Με αφορμή το δοκίμιο του Κωνσταντίνου Α. Παπαγεωργίου «Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους» (εκδ. Πόλις)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Πολλοί νιώθουν συμπόνια και άλλα αγαθά αισθήματα για τους πρόσφυγες, κάτι που τους αρκεί για να αποδεχθούν ή και να στηρίξουν ενεργά την άμεση αρωγή προς εκείνους, πιθανόν και πολλά περισσότερα. Αλλά, πολιτικά μιλώντας, αυτό δεν αρκεί. Γιατί υπάρχουν και όσοι δεν τους στέργουν. Τι θα πούμε σ’ αυτούς; Ακόμη, περισσότερο, πώς μπορεί π.χ. να αιτιολογηθεί η χρήση κρατικών πόρων για «ξένους» την ίδια στιγμή που πολλοί συμπολίτες μας δυσπραγούν λόγω της οικονομικής κρίσης;
Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου διατυπώνει στο σύντομο δοκίμιό του ένα βασικό άξονα σχετικής επιχειρηματολογίας ο οποίος συγκερνά τη φιλοσοφική, την πολιτική και τη νομική σκέψη. Έχοντας κανονιστική πρόθεση εκτυλίγει ένα σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο έχουμε απέναντί τους όχι μόνον ηθικό καθήκον ως άνθρωποι, αλλά επιπλέον πολιτικό καθήκον δικαιοσύνης ως πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ο συγγραφέας, καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εύλογα δίνει έμφαση στο δεύτερο σκέλος, δηλαδή στην πολιτική διάσταση, την πιο απαιτητική και λιγότερο αφηρημένη. Αλλά, ας ξεκινήσουμε, παρακολουθώντας σε αδρές γραμμές την επιχειρηματολογία, με την πρώτη διάσταση, την αμιγώς ηθική.
Αφετηρία αποτελεί η παραδοχή ότι ως άνθρωποι είμαστε όντα έλλογα, αναστοχαστικά, αλλά και συναισθηματικά ευφυή που δίνουμε νόημα και περιεχόμενο στη ζωή μας από κοινού με άλλους ανθρώπους, και παρά τις διαφορές μας, μοιραζόμαστε την ίδια ηθική φύση ως φορείς αυταξίας και, ως προς τούτο τουλάχιστον, λογιζόμαστε ίσοι.
Αφετηρία αποτελεί η παραδοχή ότι ως άνθρωποι είμαστε όντα έλλογα, αναστοχαστικά, αλλά και συναισθηματικά ευφυή που δίνουμε νόημα και περιεχόμενο στη ζωή μας από κοινού με άλλους ανθρώπους, και παρά τις διαφορές μας, μοιραζόμαστε την ίδια ηθική φύση ως φορείς αυταξίας και, ως προς τούτο τουλάχιστον, λογιζόμαστε ίσοι. Είμαστε την ίδια στιγμή τρωτοί και ευάλωτοι στη συγκυρία και το τυχαίο. Αυτό μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε ότι συναποτελούμε μέρος της (οικουμενικής) ηθικής κοινοπολιτείας των ανθρώπων και οφείλουμε συνακόλουθα να υποστηρίξουμε ανθρώπους των οποίων οι θεμελιώδεις ανάγκες και τα συμφέροντα απειλούνται, εξαιτίας συνθηκών πέραν του ελέγχου τους. Ο συγγραφέας παραπέμπει εν προκειμένω στην ταβερνιάρισσα της Σάμου η οποία προσέφερε καθημερινά δωρεάν γεύματα σε πρόσφυγες και η οποία εξέφραζε με χαρακτηριστική απλότητα το έμπρακτο νόημα όλων αυτών (χωρίς να έχει διαβάσει αράδα από Καντ, ο οποίος σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι εν προκειμένω μια κλασική αναφορά): «μπορεί και εγώ να βρισκόμουν στη θέση τους».
Αν ωστόσο το παράδειγμα της ταβερνιάρισσας είναι αξιέπαινο, δεν μπορεί να είναι η τελευταία κουβέντα στο θέμα, ιδίως όταν πρόκειται για μια περίπλοκη κατάσταση και για πολύ μεγάλα μεγέθη. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η συνδρομή των θεσμών (κρατικών, ιδίως). Έτσι οδηγούμαστε αναγκαστικά στο συλλογικό, πολιτικό επίπεδο. Εδώ ο Παπαγεωργίου κινείται ανάμεσα σε έναν καθαρό κοσμοπολιτισμό (που θεωρεί ότι δικαιώματα και καθήκοντα προς άλλους ανθρώπους είναι αδιαφοροποίητα κι ανεπηρέαστα από την ένταξη σε διαφορετικά κράτη) κι έναν ντούρο εθνικισμό (που θεωρεί ότι οι υποχρεώσεις μας αφορούν αποκλειστικά τους συμπατριώτες μας). Ονομάζει την προσέγγισή του «μεικτή κρατικοκεντρική κοσμοπολίτικη αντίληψη» υπό την έννοια ότι αποδέχεται ότι έχουμε ηθικά καθήκοντα προς όλους τους ανθρώπους, και ταυτόχρονα «ενδοπολιτικά» καθήκοντα προς τα μέλη της δικής μας πολιτικής κοινότητας. Τα τελευταία έχουν προτεραιότητα, αλλά όχι απόλυτη. Όπως ήδη είπαμε, οφείλουμε να δράσουμε προκειμένου να διασφαλίσουμε θεμελιώδη συμφέροντα συνανθρώπων μας ασχέτως της προέλευσής τους, π.χ. να σώσουμε τη ζωή ναυαγών – ένα καθήκον βοήθειας σε κατάσταση ανάγκης. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όταν θέσουμε το ερώτημα «για πόσο μπορούμε να τους φιλοξενούμε, να τους περιθάλπουμε και να τους φροντίζουμε». Ο συγγραφέας θεωρεί εν προκειμένω ότι η συνήθης επίκληση προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι αρκετή (από μόνη της) για να απαντήσει στα πιο απαιτητικά κι επίμαχα ερωτήματα που σχετίζονται με το ζήτημα. Κι αυτό διότι θεωρεί μείζον το ότι οι πρόσφυγες, πέραν από άμεσες βιοτικές ανάγκες, αντιμετωπίζουν το γεγονός της απώλειας της έννομης τάξης και της πολιτικής κοινωνίας (του κράτους προέλευσής τους). Ως προς τούτο εγείρονται από τη μεριά μας εξωπολιτικά καθήκοντα, δηλαδή καθήκοντα πολιτών προς πολίτες (άλλου κράτους).
Αυτά όμως τα καθήκοντα στρέφονται υπό μία έννοια και προς τον συλλογικό μας εαυτό, δηλαδή την πολιτική μας κοινότητα. Κι αυτό διότι για ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου υφίσταται διαρκώς το καθήκον τελείωσης των ηθικών μας δυνάμεων, δηλαδή «οφείλουμε να αναπτύξουμε τις δυνάμεις εκείνες που θα μας φέρουν πλησιέστερα σε αυτό που μπορούμε να είμαστε». Επομένως, ενδοπολιτικά και εξωπολιτικά καθήκοντα δεν θα πρέπει να ιδωθούν ανταγωνιστικά: η συνδρομή προς τους πρόσφυγες δεν λογίζεται ως αυθαίρετη ή ως συνεπαγόμενη την αδιαφορία προς τους συμπολίτες μας. Οι πρόσφυγες, χωρίς δική τους υπαιτιότητα (αλλά του κράτους που τους διώκει ή αδιαφορεί για την τύχη τους ή αδυνατεί να τους προστατεύσει και να τους εγγυηθεί βασικά δικαιώματα), στερούνται το δικαίωμα συγκρότησης των όρων ελευθερίας και δικαιοσύνης που απολαμβάνουμε εμείς (ατελώς, έστω). Το να επιχειρούμε να τους δώσουμε αυτό το δικαίωμα –που περιλαμβάνει τη συμβολική αναγνώρισή τους ως όντων με αξιοπρέπεια κι όχι ως όντων με βιολογικές ανάγκες μόνον– είναι απαραίτητο κι επιτακτικό.
Να το διατυπώσουμε λίγο διαφορετικά: πώς εξειδικεύεται και συγκεκριμενοποιείται αυτή η υπεροχή των συμπολιτών μας έναντι των προσφύγων;
Το σκεπτικό που αναπτύσσεται στο βιβλίο θέτει μια βάση συζήτησης με ισχυρά, θεωρώ, επιχειρήματα. Λέω, ωστόσο, «μια βάση συζήτησης», διότι κατ’ ουσίαν αφήνει μετέωρο το πλέον επίμαχο θέμα. Ας δεχθούμε το γενικό πνεύμα του Παπαγεωργίου, δηλαδή ότι έχουμε καθήκοντα προς τους πρόσφυγες, αλλά τα οποία, μολονότι σημαντικά κι εκτεταμένα, δεν εξομοιώνονται με εκείνα προς τους συμπολίτες μας προς τους οποίους έχουμε περισσότερες οφειλές. Πού και πώς μπαίνει αυτό το όριο; Να το διατυπώσουμε λίγο διαφορετικά: πώς εξειδικεύεται και συγκεκριμενοποιείται αυτή η υπεροχή των συμπολιτών μας έναντι των προσφύγων; Ας πούμε, με ποια ασφαλή κριτήρια μπορούμε, χωρίς να προδώσουμε τη συλλογιστική του δοκιμίου, να τη διακρίνουμε σε σχέση με αυτό που έχει αποκληθεί «προνοιακός σοβινισμός» και είναι μέρος της ατζέντας μιας, μετριοπαθούς έστω (σε σύγκριση προς την εξτρεμιστική), ακροδεξιάς; Ένα δεύτερο ερώτημα, εξίσου σημαντικό νομίζω, σχετίζεται με το γεγονός ότι πολλοί από τους ίδιους τους πρόσφυγες δεν υιοθετούν τις αρχές και τις αξίες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, καθώς κατά κανόνα είναι τουλάχιστον ανεξοικείωτοι με τους θεσμούς και την πολιτική κουλτούρα του. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγείρουν περίπου αυτονόητα ένα αίτημα αναγνώρισής τους στη βάση που το θέτει το βιβλίο, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα.
* Στην κεντρική και τη μεσαία φωτογραφία έργα του Σύρου καλλιτέχνη Nizar Ali Badr.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αν όμως έχουμε το σαμαρειτικό καθήκον και το δικαίωμα να εξαναγκάσουμε κάποιους από τους συμπολίτες μας (εκείνους που δεν θα συναινούσαν), προκειμένου να προστατευτούμε όλοι από τους κινδύνους της φυσικής κατάστασης, τότε, για ανάλογους λόγους, οφείλουμε να προστατεύσουμε εκείνους που βρίσκονται σε κίνδυνο, ως προς τα βασικά τους συμφέροντα και δικαιώματα, εξαιτίας της αδυναμίας του κράτους τους να λειτουργήσει ως κράτος δικαίου και στοιχειώδους ελευθερίας. Αυτό το οφείλουμε ως πολίτες που έχουν την καλή τύχη να ζουν σε ένα κράτος το οποίο προστατεύει κατ’ αρχήν δικαιώματα και προάγει την ελευθερία. Τούτο το απλό αρχικά σαμαρείτικο καθήκον, ένα ηθικό καθήκον, μεταμορφώνεται μέσα από την πολιτική του συγκρότηση και γίνεται πλέον ένα καθήκον δικαιοσύνης» (σελ. 76).
Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους
Κωνσταντίνος Α. Παπαγεωργίου
Πόλις 2017
Σελ. 90, τιμή εκδότη € 10,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ