Προδημοσίευση αποσπάσματος από το ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Αραπάκη «Ο ιδεολόγος», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Τόπος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πρώτο μέρος, Ουκρανία
Κεφάλαιο 4ο
Αφού έκαναν μια σύντομη βόλτα στην ελληνική συνοικία, διέσχισαν τον δρόμο που περνούσε μπροστά από το λιμάνι και κατέληξαν σε μια γειτονιά ερημική και σκοτεινή. Άξαφνα διέκριναν ένα πλήθος αντρών έξω από κάποιο κτίριο. Ο Θεόφιλος παραξενεύτηκε και ετοιμάστηκε να ρωτήσει ποιοι ήταν όλοι αυτοί.
Στην αρχή υπέθεσε ότι ήταν κάποια συγκέντρωση εργατών, γι’ αυτό και ο Λεωνίδας είχε θελήσει να του τη δείξει. Μα, προχωρώντας λίγο ακόμη, διαπίστωσε ότι οι συγκεντρωμένοι άντρες ήταν Γάλλοι στρατιώτες.
«Πορνείο», του είπε ο Λεωνίδας χαμογελώντας πονηρά. «Έφτιαξαν κάμποσα οι Γάλλοι για να εξυπηρετούν τους στρατιώτες τους, αλλά και για να μπορούν να ελέγχουν την εξάπλωση των αφροδίσιων. Η σύφιλη και η βλεννόρροια κάνουν θραύση…»
Δεν του φάνηκε παράλογο του Θεόφιλου. Έτσι κι αλλιώς, οι Γάλλοι που είχαν πάει εκεί το τελευταίο που σκέφτονταν ήταν ο πόλεμος.
Ο Λεωνίδας ρώτησε τον Θεόφιλο αν θα ήθελε να απολαύσει υπηρεσίες αυτού του είδους. Αν ήθελε, θα τον πήγαινε κάπου που άξιζε τον κόπο και δεν είχε καμία σχέση με το πορνείο για τους στρατιώτες. Ο Θεόφιλος αρνήθηκε· τις υπηρεσίες αυτού του τύπου είχε μάθει να τις απολαμβάνει δωρεάν. Ο Λεωνίδας, σαν να ντράπηκε για την πρότασή του, άρχισε να καταφέρεται εναντίον των πορνείων, που πουλούσαν γυναικεία σάρκα και αντιμετώπιζαν τις γυναίκες σαν εμπόρευμα. Κατάλοιπο της καπιταλιστικής, ανδροκρατούμενης κοινωνίας… Μόλις επικρατούσε η επανάσταση, η πορνεία θα απαγορευόταν. Η γυναίκα θα είχε ίσες ευκαιρίες… Ο Θεόφιλος τον άκουγε χωρίς να τον διακόπτει.
Μα μέσα του χαμογελούσε. Όσο έξυπνος και διαβασμένος κι αν ήταν ο Λεωνίδας, κάποια ζητήματα τα αντιμετώπιζε με παιδική αφέλεια. Όταν θα ενηλικιωνόταν πραγματικά, θα αντιλαμβανόταν ότι μερικά πράγματα υπερβαίνουν τις ιδεολογίες.
Κινήθηκαν ανατολικά ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο και έφτασαν στο εργατικό προάστιο Περεσίπ. Σταμάτησαν στην κορυφή μιας ανηφόρας. Από κάτω απλωνόταν ένας σκοτεινός όγκος από κτίρια, χωμάτινους δρόμους και σκουπίδια· δεξιά τους, ένα μισοφέγγαρο κιτρινωπό, που έριχνε το φως του στα μαύρα νερά και τα έκανε να φαίνονται μπλάβα, σαν μελανιασμένα από το κρύο.
Ο Λεωνίδας έκανε λόγο για προάστιο-προπύργιο των εργατών-επαναστατών. Μέσα δεν είχε κανείς το θάρρος να πατήσει χωρίς να πάρει την έγκριση των συνδικάτων. Αν ήταν μέρα, θα τον έκανε μια βόλτα στο εσωτερικό της συνοικίας. Όχι ότι υπήρχε κάποιο σπουδαίο αξιοθέατο, εργαστήρια, αποθήκες και χαμόσπιτα ως επί το πλείστον, αλλά έτσι, για να πάρει μια γεύση πού και πώς ζούσαν οι φτωχοί. Μα να έμπαιναν τέτοια ώρα με αυτοκίνητο δεν ήταν και η πιο σοφή επιλογή. Μολονότι γνώριζε τους περισσότερους, μέχρι να καταλάβουν ποιος είναι, μπορεί να γινόταν κάποιο… ατύχημα.
Την επόμενη μία ώρα πέρασαν από κάμποσα μέρη. Πρώτα από τη Μολδοβάνκα, μια άλλη εργατική συνοικία βορειοδυτικά της πόλης, στην οποία κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι. Εδώ, εν αντιθέσει με το Περεσίπ, που ήταν κατασκότεινο και δεν κυκλοφορούσε ψυχή, είδαν λίγα καταστήματα ανοιχτά, κυρίως ταβέρνες και μπακάλικα, και διάφορους να περιφέρονται στους δρόμους.
Ο Λεωνίδας έπιασε να του λέει για τους Εβραίους της πόλης, που ήταν η πιο πολυπληθής ομάδα μετά τους Ρώσους. Μυστήρια ράτσα, με τα καλά της και τα κακά της. Από τη μια, θρησκόληπτοι και μοιρολάτρες, από την άλλη, πρωτοπόροι και αγωνιστές. Οι περισσότεροι αγράμματοι, μα οι λίγοι γραμματιζούμενοι διέπρεπαν, ξεχώριζαν. Αλλά πώς να μάθαιναν γράμματα; Για τους Εβραίους υπήρχε ποσόστωση στα σχολεία. Στους εκατό μαθητές οι πέντε ήταν Εβραίοι. Τόσους επέτρεπαν. Κι απ’ αυτούς, σχεδόν όλοι τους γόνοι πλούσιων οικογενειών.
Βασανισμένος λαός, αναμφισβήτητα. Σπάνια τρεις γενιές Εβραίων μεγάλωναν στον ίδιο τόπο. Νομάδες κατά βάση, έτοιμοι να φύγουν οποιαδήποτε στιγμή για να γλιτώσουν τα κεφάλια τους. Στην Οδησσό είχαν κουβαληθεί απ’ όλα τα μέρη της Γης, οι περισσότεροι από την Πολωνία. Έρχονταν γιατί αισθάνονταν ασφάλεια και οσμίζονταν δυνατότητα προκοπής. Όχι ότι κι εδώ δεν τους κυνήγησαν· οι μαύροι τους είχαν μακελέψει άπειρες φορές. Φανάτιζαν τον όχλο με όλους τους τρόπους.
Βασανισμένος λαός, αναμφισβήτητα. Σπάνια τρεις γενιές Εβραίων μεγάλωναν στον ίδιο τόπο. Νομάδες κατά βάση, έτοιμοι να φύγουν οποιαδήποτε στιγμή για να γλιτώσουν τα κεφάλια τους. Στην Οδησσό είχαν κουβαληθεί απ’ όλα τα μέρη της Γης, οι περισσότεροι από την Πολωνία. Έρχονταν γιατί αισθάνονταν ασφάλεια και οσμίζονταν δυνατότητα προκοπής. Όχι ότι κι εδώ δεν τους κυνήγησαν· οι μαύροι τους είχαν μακελέψει άπειρες φορές. Φανάτιζαν τον όχλο με όλους τους τρόπους. Μέχρι και στις εκκλησίες έκαναν προπαγάνδα: Αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό μας φταίνε για όλα… Τώρα το «θεάρεστο» έργο τους το είχαν αναλάβει οι Ουκρανοί εθνικιστές. Τα καθάρματα του Πετλιούρα… Μα μέσα στην Οδησσό, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, πογκρόμ δεν γίνονταν. Οι Εβραίοι ήταν πολλοί, οπλισμένοι και κυρίως αποφασισμένοι. Όποιος ήθελε αίμα Εβραίου θα έπρεπε να πληρώσει με το δικό του. Ως κι οι χωροφύλακες φυλάγονταν, εύκολα δεν έμπαιναν στις συνοικίες τους. Για να συλλάβουν κάποιον δικό τους έπρεπε να συνεννοηθούν με τον ραβίνο και την κοινότητα.
«Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι Εβραίοι. Όταν ήμουν πιο μικρός και έρχονταν σπίτι, ο Κολιδάς στραβομουτσούνιαζε. Δεν τους συμπαθεί. Μπορεί να είναι έξυπνος και ανοιχτόμυαλος, αλλά οι προκαταλήψεις αιώνων δύσκολα αποβάλλονται. Κάποτε, πρέπει να ήμουν περίπου δώδεκα χρονών, μου απαγόρεψε να τους φέρνω σπίτι. Μου είπε να κάνω φίλους δικούς μας, Έλληνες, παιδιά καλών οικογενειών, και όχι τα βρόμικα και πεινασμένα εβραιόπουλα. Μου φάνηκε τόσο παράλογο και ανέντιμο, που αντέδρασα φρενιασμένα. Έφυγα από το σπίτι και πήγα στου φίλου μου του Μπεν, εδώ, στη Μολδοβάνκα. Οι γονείς του, ήσυχοι άνθρωποι, φτωχοί, φοβήθηκαν ότι θα έβρισκαν τον μπελά τους, αλλά δεν με έδιωξαν. Μόνο κάνα δυο μέρες αργότερα ο πατέρας του Μπεν, ο Χαΐμ, πήγε στον Κολιδά και του είπε να μην ανησυχεί, τον γιο του τον φιλοξενούσε αυτός».
«Και γύρισες σπίτι;»
«Όχι, ήμουν πολύ κακιωμένος. Στην πραγματικότητα δεν με είχε ενοχλήσει μόνο το ότι μου είχε απαγορέψει να φέρνω τους φίλους μου στο σπίτι. Λίγες μέρες πριν είχα μάθει ότι δεν ήμουν πραγματικός του γιος. Μου το είχει πει μια λαντζιέρα για να με πικάρει· το ήξεραν όλοι εκτός από μένα. Γκρεμίστηκε ο κόσμος μου, καταλαβαίνεις… Όταν ήρθε στο σπίτι του Μπεν για να με πάρει, του είπα κατευθείαν ότι, εφόσον δεν ήμουν πραγματικός του γιος, δεν είχε κανένα δικαίωμα. Δεν το περίμενε, συγκλονίστηκε.
Σαν τώρα θυμάμαι την έκφρασή του: τα μάτια του γουρλωμένα, να με κοιτάζουν γεμάτα απορία, το πρόσωπό του πανιασμένο».
«Τελικά;»
«Τελικά τα βρήκαμε. Όχι αμέσως, τον βασάνισα πρώτα λίγο. Ήμουν πολύ πληγωμένος, πίστευα ότι δεν με αγαπούσαν, ότι μου έκαναν χάρη που με είχαν στο σπίτι τους. Αισθανόμουν παρείσακτος, ανεπιθύμητος…»
Άξαφνα ο Λεωνίδας έπιασε με τα δυο του χέρια το τιμόνι, έγειρε πάνω του κι άρχισε να γελάει. Λίγο αργότερα κατάφερε να συγκρατήσει το γέλιο του και συνέχισε.
«Θα αναρωτιέσαι γιατί γελάω. Μόλις του είπα ότι γνωρίζω πως δεν είμαι γιος του, και ενώ είχα δει ότι είχε σοκαριστεί, για να τον αποτελειώσω του λέω: Θέλω να με πας στο ορφανοτροφείο. Εκεί είναι η θέση μου. Ο ταλαίπωρος Κολιδάς πάγωσε, κόντεψε να μείνει επιτόπου. Ύστερα από λίγο έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να μου λέει ότι με αγαπάει περισσότερο απ’ οτιδήποτε στον κόσμο, ότι δεν είχε καμία σημασία που δεν ήμουν βιολογικό του παιδί, ότι μπορούσα να φέρνω στο σπίτι όποιον ήθελα, να κάνω ό,τι θέλω… Βεβαιώθηκα ότι με αγαπάει· έβαλα κι εγώ τα κλάματα και τον αγκάλιασα. Κάπως έτσι έληξε το επεισόδιο».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μάρτιος 1919. Ο Θεόφιλος Τερζής, Ελληνογάλλος ανταποκριτής της εφηµερίδας Ο Αναγνώστης, ταξιδεύει στην Οδησσό, όπου έχει µεταφερθεί το ελληνικό εκστρατευτικό σώµα, για να καταγράψει την πορεία των πολεµικών επιχειρήσεων. Εκεί έρχεται σε επαφή µε τον Λεωνίδα Κολιδά, θετό γιο επιφανούς µέλους της παροικίας, και γνωρίζει τον Σάσα, έναν µυστηριώδη φίλο και µέντορά του. Μαθαίνει µόνο πως κάποτε λεγόταν Ισµαήλ.
Αρχές του 1917. Τρία χρόνια µετά τη σφαγή στο Λάντλοου του Κολοράντο, ο Ερκ, παραδοµένος στη θλίψη, ζει στο Μόντρεαλ και εργάζεται στο λιµάνι. Η τυχαία συνάντησή του µε τον Τρότσκι στη Νέα Υόρκη αναζωπυρώνει µέσα του παλιές θύµησες και ξυπνά τον ασυµβίβαστο, µαχητικό εαυτό του. Επιχειρεί να παραιτηθεί από τη δουλειά του, αλλά τόσο ο Τούρκος προϊστάµενός του, που τον έχει σαν γιο του, όσο και η κόρη του, η Άννα, που τον ερωτεύεται, στέκονται εµπόδιο στην επιθυµία του να µεταβεί στη Ρωσία.
Στον Ιδεολόγο, το νέο ιστορικό µυθιστόρηµα του Νίκου Αραπάκη, παρακολουθούµε την ωρίµανση του Τουρκοκρητικού Ισµαήλ, µετέπειτα Ηρακλή ή Ερκ, του περίφηµου «Αµερικάνου», και την αναµέτρησή του µε τα σκληρά διλήµµατα της εποχής του. Παράλληλα, βυθιζόµαστε σε µια πυκνή ιστορική περίοδο, όπου γίνονται ζυµώσεις και ριζικές ανακατατάξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, µε ήρωες που ενσαρκώνουν τα όνειρα, τις πράξεις, τα πάθη και τις µαταιώσεις της.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Νίκος Αραπάκης γεννήθηκε στην Καλαµάτα το 1969. Σπούδασε δηµοσιογραφία και εργάστηκε σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά µέσα. Έχει παρακολουθήσει δύο κύκλους δηµιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ, µε τον Στρατή Χαβιαρά και την Τατιάνα Αβέρωφ. Εµφανίστηκε στα γράµµατα το 2008 µε το µυθιστόρηµα Και στη µέση η θάλασσα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Από τις εκδόσεις Τόπος κυκλοφορούν τα ιστορικά µυθιστορήµατά του Ο Αµερικάνος (2021), που εισχωρεί σε άγνωστες πτυχές της ιστορίας των Ελλήνων µεταναστών στις HΠΑ, και Το δίκιο (πρώτη έκδοση το 2010, νέα, εµπλουτισµένη έκδοση το 2022), µε θέµα τον ελληνικό Εµφύλιο. Ο Ιδεολόγος, ένα αυτοτελές µυθιστόρηµα, τυπικά αποτελεί συνέχεια του Αµερικάνου.