Συνέντευξη με τον συγγραφέα Χρήστο Μαρκογιαννάκη που ζει μόνιμα στο Παρίσι και εκδίδει τα βιβλία του σε γαλλικό εκδοτικό οίκο. Το τελευταίο του βιβλίο «Οmero, le fils caché» (εκδ. Plon) σχετίζεται με τη θρυλική σχέση Κάλλας-Ωνάση και ενός, υποτιθέμενου, «κρυμμένου» παιδιού τους. Κεντρική εικόνα: © Βασίλης Λαμπίρης.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Για τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη η έννοια του λογοτεχνικού (ή άλλου) νόστου δεν υπάρχει. Καίτοι ζει και εργάζεται στο Παρίσι, η εν Ελλάδι παρουσία του είναι διαρκής. Τον γνωρίσαμε μέσα από τα αστυνομικά μυθιστορήματά του (όλα από τις εκδόσεις Μίνωας), αλλά ο ίδιος διατηρεί σε εγρήγορση κι άλλες πτυχές της γραφής του.
Η συγγραφική δραστηριότητά του στη Γαλλία ακολουθεί εντελώς άλλους δρόμους. Το τελευταίο του βιβλίο σκύβει πάνω από την πολύκροτη σχέση της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση και έπειτα από εργώδη έρευνα ασχολείται με το «κρυμμένο» τους παιδί. Καρπός αυτής της έρευνας είναι το βιβλίο «Οmero le fils caché» (εκδ. Plon) που έχει κάνει ήδη αίσθηση στη Γαλλία.
Μας μίλησε για το πώς είναι να γράφει στα αγγλικά και να εκδίδει τα βιβλία του σε γαλλικό εκδοτικό οίκο, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην παρουσία του στα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα.
Σας γνωρίσαμε ως συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να αφήσετε την αστυνομική πλοκή και να στραφείτε σε έναν ήρωα που σχετίζεται με δύο διασημότητες, τη Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση;
Στην Ελλάδα όντως οι αναγνώστες με γνώρισαν και με γνωρίζουν ως συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας. Στη Γαλλία η πρώτη μου επαφή με το κοινό ήταν χάρη στα criminartistic δοκίμια που μιλούν για το έγκλημα στην τέχνη, κι έπειτα ήρθαν τα whodunit. Έχοντας, λοιπόν, δυο είδη στο ενεργητικό μου εδώ ήταν πολύ πιο εύκολο να τολμήσω να πειραματιστώ, παρουσιάζοντας κάτι διαφορετικό σε μία χώρα που δεν περιορίζει τους συγγραφείς σε ετικέτες. Το «Omero, le fils caché» δεν είναι μεν αστυνομική ιστορία, αλλά περιστρέφεται γύρω από μία εμμονική έρευνα για τις ρίζες, το όνομά και την ταυτότητα.
Η μυθοπλασία μου βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα, αλλά πάνω και πέρα από διασημότητες είναι μια ιστορία ανθρώπινη. Γι’ αυτό και στο κείμενο δεν εμφανίζονται πουθενά ονόματα. Μεταξύ mamma, papa, Μητέρας και Πατέρα ακολουθούμε το ταξίδι του Omero από το 1960 έως το 2020, από την Ιταλία στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ καθώς ψάχνει να καταλάβει τον εαυτό του και ν’ απαντήσει στην ερώτηση που θέτουν τόσες τραγωδίες: Είναι τελικά το πεπρωμένο ή οι επιλογές που καθορίζουν τη ζωή μας;
Πώς επινοήσατε τον ήρωά σας, το «κρυμμένο παιδί» της Κάλλας με τον Ωνάση; Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από την… ιστορία;
Ήταν το βιβλίο Greek Fire του Nicolas Gage (Νικόλα Γκατζογιάννη, συγγραφέα του συγκλονιστικού βιβλίου Ελένη) για τη σχέση Κάλλας – Ωνάση που αποκάλυψε την ύπαρξη ενός παιδιού που πέθανε ελάχιστες ώρες μετά τη γέννησή του, στηριζόμενος σε σχετικά πιστοποιητικά και μια φωτογραφία.
Κάποιοι αμφισβητούν τη γνησιότητα των πιστοποιητικών, αλλά η έμπνευση δεν χρειάζεται βεβαιότητες για να καλπάσει. Αυτό ήταν το έναυσμα της ιστορίας μου: θέλησα να δώσω ζωή σ’ ένα το παιδί που δεν πρόλαβε να ζήσει. Αρχικά, μάλιστα ήθελα να του προσφέρω μια ευτυχισμένη ζωή. Στη συνέχεια, καθώς έγραφα, το ίδιο το κείμενο μου επέβαλε μια στροφή προς μια σύγχρονη Οδύσσεια, χωρίς άφιξη στην Ιθάκη. Πώς μπορεί κάποιος να είναι ευτυχισμένος όταν κυνηγά τα φαντάσματα δυστυχισμένων ανθρώπων;
Υπάρχει κάποιο στοιχείο της έρευνάς σας ή του τρόπου που βλέπετε το ραγισμένο είδωλο της Κάλλας που να μην το έχουμε δει ως τώρα;
Η έρευνα βασίστηκε σε πληθώρα βιογραφιών και ντοκιμαντέρ για τους δύο γονείς του Omero. Διυλίζοντας όσα διάβαζα, άκουγα κι έβλεπα, κράτησα όχι όσα τρέφουν την περιέργεια του κοινού για τη «Divina» ή τον «πειρατή» αλλά αυτά που ένα παιδί θέλει να μάθει για τους γονείς του: την καθημερινότητά τους, τη σχέση τους πέρα από κουτσομπολιά και υπερβολές του Τύπου, την ανθρώπινη πλευρά τους. Μες στη μυθοπλασία αυτή λοιπόν ο αναγνώστης θα τους δει υπό το πρίσμα του παιδιού τους, ως αίμα του αλλά και τελείως αγνώστους. Δεν είναι το ραγισμένο είδωλο που αποκαλύπτεται μέσα από τις σκέψεις και την έρευνα, αλλά η φαντασίωση της τέλειας, της ιδανικής μητέρας που η Μαρία (όχι η Κάλλας) θα ήταν για το παιδί της. Φαντασίωση, φυσικά, η οποία αν ποτέ έπαιρνε σάρκα και οστά θα διαλυόταν, κάτι που ο ίδιος ο πρωταγωνιστής καταλαβαίνει προς το τέλος της αφήγησης του.
Η Κάλλας ψαχνε την αγάπη, και την βρήκε έστω και ατελή, στον Ωνάση, ο οποίος είμαι βέβαιος πως την αγάπησε επίσης.
Τελειώνοντας το βιβλίο σας ποια αίσθηση σας άφησε η ζωή της Κάλλας και η σχέση της με τον Ωνάση; Θα μπορούσαν αυτοί οι δύο να έχουν μεγαλώσει ένα παιδί μαζί;
Η Κάλλας ήταν μια τεράστια καλλιτέχνις που δούλεψε πολύ σκληρά για όσα έκανε, για όσα ήταν. Υπεράνθρωπη προσπάθεια για να γίνει μια θεά, δύναμη για να ξεπεράσει τις δυσκολίες, τον πόλεμο εναντίον της, και στη συνέχεια μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο είδωλο και τη γυναίκα, την Κάλλας και τη Μαρία. Έψαχνε την αγάπη, και την βρήκε έστω και ατελή, στον Ωνάση, ο οποίος είμαι βέβαιος πως την αγάπησε επίσης. Δυο δυναμικοί χαρακτήρες, δύο μυθολογικοί ήρωες σε μια σχέση όπου όλα ήταν υπερβολικά –το πάθος, η δόξα, το χρήμα, η ψυχολογική βία–, όπου τίποτα ωστόσο δεν ήταν άσπρο ή μαύρο. Ο Omero ξεκινάει την έρευνά του ψάχνοντας να επιβεβαιώσει τους ρόλους της οσιομάρτυρος και του κακού, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει πως οι σχέσεις δεν περιορίζονται σε στεγανά.
Όσο για την δεύτερη ερώτηση, θα προσθέσω μια λέξη που βρίσκεται στο κέντρο της έρευνας, αν αυτοί οι δύο θα μπορούσαν να μεγαλώσουν καλά ένα παιδί μαζί. Την απάντηση τη δίνει η «από μηχανής θεά» στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, μια απάντηση βασισμένη στην εμπειρία (πόσα ιερά τέρατα μεγάλωσαν ευτυχισμένα παιδιά;) στη σχέση των ίδιων των γονέων του Omero με τους γονείς τους, και στη σχέση του πατέρα του με τα παιδιά του. Είπαμε, η φαντασίωση μια τέλειας σχέσης, μιας ιδανικής παιδικής ηλικίας, μιας ευτυχισμένης ζωής συχνά διαλύεται υπό το βάρος της πραγματικότητας. Το τελικό ερώτημα είναι αν και πώς μπορεί κάποιος να συνεχίσει όταν η φαντασίωση αυτή ήταν το κέντρο της ύπαρξής του για πάνω από τέσσερις δεκαετίες...
Το βιβλίο σας έκανε ήδη αίσθηση στη Γαλλία. Το περιμένατε;
Μέσα σε δύο μήνες από την κυκλοφορία του το βιβλίο έχει λάβει ελεγειακές κριτικές, από τον Τύπο και κυρίως πολλή αγάπη από τους αναγνώστες. Δεν ξέρω αν το περίμενα (κρατάω πάντα μικρό καλάθι), σίγουρα όμως το ήλπιζα. Η εκδότριά μου, με μεγάλη εμπειρία στον χώρο και ένστικτο τόσο λογοτεχνικό όσο και εμπορικό, το προείδε και γι’ αυτό έκανε τα πάντα προκειμένου το χειρόγραφό μου να μεταφραστεί απ’ τα αγγλικά, να διορθωθεί και να κυκλοφορήσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο από όταν το διάβασε, και μόλις τέσσερις μήνες μετά την κυκλοφορία στη Γαλλία του προηγούμενου αστυνομικού μυθιστορήματός μου. Χαίρομαι πολύ που είχε δίκιο...
Πόσο εύκολο ήταν να αφήσετε τη μητρική σας γλώσσα και να γράψετε στα αγγλικά;
Είναι το κείμενο που μου επιβάλει κάθε φορά τη γλώσσα στην οποία θα γράψω. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα π.χ. που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα και ασχολούνται με την ελληνική πραγματικότητα τα γράφω στα ελληνικά. Από την άλλη, ήδη τα δύο δοκίμια για το έγκλημα στην τέχνη και ως μια εκ των καλών τεχνών τα είχα γράψει στα αγγλικά επειδή η έρευνα μου ήταν κυρίως σε αυτή τη γλώσσα.
Αντίστοιχα για το Omero, le fils caché οι περισσότερες πηγές ήταν στα αγγλικά, ο κύριος λόγος όμως που το κείμενο μου επιβλήθηκε ως αγγλικό είναι άλλος: ο πρωταγωνιστής ψάχνει την ταυτότητά του, το πού ανήκει: σε ποια οικογένεια, σε ποια χώρα, σε ποια κουλτούρα, στο παρόν, στο μέλλον, στη δική του ζωή ή στη ζωή άλλων ως σκιά;
Για μένα η γλώσσα ενός απάτριδος είναι τα αγγλικά, μια γλώσσα που μιλάμε οι περισσότεροι, μια γλώσσα που μας είναι ουδέτερη αλλά παράλληλα εύκολη στη διαχείριση και στην έκφραση συναισθημάτων. Η εξαιρετική μετάφραση στα γαλλικά κατάφερε να μεταφέρει το πνεύμα και το συναίσθημα του κειμένου μου στο ακέραιο.
Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και μεγάλωσε. Με σπουδές στη Νομική και την Εγκληματολογία στην Αθήνα και το Παρίσι, και έχοντας εργαστεί ως δικηγόρος, τα τελευταία χρόνια ζει στη γαλλική πρωτεύουσα. Είναι συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας και δοκιμιακών βιβλίων για την αισθητική του εγκλήματος, εμπνευστής της έννοιας criminart και μέλος της Crime Writers’ Association. Το βιβλίο του Μυθιστόρημα με κλειδί απέσπασε το Μεσογειακό βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος 2023 (Prix Méditerranée du Polar 2023). |
Στην αστυνομική λογοτεχνία θα επιστρέψετε ή αυτό το τελευταίο σας βιβλίο συνιστά στροφή στα συγγραφικά σας ενδιαφέροντα;
Θα επιστρέψω με την ίδια αγάπη, το ίδιο πάθος, την ίδια ενδελεχή έρευνα που βάζω σε ό,τι κάνω. Ο Χριστόφορος Μάρκου, ο πρωταγωνιστής των αστυνομικών μου μυθιστορημάτων, έχει αρχίσει να μου λείπει. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα συνεχίσω να γράφω κι άλλα είδη, ειδικά τώρα που το πείραμα πέτυχε και συνεχίζω να απολαμβάνω της απόλυτης εμπιστοσύνης και στήριξης του γαλλικού εκδοτικού μου οίκου. Δεν σας κρύβω πως αυτό που τελειώνω τώρα είναι υβρίδιο αστυνομικής έρευνας και φιλοσοφίας, κάτι ανάμεσα σε Άγκαθα Κρίστι και Αντρέ Μαλρό. Ο κανόνας είναι ένας: γράφω για θέματα που με ενδιαφέρουν και με τον τρόπο που εγώ ο ίδιος ως αναγνώστης θα ήθελα να τα διαβάσω.
Πώς είναι για έναν Έλληνα να ζει στο Παρίσι και να εκδίδει τα βιβλία του σε γαλλικό εκδοτικό οίκο;
Ευλογία! Η Γαλλία μου επέτρεψε μια δημιουργική και προσωπική ελευθερία που με έκανε τον συγγραφέα που είμαι. Η συνεργασία μου με τον εκδοτικό οίκο που έχει κυκλοφορήσει τα τρία τελευταία μυθιστορήματά μου, τον PLON, έναν από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους είναι αγαστή και τα αποτελέσματα της εμπιστοσύνης τους φαίνονται στις πωλήσεις, στην παρουσία μου στον Τύπο και τα φεστιβάλ, ακόμα και στο γεγονός ότι κέρδισα το Prix Méditerranée αστυνομικής λογοτεχνίας 2023 για το «Qui a tué Lucy Davis?» (τη γαλλική μετάφραση από την Hélène Zervas του Μυθιστόρημα με κλειδί, Μίνωας 2021). Αισθάνομαι μέλος μια μεγάλης οικογένειας στον PLON και στο σπίτι μου στο Παρίσι.
Στην Ελλάδα ελάχιστοι συγγραφείς μπορούν να ζήσουν από τα βιβλία τους. Στη Γαλλία τι ισχύει;
Στη Γαλλία ναι μεν το ποσοστό που λαμβάνει ένας συγγραφέας από την πώληση κάθε βιβλίου είναι μικρό (8-12%) αλλά οι προκαταβολές είναι αξιοπρεπείς, και κυρίως η λεγόμενη «Χάρτα των συγγραφέων» (La Charte des auteurs) προβλέπει την πληρωμή των δημιουργών για τη συμμετοχή σε φεστιβάλ, σε γνωριμίες με το κοινό, σε ντιμπέιτ και σε ομιλίες.
Με πολλή δουλειά λοιπόν, με παραγωγή και κυρίως τη θέληση και τον χρόνο που απαιτεί η προώθηση της δουλειάς μας εδώ, μπορεί κάποιος να ζήσει από τα βιβλία του, ευκολότερα από την Ελλάδα, αλλά και πάλι όχι εύκολα. Παρά τις δυσκολίες –οι οποίες ήταν πολλές και πολλοί δεν το καταλαβαίνουν, καθώς βλέπουν μόνο την κορυφή του παγόβουνου– αποφάσισα νωρίς να αφιερώσω όλον μου τον χρόνο και όλο μου το είναι σε αυτό που αγαπώ. Δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Ποιες είναι οι αισθητικές ή άλλες διαφορές ανάμεσα στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό και το ελληνικό;
Οι Γάλλοι διαβάζουν πολύ και είναι ανοιχτοί σε νέους συγγραφείς, στους οποίους δίνουν μια πρώτη ευκαιρία και στη συνέχεια, αν πεισθούν από την πρώτη αυτή επαφή, γίνονται πιστοί. Όπως με το κάθε τι, θεωρώ πως η αγάπη για το βιβλίο μαθαίνεται από το σπίτι, το σχολείο και ειδικά εδώ προωθείται δυναμικά.
Υπάρχει μία κεντρική πολιτική βιβλίου που επιτρέπει σε όλους μέσα από φεστιβάλ σε κάθε γωνιά της Γαλλίας να γνωρίσουν, να συνομιλήσουν με συγγραφείς και να ανακαλύψουν τη δουλειά τους. Είμαι πολύ χαρούμενος που έχω και στην Ελλάδα πιστούς αναγνώστες, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν πως μέχρι πολύ πρόσφατα (μια δεκαετία) το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δεν εμπιστευόταν Έλληνες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτό έχει αλλάξει και ο αντίκτυπος φαίνεται στην μεγάλη –και συχνά ποιοτική– παραγωγή.
Το τελευταίο διάστημα γίνεται λόγος στην Ελλάδα για το πώς οι Έλληνες συγγραφείς θα καταφέρουν να βγουν εκτός των συνόρων. Εσείς που ζείτε στο εξωτερικό, βρίσκετε να υπάρχει ενδιαφέρον για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;
Το ενδιαφέρον δεν έρχεται μόνο του, πρέπει να καλλιεργηθεί! Για να βγουν (περισσότεροι) Έλληνες συγγραφείς εκτός συνόρων χρειάζεται βοήθεια κι από την Πολιτεία, προώθηση και χρηματοδότηση για μεταφράσεις (όχι μόνο στη θεωρία, αλλά τα προβλεπόμενα κονδύλια να φτάνουν στον τελικό προορισμό τους και να μην κολλάνε στην γραφειοκρατία και σ’ άλλες ελληνικές αγκυλώσεις!) και φυσική παρουσία.
Δεν αρκεί να βγει ένα βιβλίο σε μια γλώσσα και να αφεθεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων να σκονίζεται, πρέπει ο συγγραφέας να πάει σε φεστιβάλ, να γνωρίσει το κοινό, να συνομιλήσει μαζί του. Υπάρχει στην Ελλάδα ποιοτική λογοτεχνία, πέρα και πάνω από τις όποιες ετικέτες ως προς το είδος, πρέπει η δουλειά αυτή να βρει τον δρόμο της και τη θέση της στο εξωτερικό.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)