Συνέντευξη με τον Κύπριο συγγραφέα Γιώργο Παναγή με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Χωριό Ποτέμκιν» (εκδ. Τόπος).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Στην πολιτική, αλλά και στην οικονομία, με τη φράση «χωριό Ποτέμκιν» εννοούμε μια συμβολική κατασκευή ή «πρόσοψη», η οποία έχει στόχο να δημιουργήσει στους κατοίκους μιας χώρας, όπου τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, μια ψευδαίσθηση ότι όλα εξελίσσονται κατά τον καλύτερο τρόπο. Το Βερολίνο βρέθηκε πολλές φορές σε μια τέτοια κατάσταση από το 1930 έως τις μέρες μας.
Ο Γιώργος Παναγή στο νέο του μυθιστόρημα Χωριό Ποτέμκιν (εκδ. Τόπος) στρέφει το βλέμμα του στη γερμανική πόλη, στην οποία ζει και εργάζεται. Έξι ιστορίες που καλύπτουν έξι διαφορετικές χρονικές περιόδους συγκροτούν το σπονδυλωτό μυθιστόρημά του και αφορούν όχι μόνο τη γερμανική ιστορία. Άλλωστε, το Βερολίνο υπήρξε η «καρδιά» πολλών ευρωπαϊκών γεγονότων.
Το γεγονός ότι ζείτε και εργάζεστε στο Βερολίνο έγινε η αφορμή να δείτε την πόλη μέσα στην ιστορική διαδρομή της;
Όποιος εργάζεται σε μια ξένη χώρα έρχεται αργά ή γρήγορα αντιμέτωπος με ζητήματα «ένταξης»: πρέπει να μάθει τη γλώσσα, να γραφτεί στον δήμο, να προσαρμοστεί στην κοινωνία όπου πλέον ζει. Άρχισα να γίνομαι περίεργος, να θέτω ερωτήματα θέλοντας να καταλάβω: Ποιοι είναι οι Βερολινέζοι; Γιατί φέρονται όπως φέρονται; Ποιες δυνάμεις τους διαμόρφωσαν μέχρι σήμερα; Μια τέτοια ανάγκη κατανόησης με οδήγησε μοιραία στη μελέτη της Ιστορίας, αυτής της μήτρας παραγωγής πεπρωμένων που μπορούν να διαιωνίζονται μυστικά για δεκαετίες, ακόμα και όταν τα καταλυτικά γεγονότα της έχουν εκπνεύσει μέσα στα σχολικά βιβλία.
Άρχισα να επισκέπτομαι τα μνημεία της πόλης, να παρακολουθώ τους ανθρώπους της, διάβασα το «A Woman in Berlin» και τη «Stasiland» της Anna Funder. Πολλά από αυτά τα μνημεία ήταν κατάλοιπα από εποχές «αποτυχίας», εποχές που θέλησαν να μεταμορφώσουν οριστικά το πρόσωπο της χώρας αλλά τελικά παρήλθαν, αφήνοντας πίσω κάθε λογής ερείπια. Σήμερα επισκεπτόμαστε τα μνημεία που μας τις θυμίζουν ως απομεινάρια ενός αποτυχημένου πειράματος: το Μνημείο του Ολοκαυτώματος κοντά στην Πύλη του Βραδεμβούργου και την Τελική Λύση, τον Πύργο της Τηλεόρασης και την DDR κοκ. Αλλά και οι ίδιοι οι Βερολινέζοι μοιάζουν να κυριεύονται, σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς προφανή αιτία, από ετεροχρονισμένα αντανακλαστικά και πάθη: η ηδυπάθεια του θαμώνα ενός μπαρ λειτουργεί ως απόηχος της παρακμής της Βαϊμάρης· η φιλυποψία ενός γείτονα που παραπέμπει στους καταδότες της μυστικής αστυνομίας. Για να καταλάβω, ένιωθα πως χρειαζόταν να στραφώ προς τις ρίζες του προηγούμενου αιώνα και να ακολουθήσω μυθοπλαστικά τα διαφορετικά ιστορικά ρεύματα έως τις εκβολές τους σε αυτό που συγκροτεί σήμερα την ταυτότητα του σύγχρονου Βερολινέζου – ενδεχομένως και του σύγχρονου Ευρωπαίου γενικότερα.
Το Βερολίνο συνιστά εδώ και δεκαετίες την κατεξοχήν φαουστική πόλη της Ευρώπης και ο Διάβολος στον οποίο επιχειρεί κάθε φορά να πουλήσει τη ψυχή του ονομάζεται ανεξαιρέτως «το μέλλον».
Το Βερολίνο αποτέλεσε πολλές φορές την «καρδιά» των εξελίξεων στην Ευρώπη. Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η πόλη;
Το Βερολίνο συνιστά εδώ και δεκαετίες την κατεξοχήν φαουστική πόλη της Ευρώπης και ο Διάβολος στον οποίο επιχειρεί κάθε φορά να πουλήσει τη ψυχή του ονομάζεται ανεξαιρέτως «το μέλλον». Περισσότερο ίσως από κάθε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, το Βερολίνο προσπαθεί εδώ και έναν αιώνα να εφαρμόσει στην εντέλεια το εκάστοτε πλάνο της Ιστορίας, είτε αυτό λέγεται Δημοκρατία (της Βαϊμάρης), είτε Ναζισμός ή Σοσιαλισμός. Αυτοί οι πειραματισμοί δε συνιστούν απλές αλλαγές στην πολιτική ή τα ήθη αλλά ριζικές υπαρξιακές μεταμορφώσεις που, όσο διαρκεί η σαγήνη τους, οι Βερολινέζοι τις πιστεύουν και τις υπερασπίζονται ως την υπέρτατη λύση στο ανθρώπινο πρόβλημα. Αυτή η ευπιστία στις υποσχέσεις του Μέλλοντος και της Ιστορίας – ίδιον ίσως των Γερμανών γενικότερα, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, μάς έδωσαν τον Ρομαντισμό (ή, σύμφωνα με την κατηγορία του Μπροχ, το «συναισθηματικό κιτς») – υλοποιήθηκε συχνά στο Βερολίνο πιο ευκρινώς και αποφασιστικά από αλλού χάρη στην τόλμη, τον ζήλο για πρωτοπορία και τη ροπή των κατοίκων του προς την υπερβολή.
Η ίδια η πόλη με τις στρώσεις της ποικιλόμορφης ιστορίας της και με την ποικιλία των ανθρώπινων τύπων της συνιστά ένα προνομιακό παρατηρητήριο απ’ όπου μπορεί να κοιτάξει κανείς μέσα στην ψυχή του σύγχρονου Ευρωπαίου και παρουσιάζει για τον μυθιστοριογράφο τεράστιο ενδιαφέρον.
Ο Γιώργος Παναγή γεννήθηκε το 1987 στη Λεµεσό της Κύπρου. Η πρώτη του συλλογή διηγηµάτων (Οι Μύθοι, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2014) τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Νέους Λογοτέχνες (Λευκωσία, 2015) και εκπροσώπησε την Κύπρο στη 18η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών στα Τίρανα. Οι Μύθοι µεταφράστηκαν στα σερβικά και παρουσιάστηκαν τον Οκτώβριο του 2017 στο πλαίσιο της ∆ιεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στο Βελιγράδι, καθώς και στο Φεστιβάλ Πρώτου Μυθιστορήµατος στη Βουδαπέστη το 2018. Ο Παναγή ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Από τις εκδόσεις Τόπος κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα Χωριό Ποτέµκιν (Τόπος 2023). |
Έξι διαφορετικές περίοδοι διατρέχουν το μυθιστόρημά σας. Όλες μαζί, όμως, συνθέτουν την ιστορία της χώρας και της ηπείρου, κατ΄ επέκταση. Ήταν εύκολη η σύνθεσή τους;
Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε έξι δεκαετίες που απέχουν είκοσι έτη μεταξύ τους: «Η νύχτα της Βαϊμάρης» τοποθετείται στα 1920, η «Εποχή της ειλικρίνειας» στα 1940, το «Μια συνωμοσία αντικειμένων» το 1960 κοκ. Αυτές οι δεκαετίες δεν αποτελούν μια χρονολογική οριοθέτηση των περιγραφόμενων συμβάντων ή της εποχής, αλλά σηματοδοτούν υπαρξιακά ορόσημα, ζώνες εμπειρίας που αρχίζουν να ισχύουν για το Βερολίνο εντός των συγκεκριμένων δεκαετιών. Η δυσκολία της σύλληψης και της οργάνωσης ενός τέτοιου υλικού σε ένα ενιαίο σύνολο πηγάζει από τους τρεις βασικούς πυλώνες στους οποίους βασίζεται η μυθιστορηματική εξέλιξη και που αποτέλεσαν μεγάλη πρόκληση. Ο πρώτος πυλώνας ήταν ο ιστορικός: μόλις σε διάστημα 20 ετών –γελοιωδώς σύντομο με όρους Ιστορίας– το Βερολίνο μεταμορφώνεται ραγδαία σε βαθμό που γίνεται αγνώριστο.
Σε κάθε μια από τις έξι δεκαετίες τα σημεία αναφοράς αλλάζουν: η ανθρωπολογία, οι ιδεολογίες, η μόδα, οι πολιτικές συνθήκες, τα οράματα, οι νοοτροπίες και η ψυχολογία των κατοίκων είναι εντελώς διαφορετικές. Το υλικό είναι ως εκ τούτου ετερογενές, πολυποίκιλο, δύσκολο να το διαχειριστεί κανείς και γι’ αυτό απαιτητικό. Πάνω σ’ αυτή τη θεμελιώδη δυσκολία βασίζεται ο δεύτερος πυλώνας, ο λεγόμενος πραγματολογικός: δε φτάνει το ετερόκλητο υλικό με το οποίο ο μυθιστοριογράφος έχει να αναμετρηθεί, πρέπει να γίνει ταυτόχρονα ένας μελετητής/ιστορικός που κυνηγά και κυνηγιέται από ιστορικές λεπτομέρειες, βάζοντας τα δυνατά του να αποφύγει τις ανακρίβειες, τις ανακολουθίες, τις παραλείψεις ώστε να μεταφέρει το υπαρξιακό αποτύπωμα της κάθε περιόδου. Και τέλος, ο τρίτος και πιο δύσκολος πυλώνας, ο υφολογικός. Δε γίνεται να γράψει κανείς για τη δεκαετία του 1920 στο ίδιο ύφος με το οποίο γράφει για το 2020 ή το 1960. Από ιστορία σε ιστορία το ύφος όσο και οι αφηγηματικές φόρμες και τεχνικές αλλάζουν για να προσαρμοστούν στις ανάγκες, τον ρυθμό, την αληθοφάνεια, τον υπαρξιακό κώδικα των ηρώων και της εποχής που τούς παρήγαγε. Το βιβλίο έγινε έτσι όχι μόνο μια θεματική αναδρομή στην ιστορία του Βερολίνου του περασμένου αιώνα, αλλά και μια αναδρομή στις λογοτεχνικές περιπλανήσεις και πειραματισμούς περασμένων δεκαετιών.
Η απόσταση αμβλύνει σίγουρα τη συναισθηματική εμπλοκή και αυξάνει την ετοιμότητα και την προθυμία για την επανεξέταση του παρελθόντος
Η απόσταση από τα ιστορικά γεγονότα βοηθάει -τελικά- να τα δούμε με πιο ψύχραιμο τρόπο ή οι αγκυλώσεις μας αντέχουν στο χρόνο;
Η απόσταση αμβλύνει σίγουρα τη συναισθηματική εμπλοκή και αυξάνει την ετοιμότητα και την προθυμία για την επανεξέταση του παρελθόντος. Δε θεωρώ όμως ότι η απόσταση από ένα συμβάν είναι ευθέως ανάλογη με τη διαύγεια με την οποία αυτό επανεξετάζεται. Πολύ συχνά οι προκαταλήψεις του παρόντος τείνουν να παραμορφώνουν το πρόσωπο του παρελθόντος ακόμη περισσότερο από την άμεση βίωση του. Είναι κοινός τόπος ότι για να καταλάβουμε το μέλλον, πρέπει να κατανοήσουμε το παρελθόν. Πολύ πιο ενδιαφέρουσα μυθοπλαστικά μού φαίνεται η αντίστροφη υπόθεση: μόνο αν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το μέλλον που το διαδέχτηκε, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το παρελθόν που έχει τελειώσει.
Οι Βερολινέζοι της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης πίστευαν για καιρό ότι η ασυδοσία τους ήταν μια τολμηρή και απελευθερωτική στάση που θα επέφερε την πλήρη ελευθερία και ευτυχία του ανθρώπου. Αντίθετα, μόλις μερικά χρόνια αργότερα ο κόσμος παραδόθηκε στην παράνοια ενός άνευ προηγουμένου μακελειού, στην «φονική ασέλγεια» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Ανατολικογερμανοί πίστευαν ότι ζούσαν σε ένα σύστημα που βαθμιαία θα εξαπλωνόταν ανά τον κόσμο μέχρι την καθολική επικράτηση ενός κομμουνιστικού παραδείσου επί της γης. Μόλις τριάντα χρόνια μετά, το όραμά τους αποδείχτηκε απατηλό, και κάτω από αυτόν τον βίαια ανασηκωμένο πέπλο ο κόσμος τους εμφανίστηκε όχι ως πρελούδιο του παραδείσου, αλλά ως μια φριχτά πεζή, απολύτως ανθρώπινη πραγματικότητα. Αυτή η πρωθύστερη γνώση επιτρέπει στον συγγραφέα και τον αναγνώστη να διαβάζουν για αυτές τις εποχές όντας σε θέση να διακρίνουν την αμφισημία των ιδεολογιών, την ειρωνεία στις πράξεις και τις σκέψεις των ηρώων, τα ψεύτικα σκηνικά του κόσμου τους, ενός «Χωριού Ποτέμκιν» που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεστηθεί, για να αντικατασταθεί ακόμη και από το αντίθετο του.
Οι βασικοί ήρωες κάθε κεφαλαίου είναι όντως σημαδεμένοι από την Ιστορία, τόσο του παρελθόντος που τούς καθόρισε, όσο και του παρόντος που κυβερνά τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής τους.
Οι ήρωες σας σαρώνονται ή, τουλάχιστον, επηρεάζονται από τα μεγάλα γεγονότα. Είναι αυτή η μοίρα των ανθρώπων;
Οι βασικοί ήρωες κάθε κεφαλαίου είναι όντως σημαδεμένοι από την Ιστορία, τόσο του παρελθόντος που τούς καθόρισε, όσο και του παρόντος που κυβερνά τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής τους. Επίσης χαρακτηρίζονται όλοι από κάποιου είδους «αναπηρία» (κυριολεκτική ή μεταφορική): ο Γκερτ στη «Νύχτα της Βαϊμάρης» (’20) κουτσαίνει ως τραυματίας του πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, η αφηγήτρια στην «Εποχή της ειλικρίνειας» (’40) βιώνει στο σώμα της τα τραύματα από έναν πόλεμο αντρών, ο Μάρκους (‘60) είναι νέος, άπειρος και ερωτευμένος σε έναν κόσμο ανελευθερίας κοκ. Αυτή η «αναπηρία» είναι που τούς κάνει από τη μία να νιώθουν πιο βαθιά το δάγκωμα της Ιστορίας και από την άλλη να παρακολουθούν με μεγαλύτερη διαύγεια τις μεταβολές της από το περιθώριο.
Όσο για το ερώτημα αν η Ιστορία καθορίζει τη μοίρα των ανθρώπων: πιθανώς αυτό να ίσχυε και να ισχύει για πάντα. Αυτό που καταλαβαίνουμε όμως με βεβαιότητα κοιτώντας πίσω προς τον προηγούμενο αιώνα και την ιστορία των Βερολινέζων είναι ότι ο σύγχρονος κόσμος έχει επιταχύνει την Ιστορία σε τέτοιο εξωφρενικό βαθμό, ώστε να μην μπορούμε σχεδόν να μιλήσουμε πια για «ιστορικές εποχές», αλλά για περιόδους, τάσεις, πειράματα. Ανά μερικές δεκαετίες η Ιστορία μεταμορφώνει πια τον κόσμο σε έναν θάλαμο εργαστηρίου, όπου, με βάση τις εκάστοτε ιδεολογίες και βεβαιότητες, εκτελούνται πειράματα πάνω στην ανθρώπινη ζωή. Αρκετοί διέρχονται αυτές τις φάσεις με άνεση, περνώντας από τη μία στην άλλη σχετικά αλώβητοι. Στο «Χωριό Ποτέμκιν» με ενδιέφεραν πιο πολύ οι «τσακισμένοι της Ιστορίας», εκείνοι που δεν τα καταφέρνουν. Μού φαίνονται πιο ζοφερά ηρωικοί και ανθρώπινοι, πιο αληθινοί. Και όπως κάθε τι αληθινό, ίσως να κρύβουν για μας μια προειδοποίηση.
Μια συλλογή διηγημάτων είναι καλή αφετηρία για ένα συγγραφέα, προκειμένου να δοκιμάσει τα όπλα του, να πειραματιστεί με διαφορετικές υφολογικές επιλογές και στιλ γραφής, να ανιχνεύσει διάφορες θεματολογίες.
Ποιο από τα έξι μέρη του βιβλίου σάς δυσκόλεψε ή σάς προβλημάτισε περισσότερο για το πώς θα αποτυπωθεί πιστότερα;
Αναμφίβολα η ιστορία «Ο Ιχνηλάτης» για τη δεκαετία του 2000. Σε αυτό το σημείο του μυθιστορήματος είμαστε ουσιαστικά στο παρόν: η τεχνολογία έχει εξαπλωθεί στην καθημερινή ζωή και ο ήρωας, ο Ντίτερ, είναι απόλυτα «σύγχρονος». Ο Μπροχ στο δοκίμιό του για τους «Υπνοβάτες» είχε χαρακτηρίσει τον σύγχρονο άνθρωπο ως ένα πλέον «οπτικοακουστικό ον». Ο ήρωας μου συνιστά το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης: δεν μπορούμε καν να τον αποκαλέσουμε «οπτικοακουστικό όν». Ο εαυτός του είναι απλά το σημείο μηδέν όπου συρρέουν άτακτα όλες οι τάσεις, οι μόδες, τα ερεθίσματα, οι εικόνες και οι επιθυμίες του κόσμου που τον περιβάλλει. Η ιστορία αυτή έχει ελάχιστη εξωτερική δράση. Ο Ντίτερ βρίσκεται απομονωμένος στο οικογενειακό εξοχικό, όπου περιμένει την ερωμένη του, χωρίς να αλληλοεπιδρά με κανέναν έξω από τον εαυτό του. «Εαυτός» εδώ δε σημαίνει κάτι στέρεο και συμπαγές αλλά τα εξής: τις αναμνήσεις για τον παππού του και για τον αποτυχημένο γάμο του· τις αντιφατικές ερμηνείες που δίνει στα γεγονότα της ζωής του· τις φαντασιώσεις του για την ερωμένη του· τις πληροφορίες που διαβάζει στο ίντερνετ· το ελάφι που συναντάει τυχαία στο δάσος· τα όνειρα του και τις ματαιώσεις τους. Η ζωή του Ντίτερ είναι φτωχή νοητικά, μηρυκαστική, κάτι που ισχύει για μεγάλο μέρος του κόσμου σήμερα.
Από μια πρώτη συλλογή διηγημάτων περάσατε σε ένα μυθιστόρημα και μάλιστα πολυσέλιδο. Τι σας βοήθησε σε αυτήν τη μετάβαση;
Μια συλλογή διηγημάτων είναι καλή αφετηρία για ένα συγγραφέα, προκειμένου να δοκιμάσει τα όπλα του, να πειραματιστεί με διαφορετικές υφολογικές επιλογές και στιλ γραφής, να ανιχνεύσει διάφορες θεματολογίες. Η εμπειρία των «Μύθων» ήταν σίγουρα βοηθητική για το «Χωριό Ποτέμκιν» όπου επίσης κάθε κεφάλαιο παραλλάζει τη θεματική, το ύφος, τη δομή του κειμένου, παρά τον κοινό άξονα της ιστορίας του Βερολίνου και των κατοίκων του. Όσο για την έκταση και το είδος ενός βιβλίου, νομίζω ότι σπάνια προαποφασίζεται: πρώτα έρχεται η σύλληψη μιας φράσης, ενός ήρωα, μιας κατάστασης... και μετά ο συγγραφέας ακολουθεί τις επιταγές της εξέλιξής τους μέχρι την ολοκλήρωση της ιστορίας, σημείο στο οποίο το βιβλίο καταλήγει να είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο.
Είναι απελευθερωτικό να γράφει κανείς για την ιστορία ενός ξένου τόπου; Θα λειτουργούσατε με τον ίδιο τρόπο αν έπρεπε να αφηγηθείτε τα γεγονότα της Κύπρου;
Σίγουρα το να ασχοληθεί κανείς με την ιστορία ενός ξένου τόπου δίνει τη ψευδαίσθηση μιας συναισθηματικής αποστασιοποίησης, που η ιστορία του τόπου του ίσως να μην επέτρεπε. Δεν υποφέρει απαραίτητα από τις προκαταλήψεις και τη «συναισθηματική ευαισθησία» των «άμεσα εμπλεκομένων» και μπορεί έτσι να ισχυριστεί ευκολότερα πως επιδεικνύει ένα είδος αντικειμενικότητας. Είναι όμως στ’ αλήθεια έτσι; Έγραψα για το Βερολίνο γιατί η ιστορία του είναι μια ευκρινής μικρογραφία της Ιστορίας της Δύσης. Και ο τρόπος ζωής του μέσου Κύπριου ή Έλληνα της γενιάς μου ίσως να είναι αρκετά κοντά στον ηδονισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην καθημερινή παράνοια και τεχνολογική παρακολούθηση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ώστε το Βερολίνο και οι ιστορίες του να είναι και γι’ αυτόν εξαιρετικά επίκαιρες.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).