
Τι ενώνει και τι διαφοροποιεί τους δυο σπουδαίους πεζογράφους;
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Σε μια εκδήλωση με θέμα ένα έργο του Άγγλου λογοτέχνη Wilkie Collins (Γουίλκι Κόλινς) συνέβη να διατυπωθεί το ακόλουθο ερώτημα: Γιατί ενώ ο φίλος του Κόλινς, ο Κάρολος Ντίκενς, είναι παγκοσμίως γνωστός και θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους λογοτέχνες, ο Κόλινς ακόμα και τώρα παραμένει σχετικά άσημος; Θα ήταν άδικο να υποστηριχτεί ότι ο Κόλινς δεν είχε σημαντικές αρετές, τόσο οι πλοκές των έργων του όσο και η αληθοφάνεια των χαρακτήρων του είναι αξιοσημείωτες. Ο Ντίκενς, από την άλλη, είναι αλήθεια πως συχνά παρουσιάζει καρικατούρες ανθρώπων αντί για πιστευτούς χαρακτήρες – μολοντούτο η φήμη του είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, και είχε υπερβεί τα σύνορα της Αγγλίας ήδη από την εποχή του.
Ο Κόλινς προσπαθεί πάντα να δώσει ζωή στους χαρακτήρες του, και δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί πως για εκείνον μεγαλύτερη σημασία είχε οι καθαυτοί χαρακτήρες να μοιάζουν ζωντανοί ή πιστευτοί παρά να κυριαρχεί στο έργο μια φιλοσοφική ή ηθική ιδέα. Όμως ένα λογοτέχνημα δεν αποτελεί συνέχεια του εξωτερικού κόσμου.
Πέρα από ορισμένα ενδεχομένως κρίσιμα αλλά καθαρά ιστορικού χαρακτήρα στοιχεία (στοιχεία που δεν θα έπαιζαν ρόλο στις μέρες μας), όπως το γεγονός ότι το έργο του Κόλινς συνδέθηκε, καλώς ή κακώς, εκείνη την περίοδο με τα φτηνά μυθιστορήματα του συρμού που διαβάζονταν από ανθρώπους των χαμηλότερων τάξεων ενώ οι κριτικοί τα περιφρονούσαν, υπάρχει κάτι άλλο, στο οποίο νομίζω πως εύλογα μπορεί να αποδοθεί η διαφορά στην τύχη του Κόλινς και του Ντίκενς:
Μπορεί να φανεί παράδοξο, και είναι ένα οξύμωρο σχήμα, αλλά στη λογοτεχνία πολύ συχνά ο ρεαλισμός κάθε άλλο παρά ενισχύει την αξία ενός έργου. Ένα σχετικό απόφθεγμα του Φρειδερίκου Νίτσε, ένα ευφυολόγημα που όμως φέρει μέσα του μια σημαντική αλήθεια, είναι πως «η τέχνη είναι πιο αληθινή από τη ζωή». Ο Νίτσε εννοούσε –όπως γίνεται προφανές από τα συμφραζόμενα– ότι η ζωή είναι πιο χαοτική, φευγαλέα και δίχως σαφές νόημα, ενώ η τέχνη αντίθετα έχει ένα συγκεκριμένο επίκεντρο, σαφείς στόχους και μεθοδολογία. Μπορεί να αναφερθεί ένας άλλος σημαντικός αγγλόφωνος λογοτέχνης, ο Ε.Α. Πόε, ο οποίος (σύμφωνα με τη δική του ομολογία) δημιουργούσε έργα όπου τα πάντα οδηγούν σε μια κορύφωση, με την πλοκή να γίνεται εξωπραγματική προκειμένου να ανοίξει δρόμο προς την εν λόγω κορύφωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου έργου του Πόε είναι το ιδιαίτερα κομψό –και σε καμία περίπτωση ρεαλιστικό– διήγημα «The man that was used up».
Στα λογοτεχνήματα του Ντίκενς οι χαρακτήρες συνήθως είναι κωμικοί ή κωμικοτραγικοί. Τύποι που ανταποκρίνονται θαυμάσια στον ρόλο που έχουν να παίξουν στο κείμενο αλλά δεν θα έστεκε να αναζητηθούν αντίστοιχοι στον αληθινό κόσμο... Ο Κόλινς, από την άλλη, προσπαθεί πάντα να δώσει ζωή στους χαρακτήρες του, και δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί πως για εκείνον μεγαλύτερη σημασία είχε οι καθαυτοί χαρακτήρες να μοιάζουν ζωντανοί ή πιστευτοί παρά να κυριαρχεί στο έργο μια φιλοσοφική ή ηθική ιδέα. Όμως ένα λογοτέχνημα δεν αποτελεί συνέχεια του εξωτερικού κόσμου· δεν αναζητεί κανείς εύκολα σε ένα βιβλίο τις εικόνες και τις καταστάσεις που του είναι οικείες έξω από το βιβλίο. Πόσο γνωστός θα ήταν ο πίνακας του Μουνχ, η περίφημη «Κραυγή», εάν παρουσίαζε αντί για κάτι τρομακτικό και εντονότερο από τα συνηθισμένα μια συγκεχυμένη, λιγότερο έντονη κατάσταση που όμως θα διέθετε πολύ περισσότερα κοινά με την τάση για απελπισία που βιώνει κάποια στιγμή ο κάθε άνθρωπος; Αλλά η «Κραυγή» δεν επιδρά με βάση ένα γνωστό υπόστρωμα κοινό σε όλους, μα ακριβώς επειδή παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο και απείρως εντονότερο, πιο επικίνδυνο και εξαιρετικά σπάνια παρατηρούμενο στην καθημερινότητα. Είναι κάτι που έφερε στην επιφάνεια η «αξίνα που θρυμμάτισε την παγωμένη θάλασσα του εσωτερικού μας κόσμου», όπως θα σημείωνε ο Κάφκα.
Όμως οι νότες που ηχούν στο κομψό πιάνο αυτού του μουσουργού, του Γουίλκι Κόλινς, δεν έχουν τους τόνους που ξυπνούν τα φαντάσματα στο βάθος του ανθρώπινου μυαλού...
Νομίζω πως σε αυτόν τον λόγο οφείλεται η μικρότερη φήμη του Γουίλκι Κόλινς: το έργο του δεν απομακρύνεται πολύ από την ίδια την καθημερινότητα. Παρόλο που είναι ασύγκριτα ανώτερο από τις φτηνές ιστορίες που διάβαζαν τα άτομα των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων στην Αγγλία (ας σημειωθεί πως ορισμένα έργα του Κόλινς αντιγράφτηκαν από συγγραφείς των φτηνών εκείνων μυθιστορημάτων, προς τέρψιν του συγκεκριμένου τους κοινού, γνωρίζοντας έτσι, πρόσκαιρα, τεράστια επιτυχία μολονότι υστερούσαν έναντι του πρωτότυπου), όσον αφορά το επίκεντρό του παραμένει επιφανειακό, ή μάλλον επιφανειακό σε σύγκριση με τη λογοτεχνία που έχει βαθύτερο αντικείμενο και διαφορετικές βλέψεις.
Η Φεγγαρόπετρα ή τα άλλα μυθιστορήματα του, όπως επίσης και πολλά από τα όμορφα διηγήματά του, οπωσδήποτε δεν είναι έργα που μπορεί να τα γράψει ο καθένας. Ούτε ο Ντίκενς, άλλωστε, θα μπορούσε να τα γράψει – ο Κόλινς πραγματικά εντυπωσιάζει με την ικανότητα να δημιουργεί σύνθετες πλοκές και πιστευτούς χαρακτήρες. Όμως οι νότες που ηχούν στο κομψό πιάνο αυτού του μουσουργού, του Γουίλκι Κόλινς, δεν έχουν τους τόνους που ξυπνούν τα φαντάσματα στο βάθος του ανθρώπινου μυαλού... Σκεφτείτε πως ακόμα και αν ίσχυε η φήμη σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του Σωκράτη είχε δουλέψει στο εργαστήριο του Φειδία –κάτι μάλλον απίθανο– και πάλι ένας τεχνίτης δεν θα γινόταν να συγκριθεί με τον ίδιο τον γλύπτη, παρόλο που ως προς ορισμένες δεξιότητες ο τεχνίτης ίσως να ήταν περισσότερο προικισμένος.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.