Μερικά σχόλια για το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη «Τα παιδιά της δικτατορίας» (μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, εκδ. Πόλις).
Του Δημήτρη Κ. Βεργίδη
Ο Κορνέτης, στο πολύ ενδιαφέρον και εμπεριστατωμένο βιβλίο του Τα παιδιά της δικτατορίας, αναπαράγει χωρίς να το αντιλαμβάνεται τη φαντασιακή κατασκευή μιας κοινωνίας στην οποία όλα ανεξαιρέτως τα σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν κατ’ αρχάς στην Αθήνα –την πρωτεύουσα– και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη – τη συμπρωτεύουσα. Με αυτή τη λογική αναφέρεται στη «δίδυμη κατάληψη»: στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, το Νοέμβρη του 1973. Βεβαίως, διευκρινίζει ότι:
«Οι φοιτητές της Πάτρας κατέλαβαν επίσης το πανεπιστήμιο της πόλης τους αμέσως μετά την κινητοποίηση της Αθήνας, ενώ ακολούθησαν τα Ιωάννινα και η Θεσσαλονίκη, αντιγράφοντας όσα συνέβαιναν στην πρωτεύουσα» (Κορνέτης, 2015 σ. 553).
Ωστόσο, στη συνέχεια σπεύδει να δηλώσει ότι:
«Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν η σημαντικότερη από τις τρεις, κατά κύριο λόγο επειδή οι φοιτητές έστησαν και εκεί ραδιοφωνικό σταθμό» (ό.π.).
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο και αναφέρεται στη βιβλιογραφία ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ότι οι φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου της Πάτρας «εγκατέστησαν ραδιοπομπό που μετέδιδε στα μεσαία κύματα, 1.600 χιλιόκυκλους και ακουγόταν στην πόλη και σε όλη την περιοχή».
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο και αναφέρεται στη βιβλιογραφία ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης –π.χ. στο πασίγνωστο βιβλίο του Μηνά Παπάζογλου Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία, το οποίο γνωρίζει ο Κορνέτης– ότι οι φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου της Πάτρας «εγκατέστησαν ραδιοπομπό που μετέδιδε στα μεσαία κύματα, 1.600 χιλιόκυκλους και ακουγόταν στην πόλη και σε όλη την περιοχή» (Παπάζογλου, 1975, σ. 150). Επίσης, έχουν δημοσιευθεί μαρτυρίες για τη λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού (βλ. Πετράτος, 2008, σσ. 101, 149).
Ισχυρές ενστάσεις υπάρχουν και για την απλουστευτική άποψη του Κορνέτη, ότι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας (Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων και Πατρών) κινητοποιήθηκαν και έδρασαν απλώς αντιγράφοντας όσα συνέβαιναν στην πρωτεύουσα. Πρόκειται για μια υπόθεση που ο Κορνέτης τη μετατρέπει σε αβασάνιστη παραδοχή, υιοθετώντας μια εντελώς μηχανιστική αντίληψη για την εξέλιξη και την ανάπτυξη συνολικά του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος (ΑΦΚ). Το ΑΦΚ της Πάτρας (ΑΦΚΠ) αναμφίβολα είχε συνεργασία και ισχυρές επιρροές από το ΑΦΚ της Αθήνας. Ωστόσο, οι ιδιαίτερες συνθήκες και οι επιλογές της συλλογικότητας που δημιουργήθηκε στην Πάτρα, προσέδωσε στο ΑΦΚΠ μια ιδιαίτερη δυναμική και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (βλ. Κοσμόπουλος, 2003).
Μπορούμε να υποστηρίξουμε εξάλλου ότι οι επιρροές ήταν αμφίδρομες λόγω των άτυπων φοιτητικών δικτύων που λειτουργούσαν την περίοδο εκείνη. Οι αλληλεπιδράσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις φοιτητικές συλλογικότητες που συγκροτήθηκαν και έδρασαν στα πανεπιστήμια της χώρας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974) αποτελούν ίσως το αντικείμενο μιας άλλης έρευνας. Το βέβαιο είναι ότι η θεωρία της απλής αντιγραφής είναι έωλη για πολλούς λόγους. Ένας από τους κυριότερους είναι ότι δείχνει τουλάχιστον έλλειψη κοινωνιολογικής φαντασίας. Όπως υπογραμμίζει ο Wright Mills στο βιβλίο του Η κοινωνιολογική φαντασία (1985, σ. 234): «Αυτό που μελετάμε πρέπει να το παρατηρήσουμε μέσα σε ποικιλία συνθηκών. αλλιώς αυτοπεριοριζόμαστε σε μία ρηχή περιγραφή».
Η θέση του Κορνέτη περί απλής αντιγραφής, κατά τη γνώμη μας, υποκρύπτει δύο παραδοχές:
α. Οι φοιτητικές συλλογικότητες του ΑΦΚ σε Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα δεν μπορούσαν παρά να αντιγράφουν όσα συνέβαιναν στην Αθήνα, διότι δεν είχαν δική τους ισχυρή δυναμική και τη δυνατότητα/ικανότητα να κάνουν δικές τους επιλογές και να παίρνουν ανάλογες αποφάσεις. Ετεροκαθορίζονταν εκ των πραγμάτων από το ΑΦΚ της Αθήνας.
β. Οι συλλογικότητες του ΑΦΚ σε Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα, θα έπρεπε να αντιγράφουν τα όσα συνέβαιναν στην Αθήνα, γιατί εκεί ήταν το –άτυπο έστω– καθοδηγητικό κέντρο του ΑΦΚ. Ετεροκαθορίζονταν, αν όχι μέσω μιας ιεραρχικής δομής ή καθοδήγησης, τουλάχιστον λειτουργικά από το ΑΦΚ της Αθήνας.
Οι παραδοχές αυτές ανάγονται σε κυρίαρχες ιδέες, άκριτα θεωρούμενες αυταπόδεικτες και δεδομένες. Γενικά, το ΑΦΚ χαρακτηριζόταν από οργανωτική και πολιτική αυτονομία (Οικονόμου, 2013, σ. 12). Προσθέτουμε, ότι όπως έδειξε ειδική έρευνα, βασικό χαρακτηριστικό του ΑΦΚΠ ήταν ο αυτοκαθορισμός, η αυτονομία του και οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες (Κατσιγιάννη, 2018, σ. 382-384).
Οι μεθοδολογικοί περιορισμοί μιας μελέτης θα πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαροι και να στηρίζονται στην οριοθέτηση του πεδίου με σαφή κριτήρια και στο προκαθορισμένο εύρος της έρευνας, ανάλογα με τις επιλογές και τις δυνατότητες του ερευνητή.
Επίσης, η θέση του Κορνέτη περί εμπροσθοφυλακής (sic) του ΑΦΚ (2015, σ. 33) είναι τουλάχιστον προβληματική. Πέρα από την άτοπη χρήση μάλλον στρατιωτικής ορολογίας («εμπροσθοφυλακή», αλλά τότε γιατί όχι και «κυρίως σώμα στρατού» (;), και «οπισθοφυλακή» (;), έννοιες που παραπέμπουν σε διαφορετική θέαση της ιστορίας από αυτή που ο ίδιος φαίνεται να υιοθετεί), οι μεθοδολογικοί περιορισμοί μιας μελέτης θα πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαροι και να στηρίζονται στην οριοθέτηση του πεδίου με σαφή κριτήρια και στο προκαθορισμένο εύρος της έρευνας, ανάλογα με τις επιλογές και τις δυνατότητες του ερευνητή.
Αφού ο Κορνέτης, όπως δηλώνει ο ίδιος (ό.π., σ. 33) άφησε στο περιθώριο της μελέτης του τα πανεπιστήμια Πάτρας και Ιωαννίνων, πώς γνωρίζει ότι ήταν στην «οπισθοφυλακή» του ΑΦΚ; Οι συγκρίσεις προϋποθέτουν συγκριτικά στοιχεία και γνώση για όλους τους συγκρινόμενους. Επιπλέον, από το πλούσιο υλικό που έχει συλλέξει ο Κορνέτης και από τις προσωπικές μαρτυρίες των πληροφορητών δε φαίνεται να προκύπτουν τέτοιου είδους συγκρίσεις και ιεραρχήσεις. Μάλλον ο Κορνέτης ψάχνει να βρει την πρωτοπορία της πρωτοπορίας (!) αδικώντας την πολύ σημαντική μελέτη του.
→ Η κεντρική φωτογραφία είναι από την Κατάληψη του Πανεπιστημιου της Πατρας, 1973.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΒΕΡΓΙΔΗΣ είναι ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Πατρών.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο δικός μας Νοέμβρης» (εκδ. Το Δόντι).
Βιβλιογραφικές αναφορές