Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Sara Mesa «Πίσω από τους θάμνους» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), που κυκλοφορεί αρχές Απριλίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με όλα όσα ξέρει, πώς γίνεται να μη δουλεύει; Σύμφωνοι, είναι γέρος –γι’ αυτό τον λέει έτσι, Γέρο– αλλά δεν έχει φτάσει ακόμη στην ηλικία της συνταξιοδότησης, οπότε, εκτός κι αν έχει κερδίσει το λαχείο –που δεν φαίνεται– βρίσκεται μπροστά σε ένα ανεκμετάλλευτο ταλέντο. Ο Ντέιβιντ Ατένμπορο είναι πολύ πιο γέρος, γεράκος πλέον, και βγαίνει ακόμη στην τηλεόραση με τα ντοκιμαντέρ του. Ο Γέρος άραγε δεν θα μπορούσε να κάνει κι εκείνος ντοκιμαντέρ ή ρεπορτάζ ή να γράφει για τα πουλιά; Η Κάσι είναι λυπημένη, δεν εννοεί να καταλάβει τη χρησιμότητα αυτού του μηνιαίου ξεματώματος –για κείνη είναι ακόμη μια ένδειξη του παραλογισμού αυτού του κόσμου– τι ξόδεμα, σκέφτεται, κι αυτή η συναισθηματική κατάσταση μολύνει τη συζήτηση, που σήμερα την αντιμετωπίζει μαλακά, με τόνο εμπιστευτικό και μελαγχολικό. Ο Γέρος πλησιάζει λιγάκι, αναστενάζει. Γιατί δεν δουλεύει; Δεν υπάρχουν και πολλά μέρη που να νιώθει βολικά, παραδέχεται. Δεν καταλαβαίνει γιατί, αλλά στα περισσότερα μέρη τον απορρίπτουν. Δεν έχει πτυχίο βέβαια, αυτό είναι γεγονός, αλλά ακόμη και στις θέσεις που δεν απαιτείται, αφού του πάρουν συνέντευξη, πάντα τον διώχνουν. Εδώ και πολύ καιρό δεν έχει καμιά τέτοια φιλοδοξία. Αν είναι να δημιουργεί προβλήματα, καλύτερα να μείνει στο σπίτι του ή να κάνει περίπατο στο πάρκο, έτσι δεν είναι; Αναπολεί τον καιρό που συνεργαζόταν μ’ ένα καταφύγιο πουλιών. Δεν τον πλήρωναν, αλλά για κείνον ήταν αρκετός μισθός να τον αφήνουν να βρίσκεται εκεί, περιτριγυρισμένος από άγρια πουλιά. Τα κλουβιά ήταν μονάχα για όσα ήταν άρρωστα ή για τα μικρά που γεννιόντουσαν στην αιχμαλωσία, όλα τα υπόλοιπα ελεύθερα! Σ’ εκείνο το καταφύγιο ανακτήθηκαν είδη που κινδύνευαν να εξαφανιστούν κι εκείνος είχε πάρει μέρος σ’ αυτό το κατόρθωμα, πώς να μη νιώθει περήφανος! Η Κάσι βρίσκει λίγο κουράγιο να του ζητήσει να της πει περισσότερα. Τι ακριβώς έκανε; Να, έδινε ένα χεράκι σε όλα, σε κάθε είδους δουλειές, από το να καθαρίζει από τα αποπατήματά τους τις εγκαταστάσεις, μέχρι να μαζεύει τα ξερά φύλλα, να βάζει την ξηρή τροφή ή να ρυθμίζει τον θερμοστάτη στα κλουβιά των νεοσσών. Εκείνος δεν κολλάει σε τίποτα! Αν θέλει, μπορεί να είναι πολύ σκληρός τύπος! Κοιτάζει πάνω και λέει: πόσο μου άρεσε να βρίσκομαι εκεί, τι θαύμα να κοιτάζεις τα πουλιά στον υδροβιότοπο, τα φερεντίνια και τα φλαμίνγκο, τους μυγοχαύτες μαχητές, τις σουλτανοπουλάδες, τις χαλκόκοτες και τους πελαργούς. Ήταν πάρα πολλά τα πτηνά που σταματούσαν εκεί, αλλά εκείνος αναγνώριζε θαυμάσια ορισμένα από αυτά και τους έδινε ονόματα τραγουδιστριών δίχως να έχει σημασία αν ήταν θηλυκά ή αρσενικά: Αρίθα, Ρομπέρτα, Μπίλι, Νταϊάνα, Λίντα και ασφαλώς Νίνα, που ήταν ένας γαλάζιος γερανός –ή γερανός του παραδείσου–, με βήμα αργό και μεγαλοπρεπές. Κατάφερε να κάνει και φίλους! Οι υπόλοιποι εθελοντές ήταν υπέροχοι άνθρωποι, του φέρονταν πολύ καλά, πολύ γλυκά. Κυρίως η γυναίκα του φύλακα, που τη συνόδευε σε όλες τις δουλειές της –έγινε η σκιά της, έκανε τα πάντα για να τη βοηθάει! Και τι συνέβη, Γέρο; Γιατί δεν συνέχισες εκεί; ρωτάει η Κάσι αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Εκείνος ανοίγει τα μάτια του διάπλατα, λες κι είχε ξυπνήσει σε άλλο κόσμο –εκείνον του καταφυγίου και της έλλειψης νερού–, κοιτάζει τα χέρια του και εξηγεί: τίποτα, τελείωσε η συνεργασία κι αυτό ήταν. Είναι τόσο φανερή η αλλαγή της συμπεριφοράς και η θλίψη, ώστε η Κάσι προβλέπει αμέσως αυτό που θα συμβεί: ο Γέρος θα σηκωθεί, θα φυλάξει την πετσέτα του, θα μιλήσει για άλλο ζήτημα για ν’ αλλάξει την κουβέντα, θα την χαιρετίσει και θα φύγει βιαστικά. Πάντα συμβαίνει αυτό όταν κάτι τον φέρνει σε αμηχανία, αλλά αυτή τη φορά την Κάσι τη βολεύει γιατί κι εκείνη πρέπει να πάει μια στιγμή στην τουαλέτα του ιατρικού κέντρου να αλλάξει, να πάει και να έρθει σαν τον άνεμο γιατί μισεί εκείνο το μέρος –το ιατρικό κέντρο–, αν και τώρα που είναι πλέον γυναίκα δεν μπορεί να έχει απαιτήσεις, χρειάζεται κάποιο μπάνιο κοντά για να φροντίζει τον εαυτό της – ακόμη ένα μειονέκτημα του να είσαι γυναίκα, βεβαίως.
Είναι ασυνήθιστο που δεν έβρεξε νωρίτερα: ουσιαστικά όλος ο Οκτώβρης δίχως σταγόνα και τώρα, απότομα, κατακλυσμός! Τι ατυχία λέει ο ένας στον άλλον κοιτάζοντας ανήσυχοι το καταφύγιο, που είναι μες στη λάσπη. Ο Γέρος έφτασε με βρώμικα παπούτσια και τα ρεβέρ του παντελονιού στα μαύρα τους τα χάλια. Η Κάσι φοράει το αδιάβροχό της και μπότες, αλλά ακόμη κι έτσι είναι ολοφάνερο πως εκεί δεν μπορούν να μείνουν. Οι βροχερές μέρες είναι πια χαμένες μέρες και είναι καλύτερα να πάνε κάπου αλλού από το να τριγυρίζουν εκεί γύρω –καλύτερο από το να επιστρέψει ξανά στο ιατρικό κέντρο. Φεύγουν χωριστά όμως, δεν πρέπει να κυκλοφορήσουν μαζί δημόσια, ακόμη και για την Κάσι θα ήταν παράξενο να δει τον Γέρο έξω από τον φράχτη, να τον δει μέσα στον κόσμο από τον οποίο εκείνη προσπαθεί να ξεφύγει. Αποφασίζουν να πάνε σε μια βιβλιοθήκη του κέντρου γεμάτη φοιτητές. Δίπλα τους, φαίνεται καθαρά πως είναι πολύ μικρότερη, αλλά οι αίθουσες είναι τόσο γεμάτες, ώστε κανείς δεν σταματάει να την κοιτάξει περισσότερο από μια στιγμή, τόσο ασήμαντη είναι, τόσο αδιάφορη σ’ αυτόν τον ξένο κόσμο, τον κόσμο των μεγάλων. Θα μπορούσαν να συναντιούνται με τον Γέρο εκεί, στη βιβλιοθήκη, αλλά θα έθεταν σε κίνδυνο την επιθυμία τους να παραμείνουν αόρατοι. Μαζί θα τραβούσαν την προσοχή ανεπιστρεπτί, εκείνη κοριτσάκι κι εκείνος γέρος. Αυτή η φαντασίωση –όχι ότι συναντιούνται σε μια βιβλιοθήκη αλλά πως τραβούν την προσοχή και οι υπόλοιποι κάνουν υποθέσεις για τη σχέση τους– της προκαλεί μια παράξενη ευχαρίστηση –την ευχαρίστηση της παραβατικότητας– και συχνά φαντάζεται πιθανές σκηνές που συμπεριλαμβάνουν αστυνομική παρέμβαση, τη σύλληψη του Γέρου, μια ανάκριση γεμάτη ερωτήσεις με αόριστους σεξουαλικούς υπαινιγμούς, κάτω από το φως ενός προβολέα. Άλλο είναι όμως να φαντάζεσαι κι άλλο, πολύ διαφορετικό, είναι να προκαλείς την τύχη σου. Θα την κατατρόμαζε αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. Οπότε, αυτό που κάνει όταν βρέχει –ή όταν η μέρα απειλεί με βροχόπτωση– είναι να περνάει το πρωινό μόνη της στη βιβλιοθήκη και να γράφει –με κάτι πρέπει να απασχοληθεί– ένα είδος ημερολογίου στο οποίο φαντάζεται σκηνές που θα μπορούσαν να συμβούν, που θα ήταν καλό να συμβούν –αλλά όχι, όχι–, σελίδες που στο τέλος της μέρας σκίζει καταντροπιασμένη. Στο μεταξύ, ο Γέρος πηγαίνει πιθανότατα σε άλλα μέρη, μέρη που ούτε και σ’ εκείνα θα έπρεπε να συναντηθεί μαζί του, καφετέριες και καταστήματα ή αγορές –η Κάσι δεν το ξέρει αυτό, τι κάνει ο Γέρος όταν δεν είναι μαζί της.