Συνέντευξη με τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα Θωμά Συμεωνίδη, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματός του Γίνε ο ήρωάς μου (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Λεωνίδα Καλούση
Πρώτο πεζογραφικό έργο για τον 38χρονο συγγραφέα, που κυκλοφόρησε σχεδόν παράλληλα με το δοκιμιακό βιβλίο περί τέχνης Όλα είναι παρεξήγηση, που βασίζεται στον «διάλογο» Μπέκετ και Αντόρνο, το Γίνε ο ήρωάς μου είναι ένα αλληγορικό ψυχολογικό θρίλερ με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Ο ανώνυμος αφηγητής της ιστορίας βρίσκει καταφύγιο στο Παρίσι προκειμένου να αποφύγει μία πλεκτάνη που έχει στηθεί σε βάρος του, η αποκορύφωση της οποίας μοιάζει να είναι ο θάνατος του Ναρκωμένου, ενός νεαρού που νοσηλευόταν στον Οργανισμό. Στις μέρες που ακολουθούν, ο αφηγητής θα προσπαθήσει να οργανώσει τα γεγονότα που προηγήθηκαν, κυρίως με τη μορφή μιας απολογίας. Αυτή του η προσπάθεια όμως θα αποδειχθεί κάθε άλλο παρά εύκολη.
Ο ήρωάς σας βρίσκεται φυγαδευμένος στο Παρίσι, έπειτα από εμπλοκή του σε μια σκοτεινή υπόθεση στην Ελλάδα, σε μια υπηρεσία που περιγράφετε στο βιβλίο ως «Ο Οργανισμός». Είχατε κάποια βιβλία ή ταινίες ως πρότυπα για μια τέτοια αφηγηματική δομή;
Θα προσπαθήσω να μπω κατευθείαν στην ουσία της ερώτησή σας λέγοντας ότι δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο πρότυπο. Η δομή διαμορφώθηκε μέσα από τη διαδοχική επεξεργασία των δεδομένων και των ερωτημάτων που έθετε το ίδιο το κείμενο καθώς εξελισσόταν, και λέγοντας κείμενο, δεν αναφέρομαι σε κάτι το οποίο είναι αποκομμένο από τα δικά μου ερωτήματα και από την πραγματικότητα με την οποία βρίσκομαι καθημερινά αντιμέτωπος.
Το βιβλίο σας είναι γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στο πρώτο πρόσωπο. Υπήρχε κάποιος λόγος που σας οδήγησε σε αυτήν την επιλογή;
Πιστεύω ότι η επιλογή του πρώτου προσώπου δραματοποιεί, καλύτερα ίσως, την αναζήτηση της αλήθειας που επιχειρεί ο αφηγητής. Πιο συγκεκριμένα, ο αφηγητής μοιάζει να προσπαθεί να προσεγγίσει δύο διαφορετικά είδη αλήθειας: η μία αλήθεια αναφέρεται σε γεγονότα (τι πραγματικά έγινε ή δεν έγινε στον Οργανισμό), η άλλη είναι μια προσωπική αλήθεια (ποιες είναι οι ευθύνες μου για αυτό που έγινε πραγματικά στον Οργανισμό, με ποια κριτήρια αποφασίζω τη στάση μου και πώς αυτή η απόφαση τελικά διαμορφώνει μια αλήθεια, ένα σύνολο αναφορών, για τη ζωή μου). Στην εξέλιξή του, ο μονόλογος του αφηγητή γίνεται διάλογος, το δεύτερο πρόσωπο διαδέχεται το πρώτο. Αυτή η αντιπαράθεση φωνών δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι ακόμα και ο μονόλογος έχει τα όριά του. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με την γενικότερη οργάνωση της αφήγησης σε ένα ευδιάκριτο σχήμα τριών ενοτήτων –Αρχή, Συνέχεια, Τέλος–, έρχεται τελικά να υπογραμμίσει τα εμπόδια που υπάρχουν στην αναζήτηση και την κατοχύρωση μιας προσωπικής αλήθειας, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι μάταιη. Μάλλον το αντίθετο.
Ο βασικός «αντίπαλος» του κεντρικού ήρωα έχει το παρατσούκλι «Ματ», παραπέμποντας τόσο στο «μάτι» (αυτό που βλέπει τα πάντα) όσο και στο σκάκι. Τι είχατε στο νου σας όταν γράφατε το βιβλίο;
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Κάφκα, εκφράζει αυτή την κατάσταση με τον καλύτερο ίσως τρόπο: εσύ είσαι ο κυνηγός, αλλά εσύ είσαι και το ματωμένο ζώο.
Να συμφωνήσω μαζί σας στην πολύ εύστοχη, διπλή ανάγνωση: ο «Ματ» ως κάποιος που μπορεί και βλέπει τα πάντα μέσα στον Οργανισμό (ένας παντογνώστης), και δεύτερον ο «Ματ» ως συμβολική κίνηση που ισοδυναμεί με την αδυναμία αντίδρασης του αντιπάλου και, σκακιστικά τουλάχιστον, τον θάνατό του. Γενικότερα, ο Ματ φαίνεται να εκφράζει μια αλήθεια και να κατέχει γνώση που όχι απλά υπερβαίνει τον αφηγητή, αλλά πολύ περισσότερο υπογραμμίζει την άγνοια και την αδυναμία του να κινηθεί στο εσωτερικό μιας πραγματικότητας που δεν γνωρίζει πλήρως (ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια γενικότερη συνθήκη;). Ο αφηγητής, λοιπόν, κυριευμένος από τον φόβο και την αίσθηση ότι τα γεγονότα τον υπερβαίνουν, καταφεύγει στο Παρίσι. Εκεί όμως, ο βασικός αντίπαλός του δεν είναι πλέον ο Ματ, αλλά ο ίδιος ο εαυτός του. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Κάφκα, εκφράζει αυτή την κατάσταση με τον καλύτερο ίσως τρόπο: εσύ είσαι ο κυνηγός, αλλά εσύ είσαι και το ματωμένο ζώο.
Υπάρχει στο βιβλίο σας μια τάση, που δικαιολογείται εν μέρει από την πλοκή, να μην κατονομάζονται πρόσωπα και πράγματα. Ο «Οργανισμός», ο «Ναρκωμένος» κ.λπ. Δημιουργείται έτσι ένα πέπλο μυστηρίου και ταυτόχρονα μια απροσδιοριστία. Ποιες ήταν οι σκέψεις σας ενώ το γράφατε;
Όπως πολύ σωστά αναφέρετε, η πλοκή εν μέρει δικαιολογεί την επιλογή για πιο αφηρημένες διατυπώσεις. Ένας επιπλέον λόγος που συνδέεται με αυτήν την επιλογή είναι η γενικότερη στάση απέναντι στην επικαιρότητα και η αναζήτηση μιας θέσης από την οποία το βιβλίο θα μπορούσε να προσεγγίσει, καλύτερα ίσως, κάποια ερωτήματα και να θέσει κάποια άλλα με τη σειρά του. Αλλά πηγαίνοντας και ένα βήμα παραπέρα, το «Γίνε ο ήρωάς μου!» διεκδικεί μια αλληγορική διάθεση στην προσπάθειά του να δώσει ένα ευρύτερο νόημα στα γεγονότα και τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται.
Όπως είπαμε, το μυθιστόρημά σας διαδραματίζεται μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Πόσο δεμένο είναι με αυτούς τους τόπους. Ας πούμε, θα άλλαζε κάτι αν διαδραματιζόταν μεταξύ Μαδρίτης και Λονδίνου;
Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο γράφτηκε το μυθιστόρημα: το ξεκίνησα στην Ελλάδα, το ολοκλήρωσα στη Γαλλία.
Η τοποθέτηση της πλοκής στις συγκεκριμένες πόλεις οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: ο πρώτος είναι ότι λόγω της αμεσότητας της αφήγησης (στο πρώτο πρόσωπο κατά το μεγαλύτερο μέρος), και παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στη σφαίρα της μυθοπλασίας, η τοποθέτηση της πλοκής σε πόλεις στις οποίες δεν έχω ζήσει θα ήταν μία πολύ προβληματική επιλογή. Στην Αθήνα, λοιπόν, έζησα από το 2006 μέχρι το 2010, ενώ στο Παρίσι, βρίσκομαι από το 2011. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το βιβλίο αντλεί από την εμπειρία της γενικότερης κατάστασης που με οδήγησε από την μία πόλη στην άλλη. Ήταν επίσης, σε αυτή τη μεταβατική περίοδο που γράφτηκε το μυθιστόρημα: το ξεκίνησα στην Ελλάδα, το ολοκλήρωσα στη Γαλλία. Ελπίζω, πάντως, να καταφέρω να γράψω στο μέλλον κάτι που να διαδραματίζεται στο Λονδίνο, και όσο για τη Μαδρίτη, ελπίζω να καταφέρω να την επισκεφτώ τουλάχιστον!
Ένα από τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο σας είναι αυτό της αυτοκτονίας, αλλά στην αφήγησή σας υπάρχουν και πολλά κωμικά επεισόδια. Πώς δικαιολογείτε τη συνύπαρξη αυτών των δύο;
Το ζήτημα της αυτοκτονίας ταλαιπωρεί τον αφηγητή και γενικότερα μέσα στο βιβλίο η αυτοκτονία εξετάζεται μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές, την αυτοθυσία και την εξιλέωση. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η αυτοκτονία είναι ένα συχνό και διαχρονικό θέμα (μόνο στο Σαίξπηρ, για να αναφέρουμε έναν από τους μεγάλους, υπάρχουν 52 αυτοκτονίες) και αυτό το στοιχείο από μόνο του καθιστά ακόμα πιο δύσκολο τον χειρισμό του. Τελικά, η πραγμάτευσή του ήταν και μία από τις προκλήσεις που αντιμετώπισα κατά τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου και η στάση μου απέναντι σε αυτό το ζήτημα συνοψίζεται στην προσπάθεια δημιουργίας μίας φωνής (μίας συνείδησης) η οποία λειτουργεί ως κραυγή (;) ζωής, να το πω έτσι, μία φωνή αντιμέτωπη με την άρνηση της ζωής, του κόσμου, τα παραλυτικά του αδιέξοδα. Βλέποντας λοιπόν το όλο εγχείρημα από κάποια απόσταση, πιστεύω ότι το κωμικό στοιχείο προέκυψε στην πορεία, ως ενδιάμεση απόχρωση, θέλοντας να εξισορροπήσει, από τη μία, την τραγικότητα του ήρωα και, από την άλλη, τη συνθήκη εγκυρότητας της ίδιας της αφήγησης.
Ζείτε κι ο ίδιος στο Παρίσι. Είστε από αυτούς που «μετανάστευσαν» λόγω της ελληνικής κρίσης; Σχετίζεται με κάποιο τρόπο η προσωπική σας ιστορία με το βιβλίο σας;
Διεκδίκησα μια απόσταση από την Ελλάδα που στα μάτια μου ήταν η ελάχιστη συνθήκη για την αυτοσυντήρηση και την αξιοπρέπειά μου.
Ανήκω ηλικιακά σε αυτό που έχει αποκληθεί «χαμένη γενιά» (όσο και αν θέλω να αρνηθώ αυτόν τον όρο) και θα μπορούσα να θεωρήσω τον εαυτό μου θύμα της «ελληνικής κρίσης». Από αυτή την άποψη, θα ενέδιδα στον πειρασμό να πω ότι ο «Ναρκωμένος» είναι μια αλληγορία αυτής της γενιάς, ενώ η γενικότερη λειτουργία και διάρθρωση του «Οργανισμού» μία αλληγορία κάποιων όψεων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Προσωπικά, διεκδίκησα μια απόσταση από την Ελλάδα που στα μάτια μου ήταν η ελάχιστη συνθήκη για την αυτοσυντήρηση και την αξιοπρέπειά μου. Ωστόσο, η μετανάστευση σε καμία περίπτωση δεν ήταν η λύση σε όλα τα προβλήματα και εξακολουθώ να βρίσκομαι σε ένα καθεστώς πολύ μεγάλης ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Θέλω όμως να είμαι όσο μπορώ πιο ειλικρινής στην απάντησή μου: βίωσα μια πολύ προβληματική κατάσταση στην Ελλάδα και αναγκάστηκα να φύγω. Αυτή, είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή, είναι ότι πάντα ήθελα να είμαι μέρος μίας ευρύτερης κοινότητας. Αλλά και στο θέμα των σπουδών μου, όπως και στις επαγγελματικές επιλογές που είχα στη διάθεσή μου, πήρα, αρκετές φορές, αποφάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αλλόκοτες και κοινωνικά αυτοκτονικές. Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι όλα αυτά ήταν περισσότερο συμπτώματα μιας αυξημένης ανάγκης για πνευματική ελευθερία (και όχι κάτι χειρότερο). Από αυτή την άποψη, λοιπόν, αισθάνομαι περισσότερο «θύμα» μιας (μόνιμης) προσωπικής κρίσης, η οποία όμως, και σε τελική ανάλυση, τροφοδοτεί κατά παράδοξο τρόπο αυτό το οποίο μου παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή πνευματική ανεξαρτησία: το να γράφω.
Θα ήθελα, καταλήγοντας, να μας πείτε δυο λόγια για το νόημα που έχει ο τίτλος του βιβλίου για σας, χωρίς να μας αποκαλύψετε σημαντικά στοιχεία της πλοκής.
Η μορφή με την οποία διατυπώνεται ο τίτλος δηλώνει την απέχθειά μου για κάθε πράξη βίας η οποία –όσο «ηρωική» και αν θέλει να φαίνεται ότι είναι– δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη μία κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της.
Ο τίτλος του βιβλίου, για εμένα προσωπικά, δηλώνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, μία μορφή τύψεων για την αδυναμία μου να «γίνω ήρωας», την αδυνατότητα δηλαδή να συμβάλω σε μία καλυτέρευση των όσων βίωνα και έβλεπα στους χώρους από τους οποίους πέρασα, σε μία ηλικία που είχα πολύ περισσότερο ενθουσιασμό και «άγνοια» κινδύνου (το διάστημα 2006-2010, όταν και επέλεξα να επιστρέψω από την Αγγλία πίσω στην Ελλάδα για να εργαστώ στη Δημόσια Διοίκηση). Παράλληλα, η επιτακτικότητα και η συνθηματική μορφή με την οποία διατυπώνεται ο τίτλος, παρά την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, δηλώνουν την απέχθειά μου για κάθε πράξη βίας η οποία –όσο «ηρωική» και αν θέλει να φαίνεται ότι είναι– δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη μία κοινωνία που σέβεται πάνω από όλα τον εαυτό της. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η εκπλήρωση της προτροπής «γίνε ο ήρωάς μου!» μπορεί να είναι αδύνατη ή απατηλή (τις περισσότερες φορές), το βαθύτερο νόημα που έχει ο τίτλος και το βιβλίο, για εμένα προσωπικά, είναι ότι τίποτα δεν έχει χαθεί στο βαθμό που κάποιος μπορεί να βρει τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσει να προσπαθεί.