Προδημοσίευση από το βιβλίο του Μαρκ Τουέιν και του Φίλιπ Στεντ «Η αρπαγή του πρίγκιπα Μαργαρίνη» με εικονογράφηση της Έριν Στεντ, σε μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου (εκδ. Πατάκη).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κεφάλαιο Πρώτο
Όπου γίνεται η γνωριμία μας
με τον κακορίζικο ήρωά μας
Αν τώρα συγκεντρώσουμε όλη μας την προσοχή, θα βρεθούμε ακριβώς εκεί που πρέπει. Θα βρεθούμε εν ολίγοις σε μια χώρα όχι και τόσο μακριά από εδώ – καθόλου μακριά, όμως είναι τόσο δύσκολο να τη βρείτε, ώστε μάλλον δεν πρόκειται να φτάσετε εκεί ποτέ. Εγώ το προσπάθησα. Η χώρα αυτή έχει όνομα, αλλά είναι από εκείνα που δυσκολεύεται πολύ κανείς να τα προφέρει. Θα έλεγα ότι δεν αξίζει καθόλου τον κόπο να το επιχειρήσετε.
Βεβαίως, η δική μας χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κυλάει αβίαστα στη γλώσσα, και είναι τόσο εύκολο να τη βρείτε, ώστε κατά πάσα πιθανότητα θα περάσετε τη μισή σας ζωή ψάχνοντας από πού να φύγετε. Όπως βλέπετε, έχουμε ήδη περιγράψει δύο διαφορές μεταξύ του Εδώ και του Εκεί.
Άλλη μία διαφορά που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας: στη δυσεύρετη-και-δυσπρόφερτη χώρα όπου εξελίσσεται η ιστορία μας, οι κακορίζικοι και πεινασμένοι μένουν κακορίζικοι και πεινασμένοι σε όλη τους τη ζωή. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο καθένας και το καθετί έχει το μερτικό του στις ίσες ευκαιρίες. Θα ήταν απρεπές να πιστέψουμε το αντίθετο!
Εδώ–είτε στο Μίσιγκαν είτε στο Μιζούρι– οι κακορίζικοι και πεινασμένοι είναι πιθανόν να σκοντάψουν, να κοπανήσουν ένα δάχτυλο, να κοιτάξουν κάτω και να βρουν μπροστά στα πόδια τους μια γαβάθα χρυσά νομίσματα.Εύρηκα!Όμως Εκεί, οι κακορίζικοι και πεινασμένοι είναι πιθανόν να σκοντάψουν, να κοπανήσουν ένα δάχτυλο, να κοιτάξουν κάτω και να βρουν μπροστά τους μόνον τη θεόξερη ρίζα μιας γέρικης, ανεμοδαρμένης μηλιάς.
Ακριβώς αυτό βρήκε μπροστά του και ο ήρωάς μας, ο Τζόννυ–
«Εύρηκα!» αναφώνησε. Είπε Εύρηκα!, όχι κάτι πιο βαρύ, γιατί το είχε από καιρό πάρει απόφαση να μη βλαστημάει ποτέ – ούτε καν όταν η βλαστήμια ήταν, λόγω συνθηκών, ασυζητητί απαραίτητη (όπως συχνά συμβαίνει να είναι). Ο φουκαράς, ο βαριόμοιρος παππούς του Τζόννυ βλαστημούσε τόσο πολύ, που έφταναν οι βλαστήμιες του και για τους δυο τους. Αυτές λοιπόν οι βλαστήμιες του παππού κατακάθιζαν σαν το σύννεφο πάνω από το βαριόμοιρο το σπιτικό τους. Κάποτε, όταν ο Τζόννυ ήταν ακόμη πολύ μικρός, ένα κοπάδι περιστέρια χάθηκε μέσα σ’ αυτήν την ομίχλη κι από την απελπισία τους πέσανε ξερά, όλα τους, στη στέγη, με την κοιλιά να κοιτάζει τον ουρανό. Αυτό που σας λέω είναι γεγονός. Και είναι, επίσης, ο λόγος που ο Τζόννυ αποφάσισε να έχει πάντα μαζί του έναν ηθικό μπούσουλα, μήπως του τύχαινε να χαθεί καμιά φορά κι ήταν ανάγκη να βρει τον δρόμο του.
Άλλη οικογένεια δεν είχε γνωρίσει ο Τζόννυ. Και το να πει πως γνώριζε τον παππού του θα ήταν η αισιοδοξία προσωποποιημένη. Μια λοιπόν που πάμπολλες από τις τραγωδίες του κόσμου τούτου, είτε μεγάλες είτε μικρές, ξεπήδησαν από τα μυαλά των αισιόδοξων, θα κάνουμε κι εμείς μια χάρη στην ανθρωπότητα και θα μείνουμε προσηλωμένοι αποκλειστικά στα γεγονότα:
Ο παππούς του Τζόννυ ήταν άνθρωπος κακός.
Η μόνη αληθινή συντροφιά του Τζόννυ ήταν ένα μελαγχολικό κοτόπουλο με παράξενο όνομα. Το λέγανε Η Λοιμώ κι η Λιμώ. Το πιθανότερο είναι ότι κάποτε, στο παρελθόν, τα κοτόπουλα ήταν δύο – το ένα Η Λοιμώ, το άλλο Η Λιμώ. Αλλά και πάλι πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στο συγκεκριμένο γεγονός. Τώρα υπάρχει ένα κοτόπουλο με δύο ονόματα.
Η Λοιμώ κι η Λιμώ
Η Λοιμώ κι η Λιμώ σύρθηκε κι ήρθε να ραμφίσει αδύναμα και με απερίγραπτη κατανόηση το τραυματισμένο δάχτυλο του Τζόννυ. «Σ’ ευχαριστώ» της είπε ο Τζόννυ. «Να δεις που θα γιάνει». Πηγαινοερχόταν χοροπηδώντας στο ένα πόδι. Το ίδιο έκανε και το κοτόπουλο, γιατί νόμιζε ότι έτσι έπρεπε να κάνει. Ο Τζόννυ χαμογέλασε στην παλιά του φίλη.
Να πώς πήρε το κοτοπουλάκι μας το όνομά της–
Από τότε που θυμόταν ο Τζόννυ τον εαυτό του, ο παππούς του καλωσόριζε την ημέρα χιμώντας έξω στην αυλή με αγριοφωνάρες, σήκωνε σύννεφο τα χώματα με τις κλοτσιές του και ξελαρυγγιαζόταν χωρίς να απευθύνεται ειδικά σε κάποιον, Λοιμός και λιμός! Λοιμός και λιμός! Η Λοιμώ κι η Λιμώ το έβρισκε πολύ αστείο όλο αυτό. Άφηνε για λίγο κατά μέρος τη μελαγχολία της, έκανε μερικά βήματα κουνιστή και λυγιστή μ’ εκείνα τα κοκαλιάρικα ποδαράκια της και χτυπούσε ενθουσιασμένη τα μαδημένα φτερά της. Μετά ο παππούς του Τζόννυ ξανάμπαινε στο σπίτι, ξάπλωνε στο βρομερό πάτωμα κι έπαιρνε έναν υπνάκο. Ξυπνούσε περασμένο μεσημέρι. Όσην ώρα κοιμότανε, γουργούριζε σιγανά και τραγουδούσε ένα γλυκό, αγαπησιάρικο τραγουδάκι. Κάτι τέτοιες ώρες ο Τζόννυ ένιωθε πως τον αγαπούσε τον παππού του πιο πολύ από ποτέ.
Δυο καλές κουβέντες δεν είχε ακούσει ποτέ ο Τζόννυ από τον παππού του. Γι’ αυτό έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν ο παππούς βγήκε από το μισογκρεμισμένο καλύβι τους, έκανε λίγα βήματα στην αυλή και τον ρώτησε «Πώς είσαι; Να περπατήσεις μπορείς;»
Ο Τζόννυ ένιωσε τρισευτυχισμένος. «Ναι!» αποκρίθηκε. «Καλά είμαι. Σ’ ευχαριστώ!»
«Ωραία» είπε ο παππούς. «Ε, τότε τράβα μέχρι την αγορά και πούλα το κοτόπουλο, για να ψωνίσεις κάτι να βάλουμε στο στόμα μας».