Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Christophe Boltanski «Η κρυψώνα» (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου), που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Utopia.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Δεν τους είδα ποτέ να βγαίνουν μόνοι τους με τα πόδια, ούτε καν στηριγμένοι ο ένας στον άλλον. Να βολτάρουν, σαν όλους τους ανθρώπους, στο πεζοδρόμιο. Δεν πήγαιναν πουθενά εκτός σπιτιού παρά μονάχα εποχούμενοι. Ο ένας δίπλα στον άλλο, προφυλαγμένοι από το αμάξωμα, θωρακισμένοι, έστω και ελαφρά. Στο Παρίσι κυκλοφορούσαν με ένα άσπρο Φίατ Lusso. Απλό, εύχρηστο, ασφαλές αυτοκίνητο, στα μέτρα τους, με τις καμπύλες του, με το μικροσκοπικό μέγεθός του, που έφτανε τα 120 χλμ. την ώρα, δικύλινδρο με πίσω κίνηση, κι άφηνε ένα αγκομαχητό σαν γέρικη ψαρόβαρκα που ξερνάει. Το πάρκαραν στην πλακόστρωτη αυλή, απέναντι από την πύλη, έτοιμο για αναχώρηση, κατά μήκος της κύριας πτέρυγας, σχεδόν κολλητά στον τοίχο, σαν διασωστικό σκάφος. Με την μπροστινή δεξιά πόρτα να βλέπει μόνιμα στην είσοδο της κουζίνας. Για να φτάσουν έως εκεί έπρεπε να κατεβούν μια πέτρινη σκαλίτσα. Προκειμένου να διευκολυνθεί η κάθοδος, είχε λαξευτεί ένα επιπλέον σκαλοπάτι ενδιάμεσα. Με το που πατούσαν στο έδαφος, δεν είχαν παρά να χωθούν στην καμπίνα ρίχνοντας το βάρος τους στο χερούλι. Κανέναν δεν άφηναν πίσω τους. Φεύγαμε όλοι μαζί. Εκείνη, στο τιμόνι. Εκείνος, πλάι της. Ο Ζαν-Ελί, η Ανν κι εγώ στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα.
Ορμούσε τότε με άγρια χαρά, κατά προτίμηση πάνω στους ηλικιωμένους, που μπορεί μεν να παράπαιαν αλλά ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετούνται ακόμη, θέλοντας να τους τιμωρήσει για την έστω και λιγοστή ελευθερία κίνησής τους και ταυτόχρονα να κοψοχολιάσει τους επιβάτες της. Ποτέ δεν πάτησε κανέναν.
Εκείνη φορούσε πολύ μεγάλα γυαλιά με ανοιχτόχρωμο καφέ σκελετό και οβάλ φακούς, ελαφρά χρωματισμένους. Πριν βάλει μπρος, κατέβαζε το σκίαστρο και έσκυβε προς το καθρεφτάκι, έφτιαχνε τα μαλλιά με την παλάμη για να τα φουσκώσει σαν κουνουπίδι, τσιμπούσε τα μάγουλά της, σούφρωνε τα χείλη για να επιθεωρήσει το φον ντε τεν και το κραγιόν της και ύστερα έβαζε μπροστά με έναν θόρυβο σαν κατσαρολικά που χτυπάνε, αντηχώντας στις προσόψεις των σπιτιών. Σε θέση μάχης στο σαραβαλάκι της, που σε κάθε ανεβοκατέβασμα των πιστονιών τρανταζόταν ολόκληρο, μεταμορφωνόταν σε ανθρωποειδές. Γινόταν ένα με το αυτοκίνητό της. Καθώς με τα νεκρωμένα πόδια της αδυνατούσε να πατήσει τα πεντάλ, με τη βοήθεια κι εγώ δεν ξέρω ποιανού μάστορα, είχαν προστεθεί μακριοί μοχλοί, σαν μυτερά σκουπόξυλα, όπως στα παλιά μονοθέσια, ώστε να μπορεί να φρενάρει, να επιταχύνει, συνεπώς να οδηγεί, πράγμα που έκανε με φρενήρη ταχύτητα, ιδίως κάθε φορά που έβλεπε πεζό να διασχίζει το δρόμο έξω από τις διαβάσεις. Ορμούσε τότε με άγρια χαρά, κατά προτίμηση πάνω στους ηλικιωμένους, που μπορεί μεν να παράπαιαν αλλά ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετούνται ακόμη, θέλοντας να τους τιμωρήσει για την έστω και λιγοστή ελευθερία κίνησής τους και ταυτόχρονα να κοψοχολιάσει τους επιβάτες της. Ποτέ δεν πάτησε κανέναν. Αγνοώ αν είχε δίπλωμα και, αν ναι, με τι στρατήγημα το είχε αποκτήσει. Το αυτοκίνητο το λάτρευε. Ήταν το αναπηρικό της καροτσάκι, τα ανακτημένα πόδια της, ο θρίαμβός της απέναντι στην αναγκαστική ακινησία.
2
Πότε είχαν πάψει να περπατούν στο δρόμο; Για κείνην, ξέρω. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Μετά την πολιομυελίτιδα, που την κόλλησε λίγο καιρό ύστερα από τη γέννηση του Ζαν-Ελί, κατά τη διάρκεια των σπουδών της στην Ιατρική. Αρνιόταν επίμονα να κρατήσει πατερίτσες και να εμφανιστεί δημοσίως ως σακάτης που του έλειπε ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Όταν κάποιος σερβιτόρος σ’ ένα εστιατόριο έσπευδε προς το μέρος της για να της κρατήσει την πόρτα, εκείνη του φώναζε κατάμουτρα πως δεν είχε την ανάγκη κανενός. Απεχθανόταν τον προσποιητό οίκτο, την αφ’ υψηλού ευγένεια που δείχνουν οι υγιείς ή οι δήθεν υγιείς σ’ εκείνους που δεν είναι. Αυτός όμως; Ποια στιγμή αποφάσισε να μην ξαναπάει με τα πόδια στη δουλειά; Να μην περιφέρεται στις αποβάθρες ξεφυλλίζοντας βιβλία στα υπαίθρια βιβλιοπωλεία; Να μην κάνει τα ψώνια του; Να ζει χωρίς δεκάρα στην τσέπη; Να σαμποτάρει τα μέσα μεταφοράς; Να μην κάθεται πια μόνος έξω στα καφέ; Να μην εμφανίζεται ασυνόδευτος; Ήταν δική του επιλογή ή της συζύγου του; Υπέφερε άραγε από κάποια σοβαρή μορφή αγοραφοβίας; Ήθελε μήπως, απορρίπτοντας τον φυσικό τρόπο μετακίνησης των ανθρώπων, να δείχνει τη συμπόνια ή μάλλον την αγάπη του σε μια γυναίκα που είχε κηρύξει αδυσώπητο πόλεμο ενάντια στους νόμους της μηχανικής;
Εκείνη του χρησίμευε ως σοφέρ. Τον άφηνε μπροστά στα δημόσια κτίρια με τις σφυρήλατες πέτρες, τον κοιτούσε να εξαφανίζεται πίσω από επιβλητικές πύλες, όπου δέσποζε η τρικολόρ σημαία, και καρτερούσε την επιστροφή του. Τον μετέφερε παντού. Σαν βαριά τραυματισμένο. Στο νοσοκομείο, όταν ασκούσε ακόμη το επάγγελμά του, σε επιτροπές, όπου μιλούσε για αναπηρίες και ανικανότητες, και σε επιστημονικά συνέδρια με θέμα τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Με τα παιδιά της να κοιμούνται, τον πήγαινε μέσα στη μαύρη νύχτα στο προσκεφάλι ετοιμοθάνατων ή, ακόμη συχνότερα, απλώς σε κατά φαντασία ασθενείς. Χωρίς την ακολουθία του, θα ένιωθε μάλλον χαμένος. Ο ευσυνείδητος αυτός γιατρός, που τον θαύμαζαν οι ασθενείς του, ο φορτωμένος διπλώματα, τιμές και παράσημα, ένιωθε σαν ολόγυμνο παιδί ανάμεσα σε ντυμένους ενήλικες. Πότε χαρούμενος, πότε παραζαλισμένος και πότε υποφέροντας, διάβαινε στη ζωή εντελώς ευάλωτος, χωρίς καταφύγιο, σαν οστρακόδερμο χωρίς το καύκαλό του, παρατημένο στο έλεος του πρώτου αρπακτικού. Ανίκανος να πει ψέματα ή να κρύψει τα συναισθήματά του, μπορούσε, υπό την επήρεια της παραμικρής συγκίνησης, να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ένα κείμενο, μια μουσική, μια παρατήρηση, μια ανάμνηση αρκούσαν για να τον κάνουν να βάλει τα κλάματα ή να κοκκινίσει μέχρι τ’ αυτιά.
Κεφάλι μεγάλο, λαιμός δυνατός, μέτωπο ψηλό, πατικωμένο κρανίο, κοντοκουρεμένα, αραιά μαλλιά. Έμοιαζε λιγάκι με τον Έριχ φον Στροχάιμ, τουλάχιστον ως προς την πρωσική τραχύτητα. Δημοσίως, δεν υιοθετούσε το στιλ του σημαιοστολισμένου γιούνκερ με τις σαδιστικές τάσεις (επίπλαστο στην περίπτωση του αυστροουγγρικής καταγωγής αμερικανού ηθοποιού και σκηνοθέτη), αλλά το εξίσου αλλόκοτο του Εγγλέζου τζέντλεμαν, του ταυτόχρονα κομψού, σεμνού και επιφυλακτικού. Γι’ αυτό το σκοπό μόστραρε ένα μουστάκι α λα Ντέιβιντ Νίβεν, φορούσε πάντα μέσα από το σακάκι του μάλλινο μπεζ γιλέκο, κάπνιζε πίπα από ξύλο βατομουριάς με ίσιο στέλεχος, κατασκευασμένη συνήθως στο Σαιν Κλοντ, και έδειχνε προτίμηση στο ουίσκι, ενώ στην πραγματικότητα δεν έπινε σχεδόν καθόλου αλκοόλ. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια, που αναδεικνύονταν από τα καλοσχηματισμένα φρύδια, έριχναν γύρω του ένα μονίμως έκπληκτο βλέμμα, λες και ολόκληρος ο κόσμος παρέμενε γι’ αυτά ένα μυστήριο. Έπρεπε να τον προφυλάξουμε, να παραμείνουμε ενωμένοι, να φτιάξουμε ένα συρματόπλεγμα γύρω από το άτομό του. Ό,τι και να συνέβαινε, ήμασταν οι σωματοφύλακές του. Οι αερόσακοι, έτοιμοι να φουσκώσουμε στην παραμικρή σύγκρουση.
3
...ξαπλωμένος σαν στο κρεβάτι μου, τα γόνατα στριμωγμένα στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος, το πρόσωπο κολλημένο στο παραθυράκι, κοιτάζοντας να παρελαύνει, από κάτω προς τα πάνω, ένα Παρίσι, εκείνη την εποχή σχεδόν ομοιόμορφα φαιό, ένα μονότονο τοπίο, φλουταρισμένο από την καταχνιά.
Μυθικό αντικείμενο των ιταλικών ταινιών του ’50, το Φίατ δεύτερης γενιάς, το Nuova το πεντακοσαράκι, θύμιζε γυάλα για χρυσόψαρα, υποβρύχιο τσέπης, ούφο, κι εγώ, ο επιβάτης του, ήμουν ένας Αρειανός που τον εκτόξευσαν σε άγνωστο πλανήτη. Στη χώρα προέλευσής του το ονόμαζαν «bambina», κοριτσάκι. Μάλλον περιφρονητικά, οι Γάλλοι του είχαν δώσει το παρατσούκλι «γιαουρτοκεσές». Η καμπίνα σχεδόν ακούμπαγε στο έδαφος. Η λαμαρίνα ήτανε λεπτή σαν χασές. Οι πίσω πόρτες που δεν υπήρχαν και, ακόμη χειρότερα, τα πίσω παράθυρα που δεν άνοιγαν, ενίσχυαν την αίσθηση εγκλεισμού. Περνούσα ώρες, με την πλάτη στραμμένη στη μηχανή, νιώθοντας την κάθε δόνησή της, ενώ ταρακουνιόμουν προς κάθε κατεύθυνση, ξαπλωμένος σαν στο κρεβάτι μου, τα γόνατα στριμωγμένα στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος, το πρόσωπο κολλημένο στο παραθυράκι, κοιτάζοντας να παρελαύνει, από κάτω προς τα πάνω, ένα Παρίσι, εκείνη την εποχή σχεδόν ομοιόμορφα φαιό, ένα μονότονο τοπίο, φλουταρισμένο από την καταχνιά. Υπνωτισμένος από τους διακεκομμένους κρότους του κινητήρα, τσούλαγα στις μεγάλες, μουτζουρωμένες αρτηρίες και στην οδό Βοναπάρτη, στο βουλεβάρτο Μορλάν, στη λεωφόρο Σεγκύρ, στην οδό Σεβρ, στην οδό Βανό, τη λεωφόρο Μαιν, κι όλα αυτά σε κατάσταση έλλειψης βαρύτητας, λες και πετούσα σε έναν σκοτεινό και υδάτινο κόσμο (δεν λένε, η ροή της κίνησης;) μέσα σ’ ένα μελανόχροο βυθό με αβυσσαλέες τάφρους που τις κατοικούσαν ψάρια διάφανα. Στο ωοειδές εκείνο κασόνι, ήμουν κουλουριασμένος σε εμβρυακή στάση, εκτεθειμένος στα βλέμματα των άλλων και παραδόξως αόρατος, στη μήτρα με τα καρούλια, που την οδηγούσε η γιαγιά μου επιδέξια μες στην αναμπουμπούλα της πόλης.
Έμεναν σε κάποιο από εκείνα τα μέγαρα που έχουν συνήθως ονόματα μαρκησίων ή υποκόμηδων, στην καρδιά της οδού Γκρενέλ. Δεν είχαν σχέση με την αριστοκρατία και τον περίγυρό της, ούτε και αποτελούσαν κομμάτι του φομπούρ Σαιν Ζερμέν, το οποίο, από την εποχή του Μπαλζάκ, σηματοδοτεί πιο πολύ κάποια κοινωνική ομάδα, ένα είδος πόζας και τρόπων, παρά ορίζει κάποια συνοικία. Μέχρι να πάρω την απόφαση, στα δεκατρία μου, να μείνω κανονικά μαζί τους, με κρατούσαν σπίτι τους τις αργίες, δηλαδή σχεδόν τη μισή βδομάδα. Έρχονταν να με πάρουν στο σχόλασμα, από το 14ο διαμέρισμα στην οδό Ιπολύτ-Μαιντρόν (Τρίτη απόγευμα ή μήπως Τετάρτη;) και με πήγαιναν την επομένη στη μαμά μου, στο αδιέξοδο Μουλέν-Βερ, απ’ όπου με ξανάπαιρναν κοντά τους το σαββατοκύριακο, από το μεσημέρι του Σαββάτου έως την Κυριακή. Με περίμεναν όλοι τους μέσα στο Φίατ, απέναντι από το σχολείο, κι αργότερα σε σεβαστή απόσταση από το γυμνάσιο Λαβουαζιέ. Κάθε χρονιά, καθώς πήγαινα και σε μεγαλύτερη τάξη, πάρκαραν όλο και μακρύτερα, στην οδό Πιερ-Νικόλ, ύστερα στη Φεγιαντίν, κοντά στο Βαλ ντε Γκρας, έτσι ώστε να μη με φέρουν σε δύσκολη θέση μπροστά στους άλλους μαθητές. Μια μέρα, που σηματοδοτούσε προφανώς το πέρασμα στην εφηβεία, πήρα τελικά το λεωφορείο 83 από τη στάση Πορ Ρουαγιάλ με κατεύθυνση το Μπακ Σαιν Ζερμέν.