Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους» (εκδ. Διόπτρα) συνομιλούμε με τον συγγραφέα Γιάννη Δενδρινό.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Tα πάντα ανάγονται στη σφαίρα της τυχαιότητας ή υπάρχει ένα «σενάριο» που καθορίζει τη ζωή ενός εκάστου; Στη νουβέλα του Γιάννη Δενδρινού με τίτλο Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα, η απάντηση κλείνει προς το τυχαίο που λειτουργεί ως σπινθήρας για να προκληθούν αλυσιδωτά γεγονότα, τα οποία ουσιαστικά συνθέτουν το «στόρι» του βίου μας. Συζητήσαμε με τον συγγραφέα για τη δύναμη του τυχαίου, αλλά και για τη μικρή φόρμα που επιλέγει ως τώρα.
«Μικρές και μεγάλες αποφάσεις είναι όλα», λέει ο ήρωάς σας εξαρχής. Κάτι που επιβεβαιώνεται και στη συνέχεια. Εσείς το πιστεύετε ή δίνετε βάρος και στην τυχαιότητα;
Φαινομενικά και μόνο δείχνει να επιβεβαιώνεται αυτό το επιχείρημα, το οποίο διατυπώνει ένας από τους ήρωες της νουβέλας, ο πλέον ορθολογιστής και –αν μου επιτρέπεται να εκφράσω κάτι τέτοιο– ο λιγότερο συμπαθής σε εμένα.
Εκείνο που πράγματι συμβαίνει, στην ιστορία μου και –εκτιμώ– στην αληθινή ζωή, είναι ότι μικρές λεπτομέρειες, συμπτώσεις και τυχαιότητες, κάποιες απότομες πτυχώσεις της πραγματικότητας, δεν είναι καθόλου δύσκολο να ανατρέψουν τις βεβαιότητές μας και, κυρίως, την απατηλή πεποίθηση ότι η μοίρα μας είναι αποκλειστικά στα δικά μας χέρια.
Οι ιστορικές συνθήκες που επιλέγετε να αναπτύξετε την ιστορία σας είναι δραματικές. Έχουμε να κάνουμε με τον Εμφύλιο και την Επταετία. Πόσο επηρεάζουν τις αποφάσεις και την ψυχοσύνθεση των ηρώων σας;
Αναμφισβήτητα, σε σημαντικό βαθμό. Εξάλλου, πάντα οι ιστορικές συγκυρίες και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, ακόμη και σε λιγότερο ταραγμένες περιόδους, επηρεάζουν τις αποφάσεις και τα ψυχολογικά αντανακλαστικά των ανθρώπων. Στην περίπτωση της νουβέλας μου, η περίοδος που έχω επιλέξει να τοποθετήσω την ιστορία (από το 1949 έως το 1986) περιλαμβάνει σημαντικά γεγονότα και συνθήκες, όπως τον εμφύλιο, τη σκληρή μετεμφυλιακή περίοδο, τη μαύρη επταετία και την αισιόδοξη μεταπολίτευση, οι οποίες συνδιαμορφώνουν τις ατομικές συμπεριφορές (σιωπές, συμβιβασμούς, ταπεινώσεις, νέα αυτοπεποίθηση) και, κυρίως, τους αναβαθμούς της πλοκής.
Δίπλα στα μεγάλα γεγονότα υπάρχουν –και πάλι– εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής και η άχρονη δύναμη του τυχαίου, που επηρεάζουν –ενδεχομένως πιο καθοριστικά– τις ανθρώπινες ιστορίες.
Ωστόσο, δίπλα στα μεγάλα γεγονότα υπάρχουν –και πάλι– εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής και η άχρονη δύναμη του τυχαίου, που επηρεάζουν –ενδεχομένως πιο καθοριστικά– τις ανθρώπινες ιστορίες.
Έχει ενδιαφέρον το πώς δομείτε τους γυναικείους χαρακτήρες στη νουβέλα σας. Αυτό συνήθως είναι ένα στοίχημα για έναν άντρα συγγραφέα. Σε τι «υλικά» καταφύγατε για να δώσετε μορφή στις γυναίκες;
Υποθέτω ότι με την ερώτησή σας έχετε θέσει, πίσω από τις γραμμές, το ζήτημα του εάν η απόδοση των λεπτών αποχρώσεων των γυναικείων χαρακτήρων σε ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να γίνει καλύτερα από γυναίκα συγγραφέα. Πιθανότατα ναι, ιδίως ως προς τα κατεξοχήν έμφυλα χαρακτηριστικά, συναισθηματικά και σωματικά – «ζούμε και γράφουμε και με τα σώματά μας», είχε δηλώσει σε κάποια πρόσφατη συνέντευξή της στην bookpress.gr η Αμάντα Μιχαλοπούλου.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, εξίσου σημαντική είναι και η μυθοπλαστική και αφηγηματική μαστοριά με την οποία διαπλάθεται κάθε χαρακτήρας από έναν συγγραφέα, ανεξαρτήτως φύλου.
Προσωπικά, για να έρθω στον πυρήνα της ερώτησής σας, για τους γυναικείους χαρακτήρες αντλώ υλικό από τις γυναίκες που με οποιονδήποτε ρόλο (μητέρας, συζύγου, φίλης, κ.λπ.) έχω γνωρίσει ή έζησα μαζί τους. Με παρατήρηση και φαντασία.
Ο Γιάννης Δενδρινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιθάκη. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Μηχανικός στο ΕΜΠ, καθώς και Οικονομικές και Πολιτικές επιστήμες. Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους. Έχει γράψει τη συλλογή διηγημάτων Σπασμένες Γραμμές (Ενύπνιο, 2021). Η νουβέλα Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους είναι το δεύτερο βιβλίο του. |
Είμαστε τα τραύματά μας ή η εξήγηση/βαρύτητα που δίνουμε σ’ αυτά; Από μόνα τους μπορούν να καθορίσουν την πορεία μας;
Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά και αξιοπιστία, καθώς το ζήτημα αφορά ειδικούς επί του θέματος και –σε κάθε περίπτωση– φαίνεται να υπερβαίνει τα όρια της λογοτεχνικής διαπραγμάτευσης. Πιθανολογώ, ωστόσο, ότι από μόνα τους τα τραύματα δεν καθορίζουν μονοσήμαντα τη ζωή του καθενός. Και ποιος δεν έχει τραύματα; Μικρά και μεγάλα, προσωπικές και συλλογικές ρήξεις. Η διαχείριση και κατανόησή τους, όπως αυτή προκύπτει κυρίως από τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά μας, μπορεί να τα μεταμορφώσουν είτε σε αιχμαλωσία μιας ζωής είτε σε απελευθερωτική εμπειρία.
Αν στη ζωή μας κάθε μέρα τραβάμε λαχνούς, όπως σημειώνετε στο βιβλίο σας, γιατί οι περισσότεροι δεν βρίσκονται στην πλευρά των νικητών;
Ο λαχνός έχει εδώ την έννοια του τυχαίου, είτε με τη μορφή της ασήμαντης σύμπτωσης είτε του εξαιρετικού γεγονότος, με μια επίπτωση στην πορεία του ανθρώπινου βίου τόσο καταλυτική, θετική ή αρνητική, που οι προσωπικές επιλογές και αποφάσεις ελάχιστα μόνο μπορούν να την επηρεάσουν ή να την αμβλύνουν. Δεν κερδίζουν όλοι στα λαχεία. Ακόμη και η αρρώστια κι ο θάνατος φέρουν μέσα τους κάποιες φορές το σπέρμα του τυχαίου.
Στην ερώτησή σας, ωστόσο, με απασχολεί περισσότερο η έννοια του νικητή. Ποιος θεωρείται νικητής στη ζωή σήμερα; Πολύ φοβάμαι ότι, καθώς το μέτρο των πάντων πλέον είναι το χρήμα και η απληστία για την πρόσκτηση υλικών αγαθών, οι λεγόμενοι «επιτυχημένοι» και «νικητές» της ζωής είναι εκείνοι που, σύμφωνα με τον Μακρόλ Γκαβιέρο – τον ήρωα του Κολομβιανού συγγραφέα Αλβάρο Μούτις στο αριστούργημά του Το χιόνι του Αλμιράντε, «…πεθαίνουν με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους: την ύστατη στιγμή τούς έρχεται πάντα η βεβαιότητα ότι αυτό που τους συνέβη στη ζωή τους είναι ακριβώς το ότι τίποτα δεν κατάλαβαν και τίποτα, ποτέ, δεν είχαν ανάμεσα στα χέρια τους…».
Βρίσκω πολύ γοητευτικά τα βασικά χαρακτηριστικά γραφής ενός καλού διηγήματος: τη συμπύκνωση και τον ρυθμό, τη λιτότητα και τους υπαινιγμούς, τις αιφνίδιες ανατροπές και, κυρίως, το παίδεμα της κάθε λέξης. Υπό αυτή την έννοια, πράγματι, είμαι της λογικής «λίγα λόγια και καλά φτάνουν».
To πρώτο σας βιβλίο ήταν μια συλλογή διηγημάτων και τώρα γράφετε μια νουβέλα. Σας ταιριάζει η μικρή φόρμα; Είστε της λογικής «λίγα λόγια φτάνουν»;
Θα έλεγα ότι η μικρή φόρμα μου αρέσει πολύ –ίσως και να μου ταιριάζει, αλλά αυτό θα το κρίνουν άλλοι–, από την ελάχιστη εκδοχή του μικρο- ή νανο-διηγήματος (ελάχιστες αράδες) έως και τα πολυσέλιδα διηγήματα, συμπεριλαμβανομένης της νουβέλας. Βρίσκω πολύ γοητευτικά τα βασικά χαρακτηριστικά γραφής ενός καλού διηγήματος: τη συμπύκνωση και τον ρυθμό, τη λιτότητα και τους υπαινιγμούς, τις αιφνίδιες ανατροπές και, κυρίως, το παίδεμα της κάθε λέξης. Υπό αυτή την έννοια, πράγματι, είμαι της λογικής «λίγα λόγια και καλά φτάνουν».
Αν και έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η διηγηματογραφία είναι μια σύγχρονη τάση, αποτελώντας συχνά τον βατήρα για τους νεοεισερχόμενους στο πέλαγος της ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Το διήγημα έχει μεγάλη παράδοση στη χώρα μας.
Θυμάμαι το επιχείρημα του Μένη Κουμανταρέα σε μια συζήτηση που οργάνωσε το περιοδικό Διαβάζω στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όπου –μεταξύ άλλων– έλεγε ότι: «Η Ελλάδα δεν έχει ουσιαστικά μυθιστορηματική παράδοση. Η παράδοσή της είναι διηγηματογραφική κυρίως και είναι στο διήγημα και στη νουβέλα που οι νεοέλληνες διαπρέψαμε. Ξέρουμε, οι παρόντες τουλάχιστον, πόσο δύσκολο είναι να χτίσουμε ένα μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα είναι καθεδρικός ναός. Και τέτοιους δεν έχουμε στην Ελλάδα. Έχουμε ταπεινές εκκλησίες».
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.