτα.[2]
* Ο Χ. Τσαμπρούνης είναι κοινωνιολόγος.
[1] Το πρόβλημα που σχετίζεται και με την έννοια του κόσμου της ζωής (Lebenswelt) το αναπτύσσει η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ με αφορμή τη δίκη του Άιχμαν –δυστυχώς πρέπει σήμερα να επαναλάβει κανείς, λίγα μόλις χρόνια έπειτα από τη shoah,δηλαδή το 1961-2, στο έργο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια Έκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού, εκδ. Νησίδες, 2009. Για τον όρο shoah που σημαίνει «καταστροφή» στα εβραϊκά αλλά συνεκδοχικά και «ολοκαύτωμα» παραπέμπω στο Daniel Mendelsohn, Χαμένοι. Αναζητώντας έξι από τα έξι εκατομμύρια, εκδ. Πόλις, 2010, σ. 178 κ.ε., 257.
[2] Αναφέρομαι στο θεατρικό έργο του Μαξ Φρις, Ο Μπίντερμαν και οι Εμπρηστές, εκδ. Δωδώνη, χχ.