Από τότε που ξεκίνησαν οι προσφορές των εφημερίδων, εδώ και τριάντα χρόνια πάνω κάτω, από τα περίπτερα της χώρας μοιράστηκε το πενταπόσταγμα της ανθρώπινης παιδείας και κουλτούρας. Τι μας έμεινε τελικά από όλο αυτό;
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Από τότε που ξεκίνησαν οι προσφορές των εφημερίδων, εδώ και τριάντα χρόνια πάνω κάτω, από τα περίπτερα της χώρας μοιράστηκε το πενταπόσταγμα της ανθρώπινης παιδείας και κουλτούρας. Οι κορυφαίοι της παγκόσμιας γραμματείας απ' τον Κομφούκιο ώς τον Δάντη κι από τον Σαίξπηρ ώς τον Κάφκα, Έλληνες και Νεοέλληνες κλασσικοί από τον Όμηρο ώς τους Τραγικούς κι από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη, έργα αναφοράς, ιστορικοί και φιλόσοφοι, πεζογράφοι και ποιητές, μουσουργοί από τον Μπαχ ώς τον Μάλερ, τραγουδοποιοί από το ρεμπέτικο ώς το ροκ κι απ' το δημοτικό ώς το έντεχνο, από τον Αϊζενστάιν ώς τον Μπέργκμαν κι απ' τον Σαρλώ ώς τον Κουροσάβα, το απάνθισμα του παγκόσμιου κινηματογράφου, λευκώματα μέγιστων ζωγράφων και γλυπτών, βιογραφίες, λεξικά, σπάνια και δυσεύρετα ιστορικά ντοκουμέντα, σειρές απάντων, ραδιοφωνικές παραστάσεις, θρυλικές ηχογραφήσεις, περίφημες ανθολογίες, οι καλύτερες εγκυκλοπαίδειες, ιστορικά λογοτεχνικά περιοδικά – και τόσα άλλα.
Οι προσφορές αυτές του Τύπου, που ίσως δεν έχουν το όμοιό τους διεθνώς, έσπρωξαν πολλούς εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, πολλούς κινηματογράφους και θέατρα, όλες τις δισκογραφικές εταιρείες, αναρίθμητους καλλιτέχνες, μουσικούς, συγγραφείς, ένα βήμα κοντύτερα προς την επαγγελματική έξοδο.
Και όλα τους σε τιμές συμβολικές, περίπου αστείες συγκρινόμενες με όποια άλλη εποχή. Ή για να το πούμε αλλιώτικα, ειλικρινά, σε τιμές όλως διόλου αθέμιτες. Σε συνδυασμό με την πειρατεία στο διαδίκτυο, που ειδικά στην Ελλάδα ουδέποτε εμποδίστηκε αποτελεσματικά, οι προσφορές αυτές του Τύπου, που ίσως δεν έχουν το όμοιό τους διεθνώς, έσπρωξαν πολλούς εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, πολλούς κινηματογράφους και θέατρα, όλες τις δισκογραφικές εταιρείες, αναρίθμητους καλλιτέχνες, μουσικούς, συγγραφείς, ένα βήμα κοντύτερα προς την επαγγελματική έξοδο. Κάποτε και πέρα απ' αυτήν.
Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μου εδώ, το αφήνω λοιπόν κατά μέρος. «Ε και;» όπως θα 'λεγε ο Γέητς. Τι απέγιναν όλα αυτά, πώς έδεσαν, πώς συμβάδισαν με τη ζωή μας; Τι κόμισαν στην καλλιέργεια της ελληνικής οικογένειας τούτοι οι θησαυροί; Αν όλος αυτός ο πλούτος ήταν παρόμοια προσβάσιμος σε μια άλλη περίοδο, τον Μεσοπόλεμο, ή τη δεκαετία του 1960, λ.χ., δικαίως θα προσδοκούσε κανείς μια παιδευτική, μια πολιτιστική έκρηξη. Τόση ήταν τότε η δίψα του κόσμου, ευρύτατων στρωμάτων κοινωνικών, για γνώση και μάθηση. Ξέρουμε πόσο ανάρπαστα γίνονταν τα βιβλία επί Κατοχής, παρά την έλλειψη τόσων και τόσων βασικών αγαθών, ανάμεσα στα οποία και το χαρτί. Ξέρουμε πόσο δύσκολο και δαπανηρό ήταν, ακόμη και τη δεκαετία του 1980, για ένα παιδί φανατικό για γράμματα, στην επαρχία ιδίως, να φτιάξει μια προσωπική βιβλιοθήκη ή να βρει και ν' ακούσει καν ηχογραφήσεις της όπερας και της τζαζ. Κάποιοι από εμάς θυμούνται πώς ακόμη και το Τρίτο ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας ανήκουστο...
Τώρα που αίφνης όλα αυτά δρασκέλισαν λες από μόνα τους το κατώφλι μας και που, μαζί με το διαδίκτυο και τις εκπληκτικές του δυνατότητες, προσέφεραν σε κάθε σπίτι ξεχωριστά, σε καθέναν από μας προσωπικά το μαγικό κλειδί που οδηγεί ανά πάσα στιγμή και στη Βαβελική Βιβλιοθήκη του Μπόρχες και στο Φανταστικό Μουσείο του Μαρλώ και στα Αρχεία της Εδέμ του Στάινερ ταυτοχρόνως, άραγε τι τα κάναμε;
Μπορεί κανείς να εντοπίσει τα σημάδια τους πάνω μας ή πάνω στη συλλογική μας συμπεριφορά; Έθρεψαν έργα δικά μας, γύμνασαν την ευαισθησία μας, όξυναν τη διάνοιά μας; Ή μήπως, μαζί μ' όλα τα θνησιμαία αποκτήματα της Ιεράς Καταναλώσεως κι εκείνα, πέρασαν και δεν άγγιξαν, ταΐζοντας απλώς με άλλοθι καινούργια και φανταχτερά τις βιτρίνες της σκόνης και της άγνοιας;
Κι ένας εικαστικά αναλφάβητος μπορεί να κρεμάσει στο σαλόνι του έναν Ματίς αν έχει τα λεφτά να τον πληρώσει ή αν έτυχε να τον κληρονομήσει από τον πάππο του.
Όπως όλα τα προϊόντα, έτσι κι αυτά του πολιτισμού, είναι στην ουσία δύο πράγματα στη συσκευασία του ενός – ένα υλικό κι ένα πνευματικό αγαθό. Το πρώτο, το υλικό αγαθό, είναι πράγμα απτό, ανταλλάξιμο, διατιμάται, παζαρεύεται, αλλάζει χέρια πανεύκολα, ακολουθώντας τους νόμους της αγοράς. Κι ένας εικαστικά αναλφάβητος μπορεί να κρεμάσει στο σαλόνι του έναν Ματίς αν έχει τα λεφτά να τον πληρώσει ή αν έτυχε να τον κληρονομήσει από τον πάππο του. Οι συλλέκτες των σπάνιων έργων, αυτοί που κυνηγούν τα αρχέτυπα και των παλαίτυπα, τα ανέκδοτα χειρόγραφα, τα αυγά Φαμπερζέ και τα μικροτεχνήματα της τάδε ή της δείνα σινικής δυναστείας, τις γκραβούρες του Ρέμπραντ ή τις παρτιτούρες του Μπραμς, θύουν στην πραγματικότητα όχι στον βωμό της τέχνης, αλλά σ' εκείνον του φετίχ. Γι' αυτό και μπορεί να δώσουν 100.000 δολάρια για μια τουαλέτα της Μαρίας Κάλλας (ή ένα εσώρουχό της...), χωρίς να έχουν πραγματική επαφή με τον εκφραστικό της κόσμο, έτσι για να ικανοποιήσουν μια παραξενιά. Όπως το ίδιο καλά θα έδιναν, και κάποιοι όντως το κάνουν, τόσα και περισσότερα για μια μπάλα του μπάσκετ υπογεγραμμένη από τον Μάικλ Τζόρνταν ή την πίπα που κάποτε κάπνισε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ακόμη κι όταν φημίζονται για τη "μύτη" τους, όπως λέμε, στην πραγματικότητα το πού φυσάει ο άνεμος της εποχής τους ψυχανεμίζονται, με τον ντόρο που φουσκώνει μεθούν, όχι με το μύχιο άρωμα των έργων.
Αυτό το τελευταίο δεν ταυτίζεται με την ύλη που το ντύνει. Ως αγαθό πνευματικό μεταφέρεται αλλά δεν μεταβιβάζεται, κτάται αλλά δεν παραδίδεται σ' εκείνον που το απέκτησε, όσο μεγάλο κι αν είναι το τσεκ που για χάρη του υπέγραψε. Θέλει δουλειά και κόπο προσωπικό για να σου ανοιχτεί, για να σε καταδεχτεί. Θέλει ταπεινότητα και μελέτη. Θέλει με δυο λόγια καλλιέργεια, επένδυση όχι σε χρήμα ή σε assets, αλλά σε παιδεία και στοχασμό και συγκίνηση.
Αυτά τα δυο μπερδέψαμε μεταξύ τους, φοβάμαι, και όλοι εμείς που σπεύσαμε να αποθησαυρίσουμε (και ποιος έμεινε έξω απ' τον χορό, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον;...), συλλέκτες τσέπης κι εμείς, τα έως τότε απρόσιτα. Μπερδέψαμε τις τέχνες και τα γράμματα και την παιδεία και την καλλιέργεια, με το φετίχ που τα απομιμείται. Κι όταν κι αυτό ξεθύμανε (όλα τα φετίχ ξεθυμαίνουν...), μείναμε με το πτώμα του. Μ' ένα σωρό άχρηστα πράγματα δηλαδή, που βαραίνουν τα ράφια μας και ασφυκτιούν στις αποθήκες μας, αν δεν έχουν πάρει κιόλας την άγουσα για τον σκουπιδοτενεκέ. Μ' ένα σωρό δώρα άδωρα δηλαδή, που επειδή ακριβώς μας χαρίστηκαν δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να νιώσουμε πόσο ανεκτίμητα είναι.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Νύχτα» (εκδ. Κίχλη).