Μια συζήτηση με τη Χϊλντα Παπαδημητρίου για την αστυνομική λογοτεχνία, τους χάρτινους ήρωες, τον Χάρη Νικολόπουλο, τα λογοτεχνικά βραβεία, τους άνδρες με τα σταυρωτά γκρίζα κοστούμια και τις γυναίκες με τα κόκκινα χείλη και τις ψηλοτάκουνες γόβες και φυσικά τη μουσική και τα βινύλια.
Του Κώστα Αγοραστού
Μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο σας αστυνομικό μυθιστόρημα Η συχνότητα του θανάτου (εκδ. Μεταίχμιο), με κεντρικό ήρωα, και σε αυτό, τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο. Αισθάνεστε ότι είστε κοντά στο να «κλείσετε» αυτή τη σειρά των βιβλίων με τον αστυνόμο Νικολόπουλο ή σας γοητεύει η ιδέα να τον δείτε να μεγαλώνει από βιβλίο σε βιβλίο;
Οι χάρτινοι ήρωες τρώνε τα μούτρα τους και στραπατσάρονται, αλλά στο επόμενο βιβλίο στέκονται πάλι γερά στα πόδια τους.
Αναμφίβολα, είναι σαγηνευτική ιδέα να βλέπεις τον ήρωα σου να ωριμάζει, να του δίνεις τις ευκαιρίες που σπάνια έχουν οι άνθρωποι με σάρκα και οστά: να ξεκινήσει μια καινούργια υπόθεση, να διορθώσει τα λάθη του, να αλλάξει τη ζωή του. Οι χάρτινοι ήρωες τρώνε τα μούτρα τους και στραπατσάρονται, αλλά στο επόμενο βιβλίο στέκονται πάλι γερά στα πόδια τους. Επί της ουσίας, τώρα: δεν νιώθω έτοιμη να «κλείσω» τις περιπέτειες του Χάρη Νικολόπουλου, η συνέχειά τους όμως θα εξαρτηθεί από τη δική του απόφαση να επιστρέψει στην ενεργό δράση, εγκαταλείποντας το καταφύγιο της Ναυπάκτου.
Μια άλλη «εμμονή» σας είναι η μουσική, και η δραματουργική εμπλοκή της μέσα στην υπόθεση, τόσο του τελευταίου όσο και των άλλων σας βιβλίων. Φαίνεται ότι ο ίδιος ο Νικολόπουλος «τραβάει» πάνω του τέτοιες ιστορίες ή η δική σας φαντασία «τα φταίει»…
Για μένα, όπως και για πολλούς αναγνώστες, η μουσική είναι κάτι «σοβαρό όσο και η ζωή σου» (ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός βιβλίου για την τζαζ που έγραψε η συγγραφέας και φωτογράφος Val Wilmer). Γράφοντας το Για Μια Χούφτα Βινύλια ήθελα να μιλήσω για τη φυλή των φανατικών μουσικόφιλων, για τα εγκλήματα που μπορεί να διαπράξουν ορμώμενοι από το δικό τους πάθος, τις δικές τους εμμονές. Και έβαλα τον αστυνόμο Νικολόπουλο να εξιχνιάζει ένα έγκλημα μουσικόφιλων, με τη βοήθεια μουσικόφιλων. Αλλά φαίνεται, όπως λέτε κι εσείς, ότι ο Νικολόπουλος «τραβάει» πάνω του τέτοια εγκλήματα. Ή ίσως φταίει μια φράση της Τόνι Μόρισον που μ' έχει στιγματίσει: «Αν υπάρχει ένα βιβλίο που θέλεις να διαβάσεις αλλά δεν έχει γραφτεί ακόμα, γίνε εσύ αυτός που θα το γράψει».
Αγαπάτε πολύ την αστυνομική λογοτεχνία αλλά διαβάζετε και μεταφράζετε βιβλία από μια ευρεία γκάμα ειδών. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να εκφραστείτε, μέσω της αστυνομικής λογοτεχνίας;
Παρά την αυστηρή δομή που πρέπει να έχει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το είδος διαθέτει μια σπάνια ευελιξία: το έγκλημα μπορεί να διαπραχθεί για χίλιους λόγους, να φέρει τη σφραγίδα του θύτη του θύματος αλλά και του συγγραφέα.
Από μικρό παιδί διάβαζα όποιο βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου, αλλά αγάπησα ιδιαίτερα την αστυνομική μυθοπλασία επειδή με γοήτευαν οι ήρωές της όπως τους μετέγραψε στη μεγάλη οθόνη το Χόλυγουντ. Οι άνδρες με τα σταυρωτά γκρίζα κοστούμια, οι γυναίκες με τα κόκκινα χείλη και τις ψηλοτάκουνες γόβες. Επιπλέον, πιστεύω ότι, παρά την αυστηρή δομή που πρέπει να έχει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το είδος διαθέτει μια σπάνια ευελιξία: το έγκλημα μπορεί να διαπραχθεί για χίλιους λόγους, να φέρει τη σφραγίδα του θύτη του θύματος αλλά και του συγγραφέα. Μπορεί κανείς να σκοτώσει για χρήματα, από ερωτική ζήλεια, για πολιτικούς λόγους, από φιλοδοξία, για να αποκτήσει ένα σπάνιο πίνακα ή για μια χούφτα βινύλια. Μ' ενδιέφερε πάντοτε η αποκατάσταση της ηθικής τάξης, η απονομή της δικαιοσύνης, ο προσωπικός κώδικας αξιών που συνοδεύει τους πιο γνωστούς χάρτινους ντετέκτιβ και αστυνόμους. Αποζητώ κι εγώ την κάθαρση που βιώνει ο αναγνώστης, όταν ο ερασιτέχνης ή επαγγελματίας ντετέκτιβ ανακαλύπτει τον δολοφόνο, πετυχαίνοντας να βάλει σε τάξη το χάος της αληθινής ζωής.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα έχει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά αστυνομικά μυθιστορήματα; Ποια είναι αυτά τα στοιχεία, των ελληνικών αστυνομικών μυθιστορημάτων που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν και να γοητεύσουν έναν αναγνώστη από το εξωτερικό;
Στην Ελλάδα γράφονται αστυνομικά βιβλία επηρεασμένα απ' όλες τις ευρωπαϊκές σχολές, χωρίς να μπορεί κανείς να μιλήσει για μία κυρίαρχη τάση.
Από τότε που «ο Χάμετ έδωσε πάλι το φόνο στους ανθρώπους που έχουν λόγο να τον διαπράξουν» (Ρ. Τσάντλερ, Η Απλή Τέχνη του Φόνου), από τότε δηλαδή που το αστυνομικό μυθιστόρημα έπαψε να είναι ένα εγκεφαλικό παιχνίδι, οι εθνικές σχολές αστυνομικής λογοτεχνίας, ξεφεύγοντας από τα αγγλοσαξονικά κλισέ, στηρίχτηκαν στις κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας. Ωστόσο, η συνταγή της επιτυχίας δεν είναι τόσο απλή. Άλλοι στηρίζονται στα εθνικά στερεότυπα, και άλλοι τα υπονομεύουν. Έτσι, οι «ψυχροί» Σκανδιναβοί μπορεί να ζουν σε χώρες με ελάχιστη εγκληματικότητα, αλλά στο χαρτί «διαπράττουν» τα πιο αρρωστημένα και φρικιαστικά εγκλήματα. Οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς περιγράφουν τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό ο οποίος, μαζί με την κοινωνική αδικία, οδηγεί τους γηγενείς πληθυσμούς των χωρών τους σε εξαφάνιση. Στην Ελλάδα γράφονται αστυνομικά βιβλία επηρεασμένα απ' όλες τις ευρωπαϊκές σχολές, χωρίς να μπορεί κανείς να μιλήσει για μία κυρίαρχη τάση. Απ' ό,τι έχει δείξει η επιτυχία του Πέτρου Μάρκαρη, οι ξένοι αναγνώστες αρέσκονται σε ιστορίες της κρίσης, οι οποίες μέσω της αστυνομικής ίντριγκας ανατέμνουν τις παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας. Πέραν αυτού όμως δεν ξέρω ποια είναι τα στοιχεία που θα γοήτευαν έναν ξένο αναγνώστη. Αν ήξερα την αλχημιστική φόρμουλα, θα είχα γίνει ο θηλυκός Νέσμπο!
Κοιτώντας τις λίστες με προς βράβευση βιβλία στα διάφορα βραβεία (Κρατικά, βραβεία «Αναγνώστη», παλιότερα του «Διαβάζω», κ.ά.) είναι ζήτημα αν έχουν υπάρξει ένα δύο μυθιστορήματα αστυνομικής λογοτεχνίας μέσα σε αυτές. Όσο για να πάρουν βραβείο, δεν μπορούμε να θυμηθούμε κανένα. Μήπως αυτό φανερώνει ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι «κατώτερο» λογοτεχνικό είδος; Σε κάθε περίπτωση, δεκάδες μέλη λογοτεχνικών επιτροπών αυτό φαίνεται να πιστεύoυν. Ποια είναι η γνώμη σας, ως συγγραφέας αλλά κι ως εμβριθής αναγνώστρια;
Τα αστυνομικά βιβλία έχουν παθιασμένο αναγνωστικό κοινό αλλά τα βραβεία σπάνια απονέμονται με κριτήριο την αναγνωστική απόλαυση.
Για δεκαετίες, οι «διανοούμενοι» σνόμπαραν την αστυνομική λογοτεχνία ως υποκουλτούρα, παρότι ο Μπρεχτ και ο Μπόρχες δήλωναν την αγάπη τους για το είδος. Τα αστυνομικά βιβλία έχουν παθιασμένο αναγνωστικό κοινό αλλά τα βραβεία σπάνια απονέμονται με κριτήριο την αναγνωστική απόλαυση. Οι «σοβαροί» κριτικοί απεχθάνονται αυτό που ονομάζουμε ποπ κουλτούρα – υπό την έννοια της λαϊκής (popular) κουλτούρας: προτιμούν το θέατρο από το σινεμά, την κλασική μουσική από το ροκ, δεν αγαπούν τα κόμικς και το γκραφίτι. Ωστόσο, η ιστορία του 20ου αιώνα είναι η ποπ κουλτούρα – η τζαζ, τα γουέστερν, το pulp fiction. Οι καιροί αλλάζουν, όπως είχε γράψει παλιότερα ο πιο πρόσφατος νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας, και όσοι υποτιμούν τις αλλαγές αυτές δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Αυτοί χάνουν την απόλαυση κι εμείς τα βραβεία.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Η συχνότητα του θανάτου
Χίλντα Παπαδημητρίου
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 416, τιμή εκδότη €15,50