Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο ποιητής και πεζογράφος Γιάννης Πάσχος, με αφορμή το βιβλίο του «Το χρονικό ενός δυσλεξικού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.
Επιμέλεια: Book Press
Για ποιο λόγο επιλέξατε τώρα να μιλήσετε για ένα θέμα τόσο προσωπικό, όσο η δυσλεξία;
Δεν ήταν επιλογή, ήταν μια πηγαία παρόρμηση, στην οποία απλά αφέθηκα. Έψαχνα κάτι στο διαδίκτυο κι έπεσα πάνω σε ένα on line τεστ δυσλεξίας για ενήλικες. Ήταν δέκα ερωτήσεις κι έπρεπε να απαντηθούν με ένα ΝΑΙ ή με ένα ΟΧΙ. Και στις δέκα ερωτήσεις απάντησα ΝΑΙ. Ήρθαν στον νου μου τα χρόνια που πέρασαν και τι έχω τραβήξει με αυτή την ιστορία από τότε που ήμουν παιδί. Χωρίς να το πολυσκεφθώ αποφάσισα να γράψω το χρονικό ενός δυσλεκτικού.
Έχω την αίσθηση πάντως ότι, έτσι κι αλλιώς, για να μιλήσεις για πράγματα που σε δυσκόλεψαν, σε βασάνισαν, που σε έκαναν να βιώσεις το περιθώριο υπάρχοντας μόνιμα απέναντι σε όλους και σε όλα, χρειάζεται χρονική απόσταση από τα γεγονότα.
Διαγνώσατε τη δυσλεξία σας ιδιαίτερα μεγάλος, στα σαράντα πέντε σας. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης;
Όταν ήμουν παιδί η δυσλεξία ήταν άγνωστη λέξη, κι έτσι, όλα τα προβλήματα κατά τη γνώμη των μεγάλων δεν μπορούσε παρά να ήταν αποτέλεσμα τεμπελιάς, αδιαφορίας και μεγάλης αναποδιάς. Σταδιακά και με τον καιρό, περνώντας μέσα από τραγελαφικές καταστάσεις και καταβάλλοντας πάντα μεγάλη προσπάθεια, τα μαθησιακά προβλήματα αμβλύνθηκαν. Είχα μείνει με την εντύπωση ότι ναι, είμαι ανορθόγραφος, διαβάζω με δυσκολία, δεν «παίρνω» τις ξένες γλώσσες και χάνω εύκολα τον προσανατολισμό μου, δηλαδή ήταν κάτι σαν να είχα μεγάλη μύτη, πλατυποδία, τάση για πάχυνση, κάτι που δεν αλλάζει, κάτι από γεννησιμιού μου. Άλλωστε, κουτσά στραβά κάτι ψιλοκατάφερνα. Τυχαία, στα σαρανταπέντε μου, όταν μια φίλη ψυχολόγος είδε κάποια γραπτά μου, μου είπε ότι ήμουν δυσλεκτικός και μου μίλησε για τη ζωή και τις δυσκολίες μου σαν να με παρακολουθούσε από κάπου.
Πόσο «αντικειμενική» ασθένεια είναι η δυσλεξία; Μήπως υπάρχει και μια τάση υπερδιάγνωσης στις μέρες μας;
Αυτό είναι θέμα των ειδικών, δεν ξέρω, πραγματικά δεν γνωρίζω, δεν έχω ασχοληθεί καθόλου με το θέμα και δεν με ενδιαφέρει. Δεν νιώθω ασθενής. Θα συμφωνήσω όμως μαζί σας ότι ίσως το θέμα της δυσλεξίας να είναι και θέμα υπερδιάγνωσης, όπως συμβαίνει, δυστυχώς, σήμερα και με τόσα άλλα πράγματα. Παντού σχεδόν λειτουργούν με αυστηρά πρωτόκολλα, πηγαίνεις στον οδοντίατρο και μπορεί να καταλήξεις να κάνεις μαγνητική στο γόνατο. Η υπερανάλυση και η υπερδιάγνωση πολλές φορές δημιουργούν νέα προβλήματα και νέα αδιέξοδα.
Τελικά, κοιτώντας προς τα πίσω, πιστεύετε ότι η δυσλεξία ήταν εμπόδιο στη σχέση σας με τη γλώσσα και τη γραφή, ή μήπως με κάποιον τρόπο σας βοήθησε να ανακαλύψετε την κλίση σας;
Ναι, ήταν μεγάλη δυσκολία όχι μόνο με τη γλώσσα και τη γραφή αλλά με τα πάντα. Μόνιμα όφειλα να ανακαλύπτω τρόπους για να υπάρχω, να εφευρίσκω δρόμους επικοινωνίας με τον πραγματικό κόσμο, ο κόσμος μου ήταν αλλιώτικος, μόνιμα βρισκόμουν (και βρίσκομαι ακόμη) στο όριο που συναντιέται το πραγματικό με το φανταστικό. Τα απροσπέλαστα εμπόδια, οι τρικυμιώδεις σχέσεις, οι αποτυχίες αλλά και οι κωμικοτραγικές καταστάσεις ήταν τόσο πολλές, που όφειλα μια απάντηση. Ναι, με ώθησαν νομίζω να κάνω -με ευχαρίστηση, παίρνοντας το αίμα μου πίσω ίσως- αυτό που δεν άντεχα και δεν μπορούσα: να γράψω.
Ποιος είναι ο ιδανικός αποδέκτης αυτού του βιβλίου;
Η λέξη ιδανικός δεν υπάρχει στη σκέψη μου, δεν μπορώ να την εντάξω στη σκέψη μου, δεν θυμάμαι να την έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, ίσως είναι θέμα άμυνας, αν και, από βαθιά πεποίθηση, όλα τα πράγματα στη ζωή τα βλέπω λιγότερο αυστηρά, ώστε να απαιτώ κάποιου είδους ιδανικεύσεις, η ζωή η ίδια δεν είναι έτσι. Κάτι για τον αναγνώστη: Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια παράθεση γεγονότων ή θεραπευτικών μεθόδων, συμβουλών και προτάσεων, είναι ένα λογοτεχνικό έργο, είναι μια ανοιχτή πρόσκληση συνοδοιπορίας στο πέρασμά μου μέσα από το σκληρό και στείρο εκπαιδευτικό σύστημα και την περιθωριοποίηση – ζητήματα κοινά για όλους μας.