alt

Από τη συλλογή πεζογραφημάτων του Κάρολου Τσίζεκ Ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς καὶ ἄλλες ἀφηγήσεις (επίμετρο Αλέξης Ζήρας, Εκδόσεις Κίχλη) προδημοσιεύεται μέρος του αφηγήματος «Ὁ θεῖος Τσάις καὶ τὸ τέλος τοῦ συμπατριωτισμοῦ».

 

[...]

Μετὰ τὸ 1929, ποὺ ἐγκατασταθήκαμε στὴ Θεσσαλονίκη (ὁ πατέρας μου εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὸ 1927), ἡ μητέρα μου συνέχισε γιὰ πολλὰ χρόνια νὰ μαγειρεύει τσέχικα φαγητά, τόσο γιὰ τὴν οἰκογένεια ὅσο καὶ γιὰ τοὺς λιγοστοὺς μουσαφίρηδες ποὺ μᾶς ἔρχονταν ἀραιὰ καὶ ποῦ, ὅπως ὁ θεῖος Τσάις καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἀνέφερα. Ἐπρόκειτο σχεδὸν πάντα γιὰ συμπατριῶτες: ἕνας κάπως ἄγνωστος μακρινός μας συγγενής, τοῦ ὁποίου δυσκολεύομαι νὰ θυμηθῶ τὸ ὄνομα (μᾶς ἄφησε μιὰ οἰκογενειακή του φωτογραφία, τραβηγμένη μπροστὰ στὸ σανιδένιο ἐξοχικό του), ὁ Γύνεκ Μάγλερ, ἕνας γέρος Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Πράγα, ποὺ τὸν ἔφεραν οἱ ἀδελφοὶ Μοδιάνο γιὰ νὰ τοὺς φτιάξει ἕνα ἐργαστήριο παραγωγῆς δερμάτινων γαντιῶν, τὸ ὁποῖο τελικὰ δὲν ἔγινε, διάφοροι ἐκθέτες, ποὺ τοὺς γνωρίζαμε τυχαῖα, ὅταν ἐπισκεπτόμασταν τὴ ΔΕΘ (καταλάμβανε, τότε, περίπου τὴν ἔκταση τοῦ σημερινοῦ πάρκου τῶν ἀξιωματικῶν), καὶ ἰδίως ἡ κυρία Κλίμτοβα, ποὺ ἔφερνε τὰ γνωστὰ ψευδοκοσμήματα τοῦ Γιάμπλονετς (χάντρες καὶ παρεμφερῆ πουλιοῦνταν ὣς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος), κάποιος κύριος Κότρμπα, καὶ στὶς ἀρχὲς πιὰ τοῦ πολέμου, πού, σὰν κύμα κακοκαιρίας, δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἀπ’ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη στὴ Βαλκανικὴ χερσόνησο, μιὰ ἄγνωστη καὶ μυστηριώδης κυρία ποὺ πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία δωμάτια ποὺ διαθέταμε σὲ μιὰ ἄλλη μονοκατοικία τῆς ὁδοῦ Γαμβέττα, στὸν συνοικισμὸ Χαριλάου, ὅπου εἴχαμε στὸ μεταξὺ μετακομίσει. Ἤμουν δεκαοκτὼ χρονῶν τότε καὶ ἡ παρουσία τῆς ἄγνωστης ἐπισκέπτριας μὲ ἀναστάτωσε σὲ σημεῖο ποὺ δὲν μπόρεσα τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ. Γιὰ τὴ φιλοξενία της πήραμε ἀργότερα ἕνα εὐχαριστήριο γράμμα ἀπὸ κάποια ἐπίσημη ἀρχή. Μοναδικὸς συνδετικός μας κρίκος μὲ ὅλους αὐτοὺς ἡ γλώσσα, ποὺ δέκα χρόνια ἀργότερα θὰ ἀποδεικνυόταν ὄχι μόνο ἀνεπαρκής, ἀλλὰ ἐνδεχομένως καὶ ἐπιζήμια. Ὅμως εἶχα ἀρχίσει νὰ μιλάω γιὰ φαγητά. Κάποτε, λοιπόν, ποὺ φιλέψαμε ἕναν Ἑβραῖο συνάδελφο τοῦ πατέρα μου στὴ ΓΕΚΑ (Γενικὴ Καλτσοποιία) τῶν ἀδελφῶν Μοδιάνο, τὸν ἐργένη Σολομὼν Ἀρντίτι (χάθηκε μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐργατικὸ καὶ διοικητικὸ προσωπικὸ τοῦ ἐργοστασίου, μὲ ἐξαίρεση τοὺς τρεῖς ἰδιοκτῆτες ἀδελφούς, στὰ ναζιστικὰ στρατόπεδα θανάτου, παρὰ τὶς προειδοποιήσεις τοῦ πατέρα μου νὰ μὴν ἐμπιστεύονται τοὺς Γερμανούς), τὸ γεῦμα ἦταν μᾶλλον ἀποτυχημένο, μὲ κύρια αἰτία τὰ «κνέντλικυ», γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μιλήσω πιὸ κάτω.

Εἶπα πρὶν γιὰ τὴ γλώσσα καὶ ἀναλογίζομαι τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο στὴν ἀριστουργηματικὴ ταινία Τὸ μαγαζάκι τῆς κεντρικῆς ὁδο τῶν Γιὰν Κάνταρ καὶ Ἔλμαρ Κλὸς ἡ ἡλικιωμένη Ἑβραία ἰδιοκτήτρια ἀρθρώνει τὰ σλοβάκικά της. Ὁ Μάγλερ δὲν ξεχώριζε στὸ παραμικρό. Ἁπλῶς χρησιμοποιοῦσε πότε πότε κάποια λέξη ποὺ πέρασε στὰ τσέχικα ἀπὸ τὰ γαλλικά. Ἔλεγε «μπουλιόν», ἀντὶ γιὰ «μπουγιόν» («ζωμὸς κρέατος»), «ἐτύντυ» («σπουδές», δηλαδὴ «μουσικὰ σχεδιάσματα») καὶ ἄλλα. Μᾶς ἄφησε ἕνα ζευγάρι μαῦρα στρατιωτικὰ κιάλια τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στὸν ὁποῖο εἶχε πάρει μέρος σὰν ἀξιωματικός. Μέχρι τότε οἱ περιοχὲς ποὺ τὸ 1918 θὰ ἀποτελοῦσαν τὴν Τσεχοσλοβακία ἀνῆκαν στὴν Αὐστροουγγαρία καὶ οἱ κάτοικοί τους –ἂς θυμηθοῦμε τὸν καλὸ στρατιώτη Σβέικ– ἦταν ὑπήκοοι τοῦ γηραιοῦ αὐτοκράτορα Φραγκίσκου Ἰωσήφ (θείου τοῦ Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ποὺ δολοφονήθηκε τὸ 1914 στὸ Σεράγεβο) καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸν αὐστροουγγρικὸ στρατό. Αὐτοὶ οἱ ὑπήκοοι μιλοῦσαν δεκαέξι διαφορετικὲς γλῶσσες, ὅπως προκύπτει ἀπὸ ἕνα γράμμα τοῦ Φραγκίσκου Φερδινάνδου, γεγονὸς ποὺ πρόβαλε σὰν δικαιολογία γιὰ νὰ μὴν ἐγκαινιάσει κάποια ἔκθεση στὴ Βοημία μιλώντας στὴν τοπικὴ γλώσσα ἀλλὰ στὴν ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους, δηλαδὴ τὰ γερμανικά. Τὸ Γ´ Ράιχ πάντως δὲν τόλμησε νὰ ἐπιβάλει στρατιωτικὴ θητεία στοὺς Τσέχους. Ἐκμεταλλεύτηκε ὅμως κατὰ κόρον τὸ ἄριστο ἐργατικὸ δυναμικό τους καὶ τὰ ἐργοστάσιά τους, ποὺ περιῆλθαν ἀπείραχτα στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν. Μόνο μιὰ σλοβακικὴ στρατιὰ πολέμησε στὸ πλευρό τους ἐναντίον τῶν Ρώσων. Μᾶς εἶπε ὁ Μάγλερ ὅτι οἱ νεαροὶ στρατιῶτες ποὺ πληγώνονταν φώναζαν τὴ μαμά τους. Μᾶς ἔγραψε ἐπίσης μία συνταγὴ γιὰ νὰ παρασκευάζουμε μιὰ ἀλοιφὴ γιὰ ρευματισμούς, ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς ἀποφέρει καὶ κάποιο κέρδος, ἂν δὲν τὴ χάναμε μετὰ τὴν πρώτη δοκιμή. Μοῦ ἔμαθε πῶς νὰ κρατῶ σωστὰ τὸ βιολί, καθὼς καὶ τὸν τρόπο νὰ χρωματίζω μὲ νερομπογιά, ὁμοιόμορφα καὶ χωρὶς λεκέδες, μιὰ κόλα χαρτί, δίνοντάς της μιὰν ἐλαφριὰ κλίση, καὶ ἐπίσης νὰ ἐκτιμῶ τὴν ποιότητα ἑνὸς δέρματος ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ ζώου ἀπὸ τὸ ὁποῖο προερχόταν (ράχη ἢ κοιλιά). Ἦταν ὅμως ἀπερίγραπτα τσιγκούνης, κι ὅταν ἔπαιρναν μὲ τὴ μητέρα μου τὸ τράμ, γιὰ νὰ κατεβοῦν στὴν ἀγορά, τὴν ἄφηνε νὰ τοῦ πληρώνει τὸ εἰσιτήριο.

Ὅσο ἔκτακτες καὶ ἀραιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ ἐπισκέψεις, τόσο τακτικὴ καὶ συχνὴ ἦταν μία ἄλλη, ποὺ ἐπαναλαμβανόταν, χρόνια, κάθε Κυριακή. Τότε φιλεύαμε τὸν οἰκογενειακό μας φίλο Φράντισεκ Τόμισεκ, πρώην μηχανικὸ τῆς Σίγγερ, ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Τουρκοκρατίας. «Αὐτοὶ ποὺ στὰ γεράματα γυρίζουν στὴν πατρίδα πεθαίνουν», ἔλεγε, «γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ γυρίσω». Μὲ τὰ κοντὰ κομμένα μαλλιά του, μὲ τὸ μουστάκι, τὸ γενάκι καὶ τὸ pince-nez του (δίοπτρα ρινός), ἔμοιαζε (ἀθέλητα ἢ ἠθελημένα δὲν ξέρω) μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας, πολιτικό, ἱδρυτὴ καὶ πρῶτο πρόεδρο τῆς Τσεχοσλοβακικῆς Δημοκρατίας Θωμὰ Μάσαρυκ, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἀμερικανίδα σύζυγό του εἶχε προσθέσει στὸ ἐπώνυμό του τὸ δικό της: Γκαρρίγκ. Ἂν ὁ γέρος Τόμισεκ εἶχε ριζώσει γιὰ τὰ καλὰ στὴ Θεσσαλονίκη, τὸ ὄφειλε χωρὶς ἄλλο στὴν Ἑλληνίδα σύζυγό του. Καὶ ἔστω κι ἂν δὲν ἦταν λιτοδίαιτος καὶ ἐγκρατὴς καὶ δὲν ἵππευε μὲ τὶς ὧρες σὰν τὸν πρόεδρο, ἦταν κι αὐτός, ὅταν τὸν γνωρίσαμε, ἕνας θαλερὸς γέρος. Τὸ τί μποροῦσε νὰ φάει, νὰ πιεῖ καὶ νὰ καπνίσει χωρὶς νὰ νιώσει τὴν παραμικρὴ ἐνόχληση (στὴν Κατοχὴ γέμιζε τὴν πίπα του μέχρι καὶ μὲ φλούδα ἀπὸ τὸ κλῆμα ποὺ φύτρωνε στὸ προαύλιο τοῦ σπιτιοῦ του) καὶ τί ἀποστάσεις ἦταν ἱκανὸς νὰ διανύσει περπατώντας, χωρὶς νὰ κουράζεται, εἶναι δύσκολο νὰ περιγραφεῖ. Θαυμάσιος ἀφηγητὴς καὶ εὐχάριστος συνδαιτυμόνας, ἤξερε νὰ δέχεται καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ὅ,τι τοῦ πρόσφερες μ’ ἕναν τρόπο τόσο ἀβίαστα φυσικὸ καὶ ἀξιοπρεπή, ποὺ ἡ συναναστροφὴ μαζί του σὲ γέμιζε χαρά, γαλήνη κι αἰσιοδοξία. Παντρεμένος μὲ τὴν Ἀνδρομάχη, τὸ γένος Κωνσταντινίδη, εἶχε ἀποκτήσει μαζί της τρία παιδιά: τὸν Παῦλο, ἀργότερα ὑπάλληλο τοῦ τσεχοσλοβακικοῦ προξενείου Θεσσαλονίκης, ποὺ φυλακίστηκε ἀπ’ τοὺς Γερμανούς, ἀνακλήθηκε στὴν Πράγα ἀπὸ τοὺς κομμουνιστὲς καὶ πέθανε στὴ λουτρόπολη Μάριανσκε Λάζνιε, γνωστότερη στὸ ἐξωτερικὸ μὲ τὴ γερμανικὴ ὀνομασία Μαρίενμπαντ (μιὰ νοσοκόμα ποὺ τὸν ἐκτίμησε, καὶ ἴσως τὸν ἀγάπησε, μᾶς ἔγραψε δυὸ λόγια), τὴν Ἀντουανέτα, κατόπιν σύζυγο τοῦ Δημητρίου Δήμου, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὶς Σαράντα Ἐκκλησιές, στὴν ὁδὸ Γρηγορίου Αὐξεντίου, καὶ τὴ Μαρίκα, ἡ ὁποία προσβλήθηκε ἀπὸ παιδικὴ παράλυση καὶ πέρασε τὴ ζωή της στὸ διώροφο πατρικὸ σπίτι, στὴν ὁδὸ Ἀρριανοῦ 23, ἀπέναντι ἀπ’ τὴ Ροτόντα, παρακολουθώντας ἀπ’ τὸ παράθυρο στὸ μεγαλύτερο διάστημα τῆς ἡμέρας τὴν κίνηση τῆς πλατείας. Στὸν ἐπάνω ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ τῆς οἰκογένειας Τόμισεκ, πρὶν κατεδαφιστεῖ, ἔμεινε γιὰ ἕνα διάστημα καὶ ἡ ἀγαπημένη δασκάλα τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου δεσποινὶς Τζανῆ, πού, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τοῦ ἔμαθε νὰ γράφει ἴσια σὲ μιὰ λευκὴ κόλα, χωρὶς χαράκια.

Ἕνας ἀπ’ τοὺς φίλους τοῦ Παύλου ἦταν καὶ ὁ –πιθανῶς αὐτοαποκαλούμενος– Πολωνὸς βαρόνος Κάτσβινσκυ, ποὺ λέγανε ὅτι εἶχε ἀποκτήσει, δὲν ξέρω πῶς καὶ γιατί, τὴν τσεχοσλοβακικὴ ὑπηκοότητα. Ἔμενε, ἂν δὲν μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη, σὲ μιὰ μονοκατοικία τῆς περιοχῆς τοῦ Παπάφειου Ὀρφανοτροφείου, ὅπου ὁ Παῦλος τὸν ἐπισκεπτόταν κατὰ καιροὺς γιὰ νὰ κουβεντιάσουν, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ παίξουν μιὰ παρτίδα σκάκι, καὶ μ’ ἔπαιρνε καὶ μένα, καμιὰ φορά, μαζί του. Ἀραιὰ καὶ ποῦ, ἀπορροφημένοι καθὼς ἦταν ἀπ’ τὸ παιχνίδι, πετοῦσαν καὶ καμιὰ λέξη στὰ γαλλικά, σχετικὰ μὲ τὴν κίνηση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνουν, ὅπως «la meilleure défense c’est l’attaque» (ἡ ἐπίθεση εἶναι ἡ καλύτερη ἄμυνα), ἐνῶ ἐγὼ περιεργαζόμουν τὰ ἀντικείμενα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ πολυτεχνίτης βαρόνος, ποὺ στὰ εὐλύγιστα δάχτυλα τῶν ἐπιτήδειων χεριῶν του φοροῦσε χοντρὰ καὶ ἀσυνήθιστα δαχτυλίδια, εἶχε γεμίσει τὸ σπίτι του: πίνακες, γλυπτά, συρματένια προφίλ, ραδιοφωνικοὺς δέκτες καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλο. Ἔλεγαν ὅτι εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τὸν πατέρα του ἕνα χρυσωρυχεῖο στὸ νομὸ Κιλκίς, γιὰ τὸ ὁποῖο διάβασα, μεταπολεμικά, σχετικὸ ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα Ὁ Μαχητὴς τοῦ Κιλκίς, ποὺ μοῦ τὴν ἔστελναν γιὰ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, χάρις στὴ μεσολάβηση τοῦ φίλου ζωγράφου, γκαλερίστα καὶ συγγραφέα ἀπὸ τὸ Κάτω Θεοδωράκι Κώστα Λαχᾶ. Ἄκουσα τυχαῖα ἀπὸ μιὰ κακιὰ γλώσσα ὅτι ὁ πατέρας Κάτσβινσκυ, προκειμένου νὰ πουλήσει ὡς χρυσοφόρο κάποιο χωράφι του, φρόντιζε, προτοῦ τὸ δείξει στὸν ὑποψήφιο ἀγοραστή, νὰ τὸ πυροβολήσει μὲ τὸ κυνηγετικό του ὅπλο, ἔχοντας προηγουμένως ἀνακατέψει μὲ τὰ σκάγια μιὰ μικρὴ ποσότητα χρυσοῦ. Θυμᾶμαι ἀκόμα, ἂν καὶ ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἄρχισε πιὰ νὰ ξεθωριάζει στὴ μνήμη μου, κάποια Κυριακὴ τὸν βαρόνο, μὲ ἄψογο σπὸρ ντύσιμο, δηλαδὴ μακριές, χοντρὲς κάλτσες μέχρι τὸ γόνατο, πανταλόνι γκὸλφ καὶ ὅλα τὰ σχετικά, νὰ περιμένει κοντὰ στὴν προτομὴ τοῦ δολοφονηθέντος βασιλιᾶ Γεωργίου Α´ τὸ αὐτοκίνητο ποὺ θὰ τὸν πήγαινε στὸ θρυλικὸ αὐτὸ ὀρυχεῖο, πού, ὅσο κι ἂν δὲν τὸ εἶχε δεῖ ποτὲ κανείς μας καὶ ὅσο κι ἂν ἦταν προβληματικὴ ἡ ἀπόδοσή του, γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ ἡ ἴδια του ἡ ὕπαρξη, προσέδιδε ὡστόσο στὸν Κάτσβινσκυ τὴν αἴγλη τοῦ ἐν δυνάμει πλούσιου ἀριστοκράτη.

Μὲ πρόχειρη ὅσο καὶ εὑρηματικὴ ἀμφίεση Ἄραβα (σεντόνι καὶ κίτρινα γυαλιὰ ἡλίου ἀπὸ φλούδα λεμονιοῦ), συμμετεῖχε στὴ γιορτὴ ποὺ διοργάνωνε τὰ Χριστούγεννα ἢ τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἕνας ἀπ’ τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ προξενείου (δὲν νομίζω ὅτι τὴ διοργάνωνε ὁ ἴδιος ὁ πρόξενος καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπαλλήλους ὁ μόνος ποὺ θυμᾶμαι τὸ ὄνομά του καὶ τὸ σουλούπι του εἶναι ὁ Λίβανσκυ). Ἡ γιορτὴ γινόταν στὸ διαμέρισμα ποὺ νοίκιαζε στὸν πρῶτο ὄροφο μιᾶς παλιᾶς βίλας στὴν ὁδὸ Πέτρου Συνδίκα. Ὑπῆρχαν τρεῖς ἢ τέσσερις ὅμοιες στὴ σειρά. Στὸν ἐπάνω ὄροφο ἀνέβαινες ἀπὸ μιὰ μακριά, πλάγια ἐξωτερικὴ σκάλα. Εἶναι θλιβερὸ νὰ πρέπει σήμερα νὰ ταξιδέψεις στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ ξαναδεῖς κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχασες – ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἀκόμα τὰ θυμᾶσαι. Αὔριο ὅμως δὲν θὰ τὰ θυμᾶται πιὰ κανένας καὶ θὰ εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ. Κι ὅμως ὑπῆρξαν. Ἀλλὰ τὰ καταστρέψαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια, σὰν τοὺς Σαμοθρακιῶτες ποὺ ἔκαιγαν τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, τὶς «κοῦκλες», ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἴων Δραγούμης, γιὰ νὰ ἀσβεστώσουν τὰ σπίτια τους. Ἡ γιορτὴ στὴ βίλα τῆς ὁδοῦ Συνδίκα ἦταν ἀνεπίσημη, σχεδὸν οἰκογενειακή. Ἡ ὁμογένεια μᾶς μετέτρεπε γιὰ λίγο σὲ οἰκογένεια. Συζητούσαμε, τρώγαμε, πίναμε καὶ ἀκούγαμε ἀπὸ δίσκους τὸν μαριονετίστα Γιόζεφ Σκούπα, τὸν κωμικὸ Βλάστα Μπούριαν ἢ κανένα τραγούδι τῆς ἐποχῆς. Ἤμασταν οἱ ἐλάχιστοι πολίτες μιᾶς νεοσύστατης Δημοκρατίας, ποὺ τὰ διαβατήριά μας, στὴν τελευταία σελίδα τους, μᾶς συνιστοῦσαν ἡ συμπεριφορά μας καὶ οἱ ἐνέργειές μας νὰ τιμοῦν τὴ χώρα καταγωγῆς μας καὶ νὰ διασφαλίζουν τὸ καλό της ὄνομα στὸ ἐξωτερικό. Ὁ βαρόνος τελείωνε, ὅπως μᾶς ἔλεγε, τὸ πορτραῖτο τῆς οἰκοδέσποινας καὶ δυσκολευόταν νὰ ἀποδώσει τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν της. Αὐτὸ ἀφενὸς μᾶς ἔπειθε, χωρὶς νὰ τὴν ἔχουμε δεῖ, γιὰ τὴ σοβαρότητα τῆς δουλειᾶς του, ἀφετέρου μᾶς ἀποκάλυπτε τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ καλλιτέχνης καί, κατὰ τρίτο λόγο, μιὰ καὶ τὰ μάτια θεωροῦνται καθρέφτες τῆς ψυχῆς, ἄφηνε νὰ πλανιέται στὸν ἀέρα ἡ ἀόριστη ἐντύπωση ὅτι αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἔκρυβε μέσα της κάτι βαθύτερο καὶ μυστηριῶδες, ποὺ ὡστόσο δὲν ἦταν εὔκολο νὰ τὸ ἀντιληφθεῖς.

Ἀλλά, γιὰ νὰ γυρίσω στὸ θέμα τοῦ φαγητοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχα ἀρχίσει, πρέπει νὰ πῶ ὅτι μὲ τὰ χρόνια τὸ διαιτολόγιό μας ἄλλαξε, γιὰ νὰ γίνει σιγὰ σιγὰ σχεδὸν ὁλότελα ἑλληνικό. Ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὴν Κατοχή. Τότε, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ξεγελάγαμε τὴν πείνα μας τρώγοντας μπομπότα καὶ λαχανίδα, βολευτήκαμε ὅμως καὶ μὲ παστωμένες σαρδέλες, καραμπατάκια, χερσαῖες χελῶνες, σωλῆνες –ποὺ τὰ πρῶτα μετακατοχικὰ χρόνια ἔμαθα νὰ τὶς ἐντοπίζω στὴν ἄμμο ἀπὸ τὴν τρύπα τους, σὲ σχῆμα ὀκτώ, καὶ νὰ τὶς ἀνασέρνω μὲ τὴ σωληνόβεργα–, καθὼς καὶ ἄγρια χόρτα, ποὺ ἡ κατανάλωσή τους θεωροῦνταν ντροπὴ ἀπ’ τοὺς Κεντροευρωπαίους.

Στὸ μεταξὺ εἴχαμε μετακομίσει σὲ μιὰ ἄλλη, ὡραιότερη μονοκατοικία, στὸ τέλος τῆς ὁδοῦ Γαμβέττα, στὴν ἀρχὴ τῆς ὁποίας μέναμε προηγουμένως. Ἡ πρώτη δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ Ἰταλικὸ Γυμνάσιο, στὸ ὁποῖο φοιτοῦσα, ἡ δεύτερη ἀπ’ τὸ ἐργοστάσιο ὅπου δούλευε ὁ πατέρας μου. Γι’ αὐτὴ τὴ μονοκατοικία ἔχω ἤδη μιλήσει προηγουμένως. Ὅταν τὸ 1940 μᾶς ἐπιτέθηκαν οἱ Ἰταλοί, μιὰ μικρὴ βόμβα ἔπεσε στὴ γραμμὴ τοῦ τρὰμ τῶν ὁδῶν Μαρασλῆ καὶ 25ης Μαρτίου. Ἕνα ὄχημα ἀνέβαινε ἀπὸ τὴν ὁδὸ Βασιλίσσης Ὄλγας στὴν ὁδὸ Ἀλεξάνδρου Παπαναστασίου, ἕνα ἄλλο κατέβαινε ἀντίθετα, καὶ διασταυρώνονταν στὴ μέση τῆς διαδρομῆς, ὅπου ὑπῆρχε σχετικὴ παρακαμπτήριος. Μιὰ παρόμοια γραμμὴ διέσχιζε καὶ τὴ σημερινὴ ὁδὸ Ἐθνικῆς Ἀμύνης, ἀπὸ τὸν χῶρο μπροστὰ στὸν Λευκὸ Πύργο μέχρι τὸ Σιντριβάνι. Μὲ τοὺς πρώτους βομβαρδισμοὺς εἴχαμε σκάψει ἕνα κοινὸ ἀντιαεροπορικὸ καταφύγιο –οὐσιαστικὰ ἕνα βαθὺ χαντάκι– μαζὶ μὲ τοὺς γείτονές μας. Ἦταν εὔκολο, γιατὶ οἱ αὐλές μας συνόρευαν. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἔμενε ἡ οἰκογένεια Κεχαγιᾶ (ἡ μητέρα, ἰδιαίτερα ὄμορφη, ὅπως καὶ ἡ κόρη της, καταγόταν ἀπ’ τὸ Λιβάδι), ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Πούλιος, ὁ μετέπειτα ἱδρυτὴς Ταγμάτων Ἀσφαλείας (εὐπρεπής, χωρὶς τίποτα πάνω του νὰ προμηνύει τὴν ἐξέλιξή του), μαζὶ μὲ τὴν ὑπέρβαρη γυναίκα του Μαστιχούλα, ποὺ ἔκανε τὴν καρέκλα πάνω στὴν ὁποία καθόταν νὰ τρίζει, καὶ τὰ δύο μικρὰ παιδιά του, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι. Στὶς 9 Ἀπριλίου 1941 οἱ Γερμανοὶ μπῆκαν στὴ Θεσσαλονίκη. Εἶδα κόσμο νὰ ἔρχεται ἀπ’ τὸ Ντεπώ, κουβαλώντας καρβέλια. Ἄρχισε τὸ κυνήγι τοῦ ἐπιούσιου: κυρίως κουβάλημα ἀκριβοπληρωμένου σιταριοῦ ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο, σὲ ὅση ποσότητα ἄντεχε ἡ πλάτη σου, μιὰ καὶ πήγαινες μὲ τὰ πόδια, εἴκοσι ὀκάδες, δηλαδὴ εἴκοσι πέντε κιλὰ καὶ κάτι.

alt

Στὴν ἑπόμενη μονοκατοικία μας, τῆς ὁδοῦ Τζαβέλλα (γωνία μὲ τὴν ὁδὸ Ξ.Ρ.Σ. 13), δὲν εἴχαμε πιὰ οὔτε θέρμανση οὔτε φαγητό, ἐνῶ τὰ ροῦχα μας καὶ ἰδίως τὰ παπούτσια μας εἶχαν ἀρχίσει νὰ λιώνουν. Μᾶς ἔσωσε κυριολεκτικὰ ἀπ’ τὴν πείνα τὸ νερόβραστο φοιτητικὸ συσσίτιο πού, ἀφοῦ ἔτρωγα ὁ ἴδιος, ἔφερνα λίγο καὶ στοὺς γονεῖς μου. Εἶχα γραφτεῖ στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολή. Δὲν ξέρω πῶς, μᾶς ἀνακάλυψαν δύο συμπατριῶτες στρατολογημένοι ἀπ’ τοὺς Γερμανοὺς γιὰ καταναγκαστικὴ ἐργασία. Καθόμασταν καὶ κουβεντιάζαμε τὰ βραδάκια, στὸ ἀμυδρὸ φῶς ἑνὸς φιτιλιοῦ μπηγμένου στὸ μεταλλικὸ καπάκι ἑνὸς γυάλινου βάζου γεμάτου μηχανέλαιο, ποὺ κάπνιζε ἀφόρητα. Δὲν εἴχαμε σχεδὸν τίποτα νὰ τοὺς προσφέρουμε. Μᾶς παρηγοροῦσε ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἥττα τῆς Γερμανίας πλησίαζε καὶ μὲ αὐτὴν τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες, ποὺ λεγόταν Κάντλετς καὶ εἶχε ἰδιαίτερα ζωηρὰ μάτια ποὺ τὰ στριφογύριζε ἔξυπνα, ἀφοῦ ἐπαναπατρίστηκε, μᾶς ἔγραψε. Τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ πολέμου εἶχε ἑνωθεῖ μὲ μιὰ ὁμάδα παρτιζάνων. Ἡ Θεσσαλονίκη ἐλευθερώθηκε. Εἴδαμε μιὰ μικρὴ ὁμάδα ἀπὸ ἀντάρτες νὰ κατεβαίνουν ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὸ ὕψωμα τῆς Νέας Ἑλβετίας. Φιλοξενήσαμε γιὰ μία ἢ δύο νύχτες δύο ἀξιωματικοὺς τοῦ ΕΛΑΣ. Ἡ καλτσοβιομηχανία τῶν ἀδελφῶν Μοδιάνο γέμισε Βρετανοὺς στρατιῶτες. Ὅπως εἶπα καὶ προηγουμένως, ὅλο τὸ ἐργατικὸ καὶ διοικητικὸ προσωπικό της εἶχε χαθεῖ στὰ ναζιστικὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως καὶ εἶχε ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ Ἕλληνες. Εἶχαν σωθεῖ μόνο οἱ ἰδιοκτῆτες.

Ὁ φίλος μου Ντάνυ Μπεναχμίας γύρισε ἀπ’ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ὅπου τὸν εἶχαν βάλει νὰ δουλεύει στοὺς φούρνους. Δὲν ζεῖ πιὰ σήμερα, ὅμως μιὰ Ἀμερικανίδα δημοσιογράφος, ἡ Ρεμπέκκα Καμχὶ Φρόμερ, κατέγραψε τὴν ὀδύσσειά του. Ἐγὼ θυμᾶμαι, δυστυχῶς ὅλο καὶ πιὸ ἀμυδρά, τὶς ἀφηγήσεις του, μὲ πρώτη τὴ διαπίστωση ὅτι στὸ στρατόπεδο ἀπὸ ἄνθρωπος γίνεσαι ἀριθμός, καθὼς καὶ μερικὰ χαρακτηριστικὰ περιστατικὰ τῆς ναζιστικῆς κτηνωδίας, ὅπως ἐκεῖνο μὲ τὴν Ἑβραιοπούλα πού, σ’ ἕνα παραλήρημα ἀγωνίας ἢ πρόκλησης μπροστὰ στὸν ἐπικείμενο θάνατο, ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ τὸ βὰλς τοῦ Στράους Ὁ ὡραῖος γαλάζιος Δούναβης καὶ ὁ φρουρὸς ποὺ τὴν ἐκτέλεσε μὲ τὸ ὁπλοπολυβόλο συνέχισε τὸν λικνιστικὸ σκοπὸ ἀπ’ τὸ σημεῖο ποὺ εἶχε διακοπεῖ.

Μὲ τὸν Ἐμφύλιο δημιουργήθηκε μιὰ ρευστὴ κατάσταση. Ὁ ἰδιοκτήτης τῆς μονοκατοικίας μᾶς πέταξε στὸ δρόμο κυριολεκτικὰ μὲ τὶς κλωτσιές. Ἤμασταν ἀνυπεράσπιστοι. Μᾶς φιλοξένησε γιὰ λίγο ἕνας θαυμάσιος ἀριστερὸς καπνεργάτης, ὁ Μῆτσος Σιούντας, μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του Ἑλένη. Εἶχε κάνει στὴ Μακρόνησο καὶ μοῦ ἐπιβεβαίωσε τὰ βασανιστήρια, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχα διαβάσει σ’ ἕνα τσέχικο περιοδικό. Ὅμως οἱ κομμουνιστές, μόλις κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, φέρθηκαν χειρότερα. «Εἶναι ντροπὴ νὰ κάνουμε διαδηλώσεις γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Μανόλη Γλέζου, ὅταν σχεδὸν καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει τουλάχιστο ἕναν γνωστό, ἕναν φίλο ἢ ἕναν συγγενὴ στὴ φυλακὴ καὶ δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ κουβέντα», εἶπε ἕνας Τσέχος καθηγητὴς στὸν Λίνο Πολίτη, ὅταν τέλειωσε στὴν Πράγα ἢ στὸ Μπρνὸ μιὰ διάλεξή του γιὰ τὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία. Καταλήξαμε τελικὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ προσφυγικὰ σπίτια τῆς Κάτω Τούμπας, μὲ τὸν πατέρα ἄρρωστο καὶ κατεστραμμένοι οἰκονομικά. «Μέχρι ποὺ νὰ ξαναβρεῖ ἡ Εὐρώπη τὴν ἰσορροπία της, ἐμεῖς θὰ τὴν ἔχουμε χάσει», μοῦ εἶπε ὁ Λεβὴ Ταζάρτες, πατέρας τῶν δύο καλύτερων φίλων καὶ συμμαθητῶν μου στὸ Ἰταλικὸ Σχολεῖο, τοῦ Ἴζου καὶ τοῦ Ἀρνάλδου, ὅταν τὸν ξαναεῖδα. Εἴχανε καταφύγει οἰκογενειακῶς στὴν Ἀθήνα καὶ εἴχανε σωθεῖ. Τοὺς βοήθησε πολὺ ὁ Στρατὴς Δούκας.

Ἡ ζωὴ ἄρχισε δειλὰ δειλὰ νὰ ξαναβρίσκει τὸν κανονικὸ ρυθμό της. Οἱ κοινωνικὲς διαφορές, ποὺ ἡ Κατοχὴ τὶς εἶχε κατὰ κάποιον τρόπο ἰσοπεδώσει (τὸ νὰ καλοπερνᾶς μέσα στὴ γενικὴ δυστυχία δὲν εἶναι πρὸς τιμήν σου), ἄρχισαν νὰ πληγώνουν τοὺς λιγότερο τυχερούς. Ἡ ΔΕΘ ξανάνοιξε τὶς πύλες της καὶ οἱ κρατικὲς συμμετοχὲς τῶν ἀνατολικῶν χωρῶν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, ἄνοιξαν τὴν πρώτη χαραμάδα ποὺ ἐπέτρεπε σ’ ἕνα προσεκτικὸ καὶ ἀνεπηρέαστο μάτι νὰ διακρίνει, ἔστω καὶ μόνο σὰν ἀντικαθρέφτισμα στὴ σφαίρα τῆς τεχνολογίας, κάτι ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν ἰδεολογία γιὰ τὴν ὁποία ἑκατομμύρια ἄνθρωποι εἶχαν χάσει τὴ ζωή τους. Τὸ 1948 οἱ κομμουνιστὲς εἶχαν ἀναλάβει τὴν ἐξουσία καὶ οἱ ἐργαζόμενοι στὸ τσεχοσλοβακικὸ περίπτερο συμπατριῶτες μας εἶχαν τὴν ἐντολὴ νὰ μᾶς ἀποφεύγουν. Εἴδαμε καὶ πάθαμε μέχρι νὰ πετύχουμε μιὰ συνάντηση μαζί τους. Καθὼς ζούσαμε στὸ ἐξωτερικό, μᾶς εἶχε προσπεράσει ἡ Ἱστορία.

Ἀλλά, γιὰ νὰ ξαναγυρίσω στὸ θέμα μου, ποὺ συνεχῶς τὸ ξεχνῶ: τὸ πιὸ ἀσυνήθιστο τσέχικο φαγητὸ γιὰ ἕναν ξένο εἶναι, χωρὶς ἄλλο, τὰ τυλιγμένα σὲ ζυμάρι φροῦτα (κυρίως δαμάσκηνα, ἀλλὰ καὶ βερίκοκα ἢ κεράσια), βρασμένα σὲ νερό, περιχυμένα μὲ λιωμένο βούτυρο καὶ πασπαλισμένα μὲ τριμμένο παξιμάδι καὶ ζάχαρη. Ἀντίθετα, τὸ χοιρινὸ μὲ λάχανο, ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ χαρακτηριστικὸ ἐθνικὸ φαγητό (παρόλο ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τοὺς Γερμανούς), δὲν ξενίζει τὸν μεσογειακὸ καλοφαγά. Μόνο ποὺ κατὰ κανόνα συνοδεύεται ἀπὸ τὰ λεγόμενα «κνέντλικυ» (ἀπὸ τὴ γερμανικὴ λέξη Knödel), κάτι βραστά, σπιτικὰ ζυμαρικὰ σὲ σχῆμα μπάλας, ὄχι ἰδιαίτερα ἑλκυστικὰ γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν τὰ ἔχει συνηθίσει, γιὰ τὰ ὁποῖα γίνεται λόγος καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Μπόγουμιλ Γράμπαλ Ὑπηρέτησα τὸν Ἄγγλο βασιλιά. Σὲ αὐτὸ περιγράφεται μιὰ σκηνὴ ὅπου μερικὰ «κνέντλικυ» γλιστροῦν ἀπὸ τὸν δίσκο τοῦ ἄτυχου σερβιτόρου καὶ πέφτουν στὸ κεφάλι ἑνὸς ἀνύποπτου πελάτη, μὲ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Πάντως, τὸ νὰ τρῶμε, κατακαλόκαιρο, μὲ τοὺς καλεσμένους μας χοιρινὸ μὲ λάχανο καὶ «κνέντλικυ» σὲ μιὰ παραθαλάσσια πόλη τῆς Μεσογείου, ὅπως ἡ Θεσσαλονίκη, καὶ νὰ τὸ εὐχαριστιόμαστε, μοῦ φαίνεται σήμερα, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, μᾶλλον σὰν μιὰ ἐκδήλωση ἄτοπης γαστριμαργικῆς ἐθνικοφροσύνης. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἄποψη ὁρισμένων συμπατριωτῶν μου ὅτι τὸ καλύτερο ψάρι εἶναι τὸ γουρούνι. Καὶ δικαιολογῶ τὸν Σολομὼν Ἀρντίτι ποὺ ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι δυσκολεύτηκε νὰ φάει αὐτὸ τὸ ζυμαρικό.

[...]

 

 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

Λάβαμε από τον Διονύση Χαριτόπουλο την παρακάτω επιστολή, σχετικά με την επιλογή κριτικών κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Κωστής Παπαγιώργης: Τα βιβλία των άλλων 1, Έλληνες συγγραφείς», το 2020. 

Επιμέλεια: Book Press

...
«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

Η νικήτρια του βραβείου Women's Prize για non-fiction βιβλία θα ανακοινωθεί στις 13 Ιουνίου. Κεντρική εικόνα, μια από τις υποψήφιες για το βραβείο: η συγγραφέας και αρθρογράφος Ναόμι Κλάιν © The University of British Columbia.

Επιμέλεια: Book Press

...
Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Επιλέξαμε 21 βιβλία ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Οι πρώτοι μήνες του 2024 έχουν φέρει πολλά και καλά βιβλία πεζογραφίας. Κι αν ο μέσος αναγνώστης βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση σε σύγχυση, στη χειρότερη σε άγχ...

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Ενόψει της 25ης Μαρτίου, επιλέγουμε έντεκα βιβλία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα περίπλοκλη όσο και μοναδική διαδοχή γεγονότων που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Kεντρική εικόνα: έργο του Λουντοβίκο Λιπαρίνι «Ο όρκος του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (περίπου 1850), μουσείο Μπενάκη.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

02 Απριλίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών: 20 έργα-ποταμοί από την παγκόσμια λογοτεχνία

Πολύτομα λογοτεχνικά έργα, μυθιστορήματα-ποταμοί, βιβλία που η ανάγνωσή τους μοιάζει με άθλο. Έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας, επικές αφηγήσεις από την Άπω Ανατ

ΦΑΚΕΛΟΙ