Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Αλέξις Ραβέλο [Alexis Ravelo] «Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση» (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 25 Ιουνίου από τις εκδόσεις Τόπος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στην πόλη είχε κίνηση. Η λεωφόρος Τομάς Μοράλες δεν ήταν πια ένας ήσυχος δρόμος για περίπατο την Κυριακή το πρωί· βούιζε πάλι από τα μελίσσια των εφήβων, όπως συνήθως τις καθημερινές. Η φασαρία είχε επιστρέψει στην Τριάνα, με τους φρενήρεις καταναλωτές και τους γέρους διαβάτες, τους αργόσχολους άνεργους και τους μουσικούς του δρόμου, τους ανθρώπους που έκαναν τα αγάλματα και τους συνεργάτες του Ερυθρού Σταυρού. Η οδός Μέσα ι Λόπες και τα εμπορικά κέντρα με δυσκολία άντεχαν τις εφόδους της λεγεώνας των γονέων που εξορμούσαν για να αγοράσουν σχολικά βιβλία, χαρτικά και τσάντες με τόση ενέργεια και εκνευρισμό, που θα υποψιαζόσουν ότι είχαν περάσει όλο το καλοκαίρι κάνοντας προπόνηση για να στρεσαριστούν όσο δεν πάει. Η πρωτεύουσα ήταν ξανά πηγμένη, μποτιλιαρισμένη, με το άγχος της δουλειάς και με την ανυπόφορη ζέστη ενός καλοκαιριού που αρνιόταν να φύγει.
Ναι, η πόλη ήταν εκεί, μια αφηρημένη τεμπέλα κοιλαρού που προσπαθούσε να αποκτήσει έναν ρυθμό και έναν τρόπο ζωής που δεν ήταν δικοί της, σαν ουρακοτάγκος με σμόκιν που τον υποχρεώνεις να τρώει με μαχαιροπίρουνο. Ήταν εκεί, πίσω από την τζαμαρία του μπαρ Καζαμπλάνκα, βήχοντας, σε κατάσταση ασφυξίας και μέσα στον ιδρώτα, ήταν εκεί, στα αυτοκίνητα που έμοιαζαν να σπρώχνουν το ένα το άλλο στην οδό Λεόν ι Καστίγιο. Ο Ελάδιο Μονρόι, από το συνηθισμένο του τραπέζι, παρακολουθούσε την πόλη ρίχνοντας φευγαλέες ματιές, ενώ ξεφύλλιζε την εφημερίδα El País και έπινε τον καθημερινό του καφέ στο ίδιο πάντα φθαρμένο φλιτζάνι.
Φορούσε πέδιλα, βερμούδα και μπλουζάκι (ένα γκρίζο κοντομάνικο που είχε μια καρικατούρα ενός ψηλού μουσάτου σε στάση βολής στο παιχνίδι τέχο). Ο ιδρώτας όμως σχημάτιζε πέρλες στο τεράστιο ξυρισμένο κεφάλι του και τον ανάγκαζε να φέρνει κάθε τρεις και λίγο το χέρι στο μέτωπο για να σκουπίζει τις σταγόνες ξεφυσώντας ηχηρά.
Κάθε τόσο έμπαινε ή έβγαινε κάποιος πελάτης, που τον χτυπούσε φιλικά στον ώμο ή ύψωνε από μακριά το χέρι για να τον χαιρετήσει. Ο Μονρόι απαντούσε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού, προσπαθώντας να μην του αποσπούν την προσοχή. Αν δεν τα κατάφερνε, έπρεπε να πιεστεί ξανά για να βρει το νήμα της ανάγνωσης και τσιμπούσε το σαγόνι του, ακριβώς όπως ήξεραν όσοι τον γνώριζαν καλά ότι έκανε όταν ήθελε να σκεφτεί.
Ο άντρας που μπήκε στο Καζαμπλάνκα εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου δεν ήταν γνωστός. Αδύνατος, μεσήλικας, φορούσε ένα λινό μπεζ κουστούμι, ριγέ πουκάμισο και δερμάτινα λουστρίνια άσπρα και γκρι σαν του Φρεντ Αστέρ. Τα ψαρά μαλλιά του ήταν άψογα χτενισμένα προς τα πίσω και δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία φαλάκρας. Κάτω απ’ αυτό το πλαίσιο, σε ένα πρόσωπο οβάλ με έντονα χαρακτηριστικά, έλαμπαν δύο βαθυγάλανα μάτια. Κινούνταν στον χώρο με υπερβολική άνεση. Με λίγα λόγια, κρατούσε την πλάτη εντελώς ίσια, το κεφάλι του πολύ ψηλά και οι ώμοι του ταλαντεύονταν τόσο, που έδειχνε άκρως αντιπαθητικός.
Όταν τον είδε ο Μονρόι, σκέφτηκε ότι το μόνο που του έλειπε ήταν ένα καπέλο παναμάς για να μοιάζει βγαλμένος από μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν με Δυτικούς πρεσβευτές σε εξωτικές χώρες. Στο περιβάλλον του Καζαμπλάνκα, με τους ανέργους, τους εργάτες και τους ταξιτζήδες, περνούσε τόσο απαρατήρητος όσο ένας ρινόκερος σε εκκλησία.
Ο τύπος πήγε προς τον πάγκο μ’ ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο, κάρφωσε τους αγκώνες του πάνω και είπε καλημέρα στον μονόφθαλμο.
Η παλιά συσκευή είχε αποφασίσει να βγει εκτός υπηρεσίας πριν από δύο μέρες, ακριβώς όταν το μπαρ ήταν φίσκα στον κόσμο. Ο Κασιμίρο τού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τα είκοσι χρόνια υπηρεσίας με ένα συγκινητικό λογύδριο που περιλάμβανε τα εξής: «Με γάμησε το κωλομηχάνημα. Να χέσω τη μάνα που τα έφτιαξε τα μπουρδέλα, την Παναγία του».
Ο Κασιμίρο τη στιγμή εκείνη πάλευε με τον θερμοστάτη του καινούριου φούρνου μικροκυμάτων. Η παλιά συσκευή είχε αποφασίσει να βγει εκτός υπηρεσίας πριν από δύο μέρες, ακριβώς όταν το μπαρ ήταν φίσκα στον κόσμο. Ο Κασιμίρο τού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τα είκοσι χρόνια υπηρεσίας με ένα συγκινητικό λογύδριο που περιλάμβανε τα εξής: «Με γάμησε το κωλομηχάνημα. Να χέσω τη μάνα που τα έφτιαξε τα μπουρδέλα, την Παναγία του». Κατόπιν το ξήλωσε από το ράφι και το εκτόξευσε με λύσσα στον τοίχο της αποθήκης. Όταν άκουσε την καλημέρα του νεοφερμένου, ενώ στο ένα χέρι κρατούσε το βιβλιαράκι των οδηγιών χρήσης του νέου μηχανήματος και είχε το άλλο στο κουμπί ρύθμισης, τον κάρφωσε με το μοναδικό του μάτι και επιθεώρησε από πάνω ως κάτω και από κάτω ως πάνω όλο το τμήμα της περίεργης εκείνης φιγούρας που ξεχώριζε πάνω από τον πάγκο. Μετά τον ρώτησε τι θα ήθελε. Ο κύριος πρέσβης (έτσι τον είχε βαφτίσει κρυφά και υποτιμητικά ο Μονρόι) παράγγειλε ένα ποτήρι μπίρα, και όταν ο Κασιμίρο την ακούμπησε μπροστά του, προσπάθησε να κρύψει την αηδία που του προξένησε το ποτήρι.
Με την μπίρα στο χέρι, προσπάθησε να γίνει συμπαθής για μερικά λεπτά, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε ένα χαμόγελο από τον μονόφθαλμο, ο οποίος παρέμεινε συγκεντρωμένος στην αποκρυπτογράφηση των οδηγιών χρήσης. Τελικά, ο πρέσβης φάνηκε να αποφασίζει ότι τα προκαταρκτικά είχαν τελειώσει και, κάνοντας ένα νεύμα για να τραβήξει την προσοχή του Κασιμίρο, του ζήτησε να πλησιάσει.
«Επιτρέψτε μου να σας κάνω μια ερώτηση», είπε όταν ο Κασιμίρο, χωρίς να αφήσει το βιβλιαράκι των οδηγιών, πήγε κοντά του. «Μήπως γνωρίζετε κάποιον κύριο Ελάδιο; Ελάδιο Μονρόι. Μου είπαν ότι συχνάζει εδώ».
Ο Κασιμίρο διασταύρωσε το μοναδικό του μάτι με τα δύο μάτια του Μονρόι, ο οποίος, μόλις άκουσε το όνομά του, τα κάρφωσε στην πλάτη του αγνώστου.
«Η αλήθεια είναι ότι τον γνωρίζω», απάντησε ο Κασιμίρο.
«Και πότε έρχεται εδώ συνήθως; Τον ψάχνω για μια δουλειά».
Ο Κασιμίρο συμβουλεύτηκε ξανά τον Μονρόι με το βλέμμα. Εκείνος απλώς έγνεψε καταφατικά προτού ξαναχώσει τη μύτη του στην εφημερίδα.
«Εκεί είναι. Αυτός με το ξυρισμένο κεφάλι».
Ο πρέσβης γύρισε προς το τραπέζι και, αφού κατάλαβε, κοίταξε ξανά τον Κασιμίρο. Πήρε το ποτήρι του.
«Ο Ελάδιο Μονρόι;» ρώτησε αφού έκανε τα τρία βήματα που τον χώριζαν από το τραπέζι.
«Εξαρτάται», απάντησε ο Μονρόι απότομα.
«Από τι;»
«Από το ποιος είστε εσείς».
Ο τύπος έψαξε κάτι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του ενώ έλεγε:
«Με έχουν προειδοποιήσει ότι είστε σκληρό καρύδι».
Τελικά έβγαλε το χέρι από την τσέπη, στο οποίο τώρα κρατούσε μια κάρτα επισκεπτηρίου που την ακούμπησε μπροστά στον Μονρόι.
«Αλφρέντο Σουάρες Σμιθ», είπε ταυτοχρόνως.
«Ξέρω ανάγνωση και γραφή», σχολίασε ο Ελάδιο ενώ το αποδείκνυε ρίχνοντας μια ματιά στο «Αλφρέντο Σουάρες Σμιθ» πάνω από τον λογότυπο «Σ & Σ Δικηγόροι», μια διεύθυνση γραφείου στη Βεγκέτα, αρκετούς αριθμούς τηλεφώνου και μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
«Και ποιος σας μίλησε για τον χαρακτήρα μου;»
«Αποκαλύπτουμε την αμαρτία, όχι τον αμαρτωλό», απάγγειλε ο πρέσβης.
«Φίλε μου, εμένα δεν με ενδιαφέρουν οι αμαρτίες και με αφήνουν παντελώς αδιάφορο οι τύποι που πουλάνε εξυπνάδα. Προτού συνεχιστεί η κουβέντα μας θέλω να μου πείτε πώς φτάσατε σ’ εμένα».
Ο Σουάρες Σμιθ αναστέναξε. Το ταμπεραμέντο του Μονρόι ήταν μάλλον ακόμα πιο στρυφνό απ’ ό,τι του είχαν πει.
«Ουμπέρτο Χαέν», είπε μονάχα.
Ο Μονρόι δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ βαθιά στη μνήμη του. Δεν δυσκολεύτηκε να θυμηθεί τον κοντό φαλακρό τηλεοπτικό παραγωγό που του είχε ζητήσει να του βρει την κόρη του, ενήλικη αλλά ακόμα πολύ νεαρή, που είχε φύγει και ο πατέρας της δεν ήξερε ούτε πού βρισκόταν ούτε με ποιον. Η κοπέλα αποδείχτηκε περίπτωση, είχε μπλέξει μ’ ένα βαποράκι που έμενε στη Δοκτόρ Μιγκέλ Ρόζας. Ο Μονρόι γνώριζε το συγκεκριμένο άτομο, ήταν ένας τριαντάρης που προμήθευε κοκαΐνη τον μισό δημοσιογραφικό και τηλεοπτικό πληθυσμό της πόλης. Το περίεργο είναι ότι κι ο ίδιος ο Χαέν ήταν πελάτης του, χωρίς να υποπτευθεί ποτέ ότι αυτός είχε παρασύρει την κόρη του (όλα αυτά, φυσικά, αν θεωρήσουμε ότι η κόρη του είχε παρασυρθεί). Ο Μονρόι δεν δυσκολεύτηκε πολύ να λύσει το μυστήριο. Ήταν αρκετό απλώς να περιμένει πότε η πιτσιρίκα θα πήγαινε για ψώνια και να κάνει μια επίσκεψη στον ντίλερ, ώστε να τον πείσει ευγενικά ότι το καλύτερο για το μέλλον του κοριτσιού (και για το μέλλον των δικών του ποδιών) θα ήταν να «την αφήσει ήσυχη». Το βαποράκι είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα πόδια του, γιατί προτιμούσε να βαδίζει με τα δικά του μέσα, και δεν άργησε να φερθεί λογικά. Έξω από το κτίριο ο Μονρόι έγινε μάρτυρας του μνημειώδους καβγά που έκανε το ζευγαράκι και παρακολούθησε την πιτσιρίκα να βγαίνει από την εξώπορτα έχοντας στην πλάτη έναν σάκο με τα συμπράγκαλά της. Και συνέχισε να την παρακολουθεί μέχρι που μπήκε στην είσοδο της οικογενειακής εστίας, πιστεύοντας ότι είχε πάρει μόνη της την απόφαση να επιστρέψει. Ο Χαέν ποτέ δεν θέλησε να μάθει με ποιον ήταν η κόρη του εκείνες τις εβδομάδες και ο Μονρόι υπέθετε ότι μάλλον ακόμα θα έκαιγε τον εγκέφαλό του με τα σκατά που αγόραζε από το ίδιο βαποράκι κάθε Σαββατοκύριακο. Παρ’ όλα αυτά, αφού εισέπραξε την αμοιβή του, όλα αυτά δεν είχαν την παραμικρή σημασία για εκείνον.
Ο Μονρόι γνώριζε το συγκεκριμένο άτομο, ήταν ένας τριαντάρης που προμήθευε κοκαΐνη τον μισό δημοσιογραφικό και τηλεοπτικό πληθυσμό της πόλης. Το περίεργο είναι ότι κι ο ίδιος ο Χαέν ήταν πελάτης του, χωρίς να υποπτευθεί ποτέ ότι αυτός είχε παρασύρει την κόρη του (όλα αυτά, φυσικά, αν θεωρήσουμε ότι η κόρη του είχε παρασυρθεί). Ο Μονρόι δεν δυσκολεύτηκε πολύ να λύσει το μυστήριο.
«Τον θυμάστε;» επέμεινε ο Σουάρες Σμιθ.
«Αόριστα», είπε ψέματα ο Μονρόι, τραβώντας την καρέκλα στα δεξιά του για να καθίσει ο πρέσβης. «Για πείτε μου».
«Θέλετε να πάρετε κάτι;» τον ρώτησε ο Σουάρες Σμιθ ενώ καθόταν.
«Όχι, ευχαριστώ».
Ο Σουάρες Σμιθ τελείωσε την μπίρα που του είχε απομείνει και παράγγειλε άλλη μ’ ένα νεύμα στον Κασιμίρο.
Ήταν αρκετά μεγάλη η έκπληξή του όταν διαπίστωσε ότι ο Κασιμίρο δεν την έφερε στο τραπέζι, αλλά απλώς την άφησε στον πάγκο. Ο Σουάρες Σμιθ μάλλον ήταν συνηθισμένος σε άλλου είδους εξυπηρέτηση. Αφού το σκέφτηκε λίγο, καταδέχτηκε να σηκωθεί, να πάρει το ποτήρι και να γυρίσει στο τραπέζι.
«Φαίνεται πως δεν είστε ιδιαίτερα ευγενικοί εδώ γύρω. Ή κάνω λάθος;»
«Έχουμε και τις καλές στιγμές μας, μη νομίζετε».
«Όταν θα έχετε κάποια τέτοια, μην παραλείψετε να με ειδοποιήσετε», σχολίασε ο άλλος.
Ο Μονρόι παραλίγο να σκάσει ένα χαμόγελο, αλλά αποφάσισε να το κρατήσει για μετά, αφότου θα είχε φύγει ο πρέσβης.
«Είπατε ότι θέλατε να με δείτε για δουλειά».
«Ναι, πρόκειται για δουλειά. Όμως δεν είμαι εγώ αυτός που θέλει να σας προσλάβει».
«Ωραία αρχίζουμε».
«Θα σας εξηγήσω. Υπάρχει ένα άτομο που θέλει να σας μιλήσει, αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί εδώ».
Ο πρέσβης ολοκλήρωσε τη φράση του ρίχνοντας μια ματιά στον βρόμικο χώρο του μπαρ Καζαμπλάνκα. Ο Μονρόι χάρηκε που ο Κασιμίρο ήταν ακόμα απασχολημένος με τον φούρνο μικροκυμάτων.
«Γιατί δεν μπορεί; Είναι κανένας μαρκήσιος; Ή μήπως ο Άνθρωπος Ελέφαντας;»
«Όχι. Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα εύπορη. Μια πελάτισσά μου που έχει ένα πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσε να λύσει κάποιος σαν εσάς. Δηλαδή, μια δουλειά από αυτές που εσείς αναλαμβάνετε συνήθως».
«Και ποιες είναι οι δουλειές που συνήθως αναλαμβάνω;»
«Να βρίσκετε ανθρώπους. Και αντικείμενα. Να είστε διακριτικός όταν απαιτείται. Αυτά πάνω κάτω. Μήπως πέφτω έξω;»
Ο Μονρόι συγκατένευσε.
«Το άτομο αυτό θέλει να σας συναντήσει στο γραφείο μου… Μπορώ να σου μιλώ στον ενικό;»
«Όχι».
Ο πρέσβης έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας, αλλά αποφάσισε να το γυρίσει στο αστείο.
«Λοιπόν, θα ήθελε να σας συναντήσει σήμερα το βραδάκι, αν γίνεται, μετά τις οχτώ».
«Γιατί τέτοια ώρα;»
«Γιατί την ώρα εκείνη δεν υπάρχουν άλλοι συνάδελφοι στο γραφείο, ούτε άλλο προσωπικό».
«Δηλαδή, θέλει διακριτικότητα», είπε ο Μονρόι χαϊδεύοντας με τον δείκτη του την κάρτα επισκεπτηρίου, που βρισκόταν ακόμα μπροστά του πάνω στο τραπέζι.
«Ναι, σας το είπα. Γι’ αυτό ήρθαμε σε εσάς».
Ο Μονρόι τσίμπησε μερικές φορές το πιγούνι του.
Μετά ρώτησε:
«Αφού πρόκειται για μια υπόθεση που τη χειρίζεστε εσείς, ποιος ο λόγος να συναντηθώ με την πελάτισσά σας;»
«Θα το καταλάβετε όταν τη γνωρίσετε. Της αρέσει να ξέρει σε τι έδαφος πατά. Είναι μια γυναίκα πολύ επιφυλακτική. Αλλά επίσης μια μοναδική γυναίκα».
Ο Μονρόι διάβασε μέσα στις λίμνες των ματιών του δικηγόρου και κατάλαβε ότι αν δεν κοιμόταν ήδη με την πελάτισσα, ήταν έτοιμος να το κάνει, ή ότι το είχε κάνει κάποτε. Πάντως φαινόταν να νιώθει για εκείνη κάτι που έμοιαζε με λατρεία. Αυτό του κίνησε την περιέργεια.
«Οχτώ και μισή στο γραφείο σας», είπε.
«Σύμφωνοι. Θα τα πούμε εκεί», αποκρίθηκε ο Σουάρες Σμιθ. Σηκώθηκε και έτεινε στον Μονρόι ένα χέρι δίχως ούτε έναν κάλο. Ο Ελάδιο το έσφιξε με μια δόση αποστροφής.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
O Ελάδιο Μονρόι μπήκε πάλι σε μπελάδες. Και αυτή τη φορά μπορεί να του κοστίσουν τη ζωή, αφού κείτεται αιμόφυρτος σε μια πολυτελή βίλα στην Γκραν Κανάρια και προσπαθεί να καταλάβει πώς κατέληξε εκεί. Η υπόθεση ξεκινά από ένα αλλόκοτο ζευγάρι, τη Μελάνια Εσκουδέρο και τον δικηγόρο Αλφρέδο Σουάρες Σμιθ, ένα σκαλιστό κουτί συναισθηματικής μάλλον αξίας, την ερωμένη κάποιου μακαρίτη πολυεκατομμυριούχου και έναν επικίνδυνο άντρα που κουβαλά πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο με ποιήματα. Για άλλη μία φορά ο συνταξιούχος ναυτικός της οδού Μούργα βρίσκεται μπλεγμένος σε μια σκοτεινή πλεκτάνη, η οποία φέρνει στο φως ορισμένες από τις αδικίες ενός συστήματος που κάνει ό,τι μπορεί για να τις κουκουλώσει.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξις Ραβέλο (Alexis Ravelo) γεννήθηκε το 1971 στις Κανάριες Νήσους και κατέχει εξέχουσα θέση στη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία, έχοντας γράψει πολλά μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, σενάρια, θεατρικά έργα, βιβλία για παιδιά, ακόμα και ένα λιμπρέτο όπερας.
Το 2006 κυκλοφόρησε το Τρεις κηδείες για τον Ελάδιο Μονρόι (Tres funerales para Eladio Monroy / Τόπος 2023), με το οποίο εγκαινίασε μια σειρά οκτώ αστυνομικών μυθιστορημάτων που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής: Solo los muertos (Μόνο τους πεθαμένους / Τόπος 2023), Los tipos duros no leen poesía (Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση / Τόπος 2024), Morir despacio (Πέθανε με το πάσο σου / Τόπος 2024), El peor de los tiempos (Η χειρότερη των εποχών) και Si no hubiera mañana (Σαν να μην υπάρχει αύριο).
Μεγάλη επιτυχία γνώρισε το μυθιστόρημά του Η στρατηγική του πεκινουά (La estrategia del pequinés, 2013), το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και απέσπασε το Βραβείο Dashiell Hammett. Ακολούθησαν και άλλα μυθιστορήματα, επίσης στην κατηγορία των «σκληρών αστυνομικών»: La última tumba (Ο τελευταίος τάφος, Βραβείο Μαύρου Μυθιστορήματος Ciudad de Getafe), Las flores no sangran (Τα λουλούδια δεν ματώνουν, Βραβείο Valencia Negra, 2014), το οποίο μεταφράστηκε στα γαλλικά, El viento y la sangre (Ο άνεμος και το αίμα, με το ψευδώνυμο M. A. West), La ceguera del cangrejo (Η τυφλότητα του καβουριού, Βραβείο Acción Cívica en Defensa de las Humanidades), Un tío con una bolsa en la cabeza (Ένας τύπος με μια σακούλα στο κεφάλι).
Το 2021 ο Ραβέλο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος Café Gijón για το Los nombres prestados (Τα δανεικά ονόματα) και το 2022 με τα βραβεία Rana και Bruma Negra ως αναγνώριση της πορείας του.
Ο συγγραφέας έφυγε αιφνίδια από τη ζωή στις 30 Ιανουαρίου 2023 από καρδιακή προσβολή, βυθίζοντας στο πένθος τις Κανάριες Νήσους.