Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουί «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο πατέρας μου
Ο πατέρας μου λοιπόν. Το 1967, τη χρονιά που γεννήθηκε, οι γυναίκες του χωριού δεν πήγαιναν ακόμη σε νοσοκομείο. Γεννούσαν στα σπίτια τους. Όταν τον έφερε στον κόσμο η μητέρα του, ήταν ξαπλωμένη σε ένα ντιβάνι γεμάτο σκόνη, τρίχες από σκύλους και γάτες, πενταβρώμικο από τα μονίμως λασπωμένα παπούτσια, που δεν τα έβγαζαν μπαίνοντας στο σπίτι. Υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι στο χωριό, εννοείται, υπήρχαν όμως και πολλοί χωματόδρομοι, δρόμοι που πολλοί τους χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα, δρόμοι όπου παίζουν τα παιδιά, δρόμοι με χώμα και πέτρες, όχι στρωμένοι με τσιμέντο, δρόμοι που βγάζουν στα χωράφια, μονοπάτια από πατημένο χώμα, που όταν βρέχει γίνονται σαν κινούμενη άμμος.
Πριν το γυμνάσιο, έκανα ποδήλατο πολλές φορές την εβδομάδα σε εκείνους τους χωματόδρομους. Έβαζα ένα μικρό χαρτόνι στις ακτίνες του ποδηλάτου μου, για να κάνει θόρυβο σαν μηχανάκι όταν έκανα πετάλι.
Ο πατέρας του έπινε πολύ και, όταν ήταν μεθυσμένος, χτυπούσε τη μητέρα του: γυρνούσε ξαφνικά προς το μέρος της και την έβριζε, της πετούσε ό,τι κρατούσε στα χέρια του, καμιά φορά ακόμη και την καρέκλα που καθόταν, και μετά την έδερνε.
Ο πατέρας του πατέρα μου έπινε πολύ, παστίς και κρασί χύμα από το πεντόλιτρο, όπως πίνουν ακόμα οι περισσότεροι άντρες στο χωριό. Πάνε και το παίρνουν από το μπακάλικο, που με τον καιρό έχει γίνει λίγο καφενείο, λίγο ψιλικατζίδικο και λίγο φούρνος. Μπορείς να ψωνίσεις οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, αρκεί να χτυπήσεις την πόρτα των ιδιοκτητών του. Σε εξυπηρετούν.
Ο πατέρας του έπινε πολύ και, όταν ήταν μεθυσμένος, χτυπούσε τη μητέρα του: γυρνούσε ξαφνικά προς το μέρος της και την έβριζε, της πετούσε ό,τι κρατούσε στα χέρια του, καμιά φορά ακόμη και την καρέκλα που καθόταν, και μετά την έδερνε. Ο πατέρας μου, μικροσκοπικός, φυλακισμένος στο σώμα ενός καχεκτικού παιδιού, τους κοίταζε, ανήμπορος. Συσσώρευε μίσος σιωπηλά.
Όλα αυτά δεν μου τα έλεγε ποτέ. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε, τουλάχιστον όχι για τέτοια πράγματα. Γι’ αυτά ήταν υπεύθυνη η μητέρα μου, ήταν ο ρόλος της γυναίκας.
Ένα πρωί –ο πατέρας μου ήταν πέντε χρονών–, ο πατέρας του έφυγε για πάντα, ξαφνικά. Μου το είχε διηγηθεί η γιαγιά μου, που έλεγε κι εκείνη οικογενειακές ιστορίες (πάντα ο ρόλος της γυναίκας). Με τα χρόνια, γελούσε με το γεγονός, ευτυχισμένη, εντέλει, που απαλλάχτηκε από τον άντρα της Έφυγε ένα πρωί να πάει για δουλειά στο εργοστάσιο και δεν ξαναγύρισε ποτέ για βραδινό, τον περιμέναμε. Ήταν εργάτης στο εργοστάσιο, ήταν ο μόνος που έφερνε λεφτά στο σπίτι κι όταν εξαφανίστηκε η οικογένεια έμεινε τελείως απένταρη, έξι ή εφτά παιδιά που δεν είχαν να φάνε.
Ο πατέρας μου δεν ξέχασε ποτέ, έλεγε μπροστά μου Αυτόν τον καργιόλη που μας παράτησε, που άφησε τη μητέρα μου στην ψάθα, τον έχω χεσμένο.
Όταν πέθανε ο πατέρας του πατέρα μου, τριανταπέντε χρόνια μετά, εκείνη τη μέρα ήμασταν στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση, οικογενειακώς.
O πατέρας μου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την αδερφή του ή από το γηροκομείο στο οποίο ο γέρος του πέρασε τις τελευταίες του μέρες. Στο τηλέφωνο του είπαν Ο πατέρας σου –σας– πέθανε σήμερα το πρωί, καρκίνος, βασικά ένα σπασμένο ισχίο από ένα ατύχημα, το τραύμα χειροτέρεψε, κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν αλλά δεν μπορέσαμε να τον σώσουμε. Είχε ανέβει σε ένα δέντρο να κόψει κλαδιά και είχε κόψει αυτό πάνω στο οποίο καθόταν. Οι γονείς μου γέλασαν τόσο δυνατά, όταν ακούστηκε αυτή η φράση από την άλλη άκρη της γραμμής, που τους πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνέλθουν Έκοψε το κλαδί στο οποίο καθόταν, ο μαλάκας, μόνο αυτός θα μπορούσε να το κάνει. Το ατύχημα, το σπασμένο ισχίο. Μόλις έμαθε τα νέα ο πατέρας μου ήταν μες στην τρελή χαρά, είπε στη μητέρα μου Τα τίναξε επιτέλους το καθίκι. Κι ακόμη: Πάω να αγοράσω ένα κρασί να το γιορτάσουμε. Γιόρτασε τα σαράντα του χρόνια λίγες μέρες μετά, και ποτέ ξανά δεν μου ’χε φανεί τόσο ευτυχισμένος, έλεγε ότι είχε δύο γεγονότα να γιορτάσει με λίγες μέρες διαφορά, δύο ευκαιρίες για να το κάψει. Πέρασα το βράδυ μαζί τους, γελώντας σαν παιδί που αντιγράφει τη συμπεριφορά των γονιών του χωρίς να ξέρει γιατί (τις μέρες που έκλαιγε η μητέρα μου, τη μιμούμουν κι εγώ χωρίς να καταλαβαίνω γιατί· έκλαιγα). Ο πατέρας μου φρόντισε να αγοράσει αναψυκτικό για μένα και τα αγαπημένα μου αλμυρά μπισκοτάκια. Δεν έμαθα ποτέ αν είχε πονέσει μέσα του, σιωπηρά, αν χαμογελούσε στην αναγγελία του θανάτου του πατέρα του όπως μπορεί να χαμογελάμε όταν μας ρίχνουν ροχάλες στο πρόσωπο.
Ο πατέρας μου είχε σταματήσει να πηγαίνει στο σχολείο πολύ μικρός. Είχε προτιμήσει τις βραδιές χορού στα γειτονικά χωριά και τους αναπόφευκτους καβγάδες, τις βόλτες με το μοτοσακό –με την πάπιαόπως το λέγανε– μέχρι τις λίμνες όπου περνούσε αρκετές μέρες ψαρεύοντας, τις ώρες που περνούσε κλεισμένος στο γκαράζ να μαστορεύει το μοτοσακό του, να πειράζει το εργαλείο του, για να το κάνει πιο δυνατό, πιο γρήγορο. Ακόμη κι όταν πού και πού πατούσε στο λύκειο, έτρωγε συνέχεια αποβολές επειδή προκαλούσε τους καθηγητές, έβριζε και έκανε απουσίες.
Μιλούσε πολύ για τους καβγάδες Ήμουνα σκληρός στα δεκαπέντε δεκάξι μου, δεν σταματούσα να παίζω ξύλο στο σχολείο ή στους χορούς και δίναμε όρκους αίματος με τους φίλους μου. Δεν μας ένοιαζε τίποτα, κάναμε την πλάκα μας και αν με έδιωχναν από το εργοστάσιο θα έβρισκα κάποιο άλλο, δεν ήταν όπως σήμερα.
Παράτησε πράγματι την τεχνική εκπαίδευση στο λύκειο για να πιάσει δουλειά σαν εργάτης στο εργοστάσιο που κατασκεύαζε μπρούντζινα εξαρτήματα όπως ο πατέρας του, ο παππούς του και ο προπάππους του πριν απ’ αυτόν.
Στο χωριό, δεν αρκούσε μόνο να είσαι σκληρός αλλά έπρεπε να ξέρεις να κάνεις και τα αγόρια σου σκληρά. Ένας πατέρας ενίσχυε την αρσενική του ταυτότητα μέσα από τους γιους του στους οποίους θα μετέδιδε τις αντρικές του αξίες, και ο πατέρας μου αυτό θα έκανε, θα με έκανε και εμένα σκληρό, παιζόταν η αντρική του περηφάνια.
Οι σκληροί άντρες του χωριού, που ενσάρκωναν όλες τις τόσο σημαντικές αρσενικές αξίες, αρνούνταν να συμμορφωθούν με τη σχολική πειθαρχία και ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να είναι ένας από τους σκληρούς. Κάθε φορά που ο πατέρας μου έλεγε για ένα από τα αδέρφια ή τα ξαδέρφια μου ότι ήταν σκληρός, διέκρινα ένα θαυμασμό στον τόνο της φωνής του.
Μια μέρα, η μητέρα μου του ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Θα έκανε αγόρι, εμένα, το πρώτο τους παιδί. Η μητέρα μου είχε ήδη άλλα δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο, τον μεγάλο μου αδερφό και τη μεγάλη μου αδερφή· τα είχε κάνει με τον πρώτο της άντρα, έναν αλκοολικό που πέθανε από κίρρωση του ήπατος. Τον είχαν βρει μετά από μέρες, πεσμένο στο χώμα, το σώμα του σε κατάσταση αποσύνθεσης, φαγωμένο από τα σκουλήκια, και από το μάγουλό του έβλεπες το οστό του σαγονιού όπου σάλευαν οι προνύμφες, μια τρύπα, εκεί, μεγάλη όσο μια τρύπα του γκολφ, στο κέντρο ενός προσώπου χλωμού και κερωμένου. Ο πατέρας μου χάρηκε πολύ με τα νέα. Στο χωριό, δεν αρκούσε μόνο να είσαι σκληρός αλλά έπρεπε να ξέρεις να κάνεις και τα αγόρια σου σκληρά. Ένας πατέρας ενίσχυε την αρσενική του ταυτότητα μέσα από τους γιους του στους οποίους θα μετέδιδε τις αντρικές του αξίες, και ο πατέρας μου αυτό θα έκανε, θα με έκανε και εμένα σκληρό, παιζόταν η αντρική του περηφάνια. Είχε αποφασίσει να με βγάλει Εντύ από τις αμερικάνικες σειρές που έβλεπε στην τηλεόραση (πάντα η τηλεόραση). Μαζί με το επώνυμο που μου κληροδοτούσε, Μπελγκέλ, και όλο το παρελθόν που κουβαλούσε αυτό το όνομα, θα με έλεγαν λοιπόν Εντύ Μπελγκέλ. Όνομα για σκληρό άντρα.