Απόπειρα σχετικής οριοθέτησης του αντικειμένου των κριτικών κειμένων και καταγραφής των κριτικών λογοτεχνίας για το –τυχαίο και ενδεικτικό– διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2022 έως και την 30ή Ιουνίου 2024. «Σε μια Ελλάδα, όπου πολλοί γράφουν λογοτεχνία, αλλά δεν διαβάζουν ανάλογα πολλοί, πόσοι υπηρετούν την κριτική με σύστημα και ανάλογη παιδεία; Και πόσοι τούς διαβάζουν εντέλει;»
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Θα ήταν διαφωτιστικό να ελέγξουμε, ανάμεσα σε δεκάδες ή εκατοντάδες που δηλώνουν «κριτικοί βιβλίου» ή «κριτικοί λογοτεχνίας», ποιοι πραγματικά είναι και ποιοι δεν είναι. Μοιάζει σαν αυτός ο «τίτλος» (του κριτικού) να αποτελεί καταξίωση, που ανυψώνει τον όποιο κριτικογραφούντα σε ένα ανώτερο επίπεδο. Ωστόσο, η διάκριση υπάρχει και χωρίζει τους παρά πολλούς που γράφουν «κριτικές» για βιβλία (μπορείτε να δείτε στην Biblionet πολυάριθμα ονόματα) από αυτούς που stricto sensu αξίζουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Σε μια Ελλάδα, όπου πολλοί γράφουν λογοτεχνία, αλλά δεν διαβάζουν ανάλογα πολλοί, πόσοι υπηρετούν την κριτική με σύστημα και ανάλογη παιδεία; Και πόσοι τούς διαβάζουν εντέλει;
Ας ξεκινήσουμε επαγωγικά. Θέτω στο μικροσκόπιο ένα πρόσφατο διάστημα, για να διερευνήσω με αντικειμενικά κριτήρια, πόσοι και ποιοι γράφουν βιβλιοκριτικές. Μιλάω για τα δυόμισι χρόνια ανάμεσα στην 1η Ιανουαρίου 2022 και την 30ή Ιουνίου 2024, διάστημα στο οποίο μελέτησα όσους κριτικογραφούν, με άξονα τη βάση δεδομένων της Biblionet κι έπειτα αυτοψία στα ίδια τα κείμενα. Κι αν ένα πρώτο βασικό χαρακτηριστικό του βιβλιοκριτικού είναι η τακτικότητα, τότε ας θεωρήσουμε ως ελάχιστο πλαφόν το ένα κριτικό κείμενο τον μήνα (κατά μέσο όρο), 30 δηλαδή το εν λόγω διάστημα, ώστε να μπορούν κάποιοι να θεωρηθούν ότι έχουν ενεργή παρουσία στον χώρο.
Κι αν ένα πρώτο βασικό χαρακτηριστικό του βιβλιοκριτικού είναι η τακτικότητα, τότε ας θεωρήσουμε ως ελάχιστο πλαφόν το ένα κριτικό κείμενο τον μήνα (κατά μέσο όρο), 30 δηλαδή το εν λόγω διάστημα, ώστε να μπορούν κάποιοι να θεωρηθούν ότι έχουν ενεργή παρουσία στον χώρο.
Πριν φτάσω όμως σ’ αυτούς, αναγνωρίζω μερικά σπουδαία ονόματα που δεν υπερβαίνουν πλέον αυτόν τον αριθμό, έχουν δηλαδή αραιώσει την παρουσία τους, αλλά είχαν την προηγούμενη περίοδο μέχρι και το 2021 μια δυναμική πορεία και τώρα δεν απουσιάζουν πλήρως. Ενδεικτικά: Τιτίκα Δημητρούλια, Αριστοτέλης Σαΐνης, Δημοσθένης Κούρτοβικ (με βιβλίο αναφοράς, ανάμεσα σε πολλά άλλα, το έργο Η ελιά και η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και Ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020, εκδ. Πατάκη, 2021), Αργυρώ Μαντόγλου, Άλκηστις Σουλογιάννη, Μαρία Στασινοπούλου, Κώστας Καρακώτιας, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Δήμος Χλιωπτσούδης, Παναγιώτης Γούτας, Χίλντα Παπαδημητρίου και οι πανεπιστημιακοί Λίζυ Τσιριμώκου και Ευριπίδης Γαραντούδης.
Δίπλα σ’ αυτούς συναντάμε δημοσιογράφους που γράφουν πολλά κείμενα για το βιβλίο, αλλά στο προκείμενο διάστημα λίγες αμιγείς βιβλιοκρισίες (ενώ παλιότερα έγραφαν πιο πολλές): Κώστας Αγοραστός (Bookpress), Μανόλης Πιμπλής (Τα Νέα, Εποχή), Μικέλα Χαρτουλάρη (Τα Νέα, Εφημερίδα των Συντακτών), Γιάννης Μπασκόζος (Το Βήμα, Oanagnostis), Κατερίνα Σχινά (Ελευθεροτυπία, Oanagnostis), Έλενα Χουζούρη (Ελευθεροτυπία), Εριφύλη Μαρωνίτη (Τα Νέα, Literature), Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή), Δήμητρα Ρουμπούλα (Έθνος), Δημήτρης Αθηνάκης (Καθημερινή) κ.ά.
Σ’ αυτούς τώρα που αρθρογραφούν για το βιβλίο τακτικά μέσα στους εν λόγω τριάντα μήνες, ξεχωρίζω όσους είναι, όπως και οι προηγούμενοι, περισσότερο δημοσιογράφοι, οι οποίοι ως επιφορτισμένοι με το πολιτιστικό ρεπορτάζ καταγράφουν την επικαιρότητα, ενημερώνουν για τις ειδήσεις από τον χώρο του βιβλίου, καλύπτουν ως ανταποκριτές εκδηλώσεις και εκθέσεις, παίρνουν συνεντεύξεις, γράφουν βιβλιοπαρουσιάσεις, κάνουν δηλαδή πολύ σπουδαία δουλειά στην επαφή μας με την παραγωγή λόγου και ιδεών. Μέσα στα πολυποίκιλα κείμενά τους γράφουν τακτικά και κριτικές. Ενδεικτικά: Τίνα Μανδηλαρά (Lifo), Κυριακή Μπεϊόγλου (Εφημερίδα των Συντακτών), Γιώργος Βαϊλάκης (Ημερησία, Popaganda), Σταυρούλα Παπασπύρου και Νίκος Μπακουνάκης (Lifo), Δημήτρης Δουλγερίδης (Τα Νέα), Κώστας Κατσουλάρης και Διονύσης Μαρίνος (Bookpress), Νίκος Κουρμουλής, Μάρω Βασιλειάδου, Λαμπρινή Κουζέλη, Γρηγόρης Μπέκος και Μάρκος Καρασαρίνης (Το Βήμα), Κώστας Στοφόρος, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης και πολλοί άλλοι.
Σ’ αυτούς που αρθρογραφούν για το βιβλίο ξεχωρίζω όσους είναι περισσότερο δημοσιογράφοι, οι οποίοι ως επιφορτισμένοι με το πολιτιστικό ρεπορτάζ καταγράφουν την επικαιρότητα, ενημερώνουν για τις ειδήσεις από τον χώρο του βιβλίου, καλύπτουν ως ανταποκριτές εκδηλώσεις και εκθέσεις, παίρνουν συνεντεύξεις, γράφουν βιβλιοπαρουσιάσεις, κάνουν δηλαδή πολύ σπουδαία δουλειά στην επαφή μας με την παραγωγή λόγου και ιδεών. Μέσα στα πολυποίκιλα κείμενά τους γράφουν τακτικά και κριτικές.
Προσθέτω εδώ και ιστολόγους που υπηρέτησαν και συνεχίζουν να υπηρετούν την ιστολογική βιβλιοκριτική, όπως τον Άγη Αθανασιάδη (librofilo), την Κατερίνα Μαλακατέ (diavazontas), τη Βιβή Γεωργαντοπούλου (degas), τον Γιάννη Καλογερόπουλο (ΝΟ14ΜΕ, Χανιώτικα Νέα, Εφημερίδα των Συντακτών), τη Χριστίνα Παπαγγελή (anagnosi) κ.λπ.
Περνώντας τώρα στο κύριο μενού των κριτικών, των συστηματικών βιβλιοκριτικών, είναι δύσκολο από όσους, όπως προείπα, γράφουν σε τακτική βάση, να ξεχωρίσω εξ αρχής ποιοι όντως φέρουν τον τίτλο και ποιοι όχι. Τους ταξινομώ ανάλογα με το είδος στο οποίο περισσότερο εστιάζουν, περισσότερο κι όχι καθ’ ολοκληρίαν [Η χαρτογράφηση που επιχειρώ ενέχει ρίσκα, και φυσικά τα όρια ποτέ δεν ήταν ή δεν είναι απόλυτα]:
I. Κριτικοί της ελληνικής πεζογραφίας:
Δύο κυρίαρχες μορφές είναι ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, που κριτικογραφεί χρόνια τώρα (Το Βήμα, ΑΠΕ κ.ά.), βρίσκεται σταθερά στην επιτροπή βραβείων του «Αναγνώστη» και έχει συγκεντρώσει την κριτική του δουλειά στο βιβλίο Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017 (εκδ. Πόλις, 2018), και η Ελισάβετ Κοτζιά, που εξακολουθεί να είναι μάχιμη μετά από χρόνια υπηρεσίας στην «Καθημερινή», με σημαντικό της βιβλίο στον χώρο της κριτικής την Ιστορία Λογοτεχνίας με τίτλο Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά (εκδ. Πόλις, 2020).
Στην ίδια γενιά ανήκει η Διώνη Δημητριάδου (Bookpress, Fractal, diastixo κ.ά.) με πρόσφατο συγκεντρωτικό τόμο μελετών της το Ο φλοιός και ο χυμός – Υπέργειες και υπόγειες προσεγγίσεις σε λογοτεχνικούς τόπους (εκδ. Κουκκίδα, 2024), ο Χρίστος Παπαγεωργίου (diastixo), ποιητής με μακροχρόνιο κριτικό έργο κυρίως στην ελληνική πεζογραφία, ο λίγο μεγαλύτερος Φίλιππος Φιλίππου (Το Βήμα), με ειδίκευση στο αστυνομικό αφήγημα, για το οποίο εξέδωσε το 2018 την Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας (εκδ. Πατάκη) και η Μαρία Μοίρα (Αυγή).
Στην επόμενη γενιά συναντάμε κριτικούς που έχουν ειδικότερες (φιλολογικές) σπουδές, πράγμα που δείχνει μια κάποια μετατόπιση του παραδείγματος: ο Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας Κώστας Καραβίδας, (Εποχή), ο Διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας Νίκος Ξένιος (Bookpress), ο φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (Fractal, Periou, Αυγή) και ο υποφαινόμενος με διατριβή στη Νεοελληνική Φιλολογία (Εφημερίδα των Συντακτών, Bookpress). Επίσης, η Ευγενία Μπογιάνου (Αυγή), η Λίνα Πανταλέων (Καθημερινή, Literature), ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης (Istos) παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την ελληνική πεζογραφία. Ανάμεσα σ’ αυτούς πολλοί είναι και λογοτέχνες (Ν. Ξένιος, Π. Χατζημωυσιάδης, Ευγ. Μπογιάνου).
II. Κριτικοί της ξενόγλωσσης (μεταφρασμένης) πεζογραφίας:
Στον χώρο της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας, όπου οι κουλτούρες οι οποίες μεταφράζονται είναι πολυάριθμες, δεν έχουμε τόσο πολλούς ειδικούς ανά εθνική λογοτεχνία, ώστε αυτοί να παρακολουθούν πανοραμικά και να παρουσιάζουν με γνώσεις όλης της πολιτισμικής επικράτειας τα βιβλία.
Σ’ αυτήν την κατηγορία θα μπορούσα να βάλω ανθρώπους με ανάλογες σπουδές ή μεταφραστές, που ξέρουν καλύτερα το corpus και την Ιστορία της εκάστοτε λογοτεχνίας. Λ.χ. ο Κώστας Αθανασίου μεταφράζει και κρίνει έργα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας (Εποχή), ο Φώτης Καραμπεσίνης με σπουδές αγγλικής φιλολογίας (Bookpress), η Έλενα Μαρούτσου που σπούδασε λογοτεχνία στο Ρέντινγκ (Εφημερίδα των Συντακτών), η Τέσσυ Μπάιλα, με σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό και τη Μεταφρασιολογία (Καθημερινή, Literarure, Culturenow) ή η Αφροδίτη Δημοπούλου, πτυχιούχος της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας (Booktimes) και η Χρύσα Σπυροπούλου που έχει σπουδάσει Κλασική και Αγγλική Φιλολογία. Ανάλογα ανθρωπιστικές σπουδές έχει κάνει η Άννα Λυδάκη, η οποία είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας.
Από εκεί και πέρα, συναντάμε πολλούς συγγραφείς οι οποίοι διαβάζουν ξενόγλωσση λογοτεχνία και ασχολούνται κριτικά μαζί της: οι πεζογράφοι Μάνος Κοντολέων (Τα Νέα, Bookpress, Diastixo), Μιχάλης Μοδινός (Τα Νέα, Bookpress) και Φίλιππος Δρακονταειδής (Τα Νέα) κριτικογραφούν τακτικά, ενώ ο ποιητής Αναστάσης Βιστωνίτης γράφει «δοκιμιακές κριτικές» στο «Βήμα».
Ανάλογα λειτουργούν οι δημοσιογράφοι Ηλίας Καφάογλου (Εφημερίδα των Συντακτών, The Books' Journal), Ελένη Γκίκα (Fractal) και Ζωή Καραμήτρου (Καθημερινή). Τέλος, αναφέρω κριτικούς που διαβάζουν πολύ και παρουσιάζουν στο ελληνικό κοινό τη μεταφρασμένη πεζογραφία, όπως τον Αντώνη Φράγκο (Αυγή, Εποχή), με μικρά σχετικά σημειώματα, τη Χριστίνα Μουκούλη (Bookpress), με ισορροπημένα σχόλια για το νόημα και τη μορφή των κειμένων, τον Γιάννη Αντωνιάδη (Culturenow, Bookfeed) με ιστορική προσέγγιση της λογοτεχνίας, τον Γεώργιο Σχορετσανίτη (Fractal, Εφημερίδα των Συντακτών), με γόνιμες παρατηρήσεις επί της διεθνούς πεζογραφίας κ.ά.
ΙII. Κριτικοί της ποίησης:
Οι περισσότεροι που ασχολούνται με την ποιητική παραγωγή είναι οι ίδιοι ποιητές, όπως συνέβαινε ανέκαθεν στην Ελλάδα. Διαβάζουν ομοτέχνους τους και καταγράφουν κριτικές σκέψεις, συμπορευόμενοι με τις τάσεις και τις προοπτικές του ποιητικού συμβάντος.
Πολλοί έχουν διατρέξει χιλιόμετρα τόσο στον στίχο όσο και στον κριτικό λόγο, όπως ο Γιώργος Βέης (Καθημερινή, Bookpress), με μακροχρόνια ποιητική και κριτική παρουσία, η Μαρία Τοπάλη (Καθημερινή, Oanagnostis, Ποιητική), με πολύ καλή γνώση της σύγχρονης ελληνικής και ξένης παραγωγής, η Κούλα Αδαλόγλου, η οποία, έχοντας κάνει σπουδές στη φιλολογία και τη γλωσσολογία, υπηρετεί παράλληλα ποίηση και κριτική, και η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη (Αναγνώστης, Εποχή), που μελετά την ποίηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων ιδεολογιών και πολιτικών θεωριών. Ανάλογα ο πεζογράφος Κώστας Βούλγαρης, που επιμελείται το ένθετο «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, μελετά την ποίηση σε κριτικές και μελέτες του.
Δεν λείπουν κι εδώ οι ειδικοί που έχουν σπουδάσει φιλολογία ή συναφείς ανθρωπιστικές επιστήμες και μελετούν την ποίηση συγχρονικά και διαχρονικά. Η Ανθούλα Δανιήλ (diastixo, Περί ου), η Βαρβάρα Ρούσσου (Oanagnostis, Εφημερίδα των Συντακτών), η Αγάθη Γεωργιάδου (Periou, Anagnostis) και η Ευσταθία Δήμου (Diastixo), όλες με διατριβή στη Νεοελληνική Φιλολογία, γράφουν κριτικές που παρουσιάζουν και ερμηνεύουν το ποιητικό έργο, γνωρίζοντας το συγχρονικό αλλά και το διαχρονικό, το επιμέρους αλλά και το εν όλω. Φιλολογικό υπόβαθρο έχουν επίσης η Λίλια Τσούβα (Literature, Fractal, Periou), η Χριστίνα Λιναρδάκη (stigmalogou), η Ασημίνα Ξηρογιάννη (Diastixo, Βακχικόν), η Άννα Γρίβα (Εφημερίδα των Συντακτών, Fractal), ο Παναγιώτης Βούζης (Εφημερίδα των Συντακτών, Αυγή) και ο Δημήτρης Μπαλτάς (Literature, Periou), που συνδυάζουν μάλιστα την επιστήμη με την ποίηση, τόσο στο δικό τους έργο όσο και στην κριτική αποτίμηση των άλλων.
Παρενθετικά και εν τάχει καταγράφω όσους ασχολούνται κριτικά με ποικίλα κείμενα, λογοτεχνικά και μη: Χαρίκλεια Δημακοπούλου (Εστία), Ξενοφών Μπρουντζάκης (Ποντίκι), Δέσποινα Παπαστάθη (Εφημερίδα των Συντακτών, Oanagnostis), Κωνσταντίνος Μπούρας (Fractal, Αυγή), Μύρων Ζαχαράκης (Bookpress), Πόλυ Κρημνιώτη (Αυγή) κ.ά. Αφήνω επίσης κατά μέρος τους πολύ σημαντικούς εξειδικευμένους κριτικούς βιβλίων ιστορίας, πολιτικών σπουδών, κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας, ψυχολογίας κ.λπ.
Τα ποιοτικά γνωρίσματα που ξεχωρίζουν τους κριτικογραφούντες από τους κριτικούς βιβλίων στηρίζονται σε μερικές παραμέτρους, όπως η ιδιότητα του καθενός, το έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο στο οποίο αρθρογραφεί, η εξειδίκευση που δείχνει, η παιδεία που φέρει, αλλά κυρίως η εκφορά του λόγου, η κριτική του οξύνοια και η εμβάθυνση στη λογοτεχνία. Συμπληρώνω την πανοραμική ματιά, που οφείλει αυτός να έχει στο πεδίο του: με άλλα λόγια, να μπορεί να συσχετίσει το εν λόγω έργο με τα σύγχρονά του, αλλά και με την παράδοση των προγενέστερων, αν είναι δυνατόν και με την παγκόσμια παραγωγή.
Σε μια βιβλιοκριτική είναι απαραίτητα τα αντικειμενικά στοιχεία πληροφόρησης (η υπόθεση, το είδος, πιθανόν τα βιογραφικά στοιχεία συγγραφέα), αλλά ακόμη περισσότερο η γνώμη του κριτικού, που περιλαμβάνει ερμηνεία, αξιολόγηση και γεωεντοπισμό του βιβλίου στις συντεταγμένες της κοινωνίας.
Το πιο βασικό, όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι η αναλογία μεταξύ των αντικειμενικών πληροφοριών και της άποψης. Με αυτό εννοώ ότι σε μια βιβλιοκριτική είναι απαραίτητα τα αντικειμενικά στοιχεία πληροφόρησης (η υπόθεση, το είδος, πιθανόν τα βιογραφικά στοιχεία συγγραφέα), αλλά ακόμη περισσότερο η γνώμη του κριτικού, που περιλαμβάνει ερμηνεία, αξιολόγηση και γεωεντοπισμό του βιβλίου στις συντεταγμένες της κοινωνίας. Αν η αναλογία κλίνει υπέρ των πρώτων, έχουμε βιβλιοπαρουσίαση ή ρηχή κριτική, ενώ, αν κλίνει υπέρ της δεύτερης, έχουμε πραγματική βιβλιοκρισία.
Στην κατηγορία των κριτικογραφούντων ανήκουν και όσοι γράφουν με εμπειρικό τρόπο, χωρίς βάθος, αλλά και όσοι επιλέγουν βιβλία «ελαφράς» λογοτεχνίας, που δεν διακρίνονται για το αισθητικό και κοινωνικοπολιτικό αποτύπωμά τους. Αυτοί παρουσιάζουν εκτενώς την υπόθεση, εμμένουν στα αντικειμενικά στοιχεία, όπως το βιογραφικό του συγγραφέα, καταγράφουν εκτενή αποσπάσματα των πεζών ή πολλούς στίχους των ποιητικών συλλογών, εν ολίγοις μένουν σε στοιχεία παρουσίασης και όχι κριτικής. Γι’ αυτό, από τις παραπάνω επικράτειες της κριτικής έχω παραλείψει ονόματα που δημοσιεύουν πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις ή «κριτικές», αλλά στην ουσία παρουσιάζουν επιφανειακά το έργο με ρηχές σκέψεις πάνω σ’ αυτό.
Η επιδραστικότητα των κριτικών συναρτάται και από το περιοδικό ή την εφημερίδα όπου αυτοί δημοσιεύουν: το κύρος του Τύπου αλληλεξαρτάται με την αξιοπιστία του βιβλιοκριτικού.
Στο πλαίσιο αυτό θα άξιζε μια πιο επισταμένη έρευνα για τα έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες που συντηρούν κριτικές στήλες. Μερικά μάλιστα από αυτά περιέχουν σε τακτική βάση ένθετα αφιερωμένα στο βιβλίο, όπου γράφονται κριτικές, γίνονται αφιερώματα, παρακολουθείται η τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή, παίρνονται συνεντεύξεις κ.λπ. Έτσι, η επιδραστικότητα των κριτικών συναρτάται και από το περιοδικό ή την εφημερίδα όπου αυτοί δημοσιεύουν: το κύρος του Τύπου αλληλεξαρτάται με την αξιοπιστία του βιβλιοκριτικού.
Κλείνω με μερικά γενικά συμπεράσματα, που φωτίζουν παραγωγικά και το έργο εκάστου των κριτικών/κριτικογραφούντων.
- Η κριτική δεν είναι τέχνη. Μπορεί να είναι μια δημιουργική δραστηριότητα, και να ενέχει υφολογικά στοιχεία που την κάνουν δελεαστική, αλλά δεν είναι τέχνη.
- Η κριτική δεν είναι επιστήμη. Μπορεί (και αξίζει) να χρησιμοποιεί αφομοιωμένη τη θεωρία της λογοτεχνίας και άλλα φιλολογικά (κι ευρύτερα πολιτισμολογικά εργαλεία), αλλά δεν είναι επιστήμη.
- Η κριτική δεν είναι εμπειρισμός. Δεν είναι μια αλάδωτη μηχανή που τυχαίνει να βγάζει αποτελέσματα, αλλά έχει πίσω της διάβασμα, «χάρτες» και «φακούς».
- Η κριτική δεν είναι διαφήμιση. Φυσικά συμβάλλει στη διάδοση του βιβλίου, αλλά δεν γράφεται ως προπαγανδιστικό κείμενο.
- Η κριτική δεν είναι φιλοφρόνηση. Μπορεί να απευθύνεται και στον συγγραφέα (καθώς βασικός της στόχος είναι ο αναγνώστης), αλλά δεν είναι μέσο κολακείας, αλληλεγγύης και δημοσίων σχέσεων. Ως εκ τούτου, η κριτική δεν είναι διπλωματία. Να δείξει ότι τα έχει καλά με συγγραφείς και εκδότες, να ισορροπήσει καταστάσεις, να στρογγυλέψει γωνίες, να είναι comme il faut ωραιοποίηση.
- Η κριτική δεν είναι αυθεντία. Δεν φωνάζει ότι έχει αυτή μόνη δίκιο, δεν παθιάζεται, επειδή πιστεύει φανατικά στην αξία ενός έργου, δεν καταφεύγει σε αλαζονικούς διδακτισμούς. Κι αυτό γιατί η κριτική δεν είναι αλάθητη. Ακόμα κι αν επιδιώκει μια υποκειμενική… αντικειμενικότητα και είναι πολύπλευρη, δεν μπορεί να αντιληφθεί πάντα, ειδικά σε κοντινή απόσταση από το έργο τέχνης, τη διαχρονική του αξία ή ερμηνεία.
Μια τελευταία συμπερασματική παρατήρηση. Η κριτική θεωρούνταν παλιότερα μια αξιολογική δύναμη που τεκμαιρόταν για την αξία του βιβλίου, τη λογοτεχνική του συμβολή, και δη τη διαχρονική του υπόσταση. Στην ουσία έκρινε τα καλά από τα μέτρια ή κακά βιβλία και «αποφάσιζε» αν αξίζει να διαβαστεί ή όχι. Τα τελευταία χρόνια έχει βέβαια διατηρήσει αυτόν τον ρόλο, αλλά ταυτόχρονα έχει μετακινήσει το ένα της πόδι προς την ερμηνεία του έργου. Με άλλα λόγια, το έργο αξίζει όχι μόνο χάρη στην αισθητική του, αλλά και με βάση την πολυσημία του νοήματός του, τη δυνατότητα που δίνει να εξαχθούν (ή να επινοηθούν) νοήματα και σημαινόμενα, που εξηγούν την εποχή μας και τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτήν.
Το έργο αξίζει όχι μόνο χάρη στην αισθητική του, αλλά και με βάση την πολυσημία του νοήματός του, τη δυνατότητα που δίνει να εξαχθούν (ή να επινοηθούν) νοήματα και σημαινόμενα, που εξηγούν την εποχή μας και τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτήν.
Στον καιρό της διαδικτυακής ευαρέσκειας ή απαρέσκειας (like ή dislike), η κριτική ίσως δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη στόμα με στόμα σύσταση ή τον ορυμαγδό της διαφήμισης και της προσωπικής-ινφλουενσερικής προβολής ενός βιβλίου. Μπορεί όμως να αφήσει το ίχνος της σε βάθος χρόνου, καθώς ερμηνεύει και αναλύει πώς ο λογοτεχνικός λόγος συναντά τις σκέψεις και τις τάσεις της κοινωνίας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).