prodimosieysi ravelo

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Αλέξις Ραβέλο [Alexis Ravelo] «Τρεις κηδείες για τον Ελάδιο Μονρόι» (μτφρ. Αγαθή Δημητρούκα), το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Τόπος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΔΩ ΓΥΡΩ

Τα σκουπιδιάρικα όλων των ειδών, τα οχήματα απολύμανσης, τα άδεια ταξί παραχωρούν τους δρόμους στα γιωταχί, στα λεωφορεία, στα φορτηγά διανομής, στα γεμάτα ταξί.

Ο δημόσιος φωτισμός αρχίζει να σβήνει καθώς ο ουρανός παραδίνεται στην ήμερη έκρηξη της αυγής. Η φωτεινή σφαίρα εισβάλλει παντού. Το φως χύνεται στις πάνω συνοικίες (που εδώ είναι οι φτωχογειτονιές)∙ στις λιμενικές εγκαταστάσεις∙ στις πολυκατοικίες με τους χάρτινους τοίχους∙ στους βράχους που είναι στεφανωμένοι από μικρά σπίτια στοιβαγμένα σ’ έναν πολύχρωμο καταρράκτη∙ στο λιθόστρωτο και στα πέτρινα τοιχία στους δρόμους της συνοικίας Κολόν∙ στις κεντρικές λεωφόρους∙ στις άδειες παραλίες που μαζεύουν λουόμενους που ξεκινούν νωρίς τα μπάνια∙ σε τράπεζες και γραφεία∙ σε στρατόπεδα και νοσοκομεία∙ σε σχολεία και γκαράζ∙ σε φωτεινές πλατείες και σκοτεινά αδιέξοδα.

Έγινε και πάλι το θαύμα της αυγής σε τούτη την πόλη, την καθαγιασμένη και τη σάπια. Το πρωί ξαναβάζει σε κίνηση τη μυρμηγκοφωλιά λες και την τίναξε κάποια ηλεκτρική εκκένωση και οι κάτοικοί της τρέχουν από τη μια μεριά στην άλλη χωρίς να ξέρουν ακριβώς το πώς, το πότε και, προπαντός, το γιατί της φρενήρους δραστηριότητάς τους.

Και πάλι το ξημέρωμα είναι εδώ: Σχεδόν τετρακόσιες χιλιάδες ηθοποιοί επιστρέφουν στη σκηνή.

Λίγο μετά τις εννιά, όπως σχεδόν πάντα, τα πρεζόνια αναγκάστηκαν να σηκωθούν γιατί ο Κασιμίρο άνοιξε τις πόρτες του μπαρ Καζαμπλάνκα. Ήρεμοι ακόμα (δεν θ’ άρχιζαν ν’ ανησυχούν και να μπαινοβγαίνουν στη γειτονιά πριν από το μεσημέρι), κατέλαβαν, λίγα μέτρα πιο κει, το κομμάτι του πεζοδρομίου που το προστάτευε η σκιά που έριχνε το μπαλκόνι του σπιτιού του Κασιμίρο, κι όχι χωρίς πρώτα να πουν «Καλημέρα, αφεντικό» στον ιδιοκτήτη και μοναδικό σερβιτόρο-μάγειρα-λαντζέρη-καθαριστή και διαχειριστή άμα λάχει. Εκείνος, μικρόσωμος, φαλακρός, εξήντα και, με το αιώνιο θαλασσί πουκάμισό του από συνθετικό ύφασμα, τους μισοκοίταξε με το μοναδικό του μάτι και μάσησε ένα «Μέρα», έχοντας ανεβάσει τα μεταλλικά ρολά κι ανάβοντας τον αυτόματο πωλητή τσιγάρων και τους κουλοχέρηδες. Έπειτα, όπως συνήθιζε, πήγε μέχρι την μπάρα, άνοιξε την τηλεόραση κι άρχισε να κάνει ζάπινγκ εν αναμονή πελατών.

Ο Ελάδιο Μονρόι εμφανίστηκε, όπως πάντα, στις δώδεκα. Ζήτησε έναν καφέ φίλτρου με λίγο γάλα και κάθισε να διαβάσει την εφημερίδα σ’ ένα από τα δύο γαλβανιζέ τραπέζια. Ψηλός, σωματώδης, με ξυρισμένο κεφάλι, με τατουάζ ένα Κ στον αριστερό του πήχη και μια ουλή από μαχαιριά στο δεξί μάγουλο, άφηνε τα κουρασμένα καστανά μάτια του να περιφέρονται στις σελίδες, περνώντας ξώφαλτσα γράμματα και εικόνες, ακόμα πολύ αγουροξυπνημένος για να κατανοήσει σε βάθος τις πληροφορίες που του πρόσφερε ο πρωινός Τύπος. Ο Κασιμίρο πλησίασε στο τραπέζι και του έβαλε μπροστά του τον καφέ σ’ ένα ποτήρι ταλαιπωρημένο από την πολύχρονη χρήση.

«Κανένα νέο;» ρώτησε ο Κασιμίρο, περισσότερο για ν’ ακούσει μια ανθρώπινη φωνή, έστω και μόνο τη δική του, παρά για οτιδήποτε άλλο.

Ο Μονρόι τού απάντησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα. «Ναι. Η επιτροπή της 11-Μ κλείνει για διακοπές και κάνει αφόρητη ζέστη».

«Οπότε, μια απ’ τα ίδια», αντέτεινε ο Κασιμίρο επιστρέφοντας στην μπάρα.
«Ε, ναι».

Καθώς το μπαρ γέμιζε από θαμώνες που πήγαιναν για να πιουν μια μπίρα πριν από το μεσημεριανό κι από ταξιτζήδες που κατέφταναν για να ξοδέψουν την είσπραξη γαμώντας τους όλους με τον θόρυβο των καταραμένων κουλοχέρηδων, ο Μονρόι κατάπιε ολόκληρα τα άρθρα, οσφράνθηκε τους τίτλους, έριξε μια ματιά στις διαφημίσεις και γεύτηκε, σαν επιδόρπιο, το ανέκδοτο του Φόρχες, που δεν αξίζει να του δίνει κανείς μεγαλύτερη σημασία. Ο Τσάπι μπήκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, με τη λιγδιασμένη φόρμα του, τα γυαλιά του με τον χοντρό σκελετό γεμάτα σημάδια, τα μαύρα του νύχια και τη συνηθισμένη μυρωδιά του.

«Καλημέρα, κύριοι και κυρίες… Κάσι, βάλε μου έναν καφέ με αλκοόλ, κερνάει ο Μονρόι…» φώναξε από την πόρτα πριν καθίσει δίπλα στον Ελάδιο. «Τι γίνεται, φιλαράκο;»
«Εδώ, να περάσει η ώρα… Δεν μου λες, εσένα ποιος σου είπε πως θα σου κεράσω τον καφέ;»

Τα μυωπικά μάτια του Τσάπι τον κοίταξαν με ικανοποίηση. Πριν απαντήσει έφερε τον δείκτη στην άκρη της τεράστιας μύτης του.

«Η διαίσθησή μου… Γιατί έπειτα από την μπίζνα που σου βρήκα ένας καφές είναι το λιγότερο…»
«Δεν ξέρω… Πρέπει να δω για τι μπίζνα πρόκειται».

Ο Τσάπι σκούπισε τα χέρια του στη φόρμα του (καταφέρνοντας προφανώς να τα λερώσει περισσότερο), έβγαλε από το τσεπάκι στο ύψος του στήθους του μια κάρτα και την έδωσε στον Μονρόι.

Καθώς το μπαρ γέμιζε από θαμώνες που πήγαιναν για να πιουν μια μπίρα πριν από το μεσημεριανό κι από ταξιτζήδες που κατέφταναν για να ξοδέψουν την είσπραξη γαμώντας τους όλους με τον θόρυβο των καταραμένων κουλοχέρηδων, ο Μονρόι κατάπιε ολόκληρα τα άρθρα, οσφράνθηκε τους τίτλους, έριξε μια ματιά στις διαφημίσεις και γεύτηκε, σαν επιδόρπιο, το ανέκδοτο του Φόρχες, που δεν αξίζει να του δίνει κανείς μεγαλύτερη σημασία.

Ο Μονρόι διάβασε την κάρτα ενόσω ο Κασιμίρο σέρβιρε τον καφέ στον Τσάπι, σ’ ένα ποτήρι ακόμα πιο ταλαιπωρημένο από το προηγούμενο.

«Ο Χεράρδο, αυτός με τις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, με ρώτησε αν ξέρω κάποιον εμπιστοσύνης γι’ αυτή τη δουλειά», του είπε ο Τσάπι κουνώντας το φακελάκι με τη ζάχαρη. «Κοίτα, μιλάς απόψε με τον Χεράρδο σ’ αυτό το τηλέφωνο, γιατί έρχεται ένας τύπος από τη Μαδρίτη, που είναι αντιπρόσωπος και δεν ξέρω τι άλλο, για μια δουλειά, αλλά ούτε γνωρίζει την πόλη ούτε εμπιστεύεται και πολύ…» Χωρίς να νοιάζεται για τη λίγδα στα χέρια του, έσπρωξε προς τα πίσω τα απεριποίητα ίσια μαλλιά του. «Έρχεται αύριο νομίζω. Ο τύπος θα μείνει μία μέρα ή κάτι τέτοιο. Εσύ τον παίρνεις από το αεροδρόμιο, τον πας με το αυτοκίνητο να κάνει τις δουλειές του, περνάς τη μέρα μαζί του και τον συνοδεύεις ξανά στο αεροδρόμιο. Και κερδίζεις είκοσι χιλιάδες πεσέτες. Πώς σου φαίνεται;»
«Πού είναι η λούμπα;»
«Δεν υπάρχει λούμπα».
«Ναι, καλά. Δεν θα μου χαρίσουν είκοσι χιλιάρικα για τα ωραία μου μάτια».
«Όχι, Μονρόι, δεν υπάρχει λούμπα. Ο τύπος δεν έχει ξανάρθει στη Λας Πάλμας. Γνωρίζει τον Χεράρδο από το τηλέφωνο, γιατί όταν στέλνουν κάποιον υπάλληλο, νοικιάζουν αυτοκίνητα από εκείνον. Αλλά ο τύπος τονίζει πως έρχεται για κάποια σημαντική συμφωνία, με αξιόλογο εμπόρευμα, τι να σου πω… Και θέλει κάποιον να τον πηγαινοφέρνει».
«Ο Χεράρδο προσφέρει υπηρεσίες οδηγού, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά ο τύπος δεν θέλει απλώς οδηγό. Θέλει κάποιον που να του καλύπτει και λίγο τα νώτα».

Ο Μονρόι σημάδεψε το μέτωπο του Τσάπι με το δάχτυλό του: «Να η λούμπα».

«Δεν υπάρχει λούμπα, γαμώτο…»
«Σίγουρα υπάρχει κάτι βρόμικο…»
«Όχι, μαλάκα μου. Είν’ ένας τύπος νόμιμος…»
«...ή επικίνδυνο. Τι εμπόρευμα;»
«Και πού να ξέρω εγώ, ρε γαμώτο; Εγώ ξέρω αυτό που σου λέω. Γαμώτο μου, τόση δυσπιστία… Προσπαθώ απλώς να σου κάνω μια χάρη… Αν σου αρέσει η δουλειά, καλώς… Αν όχι, μου δίνεις την κάρτα, βρίσκω άλλον κι εσύ αφήνεις τον γάμο και πας για πουρνάρια…»

Ο Τσάπι άπλωσε το χέρι του, αλλά ο Μονρόι δεν του επέστρεψε την κάρτα. Έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή, κοιτάζοντας πότε τον Τσάπι και πότε την κάρτα. Στο τέλος είπε:

«Εντάξει… Παρόλο που ξέρω πως αν εγώ πάρω είκοσι χιλιάρικα, σίγουρα εσύ θα πάρεις τουλάχιστον δέκα…»
«Όχι, ρε μαλάκα… Επιπλέον, θα τριγυρνάς όλη μέρα μ’ ένα Audi… Μπορεί να ρίξεις και καμιά».
«Λες και το Audi μου λείπει για να ρίξω κάποια».
«Με τη στραβοξυλιά που σε δέρνει, ποιος θα το πίστευε…»
«Άι χέσου».
«Αυτό θα κάνω», είπε ο Τσάπι καθώς σηκωνόταν. «Φεύγω τρέχοντας, γιατί άφησα το παιδί να μου ετοιμάσει ένα αυτοκίνητο για ν’ αρχίσει να μαθαίνει και σίγουρα τώρα θα το βρω όλο μπαλώματα».
«Το καινούριο παιδί; Τι συμβαίνει, είν’ αργό πολύ;»
«Πολύ λέει; Δουλεύει λιγότερο κι από την κότα που μέσα σε τρία χρόνια δεν έκανε ούτε ένα αυγό».

Ο Μονρόι χαμογέλασε καθώς ο Τσάπι σηκωνόταν να πάει στο συνεργείο, χαιρετώντας με βροντερή φωνή την πελατεία του Καζαμπλάνκα αλλά και τους θαμώνες των άλλων μπαρ ως το Πασέο δε Λούγο.

Μέσα σε λίγα λεπτά οι πελάτες εξαφανίστηκαν, γραμμή για τη δουλειά ή για τη φακόσουπα. Ο Μονρόι είδε τα πρεζόνια να περνάνε καβγαδίζοντας δυνατά για το ποιος είχε μαζέψει περισσότερα λεφτά, ενώ ένας τους κουδούνιζε στη χούφτα του τον μικρό σωρό κερμάτων που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν παρκάροντας αυτοκίνητα. Περπατούσαν βιαστικά με κατεύθυνση το Πολβορίν, κι απ’ αυτό ο Μονρόι υπολόγισε πως η ώρα είχε πάει μία παρά τέταρτο περίπου, οπότε αποφάσισε ν’ ανεβεί στο σπίτι του για να ετοιμάσει το μεσημεριανό. Άφησε δύο ευρώ στην τσίγκινη μπάρα κι έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού στον Κασιμίρο, που ήταν αφοσιωμένος στην τοστιέρα.

«Καλό απόγευμα, γέρο…»
«Τα λέμε, Μονρόι…»

Προχώρησε στο καυτό και θορυβώδες καταμεσήμερο της οδού Λεόν ι Καστίγιο και περπατούσε αργά προς την πλατεία Λα Φέρια. Εκεί δυο νεαροί συνδύαζαν την καποέιρα, το σκέιτμπορντ και την κάνναβη σε άνισες δοσολογίες. Στάθηκε μια στιγμή για να τους παρατηρήσει από μακριά και κατάφερε να αναγνωρίσει τον γιο του Ροκίτο, του παλαιστή, που έστριβε έναν μπάφο με μοναδική επιδεξιότητα και ταχύτητα. Πέρασε ακόμα δυο δρόμους κι ανέβηκε την οδό Μούργα ως την είσοδο του σπιτιού του. Μπήκε και κάλεσε το ασανσέρ σκεπτόμενος τη δουλειά που του είχε προτείνει ο Τσάπι. Δεν ήταν κάτι που δεν το είχε ξανακάνει. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε τον οδηγό, ή που του τύχαινε να φυλάξει τα νώτα κάποιου, ή να πάει ένα πακέτο από το ένα μέρος στο άλλο, ή να αντικαταστήσει έναν γνωστό στην πόρτα κάποιας ντισκοτέκ. Οι δουλειές αυτές του επέτρεπαν να ζει αρκετά άνετα, συμπληρώνοντας τη σύνταξή του. Ο Μονρόι δεν ήταν γυμνασμένος και τα χρόνια άρχιζαν να βαραίνουν πάνω του. Ωστόσο, ήταν ένας άντρας σκληραγωγημένος. Αυτό φαινόταν από την πρώτη ματιά. Κι αν υπήρχε καμιά αμφιβολία, η ουλή στο μάγουλό του και το τατουάζ στον πήχη του μιλούσαν από μόνα τους. Και οπωσδήποτε ήταν αρκετά γνωστός στους κατάλληλους χώρους, σε σημείο που όλοι σχεδόν να ξέρουν πως δεν τους συνέφερε ν’ αστειευτούν μαζί του.

Παρ’ όλα αυτά, όπως συμβαίνει με τα λιοντάρια όταν είναι χορτάτα, του άρεσε να ζει και ν’ αφήνει και τους άλλους να ζήσουν, και δεν είχε πολλούς εχθρούς (τουλάχιστον έτσι πίστευε ο ίδιος).

Το ασανσέρ έφτασε στον τέταρτο όροφο και ο Μονρόι βγήκε. Χτύπησε την πόρτα αριστερά με τους κόμπους των δαχτύλων του και περίμενε ν’ ακούσει σύρσιμο από παντόφλες για να φωνάξει:

«Ματίας, εγώ είμαι».

Ο Ματίας μισάνοιξε την πόρτα και πρόβαλε το κεφάλι του με τα κάτασπρα μαλλιά και τις τεράστιες σακούλες κάτω από τα κουρασμένα μάτια του. Όπως πάντα εκείνη την ώρα, δεν φορούσε ακόμα τη μασέλα του (θα την έβαζε σε μισή ώρα, όταν η κόρη του θα του έφερνε το μεσημεριανό).

Από το κενό στη μισάνοιχτη πόρτα ο Μονρόι τού έδωσε την εφημερίδα που είχε ήδη διαβάσει.

«Μη χάσεις το σημερινό ανέκδοτο», τον συμβούλεψε.

Ο Ματίας χαμογέλασε κι έδειξε τον μεγεθυντικό φακό στο άλλο του χέρι.

«Σε περίμενα… Τι γίνεται με την επιτροπή της 11-Μ;»
«Πάνε διακοπές».
«Το φανταζόμουν. Οι μπάσταρδοι...»
«Τι να πεις…» αποκρίθηκε ο Μονρόι κάνοντας μεταβολή και βγάζοντας το κλειδί του σπιτιού του. «Αν χρειαστείς κάτι, ξέρεις πού είμαστε».
«Τίποτα, μείνε ήσυχος. Σε λίγο θα έρθει η κόρη μου… Σ’ ευχαριστώ, Μονρόι».
«Μην το ξαναπείς, γέρο», του είπε ο Μονρόι καθώς έμπαινε στο σπίτι του.

Ο Ματίας έμεινε για μια στιγμή να κοιτάζει την κλειστή πόρτα του απέναντι διαμερίσματος. Κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας και, αφού έκλεισε κι αυτός την πόρτα, άναψε το φως του σαλονιού για να διαβάσει την εφημερίδα.

topos ravello treis kidiesΟ Μονρόι άφησε στο τραπεζάκι της εισόδου το πορτοφόλι, τα κλειδιά, το ρολόι, τα τσιγάρα του, τον αναπτήρα και το στιλό του. Πάντα είχε στην τσέπη του ένα μεταλλικό στιλό με ελατήριο, διά παν ενδεχόμενο.

Στον αυτόματο τηλεφωνητή υπήρχαν αρκετά μηνύματα. Το πρώτο ήταν από τον Χανίφ, που με τα αξιοθρήνητα ισπανικά του και φωνή σαν του Φόγκχορν Λέγκχορν είπε: «Γεια, Μονρόι. Είμαι Χανίφ Μιράμ. Πέρνα από μαγαζί, γιατί έχω βιντεοκάμερες που παράγγειλες. Αλλά πρέπει ξαναδούμε τιμή, γιατί τώρα είναι πιο ακριβές. Τέλος πάντων, εγώ κάνω σ’ εσένα φιλική τιμή. Είμαι όλο τ’ απόγευμα σε μαγαζί. Τα λέμε».

Σκέφτηκε πως εκείνο το απόγευμα έπρεπε να πάει ως την οδό Ριπότσε και να παζαρέψει με τον Χανίφ, ο οποίος ήταν φίλος και πάντα του φερόταν καλά, μα ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι του είχε βάλει εμπόρευμα από προηγούμενη παρτίδα. Ωστόσο, καθώς ο Χανίφ ήταν ιδρυτής και πρόεδρος του Βασιλικού Τάγματος των Σφιχτοχέρηδων, ο Μονρόι θα δυσκολευόταν πολύ να τον κάνει να κρατήσει την παλιά τιμή.

Το επόμενο μήνυμα ήταν –οποία έκπληξη!– από την πρώην σύζυγό του, μ’ εκείνο τον σοβαρό τόνο στη φωνή της, του στιλ κατάθεσέ-μου-τη-διατροφή-αλλιώς-θα-έχεις-νέα-από-τους-δικηγόρους-μου:

«Ελάδιο, εγώ είμαι, η Άνα Μαρία. Είναι ανάγκη να σου μιλήσω. Τηλεφώνησέ μου, σε παρακαλώ. Είναι σημαντικό». Ο Μονρόι διερωτήθηκε γιατί τόση πρεμούρα. Και καθώς δεν του ερχόταν καμία απάντηση, είπε μεγαλοφώνως:
«Λοιπόν, κοίτα, δεν πρόκειται να σου τηλεφωνήσω αν δεν περάσουν τουλάχιστον δύο μέρες. Όχι για τίποτε άλλο, απλώς για το γαμώτο».

Το τρίτο μήνυμα ήταν από την Γκλόρια. «Ελάδιο; Υποθέτω πως είσαι ακόμα στου Κασιμίρο… Παίρνω για να σε ειδοποιήσω πως θα περάσω από κει… Κι αν έχεις όρεξη να μου κάνεις το τραπέζι, ανασκουμπώσου και φτιάξε μου καλαμάρια κοκκινιστά. Τα έβγαλα να ξεπαγώσουν το πρωί, πριν φύγω για τη δουλειά. Φιλί, άγγελέ μου».

Ο Μονρόι σκέφτηκε, αυτή τη φορά όχι μεγαλοφώνως, πως η Γκλόρια μάλλον είχε παρασυνηθίσει να βρίσκεται στο σπίτι του, τη στιγμή που το δικό της ήταν μόλις δύο ορόφους πιο πάνω. Αλλά κολακευόταν που της άρεσαν τα κοκκινιστά καλαμάρια του. Γι’ αυτό και ενέδωσε. Η παρέα της Γκλόρια δεν ήταν και τόσο κακή. Διάλεξε από τα CD του το Blue Valentine κι άκουσε τον Τομ Γουέιτς να τραγουδάει βραχνά σαν μορφινομανής τίγρης το «Somewhere», ενώ συγχρόνως έβαζε σορτς, μπλουζάκι και σανδάλια. Έπειτα μπήκε στην κουζίνα και βάλθηκε να καθαρίζει τα καλαμάρια μουρμουρίζοντας κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που άκουγε – γενικά όλοι, οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί του, γνώριζαν πως αν κάτι χαρακτήριζε πραγματικά τον Μονρόι, ήταν το ότι είχε καλό μουσικό γούστο και συγχρόνως αλλού το ένα αυτί κι αλλού το άλλο.

Αφού έκοψε τα καλαμάρια ροδέλες, ψιλόκοψε κρεμμύδι, σκόρδο και πιπεριές, και τα έβαλε να σοταριστούν με ελαιόλαδο και δάφνη. Ώσπου να μαραθούν σε σιγανή φωτιά, άρχισε να κόβει τις ντομάτες, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν τι στον διάβολο τον ήθελε η πρώην του.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο Πολωνός» του Τζ.Μ. Κουτσί (προδημοσίευση)

«Ο Πολωνός» του Τζ.Μ. Κουτσί (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Τζ.Μ. Κουτσί [J.M. Coetzee] «Ο Πολωνός» (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 4 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Ο νεαρός Μάνγκο» του Ντάγκλας Στιούαρτ (προδημοσίευση)

«Ο νεαρός Μάνγκο» του Ντάγκλας Στιούαρτ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στιούαρτ [Douglas Stuart] «Ο νεαρός Μάνγκο» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 28 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Περίμενε ώσπου να α...

«Οι χάρτες των υπέροχων σωμάτων μας» της Μάντι Μόρτιμερ (προδημοσίευση)

«Οι χάρτες των υπέροχων σωμάτων μας» της Μάντι Μόρτιμερ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μάντι Μόρτιμερ [Maddie Mortimer] «Οι χάρτες των υπέροχων σωμάτων μας» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 20 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Τζο Νέσμπο: «Η κόρη μου δεν εντυπωσιάζεται με τίποτα από όσα κάνω, αλλά όταν της είπα ότι θα γίνω επίτιμος διδάκτωρ στην Αθήνα έμεινε με το στόμα ανοιχτό»

Τζο Νέσμπο: «Η κόρη μου δεν εντυπωσιάζεται με τίποτα από όσα κάνω, αλλά όταν της είπα ότι θα γίνω επίτιμος διδάκτωρ στην Αθήνα έμεινε με το στόμα ανοιχτό»

Ο δημοφιλής συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Τζο Νέσμπο [Jo Nesbø] αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου

...
Βίος και Πολιτεία #10: Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος ζωντανά από το «υπόγειο» της Πολιτείας

Βίος και Πολιτεία #10: Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος ζωντανά από το «υπόγειο» της Πολιτείας

Στο 10ο επεισόδιο της σειράς συζητήσεων με ανθρώπους από το χώρο του βιβλίου, με τον Κώστα Κατσουλάρη θα συνομιλήσει ο συγγραφέας και πανεπιστημιακός Παναγής Παναγιωτόπουλος. Η συζήτηση θα μεταδοθεί ζωντανά, την Πέμπτη, 28 Σεπτεμβρίου, στις 7μμ.

Επιμέλεια: Book Press

Βίος ...

«Κάποιοι μήνες της ζωής μου» του Μισέλ Ουελμπέκ – ή πώς να μην αποφεύγεις τις παγίδες της δημοσιότητας (κριτική)

«Κάποιοι μήνες της ζωής μου» του Μισέλ Ουελμπέκ – ή πώς να μην αποφεύγεις τις παγίδες της δημοσιότητας (κριτική)

Για το βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ [Michel Houellebecq] «Κάποιοι μήνες της ζωής μου» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Εστία). 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Προβοκάτορας, φίλεχθρος, άνθρωπος που ζει από τις αντιπαραθέσεις και...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα» του Βαγγέλη Μαργιωρή (προδημοσίευση)

«Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα» του Βαγγέλη Μαργιωρή (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μαργιωρή «Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα», το οποίο κυκλοφορεί στις 25 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μίνωας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ήρωες, μίξερ, μανταλάκια, σερβιέτες…» Μέσα στο ...

«Manifest – Υλοποίησε τη ζωή των ονείρων σου» της Τζορντάνα Λεβίν (προδημοσίευση)

«Manifest – Υλοποίησε τη ζωή των ονείρων σου» της Τζορντάνα Λεβίν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Τζορντάνα Λεβίν [Jordanna Levin] «Manifest – Υλοποίησε τη ζωή των ονείρων σου» (μτφρ. Νοέλα Ελιασά), που θα κυκλοφορήσει στις 25 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μίνωας. 

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Ηλίας Πετρόπουλος: Σκληρός από τρυφερότητα» του Τζον Τέιλορ (προδημοσίευση)

«Ηλίας Πετρόπουλος: Σκληρός από τρυφερότητα» του Τζον Τέιλορ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση του προλόγου του μεταφραστή Γιώργου Ι. Αλλαμανή, στο βιβλίο του Τζον Τέιλορ [John Taylor] «Σκληρός από τρυφερότητα – Ο Έλληνας ποιητής και λαογράφος του άστεως Ηλίας Πετρόπουλος», το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Δίχτυ.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μεσογειακό νουάρ, δικαστικό θρίλερ, whodunnit κι ένα ασήμαντο περιστατικό: 4 δυνατά ευρωπαϊκά αστυνομικά μυθιστορήματα

Μεσογειακό νουάρ, δικαστικό θρίλερ, whodunnit κι ένα ασήμαντο περιστατικό: 4 δυνατά ευρωπαϊκά αστυνομικά μυθιστορήματα

Τέσσερα πρόσφατα αστυνομικά μυθιστορήματα ανανεώνουν τις γνωστές υποκατηγορίες της αστυνομικής λογοτεχνίας. «Η σκοτεινή μούσα» του Άρμιν Έρι, «Ο κώδικας του θησαυρού» της Τζάνις Χάλετ, «Θάνατος ενός ταξιδιώτη» του Ντιντιέ Φασέν και «Η στρατηγική του πεκινουά» του Αλέξις Ραβέλο.

Γράφει η Χίλ...

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, βιογραφιών, θεάτρου, δοκιμίων, μελετών και γκράφικ νόβελ.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Επιλέξαμε και φέτος όχι την εξαντλητική παρουσίαση των νέων εκδόσεων αλλά την στ...

22 σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν μόνο ένα μυθιστόρημα

22 σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν μόνο ένα μυθιστόρημα

Τι κοινό θα μπορούσε να έχει η Έμιλι Μπροντέ [Emily Brontë] με τον Χουάν Ρούλφο [Juan Rulfo] και τον εικονιζόμενο Άρη Αλεξάνδρου; Και οι τρεις τους, όπως και πολλοί ακόμα σημαντικοί συγγραφείς, έγραψαν και εξέδωσαν ένα μόνο μυθιστόρημα στη διάρκεια της ζωής τους, που ωστόσο αρκούσε για να τους καθιερώσει στο λογοτεχ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

22 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, βιογραφιών, θεάτρου, δοκιμίων, μελετών και γκράφικ νόβελ. Επιμέλεια: Κώστας Αγορα

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ