Για τη σημασία της ποίησης της Κικής Δημουλά, με αφορμή τον θάνατό της.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Με την Κική Δημουλά, η ελληνική ποίηση δεν έχασε μόνο την κορυφή της, μια φωνή που συγκαταλέγεται στις δέκα-δεκαπέντε σημαντικότερες που έχει να επιδείξει από τον καιρό του Σολωμού και δώθε. Έχασε κάτι που αυτή τη στιγμή είναι για την ίδια, ως τέχνη, πολύ σημαντικότερο: έναν από τους τελευταίους θεράποντές της που ακούγονται, που διαβάζονται έξω από το γκέτο. Έξω δηλαδή από τα τείχη όπου οι Έλληνες ποιητές έχουν αυτεγκλωβιστεί οικειοθελώς τις τελευταίες δεκαετίες.
Μετά τον θάνατο της Δημουλά, κι εκείνον του Μάνου Ελευθερίου πρόπερσι, ποιοι είναι τάχα οι ποιητές μας που το όνομά τους κάτι λέει και πέραν του ποιητικού, άντε και του ευρύτερα καλλιτεχνικού σιναφιού; Δυο μόνο μπορώ να σκεφτώ, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Μιχάλη Γκανά. Ίσως και τον Τίτο Πατρίκιο στις παλαιότερες γενεές.
Σε καιρούς αλλιώτικους, όπου η ποίηση ως όλον δεν θα ήταν τόσο απωθητική για το πλατύ, το μορφωμένο (το τονίζω), κοινό, αρκετοί ποιητές και ποιήτριές μας θα έβρισκαν πολλούς πιστούς αναγνώστες, που οι συνθήκες οι σημερινές τούς κάνουν πέρα από τα βιβλία τους.
Δεν θέλω να πω ότι δεν έχουμε άλλους άξιους και καλούς ποιητές. Έχουμε. Και αδικημένους μάλιστα, αφού η γενική απαξίωση της τέχνης μας συμπαρασύρει κι εκείνους. Σε καιρούς αλλιώτικους, όπου η ποίηση ως όλον δεν θα ήταν τόσο απωθητική για το πλατύ, το μορφωμένο (το τονίζω), κοινό, αρκετοί ποιητές και ποιήτριές μας θα έβρισκαν πολλούς πιστούς αναγνώστες, που οι συνθήκες οι σημερινές τούς κάνουν πέρα από τα βιβλία τους.
Όμως γνωστούς και εισακουόμενους και πέραν του γκέτο ποιητές, αυτή τη στιγμή έχουμε μόνον αυτούς τους δύο ή τρεις που προανέφερα. Και όσο δεν έρχονται άλλοι νεότεροι να σταθούν πλάι τους στο προσκήνιο, τόσο δυσκολότερη θα γίνεται η επαφή της ποίησης με το κοινό, τόσο στεγανότερος ο αυτοεγκλεισμός της, τόσο εντονότερος ο ναρκισσισμός και η εσωστρέφειά της.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: γι' αυτό το ναρκισσευόμενο και ομφαλοσκοπούμενο σινάφι, ο χαμός της Δημουλά είναι μια μεγάλη ανακούφιση. Την πολέμησε άλλωστε, τη λοιδόρησε, την εχθρεύτηκε απερίστροφα. Η δική της εντελώς φυσική ακτινοβολία, η αβίαστη δημοτικότητά της (ποιος είδε και δεν θαύμασε εκείνες τις χιλιάδες ανθρώπων που είχαν έρθει να την ακούσουν στο Μέγαρο πέντ'-έξι χρόνια πριν;), ακριβώς τούτο τον μαρασμό, αυτή την αχάμνια της ποιητικής συντεχνίας υπογράμμιζε.
Κι όμως. Αντί οι ομότεχνοί της να εμπνευστούν από το δικό της φωτεινό παράδειγμα, αντί να το ζηλέψουν και να παραδειγματιστούν από την ικανότητά της να συγκερνά τον πιο πυκνό, τον πιο απαιτητικό λόγο με μια φόρτιση συγκινησιακή και βιωματική που τον καθιστούσε προσιτό στους πολλούς, οι ομότεχνοί της (πολλοί τέλος πάντων, πολύ περισσότεροι απ' αυτούς που το δήλωναν και δημοσίως) τη φθόνησαν.
Και άρχισαν να γράφονται και να κυκλοφορούν αυτές οι ακρισίες περί «επανάληψης» και περί «μανιέρας» ‒ για ποιον; Για τον άνθρωπο που ανανέωσε όσο κανείς τον σύγχρονο ελληνικό ποιητικό λόγο, που οδήγησε την ελληνική γλώσσα στα όριά της, που ακροβάτησε στην κυριολεξία ανάμεσα στο λεκτόν και το άλεκτον.
Για την ποιήτρια εκείνη που και τις πιο «τετριμμένες εκφράσεις», όπως παρατηρούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης στα 1994, δεν τις φοβήθηκε ποτέ επειδή ήξερε «ότι θα τις αναλιώσει σ' ένα μάγμα υπέρτερο».
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή κειμένων «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (εκδ. Μικρή Άρκτος).