Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Αλέκος Λούντζης σπούδασε νομικά, επικοινωνία και κοινωνική ανθρωπολογία. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο, στον τύπο, στο ντοκιμαντέρ και στην ακαδημαϊκή έρευνα. Από το 2006 ζει στην Αθήνα και εργάζεται στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων. Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Λεύγα από την ίδρυσή του. Η Προπαγάνδα είναι η πρώτη του συλλογή και τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση για το 2015 του περιοδικού «Αναγνώστης».
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας ποιητής; Τι το καινούργιο φέρνει;
Δεν θα 'λεγα λέξη... Κυρίως, γιατί η συγκεκριμένη ερώτηση μου ακούγεται ως πρόκληση σε μονομαχία εντός κάποιου σιναφιού και όχι ως γνήσια απορία αναγνώστη, αδιάφορο αν είναι αυστηρός, γενναιόδωρος, καλοπροαίρετος ή «ξινός». Η μοναδική πραγματική κουβέντα αφορά τα κείμενα, τη μυθοπλασία, τη φόρμα, το ύφος, την παράγραφο ή στην περίπτωσή μας ακόμα και τον έναν μοναδικό στίχο. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα έμπαινα σε μια συζήτηση για την επετηρίδα.
Με ποιους στίχους από τη συλλογή σας θα την συστήνατε σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε γι' αυτήν;
Γούρι (απόσπασμα)
Διανύαμε αποστάσεις, από εκεί ώς εδώ
αυτές που ορίζουν κι αυτές που χωρίζουν
Ξυπνούσαμε στη μέση της νύχτας χωριστά
Κοιμόμασταν μαζί όπως κι αν είχαμε στρώσει
Κάποια χρονιά το φλουρί της βασιλόπιτας
έπεσε ανάμεσα στα κομμάτια μας
Σφηνωμένο στην ενδιάμεση σάρκα
ακριβώς στη μέση
Οι γύρω αμέσως αναγνώρισαν τον καλό οιωνό
κι εμείς αμέσως πράξαμε ό,τι πιο φυσικό∙
ορμήσαμε να φαγωθούμε μεταξύ μας
Όχι γιατί δίναμε σημασία σε τέτοια πράγματα
όχι, προς θεού, γιατί ήμασταν προληπτικοί, απεναντίας
γιατί δεν πιστεύαμε σε τίποτα από δαύτα, για το γούρι
Πώς κατανοείτε τον περίφημο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»;
Νομίζω ότι ο συγκεκριμένος στίχος είναι η καλύτερη αφορμή να αναφερθεί κάνεις στις λογοτεχνικές του προτιμήσεις, στις άμεσες ή μακρινές επιρροές του (ακόμα και για το πρώτο -και ποιος ξέρει μπορεί και τελευταίο- του βιβλίο). Ωστόσο, η μικρή μου παρατήρηση για τον περίφημο και ζηλευτά πυκνό σεφερικό στίχο αφορά έναν κάπως πιο προσωπικό συνειρμό, που επανέρχεται κάθε φορά, και έχω πια πειστεί ότι είναι οργανικά δεμένος με την καταπληκτική μεθεπόμενη εικόνα του ποιήματος
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
Αυτό, λοιπόν, που φωτίζει απότομα στο δικό μου οπτικό τοπίο ο συγκεκριμένος στίχος, μπορεί απλώς μία ακόμη παρανάγνωση με αξιώσεις παραίσθησης, είναι μια παιδική απόχη. Ένα απλό διχτάκι δεμένο σε ένα κομμάτι ξύλο, με απροσδιόριστο βάθος και αμφίβολη συνειδητότητα, που πιάνει λόγια, σπαράγματα φράσεων ή και λέξεις σκόρπιες, λόγια του αέρα. Πως, εκτός από τις προφανείς κρυψώνες σε μυθιστορήματα, διηγήματα και συλλογές των άλλων, τα λόγια μας είναι και παιδιά μιας ψιθυριστής ατάκας σ' ένα λεωφορείο, μιας φιλικής κουβέντας, μιας ανακατασκευασμένης παιδικής ανάμνησης, μιας κραυγής που νομίζεις ότι άκουσες, αν την άκουσες ποτέ, χωρίς να της δώσεις σημασία και βλέπεις μετά από καιρό να σχηματίζεται στο χαρτί.
Υπάρχει κάτι το πραγματικά «ηρωικό» στη μετάφραση της ποίησης. Είναι μια εργασία εξαιρετικά απαιτητική, με ελάχιστη προβολή και πολύ συγκεκριμένο ακροατήριο και ταυτοχρόνως είναι για όλους μας η απολύτως αναγκαία συνθήκη για να διαβάσουμε λίγο παρά πέρα, να γίνουμε λίγο καλύτεροι ή απλώς να ξεστραβωθούμε.
Ελληνική ποίηση, μεταφρασμένη ποίηση. Ποιο είναι το δικό σας «αναγνωστικό ισοζύγιο»;
Δυστυχώς η βασική διελκυστίνδα τα τελευταία χρόνια είναι πάντοτε μεταξύ χρόνου εργασίας και χρόνου για διάβασμα, και εκεί, τραβώντας το τεντωμένο σχοινί, οι επιλογές είναι συχνά περισσότερο θυμικές παρά συστηματικές. Νομίζω ότι και όλη αυτή η συζήτηση περί μικρής φόρμας, κυρίως βέβαια στην πεζογραφία, ενίοτε παραγνωρίζει αυτή την πολύ υλική παράμετρο. Προφανώς, δεν υπάρχει κάποια μηχανική σχέση αιτίου-αιτιατού αλλά μου φαίνεται κάπως αυτονόητο να διαβάζουμε όπως ζούμε και όχι το αντίστροφο.
Όπως και να έχει, το προσωπικό μου αναγνωστικό ισοζύγιο μεταξύ ελληνικής και μεταφρασμένης ποίησης είναι κάπως παλιομοδίτικο, επηρεασμένο από αυτή την υλική παράμετρο και εν τέλει συντριπτικό υπέρ της ελληνικής. Δυστυχώς, μέσα σε όλες τις άλλες παραμέτρους χάσκουν και εκείνες της συνήθειας και αλίμονο και κάποιας τεμπελιάς. Κάπως γίνεται και μου είναι πάντα πιο εύκολο να ξαναγυρίζω στα αγαπημένα (π.χ. στον Σολωμό, στον Λάγιο, στον Ασλάνογλου ή σε πιο οικείες συγκαιρινές συλλογές) για μια δεύτερη ανάγνωση ή έστω ένα απόσπασμα, παρά να βρω τον χρόνο και τη συγκέντρωση να διαβάσω μεταφρασμένη ποίηση μεθοδικά, πόσο μάλλον στο πρωτότυπο.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό κάνω ότι μπορώ να μαζέψω λίγο και το κενό και την ευκολία. Πρόσφατα για παράδειγμα διάβασα με μεγάλο κέφι, παρότι πάλι κάπως άτακτα, τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε σε μετάφραση Μ. Τοπάλη, τη Σύνθλιψη των σταγόνων του Κορτάσαρ σε μετάφραση Β. Λαλιώτη και αυτές τις ημέρες ξεκοκκαλίζω την εξαιρετική μικρή ανθολογία Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές (Τρακλ, Ταρκόφσκι, Ρίλκε, Μπέρνχαρντ, Γκολ, Μπεν) σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη. Με την ευκαιρία της ερώτησης, θα ήθελα και να πω ότι κατά τη γνώμη μου υπάρχει κάτι το πραγματικά «ηρωικό» στη μετάφραση της ποίησης. Είναι μια εργασία εξαιρετικά απαιτητική, με ελάχιστη προβολή και πολύ συγκεκριμένο ακροατήριο και ταυτοχρόνως είναι για όλους μας η απολύτως αναγκαία συνθήκη για να διαβάσουμε λίγο παρά πέρα, να γίνουμε λίγο καλύτεροι ή απλώς να ξεστραβωθούμε.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –εικαστικά, μουσική, κινηματογράφος κ.ά.– το ποιητικό σας έργο;
Είναι λίγο παράδοξο γιατί ενώ η βασική αναγνωστική μου σκευή είναι πεζογραφική, έγραψα τελικά πρώτα ποίηση, και ενώ ήμουν και είμαι εθισμένος με τον κινηματογράφο, το επόμενο πράγμα που ελπίζω ότι θα τελειώσω είναι ένα θεατρικό έργο. Δεν είμαι λοιπόν ακριβώς βέβαιος ποια είναι η πηγή και ποιος ο ποταμός και σίγουρα δεν είμαι σε θέση να περιγράψω με ακρίβεια τις άμεσες επιδράσεις και τις αλληλεπικαλύψεις. Όπως κα να 'χει, μαζί με την πεζογραφία, την ποίηση και τη μουσική, έχω μια διαχρονική αγάπη για τη χαρακτική και το σκίτσο, όπως διατηρείται αναλλοίωτος και ο εφηβικός μου θαυμασμός για την τεχνική του μοντάζ.
Η προσπάθεια να χαράξεις και να αποτυπώσεις τα περισσότερα απ' όσα φαντάστηκες με τις πιο λιτές γραμμές, τα πιο γυμνά μέσα που επιτρέπεις στον εαυτό σου, απόπειρα όχι αφαίρεσης αλλά κάτι σαν δίαιτα, είναι μια χίμαιρα που πάντα με συγκινούσε. Το ίδιο (μου) συμβαίνει και με τη σχεδόν μαγική δυνατότητα να μπορείς να επέμβεις στον ρυθμό της αφήγησης αλλά και στον πυρήνα κάθε ιστορίας, αλλάζοντας τη σειρά, τη διάρκεια ή το «περιβάλλον» των επιμέρους εικόνων της. Νομίζω ότι όσο ασκείται το μάτι να παρατηρεί αυτές τις καθοριστικές πινελιές, είτε στο πανί είτε στη σελίδα, τόσο μεγαλώνει η έκπληξη αλλά και ο ψυχαναγκασμός για το μικρό εφικτό θαύμα, που βρίσκεται μέχρι την τελευταία τελεία στα χέρια μας.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Προπαγάνδα
Κάποια γράμματα για κάποια πράγματα
Αλέκος Λούντζης
Εκδ. Γαβριηλίδη 2016
Σελ. 72, τιμή εκδότη €8,50