Πρόσφατα ο Ηλίας Μπιστολάς μας συστήθηκε με το μυθιστόρημα «Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα» (εκδ. Τόπος), «ένα σχετικά μικρό σε έκταση βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με μεγάλα θέματα».
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Είναι ένα σχετικά μικρό σε έκταση βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με μεγάλα θέματα. Σε τρία διακριτά κεφάλαια παρακολουθούμε τις ζωές τεσσάρων αδελφών, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν ύστερα από έναν φόνο που διέπραξε ο πατέρας και πατριάρχης αυτής της οικογένειας. Το έγκλημα του πατέρα λειτουργεί καταστατικά για την προσωπική μυθολογία των χαρακτήρων του βιβλίου, οι οποίοι νιώθουν πως κάθε επιλογή στη ζωή τους, συνειδητή ή όχι, σχετίζεται με τη νύχτα του φόνου. Ωστόσο, όπως πάντα στη μυθοπλασία, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, καθώς ισχυρότερο από την αλήθεια είναι το βίωμα, και αυτό το τελευταίο δεν επιδέχεται εξωτερικό έλεγχο. Η διαχείριση του υλικού γίνεται μέσα από ένα «τραγικό» πρίσμα, προφανώς εκσυγχρονισμένο, ενώ οι ήρωες αναπτύσσονται εντός ενός κενού ελπίδας, ανέστιοι στο πεδίο των μεγάλων απαντήσεων.
Η διαχείριση του υλικού γίνεται μέσα από ένα «τραγικό» πρίσμα, προφανώς εκσυγχρονισμένο, ενώ οι ήρωες αναπτύσσονται εντός ενός κενού ελπίδας, ανέστιοι στο πεδίο των μεγάλων απαντήσεων.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Θα απαντούσα πως δεν είναι απαραίτητο να φέρει κάτι καινούργιο, δεν χρειάζεται άλλωστε. Η επίτευξη μιας υψηλής λογοτεχνικής στάθμης είναι ο μόνος σκοπός και στην πραγματικότητα το μόνο που οφείλει να επιδιώκει ένας συγγραφέας. Είναι επίσης αυτό που αναζητεί ο αναγνώστης. Από εκεί και πέρα η υφολογική ή η θεματική διαφοροποίηση ακολουθεί, σύμφωνα πάντα με τις ιδιαίτερες κλίσεις και ειδολογικές αναφορές του κάθε δημιουργού. Ωστόσο, στις πρώτες απόπειρες, είναι προτιμότερη η εξάσκηση στη λογοτεχνική «προπαίδεια», μέχρι τουλάχιστον το ξεχωριστό να γίνει αυτονόητο μέσα από την ολοκλήρωση και την κατάκτηση της προσωπική συγγραφικής φωνής, κάτι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα του κάθε δημιουργού.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Δεν θα έλεγα πως είναι νεότευκτο, καθώς ασχολούμαι με την κριτική εδώ και πολλά χρόνια, οπότε κάποιες συνήθειες και μια συγκεκριμένη ρουτίνα έχουν παγιωθεί, παρά τη δύσκολη και χρονοβόρα καθημερινότητα. Πάντως, οπωσδήποτε, προηγείται και προϋποτίθεται η ανάγνωση πριν από κάθε προσπάθεια συγγραφής. Δεν πιστεύω πως υπάρχει έστω και ένας καλός συγγραφέας ο οποίος να μην είναι και δυνατός αναγνώστης. Όσον αφορά την ίδια τη συγγραφική εργασία, αυτή είναι απολαυστική, ενδοσκοπική, δημιουργική, όπως και μονότονη, απαιτητική, με σελίδες γεμάτες διορθώσεις και σκισμένα χειρόγραφα. Άλλωστε νομίζω πως καταλαβαίνεις αν κάποιος είναι συγγραφέας, εάν δεις το backspace ξεθωριασμένο από τη χρήση στο πληκτρολόγιό του.
Το κινηματογραφικό σύμπαν του David Lynch. Υπήρξε συνειδητή επιλογή από μέρους μου να μεταφέρω κάτι από την ατμόσφαιρα και το αίσθημα της απειλής που διατρέχει τα έργα τού σκηνοθέτη σε ορισμένες σκηνές του βιβλίου μου.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Υποθέτω πως στην περίπτωσή μου οι άλλες τέχνες περισσότερο λειτούργησαν υποστηρικτικά κατά την περίοδο της συγγραφής παρά ως άμεσες επιρροές. Με μία και μόνο εξαίρεση: Το κινηματογραφικό σύμπαν του David Lynch. Υπήρξε συνειδητή επιλογή από μέρους μου να μεταφέρω κάτι από την ατμόσφαιρα και το αίσθημα της απειλής που διατρέχει τα έργα τού σκηνοθέτη σε ορισμένες σκηνές του βιβλίου μου.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Υπάρχει ένας πληθωρισμός νέων τίτλων κάθε χρόνο, ενώ αρκετοί είναι οι εκδοτικοί οίκοι που γεννιούνται αντίστοιχα. Αυτό κατ’ αρχάς είναι κάτι θετικό. Χίλιες φορές να εκδίδονται πολλά βιβλία και είναι προτιμότερο να δέχονται οι εκδοτικοί άπειρα χειρόγραφα, και ας είναι αρκετά από αυτά προχειρογραμμένα ή χωρίς λογοτεχνική αξία, παρά να υπάρχει αδιαφορία και εκδοτική σιωπή. Το γράψιμο έχει ελάχιστες απαγορεύσεις και περιορισμούς, όλοι μπορούν να γράψουν, και είναι κάτι που θα πρέπει να το καλλιεργήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Από εκεί και πέρα η συμβουλή που έχω να δώσω είναι μία: Όταν κάποιος πιστέψει πως είναι έτοιμος, να αφήσει το χειρόγραφό του να ξεκουραστεί, και να επιστρέψει με καθαρό μυαλό μετά από κάποιο διάστημα. Έπειτα να το δώσει και να διαβαστεί από ανθρώπους, ακόμα καλύτερα από άλλους συγγραφείς, οι οποίοι να μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση του κειμένου με τις παρατηρήσεις τους. Ύστερα από όλα αυτά, η εκδοτική στέγη αργά ή γρήγορα θα βρεθεί, απλώς είναι θέμα χρόνου και υπομονής.