Μια γυναίκα, τις μέρες της πανδημίας, φοράει κατάλληλα παπούτσια, κασκόλ, γάντια και μια μάσκα και «παίρνει τους δρόμους». Στον νου της έρχονται σημαντικές ηρωίδες μυθιστορημάτων, οι οποίες βγαίνουν από το σπίτι και με αληθινή αίσθηση ελευθερίας περιφέρονται –συχνά άσκοπα–, και παίρνουν αποφάσεις ζωής.
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Εδώ και καιρό είχα την επιθυμία να γράψω ένα κείμενο για τις γυναίκες που «παίρνουν τους δρόμους». Αυτές που βλέπουμε σε κινηματογραφικές ταινίες ή διαβάζουμε σε μυθιστορήματα να περπατούν μόνες στην πόλη ή στην ύπαιθρο, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, μόνο και μόνο για να κάνουν ένα διάλειμμα από τη ζωή τους, να μείνουν με τις σκέψεις τους, να αποκαλυφθούν στον εαυτό τους ή να συντονιστούν με τον εσωτερικό τους ρυθμό που φαίνεται πως ναρκώνεται όταν παραμένουν για πολύ ακίνητες σε εσωτερικούς χώρους.
Η επιθυμία αυτή ξεκίνησε όταν διάβασα το καλοκαίρι τον Γαλατά (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg) της Ιρλανδής Anna Burns με τη δεκαοχτάχρονη πρωταγωνίστρια του βιβλίου να βγαίνει από το σπίτι της και να περιπλανιέται στους δρόμους, στο Μπέλφαστ του ’70, να περπατάει ώρες ολόκληρες διαβάζοντας μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, σαν μια άμυνα απέναντι στο ζοφερό, ασφυκτικό περιβάλλον που ζει. Δεν είμαι σίγουρη για το πώς κατόρθωνε να περπατάει και να διαβάζει ταυτόχρονα, αλλά όταν αυτή είναι η μοναδική διαφυγή, η μοναδική απόλαυση, μπορεί κανείς να καταφέρει πολλά. Στη συνέχεια, διαβάζοντας την Πλατεία διαμαντιού (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Καστανιώτη) της Μερσέ Ροδορέδα, συγκινήθηκα από την Κολομέτα, την κεντρική ηρωίδα που περιφερόταν στη Βαρκελώνη, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, άνευ λόγου ανεβοκατέβαινε την πολύβουη Λα Ράμπλα, κοιτάζοντας τις βιτρίνες της λεωφόρου, ενώ η πείνα θέριζε αυτή και τα παιδιά της. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου η Κολομέτα περπατάει άσκοπα, χωρίς προορισμό, πότε στα πάρκα και πότε στους δρόμους, ωστόσο καταφέρνει σ’ αυτές τις εξορμήσεις, διανύοντας χιλιόμετρα να δαμάζει την απελπισία της και να κάνει κάποιες σωτήριες σκέψεις. Στα περισσότερα βιβλία γυναικών η έξοδος από το σπίτι περιγράφεται ως πράξη απελευθερωτική, μια κίνηση αποδέσμευσης που σηματοδοτεί την αποστασιοποίηση από όσα συμβαίνουν στη ζωή της, αλλά και την επιθυμία να ερμηνεύσει τα γεγονότα εν κινήσει, μένοντας μόνη με τις σκέψεις της σ’ έναν εξωτερικό χώρο.
Η κυρία Νταλαγουέι (μτφρ. Βασιλική Κοκκίνου, εκδ. Μίνωας) της Βιρτζίνια Γουλφ περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους του Λονδίνου και το κάθε ερέθισμα μοιάζει να δίνει στο βήμα της τον ρυθμό, περπατώντας αναπολεί όλη της τη ζωή, εικόνες του δρόμου συντήκονται με εικόνες από πρόσωπα που πέρασαν, δημιουργώντας την περίφημη ροή της συνείδησης που ενισχύεται με την κίνηση του σώματος. Την ίδια περίπου εποχή γράφει και η Τζιν Ρυς το Καλημέρα, μεσάνυχτα (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μελάνι), οι δικές της ηρωίδες περπατούν τις νύχτες στους άδειους δρόμους, παρακολουθούν τα φωτισμένα παράθυρα και φαντάζονται τις ζωές που περιέχονται πίσω από αυτά. Οι ηρωίδες της Ρυς δεν βγαίνουν απαραίτητα για να πάνε κάπου. Βγαίνοντας για περπάτημα, δίνουν την ευκαιρία σε έναν άλλον εαυτό να υπάρξει, μια εσωτερική ανάγκη που τις ωθεί σε μια αναπάντεχη συνειδητοποίηση.
Αν πάμε ακόμα πιο πίσω, θα συναντήσουμε τις ηρωίδες της Τζέιν Οστεν, οι οποίες είτε ζουν σε κάποια πόλη είτε περιφέρονται στην ύπαιθρο, τις βρίσκουμε κι αυτές να προχωρούν σε χωματόδρομους, σε κάποια προκυμαία ή σε κεντρικούς δρόμους με άμαξες και οι τυχαίες συναντήσεις να φέρνουν στο προσκήνιο έναν καινούργιο έρωτα ή μια ευκαιρία, ενώ για τις Μπροντέ η περιπλάνηση στους βάλτους και στις ερημιές περιγράφεται ως αποκαλυπτική εμπειρία και στην αγριότητα του τοπίου καθρεφτίζονται οι δικές τους σκοτεινές πλευρές.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να ολοκληρώσω αυτό το κείμενο τώρα που το «μένουμε σπίτι» είναι η πραγματικότητα της ζωής μας και η βόλτα, ο άνευ προορισμού περίπατος, αποκτά και πάλι την αξία του και μπαίνει στο πρόγραμμά μας. Ο περίπατος είναι η μοναδική μας ευκαιρία να ασχοληθούμε με το σώμα μας σε εξωτερικό χώρο, έστω κι αν κάνουμε μόνο το τετράγωνο γύρω από το σπίτι μας.
Δεν ξέρω πώς θα περιγραφεί η γυναίκα του 2020, αλλά θα έχει ενδιαφέρον η περιγραφή της βόλτας της –όπου αυτή επιτρέπεται–, ή ακόμα και η έξοδός της μετά από την καραντίνα.
Τον Φεβρουάριο του 2020 το σκηνικό αλλάζει ξαφνικά, η γυναίκα που περπατάει μόνη στους πολυσύχναστους δρόμους και σταματάει κάθε λίγο στις βιτρίνες έχει εκλείψει, τώρα τη βλέπουμε να προχωράει μόνη με βήμα ταχύ κι αν κάποιος βρεθεί στον δρόμο της απομακρύνονται και οι δύο απότομα, ενίοτε χωρίς καμία διακριτικότητα, σαν να ήρθαν αντιμέτωποι με μια αναπάντεχη απειλή, αν δε ένας εκ των δύο βγάζει βόλτα το κατοικίδιό του, τραβάει με δύναμη το λουρί να μη την πλησιάσει.
Τώρα δεν περνάει απαρατήρητη, οι άλλοι οι περιπατητές έχουν τον νου τους. Η βόλτα στο τετράγωνο είναι η έξοδος και η περιπέτεια της ημέρας, κάπου αλλού, πέρα από τις οθόνες τους ή τα ράφια του σουπερμάρκετ. Δεν ξέρω πώς θα περιγραφεί η γυναίκα του 2020, αλλά θα έχει ενδιαφέρον η περιγραφή της βόλτας της –όπου αυτή επιτρέπεται–, ή ακόμα και η έξοδός της μετά από την καραντίνα.
Προς το παρόν ας αρκεστούμε σ’ αυτό που μας προσφέρεται. Χρειαζόμαστε μόνο τα κατάλληλα παπούτσια, το κασκόλ, τα γάντια και τη μάσκα μας, ένα sms στα γρήγορα και παίρνουμε τους δρόμους – χωρίς την ελάχιστη έγνοια για το πώς θα φανούμε στους άλλους.
Αυτή την εποχή το περπάτημα είναι η μοναδική ευκαιρία για να έρθεις σε επαφή με τη φύση, τον κόσμο, την πόλη ή την εξοχή, να βγεις από την αγκύλωση της ακινησίας και να κάνεις χώρο για κάποιες καινούργιες σκέψεις εκτός από την πανδημία, το λεξιλόγιο της οποίας έχει μεταφυτευθεί, ασυνείδητα ίσως, στη γλώσσα που σκεφτόμαστε, μιλάμε αλλά και γράφουμε.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).