Ο Χάρης Καλαϊτζίδης μας συστήθηκε πρόσφατα με το μυθιστόρημά του «Πολεμική Μηχανή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία. «Πρόκειται για ένα βιβλίο για τον φασισμό και τη σχέση του με την επιθυμία: όχι μόνο τον φασισμό των κρατών και των ομάδων, αλλά επίσης τον φασισμό της καθημερινής ζωής», σημειώνει, μεταξύ άλλων.
Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Στην Πολεμική Μηχανή, δύο ζωές στο περιθώριο συνδέονται μέσω μιας τρίτης. Έτσι, ο Διονύσης, που μεγαλώνει ως ομοφυλόφιλος στην επαρχία, κι η Αριάδνη, που συνθλίβεται από ψυχιατρικούς και πατριαρχικούς θεσμούς, ερωτεύονται σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους τον Βαρθολομαίο Γδούπα, ο οποίος σταδιακά εκφασιστοποιείται. Με γλώσσα που κινείται από το σχετικά ρεαλιστικό ως και το εντελώς ποιητικό, και μ’ ένα ασαφές πέρασμα από αφηγητή σε αφηγητή, βλέπουμε τις περίπλοκες κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις που καθορίζουν τις ζωές των χαρακτήρων, την έκσταση, τον πόνο, και τις μεταμορφώσεις.
Πρόκειται για ένα βιβλίο για τον φασισμό και τη σχέση του με την επιθυμία: όχι μόνο τον φασισμό των κρατών και των ομάδων, αλλά επίσης τον φασισμό της καθημερινής ζωής, τον φασισμό που ριζώνει στα σώματα και στους έρωτές μας, εκείνον που μας κάνει να αγαπάμε τις αλυσίδες μας και να επιθυμούμε ό,τι μας αρρωσταίνει.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Με κίνδυνο να ευλογήσω τα γένια μου, ή να απαντήσω σε μια ερώτηση που κανονικά θα έπρεπε να αφήνεται στους αναγνώστες, μπορώ να πω πως η Πολεμική Μηχανή φέρνει κάτι διαφορετικό – ίσως όχι κάτι το απαραίτητα καινούργιο, αλλά σίγουρα κάτι το διαφορετικό. Η γραφή, πάνω απ’ όλα, η γλώσσα κι ο τρόπος που αυτή διαρθρώνεται με το ύφος και τον ρυθμό, ειδικά στα πιο παράξενα –παραληρηματικά ή πειραματικά– σημεία του βιβλίου, δομεί μια ιδιαίτερη συνθήκη.
Όταν μου έρχεται μια ιδέα, η πρώτη μου αντίδραση είναι να τη μοιραστώ με κάποιον.
Παράλληλα, ένα στοιχείο που υπάρχει και σε άλλα έργα σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, αλλά που παίρνει κεντρική θέση στην Πολεμική Μηχανή, είναι αυτό της θεωρίας και του τρόπου με τον οποίο ορισμένες φιλοσοφικές καταβολές (το έργο των Ντελέζ-Γκατταρί κατά βάση) μετουσιώνονται σε αφήγηση και πρόζα. Φυσικά, το μυθιστόρημα δεν εξαντλείται στην λογοτεχνική επεξεργασία της θεωρίας – απεναντίας, προσφέρει διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης, έχει στρώσεις, σαν μιλφέιγ, έτσι που μπορεί ο καθένας να πάει μέχρι εκεί που θέλει.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Όταν μου έρχεται μια ιδέα, η πρώτη μου αντίδραση είναι να τη μοιραστώ με κάποιον. Μιλάω συνεχώς με τους φίλους μου, τους λέω τις σκέψεις μου κι αφουγκράζομαι τις διάφορες αντιδράσεις. Με βοηθάει πολύ ο διάλογος – συζητώντας καταλαβαίνω καλύτερα τις ιδέες μου, τις βλέπω διαφορετικά, ενώ συχνά εμφανίζονται και νέα στοιχεία που ξεπηδάνε από το ασύνειδο. Οπότε στην αρχή μιλάω. Ύστερα κρατάω σημειώσεις, περιμένω για λίγο, τις ξαναεπισκέπτομαι…
Καθώς έγραφα την Πολεμική Μηχανή, άκουγα συνεχώς δίσκους, κυρίως σύγχρονης κλασικής και μινιμαλισμού, Terry Riley, Philip Glass, Arvo Pärt, Nils Frahm…
Γράφω μόνο αν έχω έναν εκτενή σκελετό, θέλω να ξέρω ακριβώς πώς δομείται το περιεχόμενο προτού παντρέψω λέξεις. Έτσι, όταν γράφω, όταν γράφω στ’ αλήθεια, μπορώ να αφοσιωθώ στην έκφραση καθαυτή, χωρίς να ανησυχώ για την πλοκή, τις μεταβάσεις, το νόημα και τα κενά. Εφόσον είναι όλα προαποφασισμένα, μου δίνεται η δυνατότητα να κάνω τη γραφή όσο πιο σφιχτή μπορώ.
Όταν έχω ένα πρώτο ντραφτ, το δίνω σε μερικούς ανθρώπους που εμπιστεύομαι. Προσπαθώ να τους κρατάω λίγους, μα πάντα ο ενθουσιασμός μου υπερισχύει και καταλήγω να μοιράζω το κείμενο εδώ κι εκεί, σε φίλους, γνωστούς, συνεργάτες… Εν τέλει όμως εμπιστεύομαι λίγους – και λίγους ακούω σοβαρά πριν να περάσω στο δεύτερο ντραφτ.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Σίγουρα έχω επηρεαστεί πολύ από τη μουσική, ίσως και μ’ έναν αναπάντεχα άμεσο τρόπο: Καθώς έγραφα την Πολεμική Μηχανή, άκουγα συνεχώς δίσκους, κυρίως σύγχρονης κλασικής και μινιμαλισμού, Terry Riley, Philip Glass, Arvo Pärt, Nils Frahm… Θεωρώ πως κάποια στοιχεία τους τρύπωσαν μέσα στο κείμενο: Από τη μία, οι ατέλειωτες επαναλήψεις των μουσικών φράσεων με βοήθησαν να δομήσω τον ρυθμό του λόγου∙ από την άλλη, η υποβλητική ατμόσφαιρα των συνθέσεων έθεσε το έδαφος για το ύφος στα πιο υπερβατικά και συγκινησιακά κομμάτια του έργου, εν είδει soundtrack.
Πέρα απ’ αυτό, ο κινηματογράφος. Υπάρχει μια λογική μοντάζ στην Πολεμική Μηχανή, κάτι σε jump cut ή σε παράλληλο editing κάθε φορά που περνάμε από το ένα συναισθηματικό στάδιο στο άλλο, ή, ακόμα πιο έντονα, από τον έναν αφηγητή στον άλλον καθώς ο εαυτός καταλύεται πριν δομηθεί διαφορετικά.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Η ιστορία της έκδοσης της Πολεμικής Μηχανής είναι μάλλον παράξενη. Πριν από αυτήν είχα γράψει μια νουβέλα, μία ιστορία à la Λένος Χρηστίδης και Κωστάκης Ανάν, γεμάτη με λογοπαίγνια, παρεΐστικες περιπέτειες, shows με drag και ντραγκς. Δεν είχα κάποιον γνωστό σε εκδοτικό, κι έτσι, το ‘19, την έστειλα σε 15 οίκους. Από αυτούς, απάντησε θετικά μόνο η Εστία. Υπογράψαμε για το βιβλίο το ‘20, όμως, μέχρι να φτάσει σε επιμελητή –ο covid καθυστέρησε τα πάντα– εγώ είχα ήδη ετοιμάσει την Πολεμική Μηχανή. Μίλησα με τον εκδοτικό, τους πρότεινα να βγάλουμε το πιο πρόσφατο έργο, κι εκείνοι συμφώνησαν. Ξαναϋπογράψαμε το ‘21.
Θεωρώ ότι υπήρξα πολύ τυχερός, και είμαι ειλικρινά ευγνώμων στην κυρία Καραϊτίδη της Εστίας για όλη της τη βοήθεια. Όντως, τα πράγματα δεν είναι εύκολα για τους νέους συγγραφείς – ένας φοβερός όγκος κειμένων αποστέλλεται σε υποστελεχωμένους εκδοτικούς, οι οποίοι συχνά δεν απαντάνε καν στις προτάσεις που λαμβάνουν, πολλοί κινούνται με γνωριμίες, τα πάντα είναι αρκετά θολά… Για κάποιο άτομο που θα ‘θελε να εκδοθεί, η συμβουλή μου θα ήταν να μη σταματήσει να στέλνει τα κείμενά του, να επισκέπτεται τους οίκους – πόρτα με πόρτα, καταπακτή με παραθύρι, κάποιο άνοιγμα θα βρεθεί.