Συνέντευξη με τη συγγραφέα Καλλιρρόη Παρούση με αφορμή το πρώτο της μυθιστόρημα «Λίγα λόγια για μένα» (εκδ. Τόπος). Κεντρική εικόνα: © Ειρήνη Γεωργιάδου.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Πριν από επτά χρόνια η Καλλιρρόη Παρούση εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά πράγματα με μια συλλογή διηγημάτων που δεν πέρασε απαρατήρητη. Εκείνο το βιβλίο, Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα (εκδ. Κέδρος), διέγραψε μια επιτυχημένη τροχιά και, τελικά, τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στην Πεζογραφία του περιοδικού «Αναγνώστης», το 2017.
Φαίνεται, όμως, πως η Παρούση ήθελε τον χρόνο της για να αφομοιώσει όσα της συνέβησαν μέσα σε βραχύ χρόνο και γι' αυτό το δεύτερο βήμα της συμβαίνει τώρα, χρόνια μετά, με την αναμονή, όμως, να αποδεικνύεται γόνιμη. Το μυθιστόρημά της Λίγα λόγια για μένα (εκδ. Τόπος) ήδη έχει επαινεθεί για την πρωτοτυπία και τη στοχαστική ματιά του.
Στη συζήτηση που ακολουθεί μάς εξηγεί τι ακριβώς συνέβη στα χρόνια που μεσολάβησαν έως τη στιγμή του δεύτερου βιβλίου της, αλλά και ποιος είναι ο πυρήνας που κινητοποιεί το νέο της μυθιστόρημα.
Πέρασαν επτά χρόνια από το πρώτο σου βιβλίο. Χρειάστηκες τον χρόνο σου για να κάνεις το -πάντα- δύσκολο δεύτερο βήμα;
Ήταν σίγουρα απαιτητικό το δεύτερο βήμα, κυρίως επειδή η φόρμα στην οποία δούλεψα, αυτή του μυθιστορήματος, είχε άλλες απαιτήσεις και διαφορετικής υφής δυσκολίες σε σχέση με το πρώτο βιβλίο. Μολονότι το μυθιστόρημα σε κάποιες πρώιμες εκδοχές του και αποσπασματικά είχε κυκλοφορήσει σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά αυτά τα εφτά χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την οριστική του έκδοση- όπως άλλωστε καταδεικνύεται στις σημειώσεις της συγγραφέως στο τέλος του βιβλίου- η τελική μορφή δόθηκε περίπου ένα χρόνο πριν από την κυκλοφορία του. Σημαντική ώθηση προς αυτήν την κατεύθυνση, υπήρξε η υποδοχή, η φροντίδα και η επιμέλεια του κειμένου από τις Εκδόσεις Τόπος.
Το πέρασμα από τα διηγήματα στο μυθιστόρημα πώς θα το χαρακτήριζες;
Δεν είμαι σίγουρη ότι θα το χαρακτήριζα ως πέρασμα ή μετάβαση, μιας και ακόμη γράφω διηγήματα και μικρές ιστορίες που δεν ξέρω αν ποτέ θα εκδώσω. Σίγουρα πάντως το να έρχεσαι αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη φόρμα έχει μια γοητεία, διότι εκεί υπάρχει ένα ευρύτερο περιθώριο ανάπτυξης των χαρακτήρων και της δράσης. Εν ολίγοις θα έλεγα, παραφράζοντας τον Χούλιο Κορτάζαρ, πως η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι ένα γοητευτικό, ανοιχτό και χωρίς προκαθορισμένα όρια παιχνίδι. Δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Και ίσως να μην έχει νόημα να σε βγάλει κάπου. Ίσως να μην έχει νόημα να ξέρεις και αυτό να είναι η όλη γοητεία.
Θεωρώ ενδιαφέρον και δύσκολο το είδος της αυτομυθοπλασίας. Νομίζω ότι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία για να γίνει καλά, ώστε να μην κουράσει τον αναγνώστη με περιττές λεπτομέρειες και ανούσιες φλυαρίες.
Μπορεί να ενταχθεί το «Λίγα λόγια για μένα» στην κατηγορία της autofiction; Ήταν αυτή η πρόθεσή σου;
Θεωρώ ενδιαφέρον και δύσκολο το είδος της αυτομυθοπλασίας. Νομίζω ότι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία για να γίνει καλά, ώστε να μην κουράσει τον αναγνώστη με περιττές λεπτομέρειες και ανούσιες φλυαρίες. Παρόλα αυτά, για το «Λίγα λόγια για μένα», θα έλεγα ότι, πέρα από τις ευρέως ομολογουμένες συγγένειες που κάθε συγγραφέας βλέπει στο έργο του με την ίδια τη ζωή του, δεν ανήκει στην κατηγορία της αυτομυθοπλασίας. Ο τίτλος είναι παραπλανητικός ως προς την κατεύθυνση αυτή (ας μην ξεχνάμε πως το λογοτεχνικό παιχνίδι εκκινεί ήδη από τον τίτλο και εξακτινώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις), καθώς αφορά σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που ανήκει σε μία εκ των βασικών χαρακτήρων, την αφηγήτρια του βιβλίου, όπως μας αυτοσυστήνεται στα κεφάλαια με τη μονή αρίθμηση.
Αν έπρεπε να εντάξουμε κάπου τα λίγα λόγια, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι φλερτάρει με το αναστοχαστικό μυθιστόρημα, το self-reflexive novel, διότι η ίδια η αφήγηση ενσωματώνει αναφορές σχετικά με τη διαδικασία σύνθεσης της μυθοπλασίας: ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ή θα ήθελε να είναι συγγραφέας και αναστοχάζεται τη ζωή του μέσα από το βιβλίο που έχει ή θα ήθελε να έχει γράψει.
Η Καλλιρρόη Παρούση γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1988. Σπούδασε νομικά, ευρωπαϊκό πολιτισμό και λογοτεχνία στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το πρώτο βιβλίο της, η συλλογή διηγημάτων "Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα" τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στην Πεζογραφία του περιοδικού "Αναγνώστης", το 2017. Το μυθιστόρημα «Λίγα λόγια για μένα» (εκδ. Τόπος) είναι το δεύτερο βιβλίο της. (Φωτογραφία: © Ειρήνη Γεωργιάδου). |
Στο μυθιστόρημά σου εμπλέκεται η «πραγματική» ζωή και η λογοτεχνική καταγραφή. Πρόκειται για σύμπλευση ή για πάλη; Είναι αντιθετικές έννοιες ή με κάποιο τρόπο ενοποιούνται στη συνείδηση του δημιουργού;
Πράγματι αυτό συμβαίνει, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη μας ότι ο βασικός χαρακτήρας βρίσκεται κλειδωμένος σε ένα υπόγειο διαβάζοντας ένα αλλόκοτο σημειωματάριο, το περιεχόμενο του οποίου αναπροσαρμόζεται ανάλογα με ή και αντίθετα από τις συναισθηματικές του διαθέσεις. Νομίζω πως η διαδικασία της σύμπλευσης και της πάλης που αναφέρεις διαδέχονται η μία την άλλη, ώστε τελικά ενοποιούνται σε ένα αξεδιάλυτο όλον. Μένει στη συνείδηση του αναγνώστη να αποφασίσει πώς θα πορευτεί ερμηνευτικά. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η όποια συγγραφική πρόθεση.
Γράφοντας για κάτι το καταστρέφουμε ή του δίνουμε μια άλλη κρυμμένη ποιότητα; Διαβάζοντας το βιβλίο σου είχα μονίμως στο μυαλό μου αυτό το ερώτημα.
Πω πω δύσκολο ερώτημα. Θα απαντήσω κι εγώ με μια ερώτηση σχετικά με την έννοια της λέξης δημιουργία. Όταν σκεφτόμαστε τη λέξη δημιουργία, δεν ερχόμαστε άραγε αντιμέτωποι με κάτι –τι ακριβώς δεν ξέρουμε– που περικλείει πολλές έννοιες, την καταστροφή, τα κρυμμένα νοήματα και την κρυμμένη ποιότητα που λες και εσύ (και αλήθεια τι είναι ποιότητα, μήπως δεν είναι τάχα ποιοτικός ένας πίνακας ζωγραφικής που απεικονίζει μπουκάλια της κόκα κόλα;). Είδες, τρεις ερωτήσεις τελικά, κι απάντηση δεν έδωσα!
Αυτό που πυροδοτεί σ’ έναν άνθρωπο το συναίσθημα να ενσαρκώνει πολλά εγώ είναι θαρρώ η αδυναμία του –και η μεγάλη του δύναμη ταυτόχρονα– να μην επαναπαύεται.
Τόσο ο Χάρης όσο και η καθηγήτρια του Χάρη στα μαθήματα δημιουργικής γραφής συνθέτουν ένα δίπολο που δρα παράλληλα. Τι είναι αυτό που πυροδοτεί μέσα τους την αίσθηση των πολλών «εγώ» που κουβαλούν;
They contain multitudes, παραφράζοντας Γουίτμαν (και ακούγοντας Ντύλαν). Αυτό που πυροδοτεί σ’ έναν άνθρωπο το συναίσθημα να ενσαρκώνει πολλά εγώ είναι θαρρώ η αδυναμία του –και η μεγάλη του δύναμη ταυτόχρονα– να μην επαναπαύεται. Μια διαρκής ανησυχία για τα πάντα, μια τάση να πηγαίνει προς το φως ή μια ιδιαίτερη φωτοευαισθησία ίσως, ποιος ξέρει.
Υπάρχει μια αίσθηση πολλαπλού θανάτου στο βιβλίο (συμβολικού και πραγματικού). Ποιο «έργο» αναλαμβάνει στο βιβλίο σου;
Χαίρομαι που το εντόπισες αυτό, ειδικά ως προς τη συμβολική διάσταση. Εξάλλου, η επιθυμία του βασικού χαρακτήρα να κειμενοποιηθεί, συνεπώς να εξαφανιστεί, αποτελεί αναμφιβόλως έναν συμβολικό θάνατο. Νομίζω πως το βασικό διακύβευμα στο Λίγα λόγια είναι η απόδοση μιας μεταφυσικής διάστασης στη γλώσσα, και στην πράξη της δημιουργίας γενικότερα, η οποία συνίσταται στην ικανότητά της να ανασταίνει τους νεκρούς. Από αυτήν την άποψη η δημιουργία είναι μια πράξη αθανασίας﮲ αν πέφτει στο κενό, είναι άλλο ζήτημα.
Ο Χάρης προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του μέσω της λογοτεχνίας. Είναι συμβατό αυτό το «σχήμα»; Είναι μια παγίδα στην οποία πέφτουν όλοι οι συγγραφείς;
Ο Χάρης αυτοεγκλωβίζεται σε ένα περίεργο παιχνίδι αυτοεπινόησης μέσα από την πράξη της ανάγνωσης και της συγγραφής. Οι συγγραφείς έρχονται νομίζω συχνά, αν όχι διαρκώς, αντιμέτωποι με τέτοιας υφής δυσκολίες, όταν αποφασίζουν να καταπιαστούν σοβαρά με ένα κείμενο. Προσωπικά δεν έχω βρει τον εαυτό μου μέσα από τη λογοτεχνία, τον μεταμορφώνω και τον χάνω, σπάνια τον βρίσκω και πάντα για λίγο. Ποιος μπορεί, όμως, να αρνηθεί ότι μέσα από την ανάγνωση της λογοτεχνίας δεν ανακαλύπτει πτυχές και συναισθήματα που προηγουμένως ούτε καν τα είχε υποψιαστεί;
«Τα εντυπωσιακά κείμενα έχουν ευεργετικές ιδιότητες για τα μάτια, γιατί το νόημα αποκαλύπτεται και χωρίς να ενεργοποιείται η ικανότητα της όρασης», γράφεις σε ένα σημείο του βιβλίου. Είναι επιτελεστικός ο ρόλος των κειμένων στη ζωή μας;
Ο ρόλος των κειμένων στη ζωή μας νομίζω ότι συνοψίζεται στη λειτουργία που επιτελεί αντίστοιχα ένας οδοδείκτης: μας δείχνουν τον δρόμο προς την επανεπινόηση του εαυτού. Οι άνθρωποι που έχουν καλοκουρδισμένη την εσωτερική τους πυξίδα –μέσα σ’ αυτούς και οι καλοί αναγνώστες– ανακαλύπτουν ένα νόημα πολύ βαθύτερο από αυτό που επαφίεται αποκλειστικά στην ικανότητα των ματιών να βλέπουν μόνο ό,τι βρίσκεται γύρω τους.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).