Της Αθηνάς Ντίνου
Η λογοτεχνική υποστασιοποίηση του Νικόλαου Κάλας (1907-1988) συνοδεύτηκε από τη διάθεση να επιφέρει επαναστατικά ρήγματα στην εποχή που ανήκε (δεκαετία του 1930), διαγράφοντας μια τροχιά ιδιότυπη όσο κι ενδιαφέρουσα, καθώς διαφοροποιήθηκε αισθητά από τον κύριο κορμό της γενιάς του. Η πυροδότηση των προστριβών που προκάλεσε είχαν αφορμή το γεγονός ότι –εκτός από τις τολμηρές ποιητικές του συλλήψεις– πρόκρινε απόψεις που δεν έτυχαν ευρύτερης αποδοχής και συναίνεσης, όπως η πρώιμη αναφορά στο έργο του Κ.Π. Καβάφη.
Η πυροδότηση των προστριβών που προκάλεσε είχαν αφορμή το γεγονός ότι –εκτός από τις τολμηρές ποιητικές του συλλήψεις– πρόκρινε απόψεις που δεν έτυχαν ευρύτερης αποδοχής και συναίνεσης, όπως η πρώιμη αναφορά στο έργο του Κ.Π. Καβάφη.
Η μεσοπολεμική ποιητική γενιά, γνωστή με τον όρο «Γενιά του ’30», παραμένει ρευστή στην οριοθέτησή της, αινιγματική και πολυσύνθετη, καθώς δεν αποτελούσε ένα ομοιογενές, συμπαγές σύνολο, αλλά διαπνεόταν από πολλές διαφοροποιήσεις. Λιγότερο επισφαλής είναι η διάκριση που παραθέτει ο Δημήτρης Τζιόβας, αυτή της μοντερνιστικής και της πρωτοποριακής σκοπιάς, αναφορικά με τον τρόπο θέασης της παράδοσης. Ο μοντερνισμός, με κύριους εκφραστές τον Σεφέρη και τον Ελύτη, παραπέμπει στην αρχετυπική θεώρηση του παρελθόντος, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ελληνικότητας, ιδωμένο ως ευκαιρία διαρκούς αναδιαπραγμάτευσης. Στον αντίποδα, ειδοποιό γνώρισμα της πρωτοποριακής ποίησης αποτελεί η αμφισβήτηση και η ειρωνική απομυθοποίηση του παρελθόντος, με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Καβάφη και τον Νικόλαο Καλαμάρη ή Κάλας.
Στα μεσοπολεμικά ποιήματα του Κάλας ενεδρεύουν στοιχεία πειραματισμού που μαρτυρούν την ανανεωτική του διάθεση και την τάση απεμπόλησης των παραδοσιακών σταθερών. Στα ποιητικά του ίχνη «Ακρόπολη» και «Στήλες του Ολυμπίου Διός», αισθητοποιείται η διάθεση υπονόμευσης του Κάλας για την αρχαιότητα, ενώ διαφαίνεται η ανατρεπτική του ματιά. Η ριζική ανανέωση του ποιητικού οργάνου (στο ύφος και στο περιεχόμενο) που προκρίνει και αποπειράται, σε συνδυασμό με τα προκλητικά θεωρητικά του κείμενα, καθιστούν εύλογη την πεποίθηση ότι ο Κάλας «λειτούργησε ως ο αντίποδας»1 της γενιάς του. Η μεσοπολεμική περίοδος για εκείνον σφραγίστηκε από έντονη πνευματική δράση κι ευρύτητα ενδιαφερόντων, αφού επιδόθηκε στην ποίηση και τη δοκιμιογραφία, πότε υπογράφοντας ως Νικήτας Ράντος στα ποιήματά του και πότε ως Μ. Σπιέρος στα κριτικά του άρθρα, σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε.
Ο Καραντώνης, από τις στήλες του περιοδικού Ιδέα, στο άρθρο του «Ένας υπερμνοντέρνος λόγιος», στοχοποιεί τον ελεύθερο στίχο του Κάλας, τις αριστερές του ιδέες και τον πρωτοποριακό του χαρακτήρα, γράφοντας με απαξιωτικό τόνο.
Η ποιητική και κριτική παραγωγή του είχε υποτιμηθεί από μεγάλο μέρος της μεσοπολεμικής διανόησης και πυργώθηκαν διχογνωμίες, αντικρουόμενες απόψεις, και πολώσεις συχνά ανεπίλυτες. Ο ποιητής και κριτικός καταδικάστηκε και για τις φανερές μαρξιστικές καταβολές του, ενώ κατακεραυνώθηκε από κάποιους κριτικούς. Ο Καραντώνης, από τις στήλες του περιοδικού Ιδέα,2 στο άρθρο του «Ένας υπερμνοντέρνος λόγιος», στοχοποιεί τον ελεύθερο στίχο του Κάλας, τις αριστερές του ιδέες και τον πρωτοποριακό του χαρακτήρα, γράφοντας με απαξιωτικό τόνο. Η δριμύτατη κριτική του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από ανυστεροβουλία, εφόσον εγκωμίασε τον Σεφέρη και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να επικρατήσει στο ποιητικό στερέωμα (μαζί με τον Εμπειρίκο και τον Ελύτη).
Από τις ελάχιστες, ωστόσο, γενναιόδωρες αναφορές στο έργο του Κάλας αποτελεί ο πρόλογος του Οδυσσέα Ελύτη στην ποιητική συλλογή Οδός Νικήτα Ράντου (1977) και τα ένθερμα υποστηρικτικά λόγια, κατά καιρούς, του Νάνου Βαλαωρίτη, ο οποίος τον χαρακτήρισε και ως τον μεγαλύτερο Έλληνα διανοούμενο της διασποράς. Ο Κάλας επέλεξε να αποστασιοποιηθεί από την ελληνική μεσοπολεμική πραγματικότητα και το 1936 αποδημεί για το Παρίσι, όπου συνδέεται με τον Μπρετόν και τους Γάλλους υπερρεαλιστές. Το 1938 δημοσιεύει στα γαλλικά τις Εστίες Πυρκαγιάς, έργο που χαιρετίζεται και από την αμερικανική διανόηση, όταν το 1940 ο κριτικός μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη.
Προδρομικές αποτιμήσεις του καβαφικού έργου
Πριν από την αποχώρησή του από τον ελλαδικό χώρο είχε προλάβει να αφήσει το γόνιμο όσο κι αιρετικό προσωπικό του στίγμα. Σε μια περίοδο έντονης επιφυλακτικότητας και αμφισβήτησης για το έργο του Κ.Π. Καβάφη, ο Κάλας γράφει το δοκίμιο «Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο» (1932), που αποτέλεσε τομή ακόμη και για την πνευματική φυσιογνωμία του ίδιου του Κάλας, ο οποίος, έχοντας γνωρίσει προσωπικά τον Καβάφη, έχει πλέον σχηματοποιήσει ολοκληρωμένη άποψη.
Το εκτενές (29 σελίδων) πρωτοπόρο άρθρο του Κάλας του 1932, ενταγμένο σε ειδικό αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Κύκλος», το οποίο συντάχθηκε από τον ίδιο και από τον Δημαρά, ήταν και το πρώτο αφιέρωμα που αντίκρυσε ο Καβάφης ενόσω ζούσε.
Η κριτική αυτή αναφορά δεν διεκδικούσε τα πρωτεία από τον Ξενόπουλο, ο οποίος σε άρθρο του 1903 διέγνωσε το μεγάλο ταλέντο του Αλεξανδρινού. Έκτοτε, για αρκετά χρόνια αγνοούταν το έργο του Καβάφη ή αντιμετωπιζόταν περιφρονητικά, και μόνο από το 1920 εκκινεί η σταδιακή αποδοχή της ποίησής του από το πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, χωρίς να παύει, όμως, να αποτελεί πόλο ποιητικών διαξιφισμών, έντονων συζητήσεων κι αντιδράσεων. Το 1929, μέσα από τις σελίδες του μανιφέστου του, o Θεοτοκάς απορρίπτει το καβαφικό έργο λόγω της έντονης αίσθησης παρακμής που αποπνέει, αλλά και της φραστικής του απλότητας που εκλαμβανόταν ως προχειρότητα. Θεωρούσε το έργο του Καβάφη ηττοπαθές και χωρίς διέξοδο, ένα τέλος και όχι μια πρωτοποριακή αρχή3. Στη συνέχεια, εγκαινιάζεται μια νέα δυναμικότερη περίοδος συστηματικών και πιο τεκμηριωμένων κριτικών κειμένων για τον Αλεξανδρινό, με αδιάσπαστο, ωστόσο, το στοιχείο της επιφυλακτικότητας4.
Το εκτενές (29 σελίδων) πρωτοπόρο άρθρο του Κάλας του 1932, ενταγμένο σε ειδικό αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Κύκλος», το οποίο συντάχθηκε από τον ίδιο και από τον Δημαρά, ήταν και το πρώτο αφιέρωμα που αντίκρυσε ο Καβάφης ενόσω ζούσε5. Η προδρομικότητα του άρθρου έγκειται στο ότι ο Αλεξανδρινός ανακηρύσσεται για πρώτη φορά κορυφαίος Νεοέλληνας ποιητής. Στο κείμενο θίγονται ζητήματα νεωτερικότητας, που αφορούν κυρίως γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία που εξαίρονται, όπως η καβαφική διγλωσσία, ενώ παράλληλα ασκείται κριτική στον δημοτικισμό και στον εθνικιστικό λόγο που αυτός εκφέρει και παρατηρείται μιαν αμφιθυμική αναδυόμενη διάθεση εξαιτίας της μαρξιστικής οπτικής του Κάλας.
Έναν χρόνο αργότερα, στη διάλεξη που έδωσε ο ίδιος στην αρχαιολογική εταιρεία με τίτλο «Η απελευθέρωση του συναισθήματος στη νεοελληνική ποίηση», προβαίνει στην εκ νέου υπογράμμιση της συνθετικής δύναμης του Καβάφη, αλλά και του Κάλβου. Ο λόγος του διακατέχεται από υποκειμενικότητα κι εγκωμιαστικό τόνο, καθώς τους θεωρεί τις υψηλότερες ποιητικές φυσιογνωμίες. Θαυμάζει την επαναστατικότητα του Αλεξανδρινού, σε ηχητικό, οπτικό και θεματικό επίπεδο, εμμένοντας στο συναισθηματικό στοιχείο αυτής της επαναστατικότητας, σε τέτοιον βαθμό που παραπέμπει στην αυτοσύσταση του ίδιου του κριτικού. Ο Κάλας ανέδειξε τον «ηρωικό στωικισμό» του Καβάφη, σε αντίθεση με την καβαφική αποτίμηση της δεκαετίας του 1920, η οποία είχε επικεντρωθεί στον πεσιμισμό της ποίησής του.
Ο Κάλας, μελετώντας τα ποιήματα και τα δοκίμια του Έλιοτ, οδηγείται στον παραλληλισμό του Έλιοτ με τον Καβάφη, ή ακόμη καλύτερα, δεν αρκείται στη σύγκριση, αλλά πρωτοπορεί, μιλώντας για επίδραση του Αλεξανδρινού στον Έλιοτ.
Στο σύνολό τους, οι μεσοπολεμικές κριτικές θέσεις του Κάλας συνδυάζουν απόψεις μαρξισμού και φροϋδισμού, γεγονός που ενέχει με τη σειρά του στοιχεία πρωτοποριακά. Τα κείμενα αυτά ανοίγουν τον δρόμο για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, οδηγώντας σε διάλογο με την ευρωπαϊκή κριτική. Ο Κάλας, μελετώντας τα ποιήματα και τα δοκίμια του Έλιοτ, οδηγείται στον παραλληλισμό του Έλιοτ με τον Καβάφη, ή ακόμη καλύτερα, δεν αρκείται στη σύγκριση, αλλά πρωτοπορεί, μιλώντας για επίδραση του Αλεξανδρινού στον Έλιοτ. Η ενασχόληση αυτή αποτυπώνεται στο δοκίμιο του 1932, όπου περιγράφει την καβαφική τεχνική με ελιοτικούς όρους.
Σχεδόν μία δεκαπενταετία αργότερα, ο Σεφέρης επιτυγχάνει τη σύνδεση του ονόματός του με τον Καβάφη, μέσα από το άρθρο που συγγράφει το 1946 «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι», όπου δεν μνημονεύει παρά εμμέσως τις πρώιμες καβαφικές αναφορές του Κάλας. Ούτε για τον παραλληλισμό του Καβάφη και του Έλιοτ, που αποτέλεσε κεντρικό σημείο αναφοράς, πρωτοτύπησε. Ωστόσο, το μεταγενέστερο κείμενό του, πιο ολοκληρωμένο και αντικειμενικό, χωρίς να περιέχει καμία αυτόφωτη ιδέα και άποψη που δεν έχει διατυπωθεί, διεκδικεί τα πρωτεία. Ο Κάλας δίνει πρώτος την καβαφική δάδα, αλλά η ανάλυσή του δεν είναι διεξοδική και η διαχείριση του υλικού είναι περιοριστική, στενά συνυφασμένη με τη μαρξιστική ιδεολογία. Παρά τις ισχύουσες διαφορές, οι σεφερικές αποσιωπήσεις για την πρωτοποριακή συμβολή του Κάλας καθίστανται σοβαρές, ακόμη κι αν ο τελευταίος χαρακτήριζε τα πρώιμα κείμενά του «δοκιμαστικές πτήσεις»6.
Στις έντονες αντιδράσεις που η κριτική συντεχνία επιτάσσει, προστίθεται, λοιπόν, η αποσιώπηση ή οι φειδωλές αναφορές. Ο Κάλας δεν ήταν εκείνος που ανακάλυψε τον Καβάφη, αλλά ενστερνίστηκε νωρίς την τομή που πραγματωνόταν με την καβαφική ποίηση για τα νεοελληνικά γράμματα. Συνέβαλε στην αναζωπύρωση των συζητήσεων και του ενδιαφέροντος, τότε που μέρα τη μέρα κέρδιζε επίμονα τη δικαίωση ο Αλεξανδρινός. Η πρώιμη, ωστόσο, εκτίμηση του καβαφικού έργου και η τομή στην οποία προέβη, καθώς και ο γενικότερος διανοητικός στοχασμός του Κάλας, παραμένουν εισέτι αδικαίωτα. Η μαχητική του φωνή δεν κατάφερε να μερώσει τους αντιθετικούς ανέμους.
* Η ΑΘΗΝΑ ΝΤΙΝΟΥ είναι απόφοιτη Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.