της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Περίεργα πλάσματα οι συγγραφείς. Όταν γράφουν, παραπονιούνται ότι δεν ζουν. Κι όταν ζουν, φοβούνται ότι δεν θα ξαναγράψουν. Μεσοχείμωνο ξεκινάει αυτό που ονομάζω Εποχή της Απάθειας. Το Βερολίνο είναι θαμμένο κάτω απ’ το χιόνι κι εγώ νιώθω σαν αρκούδα που κυκλοφορεί
Όταν δεν γράφω, ατονούν και τα αναγνωστικά μου αντανακλαστικά. Διαβάζω με το ζόρι το «New Yorker», για να μην πάει στράφι η συνδρομή, και βιβλία αυτοβοήθειας (τα περίφημα self-help). Όχι για τη στοχοπροσήλωση, τον εύκολο πλουτισμό ή τη φιλοδοξία. Αλλά για το πώς θα ξαναβρώ στο γράψιμο το νόημα της ζωής. Όπως, ας πούμε, το «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι» του Ντέιβιντ Λιντς (μτφρ. Γ. Πάντσιος, εκδ. Πατάκη). Αρχίζει με τη φράση: «Οι ιδέες είναι σαν τα ψάρια. Αν θέλεις να πιάσεις μεγάλα ψάρια, πρέπει να πας πιο βαθιά». Παραπλανητικό. Με κάνει να βυθίζω ακόμα πιο βαθιά τις γαλότσες μου στο χιόνι. Περπατάω και μετράω βήματα.
Το «Μεγάλο ψάρι» είναι ένα βιβλίο απλό και κάπως τρελούτσικο γύρω από την αναζήτηση της ευτυχίας. Η ευτυχία, κατά τον Λιντς, είναι κάτι σαν αλεξίσφαιρο γιλέκο για τις συμφορές – το φοράς και γίνεσαι δημιουργικός. Ο Λιντς αντλεί παραδείγματα από τις ταινίες του για να εξηγήσει καλύτερα τους συσχετισμούς των ιδεών, την αυθαιρεσία τους. Μιλάει για τον φόβο, τον θυμό, την καλοσύνη χρησιμοποιώντας ινδικά αποκρυφιστικά κείμενα που ησυχάζουν τη συνείδηση. Το ερώτημα είναι αν η ήσυχη συνείδηση οδηγεί στη γραφή ή –και πάλι– στη βηματομέτρηση.
Γι’ αυτό δοκίμασα κάτι πιο δραματικό. Ένα βιβλίο γύρω από την ευτυχία και τη δημιουργία πάλι, γραμμένο από τη σκοπιά ενός μελλοθάνατου. Στην «Τελευταία διάλεξη» (μτφρ. Η. Παπαστεφάνου, εκδ. Πατάκη) ο Ράντυ Πάους, καθηγητής Πληροφορικής στο Κάρνεγκι Μέλον, αναλογίζεται τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του και κληροδοτεί το modus vivendi του στα παιδιά του. Ξέρει ότι θα πεθάνει σύντομα από ανίατο καρκίνο και γράφει ένα ρομαντικό και συγκινητικό βιβλίο γύρω από την πραγματοποίηση των παιδικών μας ονείρων, που συνήθως αντιτίθενται στην εκπλήρωση των ονείρων που έχουν οι άλλοι για μας.
Αν εξαιρέσουμε τις συμβουλές, το βιβλίο του Πάους μοιάζει με καλογραμμένο μυθιστόρημα. Σε άλλες εποχές θα προσπερνούσα τις συμβουλές, αλλά όχι τώρα: «Καλύτερα έντιμος, παρά δημοφιλής». «Να κάνεις μεγάλα όνειρα». «Χόρεψε με αυτόν που σε συνοδεύει». Επίσης, δεν ξέρω για σας, εμένα μού αρέσουν οι παλαβομάρες που κάνουν οι Αμερικανοί όταν αψηφούν τον θάνατο. Ο Πάους, στην τελευταία διάλεξή του, κάνει κάμψεις μπροστά στο κοινό, για να αποδείξει ότι βρίσκεται ακόμη σε καλή φυσική κατάσταση…
Οι κάμψεις του μου ξύπνησαν την ανάγκη για σωματική άσκηση. Πέρασα μερικές μέρες διαβάζοντας το ογκώδες βιβλίο των Σάρον Γκάνον και Ντέιβιντ Λάιφ «Jivamukti Yoga» (εκδ. Ballantine Books) γύρω από την πνευματικότητα της γιόγκα που επινόησαν οι δυο τους στη Νέα Υόρκη στη δεκαετία του ’80. Πριν από λίγο καιρό εφάρμοσα τη θεωρία τους γύρω από τη σημασία της σωστής αναπνοής, ιδροκοπώντας μαζί με δεκάδες Βερολινέζους γιόγκι στη μία και μοναδική εμφάνισή τους στην πόλη. Ήταν σαν συναυλία. Καθόλου περίεργο που ο Στινγκ προλόγισε το βιβλίο τους. Είναι κατατοπιστικό και αρκετά ισορροπημένο. Γραμμένο από τη σκοπιά της εμμονής, ασφαλώς.
Κι έτσι, με πολύ φυσικό τρόπο, σκέφτηκα τη δική μου εμμονή – τη μυθοπλασία. Την αποφεύγω διαβάζοντας κωδικοποιημένες οδηγίες, αλλά ως πότε; Λοξοκοιτάζω το βιβλίο του Τζόυ Γκέμπελ στο κομοδίνο μου. Ονομάζεται «Βίνσεντ» (μτφρ. Δ. Καρύδας, εκδ. Μαγικό Κουτί). Ο Βίνσεντ, διαβάζω, είναι ένα παιδί-θαύμα της Νέας Αναγέννησης, ο Βαν Γκογκ της εποχής μας. Το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου είναι αν η δυστυχία οδηγεί στη μεγάλη τέχνη. Κάτι μού λέει ότι από εδώ θ’ αρχίσω τελικά.