Η Ελένη Στελλάτου με την πρώτη της συλλογή διηγημάτων «Το κόκκινο και το άσπρο» (εκδ. Πόλις) καταθέτει στιγμιότυπα από τη ζωή ανθρώπων, οι οποίοι ζουν σε μια παραθαλάσσια πόλη. Μικρά παιδιά και ηλικιωμένοι, ζευγάρια και μοναχικοί παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου δίνοντάς μας μια αίσθηση περιδιάβασης σε εσωτερικά τοπία. Οι μνήμες των ηρώων εισβάλλουν στην καθημερινότητά τους και το αποτέλεσμα είναι συχνά λυτρωτικό.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το Κόκκινο και το Άσπρο περιέχει μικρές και μεγάλες ιστορίες που αφορούν ανθρώπους μιας παραθαλάσσιας πόλης. Όπως συμβαίνει συχνά στους μικρούς τόπους, οι ήρωες μπαίνουν ο ένας μέσα στη ζωή του άλλου, άλλοτε με ήπιο και άλλοτε με έντονο τρόπο και γίνονται έτσι, συχνά άθελά τους, αιτία ευτυχίας ή δυστυχίας. Όλα αυτά πλάι στο νερό που εμφανίζεται με διάφορους ρόλους σε όλες σχεδόν τις ιστορίες κι ενώ είναι συνώνυμο της ρευστότητας, καταλήγει σε κάτι άχρονο και διαρκές που βρίσκεται πάντα εκεί, ακόμη κι όταν οι ήρωες έχουν φύγει.
Ο αναγνώστης ίπταται πάνω από αυτήν την πόλη. Άλλοτε έχει μια συνολική, εξωτερική ματιά, άλλοτε κατεβαίνει πολύ χαμηλά και ακούει τους διαλόγους των ηρώων ή μπαίνει στις σκέψεις τους, και άλλοτε στέκεται απέναντί τους και εκείνοι του απευθύνονται πρόσωπο προς πρόσωπο. Κύριος άξονας που διατρέχει τα κείμενα είναι το πώς σβήνονται οι βεβαιότητές μας από την μια στιγμή στην άλλη αλλά και σε βάθος χρόνου. Η επίγευση πάντως που αφήνει το βιβλίο είναι, ελπίζω, γλυκιά.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Ίσως όχι πολλά. Από την άλλη, ένας άνθρωπος που γράφει είναι κάποιος μέσα από τον οποίο μπορείς να δεις, όπως μέσα από ένα βιτρώ. Ο κόσμος έτσι φαίνεται αλλιώτικος –ή και παράδοξος– αναλόγως των διαβασμάτων του συγγραφέα, των πραγμάτων που αγαπάει ή φοβάται και των καταστάσεων που έχει ζήσει και που τον έχουν αλλάξει.
Εάν ο συγγραφέας είναι καλός, τότε το να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του μπορεί να αποδειχθεί κάτι περισσότερο από ενδιαφέρον, μπορεί να είναι μια αποκάλυψη – και είμαι ευγνώμων που ως αναγνώστρια έχω ζήσει κάτι τέτοιο αρκετές φορές. Για έναν νέο συγγραφέα –κι αν παίξουμε λίγο ακόμη με την ιδέα του βιτρώ– θα έλεγα ότι είναι μάλλον δύσκολο να έχει φτάσει σε κάτι ολοκληρωμένο, όμως, σε κάθε περίπτωση, θα έχει επάνω του χαραγμένο ένα αρχικό σχέδιο και ίσως να φέρει και κάποια ίχνη από το χρώμα.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Επειδή τα καλά βιβλία είναι τόσα πολλά –καταπιεστικό αυτό και απελευθερωτικό την ίδια στιγμή– και ο διαθέσιμος χρόνος θα είναι πάντα λίγος, όταν ένα βιβλίο με γοητεύσει προσπαθώ να καταβυθιστώ σε αυτό, προσέχω τις λέξεις, διαβάζω ξανά και ξανά τις προτάσεις που νιώθω ότι έχουν αυτό το κάτι – υπάρχει μια ανάλογη σκηνή στο Κόκκινο και το Άσπρο, μια γυναίκα βλέπει τον εαυτό της να βουτάει από μεγάλο ύψος μέσα στη θάλασσα, να φτάνει στον πυθμένα και να ακουμπάει απαλά το χέρι της στην άμμο. Κάπως έτσι. Παράλληλα, κρατάω μέσα μου κάποιες στιγμές που έχω ζήσει και που είχαν ένα σημαντικό ειδικό βάρος, καταστάσεις δηλαδή ελάχιστων δευτερολέπτων και μεγάλης έκπληξης στις οποίες συνήθως συμβαίνουν πράγματα που κανείς δε φαίνεται να προσέχει.
Εκτός από αυτές τις εντελώς προσωπικές διαδικασίες είναι νομίζω απαραίτητη η κριτική των κειμένων που προκύπτουν –κι αυτό για μένα συνέβη σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής– ώστε κάποιος που γράφει να καταλάβει, πιθανότατα αργά και επίπονα και συνήθως μετά τον αρχικό καταποντισμό που θα υποστεί, τι μπορεί να λειτουργήσει καλά και τι όχι. Η ανάγνωση, η παρατήρηση και η κριτική είναι προφανώς διαδικασίες που δεν σταματούν ποτέ.
Είναι νομίζω απαραίτητη η κριτική των κειμένων που προκύπτουν –κι αυτό για μένα συνέβη σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής– ώστε κάποιος που γράφει να καταλάβει, πιθανότατα αργά και επίπονα και συνήθως μετά τον αρχικό καταποντισμό που θα υποστεί, τι μπορεί να λειτουργήσει καλά και τι όχι. Η ανάγνωση, η παρατήρηση και η κριτική είναι προφανώς διαδικασίες που δεν σταματούν ποτέ.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Νομίζω ότι κάποιες φορές σκέφτομαι τον απόηχο μιας φράσης ενός κειμένου όπως τη γεμάτη ένταση αίσθηση που σου αφήνει η τελευταία συγχορδία ενός πιάνου ή μιας κιθάρας που κάποιος παίζει ζωντανά δίπλα σου. Άλλοτε μπορεί να βρεθείς μπροστά στην πρόκληση να περιγράψεις μια δυνατή εικόνα με δέκα λέξεις διατηρώντας όμως την πληρότητα ενός κινηματογραφικού κάδρου. Η τέχνη μας επηρεάζει ακόμη και με τρόπους που δεν συνειδητοποιούμε.
Μπορεί επίσης να συμβεί, όταν στέκομαι μπροστά σε έναν πίνακα που για κάποιο λόγο με συγκινεί, να πλησιάσω σιγά σιγά πολύ κοντά στον καμβά, να παρατηρήσω τις πινελιές αν είναι τόσο συμπαγείς ώστε να φαίνονται ή τα μικρά διαδοχικά σημεία χρώματος που το κάθε ένα μόνο του δεν σημαίνει τίποτα αλλά όλα μαζί στην σωστή σειρά έχουν φτιάξει κάτι και μου φαίνεται τότε ότι πλησιάζω με κάποιο τρόπο, ατελή μεν αλλά προσωπικό, το δημιουργό αυτού του έργου. Κι αν τυχόν είναι κάποιος που έχει ζήσει, ας πούμε, πριν από διακόσια ή τριακόσια χρόνια, τότε η αίσθηση αυτής της εγγύτητας είναι ακόμη πιο συγκινητική.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Ήταν δύσκολος μέχρι την ολοκλήρωση του χειρογράφου, μέχρι να καταλάβω τι μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά σε ένα κείμενο και τι όχι, βοήθησε όμως το ότι προσπαθούσα να μεταστρέφω την απογοήτευσή μου σε θέληση να κατανοήσω, έστω λίγο, τι είναι αυτό που δεν κάνω καλά. Προφανώς η βελτίωση και ένας καλύτερος συγγραφικός εαυτός είναι μια διαδικασία και όχι ένα σημείο που φτάνεις και λες εδώ είμαστε.
Θυμάμαι ότι μετά την υποβολή του χειρογράφου στις εκδόσεις Πόλις κι ενώ προετοιμαζόμουν επί εβδομάδες για την πιθανότερη εκδοχή, την απόρριψη, βρέθηκα ένα μεσημέρι καλοκαιριού αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου στην άκρη ενός δρόμου – το αυτοκίνητό μου είχε εμφανίσει πρόβλημα. Εκείνη την στιγμή με ειδοποίησαν από τις εκδόσεις ότι το βιβλίο τους άρεσε. Φυσικά ενθουσιάστηκα, τόσο πολύ ώστε ο μηχανικός λίγο αργότερα, που μου ανήγγειλε ότι μόλις είχα κάψει την μηχανή του αυτοκινήτου, πιθανότατα θα έμεινε με την απορία.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Το κόκκινο και το άσπρο
Ελένη Στελλάτου
Πόλις 2018
Σελ. 152, τιμή εκδότη €14,00