
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Κατερίνα Παπαντωνίου στο πρώτο της μυθιστόρημα Σκοτεινό ασανσέρ (εκδ. Τόπος) εντάσσει τους ήρωές της και τις διαδρομές τους στο κέντρο της Αθήνας. Ένας καταζητούμενος άνδρας και τρεις γυναίκες γίνονται η αφορμή για να δείξει η πόλη το σκληρό της πρόσωπο. Αγωνίες, άγχοι, υφέρπων ερωτισμός μαζί με λόγια κι αισθήματα που δεν γίνονται ποτέ ξεκάθαρα.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν ακόμα ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί. Η τυχόν πρωτοτυπία βρίσκεται στην κατασκευή, στα υλικά που διαλέγεις για να αφηγηθείς μια περιπλάνηση στην πόλη και στην απωθημένη μνήμη, στον τρόπο που λες όσα επιλέγεις να πεις και όσα επιλέγεις να αποσιωπήσεις, στις λέξεις που διαλέγεις και τη σειρά με την οποία τις στοιβάζεις. Στο Σκοτεινό Ασανσέρ, οι θρυμματισμένες αισθησιακές και πολεοδομικές μνήμες του κέντρου της Αθήνας έχουν γραφτεί με τα υλικά που βρήκα επί τόπου: τσιμέντο, σίδερο, πακτωμένη βρομιά, κομμάτια ουρανού. Αυτά συνθέτουν τη δική μου γλώσσα στην οποία αποτυπώνεται η ιδιωτική μου μυθολογία και η σχέση μου με τη κοινωνία.
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για εσάς;
Το χαμένο, υποβαθμισμένο κέντρο της πόλης συγκροτεί την ανθρωπογεωγραφία της πόλης, την αφηγηματική σκηνή του μυθιστορήματος. Ανέστιοι, απάτριδες, κλονισμένοι, υπεράριθμοι, θλιμμένοι, οργισμένοι, ακυρωμένοι χρησιμοποιούν το σκοτεινό ασανσέρ της κατακερματισμένης μυθοπλασίας και της ωμής πραγματικότητας, ξεδιπλώνουν από την αρχή τον χρόνο τους, ψηλαφούν εκ νέου τον χώρο τους. Ένα ελλειπτικό μυθιστόρημα, όπου οι διαδρομές του καταζητούμενου από την αστυνομία Αστρίτ και των τριών γυναικών που, άμεσα ή έμμεσα, εμπλέκονται μαζί του (από το Μεταξουργείο μέχρι του Γκύζη κι από την Πλάκα μέχρι τη Νεάπολη) μετατοπίζονται. Μια πολυφωνική αφήγηση για το πώς ο πολεοδομικός χώρος, βαθμιαία, γίνεται χώρος κοινωνικής φθοράς, ερωτικού άγχους, ενδοσκοπικού τρόμου.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι η σταθερή μου εμμονή από την παιδική ηλικία και η γραφή (ως δικηγόρος) ο τρόπος βιοπορισμού. Χάρη σε μια σειρά τυχαίων γεγονότων παρακολούθησα μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Ε.Κ.Ε.Β.Ι. και το πρώτο μου κείμενο, Η κόρη του παπά, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πλανόδιον. Υπ' αυτές τις συγκυρίες «ίδρυσα το συγγραφικό μου εργαστήρι». Επί τρία χρόνια, έντεκα με δύο το βράδυ, έγραφα κι έσβηνα το Σκοτεινό Ασανσέρ έχοντας γύρω μου ως παραστάτες τον τον Σάμιουελ Μπέκετ μαζί με τον Ουίλιαμ Φόκνερ, τον Κόρμακ Μακ Κάρθυ και την Ελφρίντε Γέλινεκ, τον Γ.Ν. Πεντζίκη, τον Θανάση Βαλτινό και τον Μισέλ Φάις. Μοιράζομαι τα αδιέξοδα της γραμμένης ή της λευκής σελίδας με φίλους, ακούω τις συμβουλές τους, ιδιαίτερα τις σφοδρές επικρίσεις αλλά στο τέλος αυτοσχεδιάζω.
Μοιράζομαι τα αδιέξοδα της γραμμένης ή της λευκής σελίδας με φίλους, ακούω τις συμβουλές τους, ιδιαίτερα τις σφοδρές επικρίσεις αλλά στο τέλος αυτοσχεδιάζω.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι με ποιους τρόπους;
Μέχρι να διαβάσω αυτή την ερώτηση δεν είχα αναρωτηθεί, πολύ δε περισσότερο δεν είχα συνειδητοποιήσει αν άλλες τέχνες με έχουν επηρεάσει στον τρόπο που γράφω, στον τρόπο που «βλέπω» τον κόσμο. Με αφορμή αυτή την ερώτηση κατέγραψα τις εμμονές μου, πέραν της λογοτεχνίας: πίνακες του Πάνου Σαραφιανού, της εξπρεσιονιστικής μαύρης περιόδου, μορφές με αιμάσουσα ένταση και τραχιά υφή, φτιαγμένες με κόλλα πάνω σε λινάτσα, πίνακες του Φράνσις Μπέικον, παραμορφωμένες επίπεδες φυσιογνωμίες απομονωμένες σε γεωμετρικά κλουβιά, ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος, το λαμπρό τρίπτυχο της ενοχής και οι Δεσποινίδες της Αβινιόν του Πάμπλο Πικάσο, αδιάφορες και αυθάδεις, γυμνές χωρίς καμία καμπύλη, με αγκώνες κοφτερούς σαν μαχαίρια. Αυτή η ιδανική πινακοθήκη πιθανόν αντανακλά μέσα από πρισματικούς καθρέφτες βλέμματα και επιρροές.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια η δική σας ιστορία;
Ευτυχώς, βρήκα τον Τόπο μου μετά από μακρά περιπλάνηση. Η περιπλάνηση ήταν, βέβαια, ευχάριστη γιατί, κατά τη διάρκεια αυτής, γνώρισα έμπειρους ανθρώπους του εκδοτικού χώρου οι οποίοι, χωρίς καμία επαγγελματική υποχρέωση, είχαν την ευγένεια να ασχοληθούν με το Σκοτεινό Ασανσέρ και να με ενθαρρύνουν να συνεχίσω (...παρόλο που οι διευθυντές τους δεν το ενέκριναν προς έκδοση).
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Σκοτεινό ασανσέρ
Κατερίνα Παπαντωνίου
Τόπος 2016
Σελ. 120, τιμή εκδότη €9,30