Της Ελένης Στελλάτου*
Τους κοιτάω στα μάτια έναν έναν. Μάλιστα. Τους κοιτάω και με κοιτάνε κι αυτοί. Παράξενο πράμα, από δω που κάθομαι μου φαίνονται αλλιώς κι όμως τους ξέρω καλά. Τους θυμάμαι από τα παλιά χρόνια. Μερικοί με κοιτάνε χωρίς να κουνιούνται καθόλου. Άλλοι γέρνουν το κεφάλι πότε από τη μια μεριά πότε από την άλλη ή κουνάνε το κεφάλι πάνω κάτω, σαν να συμφωνούν. Ή να σκέφτονται. Τεντώνω το πόδι μου και το μαζεύω.
Αυτός που μιλάει είναι πολύ ψηλός και γεμίζει το χώρο. Με το ύψος του τον γεμίζει και με τη φωνή του. Είναι όμορφος. Έχει ωραία μαλλιά, λίγο γκρίζα και μικρό μούσι περιποιημένο. Άμα είχε και μπέρτα θα έμοιαζε με τον ντ' Αρτανιάν. Η μπέρτα θα έπρεπε να είναι γαλάζια και μακριά, να ανεμίζει. Οι άνθρωποι ξαφνιάζονται καμιά φορά άμα τους λέω τι σκέφτομαι. Τεντώνω το χέρι μου το δεξί προς τα κάτω, να μη φαίνεται, μετά το αριστερό και μετά πλέκω τα δάχτυλά μου.
Μπροστά μπροστά κάθεται μια γυναίκα και με κοιτάει. Τα μάτια της κοντεύουν να εκραγούν – σαν ηφαίστειο που πετάει ολόγυρα σιντριβάνια από χαρούμενη λάβα. Είναι η μαμά. Τα χέρια μου δε φτάνουν στο τραπέζι που είναι μπροστά μου, τα' χω αφήσει στα πόδια μου. Πλεγμένα πάντα.
Η φούστα είναι μπεζ και τα δάχτυλά μου πιο ανοιχτό μπεζ. Η μεγάλη πωλήτρια είπε ότι μου πηγαίνει το ταγέρ και την πίστεψα γιατί τα μάτια της είχαν το ζεστό φως. Σαν της μαμάς. Η μικρή πωλήτρια μου έδωσε στην αρχή ένα φόρεμα. Αυτό το φόρεμα είχε από πάνω ως κάτω μια τεράστια φωτογραφία της Νέας Υόρκης. Αλλά στον καθρέφτη δεν με έβλεπα, έβλεπα μόνο τη Νέα Υόρκη. Πώς σου φαίνεται; είπε η κοπέλα κι εγώ δε μίλαγα, μόνο έβαζα συνέχεια τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. Μετά ήρθε η μαμά με τη μεγάλη πωλήτρια. Πόσων χρονών είσαι; Τριάντα πέντε, είπα. Ωραία, λοιπόν θέλουμε κάτι που να σε δείχνει τριάντα πέντε, ούτε δέκα πέντε, ούτε σαράντα πέντε. Και μου έδωσε αυτό το ταγέρ με τα φουσκωτά μανίκια κι έτσι είδα τη Δανάη στον καθρέφτη και έτσι βλέπουν τώρα και οι άλλοι τη Δανάη μέσα σε αυτό το μπεζ ταγέρ.
Ωραίο είναι. Εγώ όμως κάθε μέρα φοράω φόρμες. Μάλιστα. Επειδή τις φόρμες δεν φοβάσαι μην τις λερώσεις. Κι εγώ, άμα ζωγραφίζω τις λερώνω. Δεν γίνεται αλλιώς, δεν γίνεται να ζωγραφίζεις και να μη λερώνεις τα ρούχα σου, θέλω να πω. Μέχρι να τελειώσω αυτήν τη συλλογή με τα μάτια και το φως χάλασα τρεις φόρμες, αλλά η μαμά δε νοιάζεται γι' αυτό. Ε, φόρμες είναι, λέει, θα χαλάσουν, τι να κάνουμε;
Είναι τέσσερα χρόνια τώρα που έχω σκεφτεί αυτή τη συλλογή με το φως. Έχω φτιάξει πολλούς πίνακες, μάτια και ζεστό φως ή μάτια και ψυχρό φως, εξαρτάται. Τα μάτια των μωρών, της δασκάλας μου και της μαμάς έχουν το ζεστό φως. Τα μάτια της κυρα-Ξένιας της γειτόνισσας και τα μάτια της μικρής πωλήτριας δεν βγάζουν ζεστό φως. Τα ΄χω ζωγραφίσει όλα αυτά, μάτια μωρών, μαμάδων, της κυρα-Ξένιας, της δασκάλας, του παππού Αριστοτέλη. Ρώτησα τη μαμά τι φως είχαν τα μάτια του παππού όταν πέθαινε αλλά η μαμά έκλαψε και ορκίστηκα να μην την στενοχωρήσω ξανά κι έτσι τα έφτιαξα με τη φαντασία μου, δυο μάτια όλο μαύρο και κόρη μαύρη και το γύρω γύρω μαύρο. Πολύ δύσκολο.
Μου 'ρχεται να κλάψω, γιατί είναι πολύ όμορφος και πολύ ψηλός κι εγώ φοράω τα καλά μου ρούχα και του φτάνω κάτω από τον ώμο. Είμαι ευτυχισμένη.
Το πιο δύσκολο όμως είναι το σκοτεινό φως. Λέω έτσι το φως που βγαίνει άμα γελάει το μισό σου πρόσωπο, το στόμα δηλαδή, αλλά τα μάτια δεν γελάνε. Με μπερδεύει αυτό, γελάει ο άλλος ή δεν γελάει; Και δεν ξέρω τι να κάνω. Με μπερδεύει και με τρομάζει. Τα μάτια τα προσέχω πολύ. Δε με νοιάζει τόσο άμα έχουν ψυχρό φως, άμα έχει τέτοια μάτια κάποιος του γυρίζω την πλάτη και δεν τον κοιτάω. Αλλά το σκοτεινό φως είναι άλλο πράμα. Μια φορά το' χω συναντήσει μόνο. Ή δύο. Δεν το ζωγραφίζω. Δε θέλω. Η μαμά λέει πως είμαι πολύ θαρραλέα αλλά καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου γέλια με μεγάλα δόντια και μάτια που δεν γελάνε κι απότομα γίνονται μαύρα σαν του παππού όταν πέθανε και τρομάζω και ξυπνάω.
Ο ντ' Αρτανιάν δεν σταματά να μιλά, είναι και μια κάμερα εκεί απέναντι, εκείνος κοιτάζει την κάμερα κι εγώ τη μαμά και είμαι χαρούμενη γιατί η μικρή αίθουσα κολυμπάει σε ζεστό φως. Ξαφνικά γυρνάει προς το μέρος μου και συνεχίζει να μιλάει πολύ δυνατά, σχεδόν βλέπω τη φωνή του που κάνει γκελ στα τζάμια, σαν μπαλάκι. Τα χέρια μου ίδρωσαν απότομα, όχι γιατί τα χέρια με κοντά και παχουλά δάχτυλα ιδρώνουν περισσότερο, αλλά γιατί άρχισε να μιλάει για μένα. Δεν είναι πια ο ντ' Αρτανιάν, είναι ο Δήμαρχος.
Όταν η μαμά ζήτησε τη μεγάλη αίθουσα για να βάλω μέσα τους πίνακές μου και να κάνω έκθεση, ο Δήμαρχος της είπε ότι η αίθουσα ήταν πιασμένη από άλλους και δεν χώραγα. Τότε η μαμά έγραψε ένα γράμμα στο ίντερνετ και είπε σε όλους ότι δε με αφήνουν να κάνω την έκθεση. Και το γράμμα έλεγε στο τέλος «τα παιδιά αυτά είναι γεννημένα μαχητές». Ή πολεμιστές, δεν θυμάμαι καλά. Τα χέρια μου είναι ιδρωμένα και τα σκουπίζω στη φούστα.
Μετά από λίγες μέρες η μαμά μου είπε χαρούμενη πως θα μας δώσουν την αίθουσα. Ο Δήμαρχος, είπε, άλλαξε γνώμη. Και θα μοιράσουμε και προσκλήσεις και θα βάλουν και αφίσες και θα έρθει και η τηλεόραση γιατί έγινε μεγάλη φασαρία στο ίντερνετ και ο κόσμος ξεσηκώθηκε και μετά ήθελαν όλοι να γίνει η έκθεση. Μάλιστα.
Ένας φωτογράφος πλησιάζει. Ο Δήμαρχος μου κάνει νόημα να πάω κοντά του, τo κορίτσι αυτό είναι γεννημένο μαχητής, λέει, και όλοι χειροκροτούν. Απλώνει το χέρι και με αγκαλιάζει από τους ώμους και βγάζουμε μαζί φωτογραφία. Το φλας με τυφλώνει. Μου 'ρχεται να κλάψω, γιατί είναι πολύ όμορφος και πολύ ψηλός κι εγώ φοράω τα καλά μου ρούχα και του φτάνω κάτω από τον ώμο. Είμαι ευτυχισμένη.
Όλοι σηκώνονται, έφτασε η στιγμή να μπούμε στην αίθουσα, είναι οι πίνακές μου εκεί και μας περιμένουν, η μαμά προχωράει προς το μέρος μας, μερικές κυρίες τη σταματούν και τη φιλάνε, ο Δήμαρχος μου απλώνει το χέρι και χαμογελάει, κάποια παιδάκια τρέχουν και μπαίνουν πρώτα, απλώνω κι εγώ το δικό μου χέρι, τα δάχτυλά μου έχουν μια μουτζούρα που δεν φεύγει και ντρέπομαι, ο φωτογράφος έρχεται πολύ κοντά, όλοι μιλάνε χαρούμενοι, ο Δήμαρχος χαμογελάει αλλά τα μάτια του όχι. Το χέρι του κρατάει σφιχτά το δικό μου. Τα μάτια του δεν μου γελάνε.
Η Ελένη Στελλάτου γεννήθηκε το 1978. Είναι πτυχιούχος Φαρμακευτικής του ΕΚΠΑ.